Πάλι τίποτα δεν έγινε σήμερα (η μοιρολατρεία του λαού)

Ένα επτάμηνο μετά τις εκλογές και μοιάζει σα να’χουν περάσει επτά χρόνια.

Δεν είναι εύκολο να ανακαλύψει κανείς, βέβαια, τα πιο λεπτά ελατήρια και γρανάζια της «μηχανής» που διαμορφώνει τη μαζική συνείδηση και ψυχολογία. Όμως όλη αυτή η κατάσταση δεν είναι άσχετη από την μετεκλογική μετάλλαξη του ίδιου ρεύματος που προεκλογικά παρέσερνε το σύριζα προς την «κυβέρνηση της αριστεράς»… «Κυβέρνηση της αριστεράς» (ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ, Κατσέλη, «αριστερό ΠΑΣΟΚ», «αντιμνημονιακή δεξιά» κλπ) δεν προέκυψε στις εκλογές του Ιουνίου. Ένας κόσμος που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ  επενδύοντας στην ώρα της κάλπης τα πάντα (από το νόημα της επανάστασης του Σπάρτακου ως το χάνι της Γραβιάς και την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα), αναγορεύοντας στη συνείδησή του τη μέρα των εκλογών σαν τη στιγμή όπου «πριν από αυτήν ήταν νωρίς και μετά από αυτήν θα είναι αργά», ήδη από το βράδυ των εκλογών τα είχε βάψει μαύρα, κατάμαυρα. Κι από τότε το κύμα της πολιτικής μελαγχολίας σκέπασε σαν βαρύ σύννεφο την άμοιρη χώρα…

Τα πανώ με το αλησμόνητο σύνθημα «ΞΥΠΝΗΣΑΜΕ» (κοιμόμασταν όλη μέρα όμως, και  στην πραγματικότητα ξυπνήσαμε νύχτα) κατεβήκαν απ’ τις κολώνες των πλατειών, και κανείς δεν σκέφτηκε να κρεμάσει το σύνθημα «ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΜΕ ΠΑΛΙ».  Το αδιέξοδο επιτάθηκε από τον ευφυή κυβερνητικό ελιγμό της ψήφισης μια κι έξω όλων των μέτρων σε ενα νόμο εκατοντάδων σελίδων… Διότι όταν δεν υπάρχει βαρύ αντιλαϊκό νομοσχέδιο προς ψήφιση, όταν στη βουλή δεν υπάρχει προς ψήφιση ασφαλιστικό Ι και ασφαλιστικό ΙΙ, μνημόνιο Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, κοντοπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο, μακρυπρόθεσμο κλπ, τότε δεν υπάρχει τακτή (δοτή θα μπορούσαμε να την πούμε επίσης) ημερομηνία κλιμάκωσης του αγώνα, και κυρίως κορύφωσης του (σε συνθήκες έμπρακτης δογματικής αντιπαράθεσης για το αν οι «κορυφώσεις» πρέπει να καθορίζονται  από   τη «βία» ή τη «μη βία»), και τότε το λαϊκό κίνημα και κατ’ επέκταση ο λαός μαραζώνει. Τα νομοσχέδια ψηφίστηκαν όλα, τι θα κάνουμε τώρα χωρίς τους βαρβάρους, ήταν κι αυτοί μια κάποια λύση.

Το 2009, όταν η κυβέρνηση της ΝΔ (έχοντας  διαδεχτεί την ήδη αφόρητη κυβέρνηση Σημίτη) είχε καταντήσει αφόρητη υπό τους όρους της προ-μνημονίου μετα-ΟΝΕ και πάντα ΕΕ εποχής, έγιναν εκλογές, βγήκε πρωθυπουργός ο ΓΑΠ και την αμέσως επόμενη μέρα χωρίς να έχει αλλάξει στην πραγματικότητα τίποτα (πέραν της «απελευθέρωσης των σταζιέ από την ομηρία») δεν μπορούσες να σταθείς πουθενά χωρίς ν’ ακούσεις «πόσο θετικά άλλαξε κιόλας το κλίμα» και χωρίς ν’ απαντήσεις ότι εσύ στο κλίμα δεν βλέπεις την παραμικρή αλλαγή.

Ακριβώς το αντίστροφο μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Μέσα σ’ αυτή την απώλεια της αίσθησης του χρόνου, όπου οι επτά μετεκλογικοί μήνες βιώνονται σαν να έχουν ήδη διαρκέσει για πάντα, σαν την αιωνιότητα την ίδια όπου μέσα στα κρύα χωρίς θέρμανση σπίτια η μέρα του καθενός ξεχωριστά τελειώνει (κλείνοντας την τηλεόραση ή το ίντερνετ) με την απογοήτευση μιας ακόμη μέρας που ούτε και σ’ αυτήν έγινε τίποτα, οι πιο οξύθυμοι κουκουλώνονται στα παγωμένα τους σκεπάσματα κι ονειρεύονται πριν τους πάρει ο ύπνος τον απο μηχανής εκδικητή που τουλάχιστον σ’ αυτή την «τραγωδία» που ζούμε θα μας χαρίζει μια φορά στο τόσο κι από μια αποκατάσταση των τραγικών μέτρων, κάθε τόσο κι από μια «τραγική κάθαρση».

Στο επίπεδο της «υψηλής πολιτικής», από την πλευρά της χωρίς αντεξουσιαστικά συμπλέγματα προσδιοριζόμενης ή αυτοπροσδιοριζόμενης  εξουσίας η απροθυμία του λαού να κοιμάται και να ξυπνά με χαμόγελο, ή έστω σε μια παραδοσιακή κατάσταση συναινετικής αφασίας, η -κατά βάθος- ολοσχερής (και από απόψεως «τραγικού μέτρου» ίση) αδιαφορία του λαού για το αν οι εκπρόσωποί της ζουν ή δε ζουν, τα αθροιστικά κρούσματα των  πολλών μεμονωμένων περιπτώσεων που κοιμούνται και ξυπνούν με μια κατάρα στα χείλη για όποιον τους έχει κόψει τη θέρμανση, για όποιον τους χαρατσώνει, για όποιον τους έχει αφήσει χωρίς μισθό, χωρίς δουλειά, χωρίς πελατεία, για όποιον τους κόβει ή απειλεί να τους κόψει το ρεύμα και το νερό, για όποιον να’ναι στο φινάλε-φινάλε στο κάτω-κάτω πότε μας ρώτησαν εμάς… από την πλευρά λοιπόν της ακομπλεξάριστης εξουσίας αυτή η γενικευμένη κατήφεια συνιστά μια (ιδεολογικά, και για την ακρίβεια: ιδεολεκτικά) καλή κινδυνολογική επενδυτική ευκαιρία κατσαδιάσματος των επίδοξων (πλην όμως με χίλια-δυο αντιεξουσιαστικά συμπλέγματα)  συνεταίρων στη διαχείριση της εξουσίας. Μια καλή κινδυνολεκτική επένδυση πολιτικού κεφαλαίου: Ιδού τι ονειρεύονται οι δικοί σας. Να τι είσαστε. Κι αν το αρνείστε, σας κάνουμε και ένα και δυο και τρία πειράματα ανθρωποθυσίας (οι Αγαμέμνωνές μας τις Ιφιγένειές τους τις σφάζουνε κι από μόνοι τους, αν έτσι πρόκειται να πάρουν το λαό μαζί τους στην Τροία) για να δείτε πως ούτε ένας δικός σας δεν θα νιώσει υποχρεωμένος να κλάψει.    Επομένως ο κίνδυνος για την «ομαλότητα», για την «κοινωνική ειρήνη», προέρχεται από το γεγονός ότι δεν κλαίτε για εμάς, και δεν κλαίτε για εμάς, διότι ούτε για τους εαυτούς σας γελάτε. Πάσχετε από κατάθλιψη και πρέπει να αναλάβετε τις ευθύνες σας.

Και πετώντας τότε, πηγαίνει στη χώρα των εσπερίδων ο αντιεξουσιαστής επίδοξος διαχειριστής της εξουσίας. Και βρίσκει στη γη της χώρας εκείνης την είσοδο του μαντείου. Και ξετυλίγει την κόκκινη κλωστή από το κουβάρι για να μπορέσει να βρει το δρόμο του γυρισμού. Και στρίβει αριστερά, στρίβει δεξιά. Κατεβαίνει σκαλοπάτια, ανεβαίνει ανηφοριές. Και λιώνει τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσια. Και φτάνει στην κοιλιά του κήτους. Και συναντά εκεί τους ιερείς. Και μιλάει στην ζαλισμένη Πυθία. Και της λέει:

Όλους τους δρομους τους γύρισα στη χώρα σας, και δεν είδα να γνωρίζετε τι σημαίνει κατάθλιψη.

«Είναι που όλοι εδώ παίρνουν αντικαταθλιπτικά, ξένε», σκέφτηκε ν’ απαντήσει ο πιο νεαρός ιερέας, αλλά συγκρατήθηκε.

Ήρθα στη χώρα σας, κι έφτασα ως την κοιλιά του κήτους για να σας συναντήσω, ω ιερείς του πολιτισμού, για να ζητήσω τη σεπτή σας συμβουλή πώς να διώξουμε τη συμφορά που ταλανίζει την άμοιρή μου χώρα: Πάσχουμε από κατάθλιψη, στη μακρινή γη μας, και ζητάμε μια σοφή συμβουλή, από εσάς, που την κατάθλιψη την έχετε για άγνωστη λέξη σε τούτο εδώ το βασίλειο της εκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

«Θα λάβεις σύντομα τον χρησμό που ζητάς, ξένε. Γύρνα τώρα στην μακρινή γη σου»

Έτσι κι έγινε: Μετά από λίγες μέρες φτάσαν αγγελιοφόροι φέρνοντας το σφραγισμένο με βουλοκέρι χαρτί του περιζήτητου χρησμού:

«…προσπάθεια να πείσει το αμερικανικό κατεστημένο ότι δεν αποτελεί ανατρεπτική δύναμη και δεν προσπαθεί να γκρεμίσει τον δυτικό καπιταλισμό… ένα καλό πρώτο βήμα… Του έδωσα την ευκαιρία να εξηγήσει ότι ίσως εκπροσωπεί κάτι λιγότερο ριζοσπαστικό απ’ ό, τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως… Οι περισσότεροι που τον άκουσαν τον βρήκαν έναν ήπιο (smooth) πολιτικό, με πιο χαμηλών τόνων λόγο απ’ ό,τι περίμεναν. Η έμφαση που έδωσε στο γεγονός ότι ο ίδιος και το κόμμα του δεν αποτελούν κάποια εκρηκτική, ανατρεπτική δύναμη, ήταν καθησυχαστική (…) Τον είδαν ειλικρινή, όχι ανατρεπτικό, όχι κάποιον που θέλει να ανατρέψει τον δυτικό καπιταλισμό! (…) Υπό αυτό το πρίσμα, νομίζω πως η εμφάνισή του ήταν ένα βήμα μπροστά γι’ αυτόν. Αλλά δεν εξήγησε πώς θα μεταρρυθμίσει την ελληνική οικονομία και θα την καταστήσει περισσότερο ανταγωνιστική… Αυτό το ταξίδι δείχνει τη συνεχή εξέλιξη του πολιτικού του προφίλ προς μια σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση… Σε μια χώρα όπου οι αριστεροί ιστορικά υπήρξαν εμπρηστικοί, επιρρεπείς στη βία και φορείς επιθετικού αντιαμερικανισμού, ο κ. Τσίπρας εμφανίστηκε ήπιος, ευγενικός, πραγματιστής και πολύ πρόθυμος να ακούσει τις αμερικανικές απόψεις (…) Η κατάσταση στην Ελλάδα μόλις άρχισε να καταλαγιάζει (…) Τους ερχόμενους μήνες ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχουν άφθονες ευκαιρίες να δείξουν ότι ο ορισμός που δίνουν στη λέξη ριζοσπάστης δεν σημαίνει ότι βάζουν όλη την Ελλάδα να απεργήσει, απλά για να πάρουν την εξουσία…»

Πάντοτε διφορούμενοι αυτοί οι χρησμοί των μαντείων. «Τι πρέπει να κάνω τώρα;». Το βλέμμα του έπεσε σαν από μόνο του σε μια από τις πρώτες φράσεις του χρησμού: «προσπάθεια… να… πείσει… ότι… και…  δεν… προσπαθεί…  να… γκρεμίσει… τον… δυτικό… καπιταλισμό…»…Πώς να εξηγηθεί αυτή η δυσερμήνευτη απάντηση της Πυθίας; Μήπως το μαντείο τον παροτρύνει να προσπαθήσει να γκρεμίσει τον ανατολικό καπιταλισμό μόνο; Ή μήπως (έμμεσα) τον συμβουλεύει ν’ αφήσει ήσυχο τον καπιταλισμό γενικά; Ασυναίσθητα η ματιά του διέτρεξε το κείμενο του χρησμού φτάνοντας ως την τελευταία του μαγική φράση:  «ριζοσπάστης δεν σημαίνει ότι βάζουν όλη την Ελλάδα να απεργήσει, απλά για να πάρουν την εξουσία».

Η αλήθεια ξαφνικά έλαμψε μπρος του. Η συμπυκνωμένη σοφία των ιερέων στάθηκε εκείνη την ώρα για εκείνον, που πάντα αναζητούσε την αλήθεια συμπυκνωμένη σε τρεις μόνο λέξεις, μια πραγματική αποκάλυψη. Η λύση βρισκόταν στο ίδιο το πρόβλημα: Στην κατάθλιψη.

Την επόμενη κιόλας μέρα οι τελάληδες αρχίσανε να βαρούν τις κουδούνες. Ακουούσατεακούσατε! (Όχι η απεργία -αυτό είχαν δασκαλευτεί να το λένε από μέσα τους- αλλά) η κατάθλιψη έχει γίνει το εθνικό μας χαρακτηριστικό. Ακουούσατεακούσατε!

Στα δώματα της (ακομπλεξάριστης) εξουσίας ο φθόνος για τη συνάντηση του επίδοξου (συμπλεγματικού) διαχειριστή της με τους ιερείς πάλευε με την αίσθηση της ανακούφισης: Μπροστά στο εθνικό χαρακτηριστικό της απεργίας, στο κάτω-κάτω της γραφής, είναι καλύτερο το εθνικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης, πόσο μάλλον εφόσον δεν πρόκειται πια για ένα οποιοδήποτε χαρακτηριστικό, αλλά για ένα χαρακτηριστικό εθνικό.

Στους δρόμους, στις αγορές και τα παζάρια, ο απλός λαός άκουγε τον τελάλη να διαλαλεί ξανά και ξανά το κήρυγμά του κι αργοκουνούσε το κεφάλι: Δίκιο έχει. Αυτό έχουμε. Κατάθλιψη. Φως φανάρι. Αυτό είναι. Κατάθλιψη.

Λίγες μόνο φωνές, εδώ κι εκεί, ηχούσαν  αταίριαστες με τον νόμο και την τάξη της Κατάθλιψης. Ο λαός να πάψει, λέγανε, να φοβάται… Ο λαός να πιστέψει στη δύναμή του… Απεργία, ναι! απεργία!..

Κι λαός τις ρωτούσε αυτές τις φωνές: πείτε μας… Κι εκείνες τότε  στην ψιλή κουβέντα μπλεγμένες, απ’ την Κατάθλιψη του λαού υπνωτίζονταν, κι ανάμεσα στο όραμά τους και τη σκόνη του δρόμου μέναν μετέωρες: Δεν το έχει αποφασίσει ο λαός, μουρμουρίζανε τώρα αντί να φωνάζουν… Όταν ο λαός το αποφασίσει… μπορεί να γίνει τίποτα; με μια διαδήλωση; με μια απεργία; (Ναι! Απεργία! ξαναφώναζαν πιο δυνατά την ίδια στιγμή)… Όταν το αποφασισει ο λαος, ξαναλέγαν. Ο λαός δεν το έχει αποφασίσει. Ο λαός φοβάται. Ο λαός να μη φοβάται. Ο λαός φοβάται… Κι εμείς να κυβερνούσαμε τίποτα δε θα κάναμε λέμε εμείς… Κι αν πέσει η κυβέρνηση τι μ’ αυτό… Κανείς να μην νομίζει ότι θ’ αλλάξει η στρατηγική της κυβέρνησης με μια απεργία διαρκείας… (Ναι! Απεργία! ξαναφωνάζαν) κι έπειτα ξανά, μουρμουρίζοντας: το ζήτημα είναι αλλαγή τάξης στην εξουσία, να ποιο είναι το ζήτημα… Τους επόμενους μήνες; Η κοινωνική επανάσταση; (Προς Θεού!) Από ένα τυχαίο γεγονός; (Ναι, αυτό που σας ρωτάω…) Με 10% μόνο γραμμένους στα σωματεία; Δε νομίζω…

Έπεσα για ύπνο με αυτή την καταραμένη αίσθηση από τις εκλογές κι έπειτα, ότι ούτε και σήμερα έγινε τίποτα.

Και πρέπει τώρα να το ξαναχτενίζω για τα λάθη της πληκτρολόγησης. Άσε αργότερα. Καλύτερα να πάω για μπάλα.



Σχολιάστε