1985: Η γαλλική διανόηση και οι ερευνητικές κατευθύνσεις των ΗΠΑ

Μια παραπομπή στη σελ. 127 της ΚΟΜΕΠ 1/2020 αποτέλεσε το έναυσμα για την ενασχόληση με την «εκκαθαρισμένη» και αποχαρακτηρισμένη (το 2011) «ερευνητική εργασία» (research paper) της CIA, χρονολογούμενη από τον Δεκέμβριο 1985, με τον τίτλο «Γαλλία: αποστασία των αριστερών διανοούμενων» [1].

Παρά τον τίτλο του, το εν λόγω έγγραφο ασχολείται συνολικά με τη γαλλική διανόηση, «αριστερή» και «δεξιά». Η ιδιαίτερη αναφορά του τίτλου στους «αριστερούς» και την «αποστασία» τους, οφείλεται μάλλον στην εκτίμηση του εγγράφου για την – συγκριτικά προς την παραδοσιακή «συντηρητική» διανόηση – «μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην υπονόμευση του Μαρξισμού» εκ μέρους «εκείνων των διανοούμενων που εμφανίστηκαν σαν αληθινοί πιστοί για να εφαρμόσουν τη Μαρξιστική θεωρία στις κοινωνικές επιστήμες αλλά τελείωσαν με τον αναστοχασμό και την απάρνηση   ολόκληρης της παράδοσης». Ή, με άλλα λόγια, στην εκτίμηση του εγγράφου για τον «ρόλο κλειδί» που έπαιξαν οι διανοούμενοι της «νέας αριστεράς» και της «νέας φιλοσοφίας» σε αυτό που το έγγραφο αποκαλεί «ιστορική μεταβολή» στη γαλλική πνευματική ζωή.

Η ιδιαίτερη σημασία που εξαρχής το έγγραφο της ΚΥΠ των ΗΠΑ αποδίδει στη γαλλική διανόηση, ανάγεται ακριβώς στις ιδεολογικές παραδόσεις της Γαλλικής Επανάστασης:   

«Η σημασία των διανοούμενων στη Γαλλία είναι ίσως η μεγαλύτερη απ’ ό,τι στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες» «Οι Γάλλοι διανοούμενοι (ο όρος συμπεριλαμβάνει δημοσιογράφους, καλλιτέχνες, συγγραφείς, και εκπαιδευτικούς) έχουν χαράξει για τον εαυτό τους τον ειδικό ρόλο των ερμηνευτών της πολιτικής παράδοσης, ιδιαίτερα των συνεπειών και επιπτώσεων (consequences and implications) της Γαλλικής Επανάστασης…».

Στην ολοκλήρωση της «έρευνας» γίνεται φανερό, ότι στο κέντρο των στόχων της βρίσκεται η εξάλειψη των επαναστατικών παραδόσεων ως την απώτατη αφετηρία τους…

Στις παραμονές των τελικών αντεπαναστατικών ανατροπών του 20ου αιώνα, οι «συνέπειες και επιπτώσεις» της Γαλλικής Επανάστασης, η «ερμηνεία» τους, αποκτούν κεντρική σημασία, που όμως δεν περιορίζεται στο «άμεσο καθήκον», την ανατροπή του σοσιαλισμού. Η αντεπανάσταση δεν περιορίζεται σε «ημίμετρα». Ο σύγχρονος καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός, σαν πολιτική «αντίδραση σε όλη τη γραμμή» [2], τραβάει την αντεπανάσταση ως το τέλος της, ως την ανατροπή των ίδιων των «δικών του» ιδεολογικών αφετηριών. Το γεγονός αυτό, που θα γίνει εμφανέστερο στη συνέχεια του κειμένου, ορίζει και το πλαίσιο επικαιρότητας του εγγράφου σε αυτή τη συνεχιζόμενη ιστορική διαδικασία, στον σημερινό της «σταθμό», 35 χρόνια μετά τη σύνταξή του.

*

Το έγγραφο καταπιάνεται με ιδεολογικά ζητήματα που βρίσκονταν και βρίσκονται στο επίκεντρο της κοινωνικής – ταξικής αντιπαράθεσης, εξεταζόμενα από τη σκοπιά των συντακτών και των αποδεκτών του υπό τους όρους ενός εσωτερικού εγγράφου που επιτρέπουν  σ’ αυτή τη σκοπιά να καθίσταται ιδιαίτερα έκδηλη.

Στην ανάλυσή του εντοπίζονται κρίκοι που διαχρονικά συναρθρώνουν την ιδεολογική στρατηγική των ΗΠΑ ως ηγεμονεύουσας δύναμης του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Πρόκειται, γενικότερα, για κρίκους της ιδεολογικής στρατηγικής του μονοπωλιακού κεφαλαίου, εκφραζόμενης εν προκειμένω από τις ΗΠΑ και για τις ΗΠΑ.

Την επικαιρότητα του εγγράφου επαυξάνει και ορισμένη διεθνής αναλογία ανάμεσα στο τότε και στο τώρα: Η επιθετικότητα του μονοπωλιακού κεφαλαίου με τους τοτινούς όπως και με τους τωρινούς όρους βρισκόταν και βρίσκεται σε φάση ολόπλευρης έξαρσης: Τότε ήταν ο Ρήγκαν και η Θάτσερ που προσωποποιούσαν την επιθετική επιδίωξη του κεφαλαίου να γκρεμίσει κάθε εθνικό και διεθνή φραγμό στην ανάπτυξή του. Τώρα είναι τα αποτελέσματα αυτής της «χωρίς φραγμούς» ανάπτυξης που, με τη μορφή της καπιταλιστικής κρίσης, έχουν μετατραπεί σε φραγμό της εντείνοντας (πάνω και στη βάση του σύγχρονου τεχνολογικού «άλματος»)  τις σύγχρονες μορφές επιθετικότητας του κεφαλαίου.

Τότε έμπαινε σε κίνηση η οριστική πράξη της αντεπανάστασης σε ΕΣΣΔ και ανατολική Ευρώπη. Τώρα βρίσκονται σε κίνηση οι «προληπτικές» μέθοδοι απέναντι στις λαϊκές αντιδράσεις που γεννιόνται από τα κοινωνικά αδιέξοδα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι μέθοδοι της κατάπνιξης, της αφομοίωσης, της εκτροπής τους από την κατεύθυνση της επαναστατικής ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου.

*

Πλάι στις διεθνείς αναλογίες δεν περνάνε απαρατήρητες και ορισμένες πολιτικές αναλογίες ανάμεσα στη Γαλλία του 1985 και την Ελλάδα του 2020: Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για χρονική συγκυρία (όπως ως προς το γαλλικό 1985 με αρκετή έμφαση στέκεται το έγγραφο της CIA), όπου μόλις έχει «αποτύχει» η «κυβέρνηση της αριστεράς» και όπου η «αποτυχία» αυτή επιχειρείται να μετατραπεί σε εφαλτήριο μιας αντιδραστικής «δεξιάς» αντεπίθεσης με όχι περιορισμένο αλλά με στρατηγικά ευρύ πολιτικό περιεχόμενο. 

Η υπηρέτηση αυτής της στρατηγικής, η υλοποίησή της στο παρόν και στο μέλλον, τότε όπως και τώρα, εκεί όπως και εδώ, συνδέεται αναγκαία με μια αναθεώρηση της ιδεολογικής και πολιτικής «παράδοσης» των κοινωνιών, ακόμα και της ίδιας της κυρίαρχης ιδεολογίας και των ιστορικών της αφετηριών.

Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για την αστική τάξη που «επανεκτιμά» τα μακρινά ίχνη του ιστορικά προοδευτικού παρελθόντος της από την οπτική γωνία του ιστορικά αντιδραστικού πλέον ρόλου της.

Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για σταθμούς της ιστορικής διαδρομής «από τη φεουδαρχία στην πλουτοκρατία», με τον ειδικό – στην ελληνική περίπτωση – ιστορικό τύπο της διαδρομής «από την τουρκοκρατία στην πλουτοκρατία». Και αν στην περίπτωση της γαλλικής ιστορικής παράδοσης (Γαλλική Επανάσταση) η «νοηματοδότηση» αυτής της διαδρομής προσδίδει στη γαλλική διανόηση εμφανώς ευρύτερο ιδεολογικό ρόλο, δεν παύει και η ελληνική διανόηση να κατέχει στα περισσότερο «στενά» όρια της επιρροής της τον ειδικό ρόλο που της αναλογεί ενόψει, μάλιστα, και των αναγκών «νοηματοδότησης» που θέτει η «στρογγυλή» 200στή επέτειος από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης [3].

*

Σημειώνεται ότι η αρκετά εκτεταμένη παρουσίαση δεν αποσκοπεί στην «υιοθέτηση» μιας ανάλυσης, που άλλωστε μπορεί να υιοθετηθεί κατά λέξη μόνο απ’ την οπτική γωνία από την οποία προέρχεται ή στην οποία απευθύνεται, με στόχο (της «ερευνητικής εργασίας») όχι μόνο να «περιγράψει» αλλά και να επιδράσει ενεργά στο αντικείμενο της περιγραφής, να το αφομοιώσει στις επιδιώξεις της.

Από τη γαλλική επανάσταση στην «αριστερή πνευματοκρατία»…

Σύμφωνα με την εισαγωγική αφήγηση του εγγράφου, από τον 19ο αιώνα ως και τις 3 πρώτες δεκαετίες του 20ου, στη Γαλλία, οι πνευματικές δυνάμεις παρέμεναν σε ισορροπία μεταξύ «αριστεράς» και «δεξιάς». Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος απαξίωσε τον γαλλικό συντηρητισμό, όχι μόνο για τον «ξενοφοβικό εθνικισμό, τον αντι-εξισωτισμό και την ερωτοτροπία του με το φασισμό στα προπολεμικά χρόνια, αλλά και για τη συμμετοχή πολλών ηγετικών εκπροσώπων του στο δοσιλογικό (collaborating) καθεστώς του Βισύ». Αντίθετα, η «αριστερά» [4] αντιτάχθηκε συντεταγμένα στον φασισμό και την κατοχή. Αποτέλεσε  «τη ραχοκοκαλιά και το μεγαλύτερο μπλοκ μαχητών της Αντίστασης, μεταξύ των οποίων οι Κομμουνιστές έπαιξαν ηγετικό ρόλο»«αν και συχνά αυτοαναφορικό (self-serving)» όπως θέλει το έγγραφο να «στιγματίσει» ειδικά τον ρόλο των κομμουνιστών στην Αντίσταση… Για την Αντίσταση η Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε λαμπρό παράδειγμα.  Τη στιγμή που η γαλλική «δεξιά» συντρίφτηκε πνευματικά από τον πόλεμο, η «αριστερά» βρέθηκε σε ετοιμότητα να διεκδικήσει τους καρπούς των επιτυχιών της στην Αντίσταση και «την πίστη όσων αγαπούσαν την ελευθερία και την ισότητα». Κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ενώ η «δεξιά» διατηρούσε την «εξουσία» (hold on power), η «αριστερά» βρισκόταν στη θέση της αντιπολίτευσης και οι αριστεροί διανοούμενοι έγιναν ειδικοί στην εκπόνηση «σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών συνταγών» μετασχηματισμού της γαλλικής κοινωνίας και στην αδιάκοπη κριτική της πολιτικής «επιτυχημένων συντηρητικών κυβερνήσεων». Μέσα από την εκδοτική τους δραστηριότητα και την συνδικαλιστική οργάνωση σε πανεπιστημιακή και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα «προσπάθησαν να εδραιώσουν αυτό στο οποίο μια πρόσφατη (σ.σ. 1985) κριτική έδωσε τον τίτλο τής αριστερής “πνευματοκρατίας” (“intellocracy”)».

*

Πρόκειται, βέβαια, για την απαρχή του ιδεολογήματος, που 30-35 χρόνια αργότερα βρήκε την ελληνική του μετάφραση στον τίτλο της «αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας»: Ίδιες αιτίες – ίδια αποτελέσματα, θα μπορούσαμε να πούμε, αν η παραπάνω διαπίστωση περί «αριστερής πνευματοκρατίας» αντικατόπτριζε επακριβώς την πραγματικότητα και δεν αποσκοπούσε «εργαλειακά» στη χειραγώγησή της.

Το τι είναι αυτό που, στην πραγματικότητα, ως το τέλος του, περιγράφει ο «τίτλος» της «αριστερής πνευματοκρατίας», θα το δούμε στη συνέχεια.

Για την ώρα αρκούμαστε στο ότι μέσω αυτού ήδη έχει τοποθετηθεί στο στόχαστρο, τότε όπως και τώρα,  το περιεχόμενο της πανεπιστημιακής και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η παιδεία, η συνδικαλιστική οργάνωση και τα δικαιώματα του σχολικού και πανεπιστημιακού εκπαιδευτικού προσωπικού, η ιστορική ερμηνεία και νοηματοδότηση, η κατανόηση του κοινωνικού παρόντος και της ιστορικής κίνησής του:  «…Η διαρκής δημόσια συζήτηση (debate) των διανοούμενων για το νόημα της ιστορίας τους αποτελεί για τους Γάλλους μια βάση κατανόησης της γαλλικής κοινωνίας», επισημαίνει το έγγραφο και τηρουμένων των αναλογιών η επισήμανση αφορά προφανώς κάθε κοινωνία και κάθε λαό. Και μάλλον, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, δικαιούμαστε να υποθέσουμε, ότι για τους συντάκτες και αποδέκτες της «ερευνητικής εργασίας» σε αυτό βρίσκεται ακριβώς και το πρόβλημα: Στην κατανόηση της κοινωνίας και στις βάσεις αυτής της κατανόησης [5].

…Και από την «ιστορική μεταβολή» στην πνευματική ύφεση (decline)

«Ο Ραϋμόν Αρόν εργάστηκε αρκετά χρόνια για να απαξιώσει τον παλιό του κολεγιακό συγκάτοικο Σαρτρ και, μέσω αυτού, το πνευματικό οικοδόμημα του Γαλλικού Μαρξισμού. Ακόμα πιο αποτελεσματικοί στην υπονόμευση του Μαρξισμού, όμως, ήταν εκείνοι οι διανοούμενοι που εμφανίστηκαν σαν αληθινοί πιστοί για να εφαρμόσουν τη Μαρξιστική θεωρία στις κοινωνικές επιστήμες αλλά τελείωσαν με τον αναστοχασμό και την απάρνηση   ολόκληρης της παράδοσης».

***

Στο έδαφος της, κατ’ αρχήν, αντικειμενικής ιστορικής ερμηνεία της αποκαλούμενης «αριστερής πνευματοκρατίας» ή (στα ελληνικά) «αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας», το έγγραφο αναζητά και βρίσκει αντερείσματα σε «ψυχολογικές» ερμηνείες.

 Το ενδιαφέρον του στρέφεται προς τον Ραϋμόν Αρόν, έναν «από τους λίγους σημαντικούς διανοητές που αντιστάθηκαν στην απορρόφηση, αποδοκίμασε  την έλξη των συνομηλίκων του προς την αριστερά».

Σύμφωνα με το έγγραφο, κύρια σημεία της κριτικής του Ρ. Αρόν στους αριστερούς διανοούμενους της γενιάς του, είναι: «δουλικότητα» (για την «αποδοχή τέτοιων αισχών όπως οι σταλινικές εκκαθαρίσεις και η συντριβή της ουγγρικής εξέγερσης») και «υποκρισία» (για την «υπεράσπιση ψευδών όπως η προσωπολατρία του Στάλιν»), ενώ κατά τον ίδιο το «φαινόμενο αιτιολογείται  με την επιτυχία της σύγχρονης αριστεράς, ιδίως των κομμουνιστών, να ικανοποιήσει δυο βαθιές εσωτερικές ανάγκεςεπιβεβαίωσε στους διανοούμενους την  αρμοδιότητά τους (relevance) στο πολιτικό προτσές, οργάνωσε και διοχέτευσε σε μια ορισμένη κοίτη (gave ful rein) την απεριόριστη ροπή τους στην κριτική» [6].

Στο σημείο αυτό οι ερμηνείες – ιστορικές ή ψυχολογικές – της «αριστερής πνευματοκρατίας» τελειώνουν και το έγγραφο, μπαίνοντας στο θέμα του, στέκεται σε αυτό που αποκαλεί «ιστορική μεταβολή» των προηγούμενων συσχετισμών:

*

Το 1981 «οι σοσιαλιστές αναλαμβάνουν την εξουσία» και εμφανίζεται η αδυναμία τους να προσεταιριστούν τους διανοούμενους. Η «σιωπή» της διανόησης είναι ανησυχητική για τις σχέσεις της κυβέρνησης με τους πνευματικούς της συμμάχους, ενώ μέρος της «αριστερής» διανόησης επικεντρώνει την κριτική της «ιδίως στην απόφαση της κυβέρνησης να εμπιστευτεί τέσσερα υπουργεία σε κομμουνιστές» [7]. Λίγοι μόνο διανοούμενοι με κάποιο κύρος (Μαξ Γκαλό, Ρεζί Ντεμπραί, Αντουάν Μπλανκά) δέχονται θέσεις που τους προσφέρονται στην κυβέρνηση Μιτεράν. Την «αποτυχία της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής» των σοσιαλιστών, ακολουθούν κυβερνητικές προσπάθειες προσέλκυσης της διανόησης σε έναν «δημόσιο διάλογο», όχι μόνο για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, αλλά και για τις «επιδόσεις της σε πολιτικά ζητήματα όπως η τρομοκρατία και το έγκλημα». Μέσα από τη «σιωπή» της η «αριστερή διανόηση» έδωσε την απάντηση ότι θα ήταν προτιμότερο για την κυβέρνηση να μην ανοίξει το στόμα της.

*

Ως σημαντικός λόγος για την κυβερνητική αποτυχία στην προσέλκυση της διανόησης, ξεχωρίζεται η επίδραση που είχε ασκήσει ένας «όμιλος νεαρών πνευματικών δαυλών», οι «αυτοαποκαλούμενοι “Νέοι Φιλόσοφοι”, οι οποίοι για περισσότερο από μια δεκαετία  είχαν κάνει πλατιάς δημοσιότητας προσηλυτισμό ανάμεσα στους αριστερούς αγωνιστές, επιτιθέμενοι στη γαλλική αριστερά ως επικίνδυνη και σιωπηρά ολοκληρωτική».

Το έγγραφο αναγνωρίζει τους «περισσότερους» από τους «νέους φιλόσοφους» ως «πρώην κομμουνιστές που έφυγαν από το κόμμα μετά τα τραυματικά γεγονότα του Μάη 1968»: Φοιτητικά οδοφράγματα και συγκρούσεις στο Παρίσι, 7 εκατομμύρια απεργοί εργάτες (που προχωρούν σε καταλήψεις εργοστασίων), κλονισμός της δεκάχρονης κυβέρνησης Ντεγκώλ… «…Οι μαρξιστές φοιτητές»κατά το έγγραφο«προσέβλεπαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα  για την ηγεσία και την ανακήρυξη προσωρινής κυβέρνησης, όμως οι ηγέτες του ΓΚΚ επιχειρούσαν ήδη την αναχαίτιση της εργατικής εξέγερσης και κατήγγελλαν τους ριζοσπάστες φοιτητές για αναρχική σύγχυση. Πολλοί φοιτητές συμπέραναν ότι το ΓΚΚ είχε έρθει σε συμφωνία με τον Ντεγκώλ, ο οποίος τελικά κατέστειλε τις ταραχές».

Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή, το πολιτικό τραύμα που μετέτρεψε τους «πρώην κομμουνιστές» σε «νέους φιλόσοφους» συνίσταται στο ότι ένα εξ ορισμού επαναστατικό κόμμα αποποιήθηκε τα επαναστατικά του καθήκοντα. Το αντιφατικό στοιχείο, στο σημείο αυτό, συνίσταται στις ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις που ανέπτυξε στη συνέχεια ο «όμιλος» της «νέας φιλοσοφίας», θέσεις κάθε άλλο παρά επαναστατικές, στην καλύτερη ίσως περίπτωση κριτικές θέσεις συχνά ασαφείς ή κοινωνικά περιορισμένες, ακόμη περισσότερο θέσεις που αποτέλεσαν συστατικό της κυρίαρχης ιδεολογίας. Το έγγραφο προσπερνά αυτή την αντίφαση, αρκείται στα όσα είναι ικανά να προσδώσουν στη «νέα φιλοσοφία» χαρακτηριστικά αριστερής αυθεντικότητας. Από την άποψη της «ιδεολογίας προς διάδοση» που φέρει το έγγραφο, αυτό είναι και το σημαντικό: Η «αποτελεσματικότητα στην υπονόμευση του Μαρξισμού» εκ των έσω, εξ οικείων, όπως θα λέγαμε.

Όσο για την ίδια την αντίφαση στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να αποτελεί ένα δείγμα μεταστροφής της «επαναστατικής απογοήτευσης» σε συντηρητισμό ή σε αντιδραστικές θέσεις. Δείγμα μεταστροφής σε θέσεις που, αν προϋπήρχαν, δεν θα δικαιολογούσαν κανενός είδους «επαναστατική απογοήτευση». Με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της άρχουσας τάξης πρόθυμους να «αγκαλιάσουν», να αφομοιώσουν αυτή τη μεταστροφή, ίσως ακόμα και να αφομοιωθούν από αυτήν.

*

Θα ήταν αντικείμενο άλλης μελέτης, όχι χωρίς ενδιαφέρον και πάντως «εκκαθαρισμένης» από τον τρόπο σκέψης των «εμπειρογνωμόνων» της CIA,  μια εκτίμηση των δεσμών ανάμεσα στο μαρξισμό και τη φιλοσοφία του Σαρτρ, που ο Ραϋμόν Αρόν – σαν εκπρόσωπος της παραδοσιακής συντηρητικής διανόησης – «εργάστηκε αρκετά χρόνια για να τον απαξιώσει» και «μέσω αυτού να απαξιώσει τον μαρξισμό», σύμφωνα με το έγγραφο.

Σημαντικότερη ως προς το θέμα του εγγράφου είναι η διαπίστωση για την ανώτερη αποτελεσματικότητα, στην υπονόμευση του μαρξισμού, εκείνων των διανοούμενων που εμφανίστηκαν σαν «αληθινοί πιστοί» για να «αποστατήσουν» στη συνέχεια.

Ακόμα σημαντικότερο είναι το πώς αξιολογούνται από το έγγραφο τα επιτεύγματα αυτής της «αποτελεσματικής υπονόμευσης».

Σχετικά με την ακρίβεια των εκτιμήσεων του εγγράφου για πρόσωπα και καταστάσεις, γενικά μπορεί (ή και – κατά περίπτωση – δεν μπορεί) να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις. Το «αποκαλυπτικό», σε τελική ανάλυση, βρίσκεται στην απαρίθμηση του οφέλους που αποκομίζουν οι ΗΠΑ από την περιγραφόμενη στο έγγραφο δραστηριότητα της «νέας φιλοσοφίας» και «νέας αριστεράς», σε συνάρτηση με την παράλληλη  δραστηριότητα της «νέας δεξιάς» κλπ.

Από γενική άποψη πρόκειται για αποτελέσματα της επίδρασης που ασκεί η διανόηση πάνω στην κοινωνική συνείδηση. Στην οποία επίδραση οι συντάκτες του εγγράφου αποδίδουν «πραγματιστικά» τη δέουσα αναγνώριση και σημασία, κατά τη θριαμβολογική απαρίθμηση των «αποτελεσμάτων της υπονόμευσης»:

α) Το ιδεολόγημα του «ολοκληρωτισμού». Αντισοβιετισμός.

Η «λεγόμενη νέα δεξιά», ως «ανανέωση της συντηρητικής πνευματικής δραστηριότητας» κατά το έγγραφο, διέθετε ήδη μια παράδοση «πολεμικής ενάντια στα ηθικά γυμνάσματα υπεράσπισης της ΕΣΣΔ από τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ» και «έκθεσης της ρηχότητας της Κομμουνιστικής πνευματικής ζωής».

«Τώρα» (σ.σ. 1985), οι εκπρόσωποί της ανέλαβαν «το μεγαλύτερο έργο να αναπροσανατολίσουν τον πνευματικό λόγο από την παραδοσιακή του εστίαση στο “δεξιά κατά αριστεράς” στο “ολοκληρωτισμός κατά ελευθερίας”».

*

Δεν πρόκειται, βέβαια, για τον «ολοκληρωτισμό» που δεσπόζει στη βάση των κοινωνικών σχέσεων του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ούτε για τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό «ολοκληρωτισμό». Πρόκειται, αντίθετα για τη γενική ερμηνευτική μαύρη τρύπα, την ικανή να καταπιεί και να εξαφανίσει μέσα της κάθε στοιχειακή πραγματική αντίθεση και, πρωταρχικά, την αντίθεση ανάμεσα στις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής και τους όρους εξάλειψής τους. Την ικανή, επίσης, να χρησιμεύσει  για την πλαστή ιδεολογική εξομοίωση της πιο απροκάλυπτης εκμεταλλευτικής βαρβαρότητας και του ιστορικού εγχειρήματος της οριστικής ανατροπής του  συστήματος της εκμετάλλευσης, για την – μέσω αυτής της εξομοίωσης – ιδεολογική νομιμοποίηση της πρώτης και ποινικοποίηση του δεύτερου.

Από τότε (1985) ως τώρα, όσο περισσότερο η πια «ανεμπόδιστη» καπιταλιστική ανάπτυξη έρχεται αντιμέτωπη με τα κοινωνικά αδιέξοδα που παράγει, τόσο περισσότερο το ιδεολόγημα της αντίθεσης μεταξύ «ολοκληρωτισμού και ελευθερίας» επανέρχεται σαν ιστορικός μπαμπούλας  και τόσο περισσότερο τα καπιταλιστικά κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα το οδηγούν σε χρεοκοπία.

*

Ο «αναπροσανατολισμός της συντηρητικής σκέψης» στη φιλοτέχνηση του «αντιολοκληρωτικού» ιδεολογήματος βρίσκει, κατά τη γενική περιγραφή του εγγράφου, το έδαφος προετοιμασμένο για πάνω από μια δεκαετία από τη «νέα φιλοσοφία» και κάποιους εκπροσώπους της:

«Ακαδημαϊκές σπουδές και έντυπη αρθρογραφία για τη χρεοκοπία του Μαρξισμού στη Γαλλία αξίωσαν τους Νέους Φιλόσοφους με έναν κεντρικό ρόλο στο να πειστεί μια ολόκληρη γενιά Γάλλων διανοούμενων ότι: 

— Το Σοβιετικό κράτος είναι απόδειξη πως “η Μαρξιστική Επανάσταση είναι μύθος”, κυνική απάτη, μακριά από το μαρασμό του κράτους, επιβάλλει μια τερατώδη αντιδραστική μηχανή.

— Το τελειότερο σημάδι πνευματικής διάκρισης και ελευθερίας στον σύγχρονο κόσμο είναι το να έχεις ένα αξιοπρεπές μίσος για τη Σοβιετική Ένωση»

Σε «δημοφιλή βιβλία» τους «δυο ηγέτες του 1968», οι Μπερνάρ-Ανρί Λεβί και Αντρέ Γκλουκσμάν, «υποστήριξαν ότι δεν υπήρχε σοσιαλισμός στη Γαλλία που να μην είναι σιωπηρά (implicity, ανεπιφύλακτα) μαρξιστικός και ότι όλη η μαρξιστική σκέψη είναι σε τελική ανάλυση ολοκληρωτική».

Ήδη στην εισαγωγική συνόψιση των κύριων σημείων του εγγράφου γίνεται λόγος για τον «ρόλο κλειδί» που «έπαιξαν οι αριστεροί διανοούμενοι για περισσότερο από μια δεκαετία … στη σκλήρυνση της στάσης του κοινού απέναντι στο μαρξισμό και τη Σοβιετική Ένωση», για την «απόρριψη του μαρξισμού και ανάπτυξη βαθειάς αντιπάθειας προς τη Σοβιετική Ένωση» εκ μέρους πολλών «Νέων Αριστερών»διανοούμενων «υπό την καθοδήγηση ομάδας αποστατών από τις κομμουνιστικές γραμμές που αυτοαποκαλούνται Νέοι Φιλόσοφοι». Ως αποτέλεσμα, «ο αντισοβιετισμός έγινε, πρακτικά, η λυδία λίθος της πνευματικής νομιμότητας».

Προς τεκμηρίωση, το έγγραφο επιστρατεύει και παραθέτει την τοποθέτηση του «Νέου Αριστερού Διανοητή και αποστάτη του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος Χόρχε Σεμπρούν»  που «καθρέφτισε τη σκέψη της σύγχρονης γενιάς απαντώντας σε ερώτηση του πνευματικού περιοδικού Le debat:

LD. Τι σημαίνει να είσαι αριστερός (διανοούμενος) στη Γαλλία σήμερα;

Σ. Σήμερα, η Λυδία λίθος της αριστερής σκέψης είναι μια κριτική στάση προς την ΕΣΣΔ, μια από τις συνέπειες της οποίας είναι η απόρριψη των κομμάτων που προέρχονται από την παράδοση της Κομιντέρν [το ΓΚΚ]… Το ουσιαστικό ζήτημα δεν είναι η βαρβαρότητα του Πινοσέτ, ούτε η κατεδάφιση της βιομηχανίας ατσαλιού της Λοραίνης, ούτε ακόμα κι η αυτοκρατορική ανασύνταξη του Ρήγκαν. Το θεμελιακό (fundamental) ζήτημα  είναι αυτό της στάσης απέναντι στην ΕΣΣΔ».

Η θριαμβολογία απογειώνεται με την «αναγνώριση» της κοινής συμβολής «νέας δεξιάς» και «νέας (“αριστερής”) φιλοσοφίας» (με «αποτελεσματικότερη» τη δεύτερη, σύμφωνα με το έγγραφο), στο να αποτελέσουν «ο αντι-μαρξισμός και ο αντι-σοβιετισμός μέρος της γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας».

Τόσο πολύ, ώστε μετά από αυτό, «οι Νέοι Φιλόσοφοι δεν φαίνονται πια να έχουν κάτι νέο να πουν»

*

Με αυτά και μ’ αυτά, εφόσον στη «σκέψη της σύγχρονης γενιάς» ξεκαθαρίζεται τι είναι και τι δεν είναι «πνευματική νομιμότητα και ορθοδοξία», ποιο δεν είναι και ποιο είναι «το θεμελιακό ζήτημα», το έγγραφο της CIA είναι σε θέση να συνοψίσει, «να κάνει τάλιρα» τα οφέλη της πολιτικής των ΗΠΑ από την αναγόρευση του αντισοβιετισμού σε μέρος της «γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας», σε «λυδία λίθο της αριστερής σκέψης»και, κατά συνέπεια, της «πνευματικής νομιμότητας» γενικά. Συνοπτικά:

—  Ένα «νέο κύμα πραγματικά φιλοαμερικανικού αισθήματος», στη Γαλλία.

— Σκλήρυνση της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της ΕΣΣΔ.

— Δημιουργία, διεθνώς, ευνοϊκών ιδεολογικών συνθηκών αποδοχής «της πολιτικής των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική, για παράδειγμα».

— Αποδυνάμωση του δυτικοευρωπαϊκού κινήματος ειρήνης, του κινήματος για τον αφοπλισμό, ενάντια στους πυρηνικούς εξοπλισμούς.

Όμως απέναντι σε κάθε τυπική συνόψιση, σαν την παραπάνω, η γλαφυρή γλώσσα του εγγράφου είναι ασυναγώνιστη:

***

«Ο αντισοβιετισμός» αποδυναμώνει «τον παραδοσιακό αντιαμερικανισμό των αριστερών διανοούμενων» και επιτρέπει «στην αμερικανική κουλτούρα – κι επίσης την οικονομία και πολιτική – να γνωρίσει μια νέα δημοφιλία»«Αντιμαρξισμός και αντισοβιετισμός επέτρεψαν στη νεώτερη γενιά των γάλλων διανοούμενων να υιοθετήσουν πιο ανοιχτή στάση προς τις ΗΠΑ. Αυτό με τη σειρά του μεγάλωσε ένα νέο κύμα πραγματικά φιλοαμερικανικού  αισθήματος, με ρίζες στην μόδα της αμερικανικής δημοφιλούς (popular) κουλτούρας, στο σεβασμό για την αμερικανική οικονομική ζωτικότητα του 80, και στο θαυμασμό για την νέα εικόνα αυτοπεποίθησης που προβάλλουν τώρα οι ΗΠΑ στον κόσμο»

Ενώ προηγουμένως, σύμφωνα με μια κάπως «στοχευμένη» ή «κατευθυντήρια» περιγραφή, «ο αντιαμερικανισμός … θεωρούνταν σημάδι πνευματικού στάτους, που διαχώριζε τους διανοητές από τον κοινό λαό (ο οποίος ήταν γενικά ύποπτος πως κρύβει καλή γνώμη για τις ΗΠΑ ακόμα και στην περίοδο του Βιετνάμ)», τώρα «μόνο το αντίθετο είναι αληθές.. η ανεύρεση αρετών στην Αμερική – ακόμα και η αναγνώριση καλών πραγμάτων στην κυβερνητική πολιτική των ΗΠΑ  – αντικρίζεται   ως ένδειξη οξυδέρκειας»… Ο αντιαμερικανισμός «δεν είναι πια της μόδας». Ιδίως «ο σπασμωδικός αντι-αμερικανισμός – που οι διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς αποκαλούσαν “πρωτόγονο αντι-αμερικανισμό”  – τώρα ταυτίζεται με την καθημερινή Κομμουνιστική Ουμανιτέ και θεωρείται κακή μορφή (bad form… Το «νέο κλίμα στη γνώμη της γαλλικής διανόησης», το «πνεύμα αντιμαρξισμού και αντισοβιετισμού, … κάνει δύσκολη την κινητοποίηση αξιοσημείωτης πνευματικής αντίθεσης προς την πολιτική των ΗΠΑ»«Οι απόπειρες κάποιων να αναβιώσουν σημαντική και ευρεία κριτική κατά της πολιτικής των ΗΠΑ θεωρούνται ως διαφανείς προσπάθειες εκτροπής της κριτικής από τον νόμιμο στόχο τους, τις δραστηριότητες της Σοβιετικής Ένωσης».

*

Στο πεδίο άσκησης της γαλλικής πολιτικής, «αν και η αμερικανική πολιτική ποτέ στη Γαλλία δεν είναι απρόσβλητη στην κριτική, είναι καθαρά η Σοβιετική Ένωση αυτή που τώρα αμύνεται στους διανοούμενους της Νέας Αριστεράς – και είναι πιθανό ότι θα παραμείνει σε αυτή τη θέση τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Η αξιοσημείωτη ψυχρότητα του Προέδρου Μιτεράν προς τη Μόσχα εκπορεύεται, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, από αυτή τη διαβρωτική (pervasive) στάση»«Αυτό το αντιολοκληρωτικό και αντισοβιετικό συναίσθημα μεταξύ των Γάλλων διανοουμένων θα αντιστρατευτεί κάθε σημαντική τροποποίηση της ήδη σκληρής κυβερνητικής γραμμής έναντι της Μόσχας. Ήδη, πρακτικά, οι περισσότεροι σοσιαλιστές ηγέτες πρέπει να υπολογίσουν ότι μια σκληρή γραμμή έναντι Μόσχας και ΓΚΚ είναι ο μόνος τρόπος για να γαλβανίσουν την υποστήριξη των διανοούμενων στις βουλευτικές εκλογές του 1986. Οι διανοούμενοι επίσης θα καταστήσουν και για  κάθε δεξιά κυβέρνηση δύσκολο το να κατασκευάσει μια επανάληψη της “ειδικής σχέσης” με την Μόσχα που χαρακτήριζε την προεδρία του Βαλερί Ζισκάρ Ντεσταίν».

*

Ως προς το πεδίο της διεθνούς πολιτικής, «στη μεταπολεμική περίοδο, οι Γάλλοι διανοούμενοι βοήθησαν σημαντικά στη δημιουργία και το σχηματισμό μιας διεθνούς εχθρότητας στην πολιτική των ΗΠΑ σε Ευρώπη και Τρίτο Κόσμο. Από τη Βυρηττό ως τη Λισαβόνα και το Μέξικο Σίτυ, διανοούμενοι με επιρροή άκουγαν και μιμούνταν τη σκέψη και τις προκαταλήψεις σοφών (savants) του καφενείου όπως ο Ρεζί Ντεμπραί».

Πια, «αυτό το κλίμα πνευματικής γνώμης σχεδόν σίγουρα θα καταστήσει για οποιονδήποτε πολύ δύσκολο το να κινήσει σημαντική αντίθεση μεταξύ των πνευματικών ελίτ για την πολιτική των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική, για παράδειγμα» [8]

Επιπλέον, «οι Γάλλοι διανοούμενοι δεν είναι πιθανό να παραχωρήσουν το κύρος τους, όπως έκαναν πριν, σε άλλους δυτικοευρωπαίους συναδέλφους τους που βρέθηκαν σε εχθρότητα προς τις ΗΠΑ για μείζονα ζητήματα όπως ο αφοπλισμός»«Αυτό το κλίμα πνευματικής γνώμης … πιθανό να στερήσει από τους άλλους Ευρωπαίους διανοούμενους – ιδιαίτερα σε Σκανδιναβία και Δυτική Γερμανία –  εχθρικούς προς την πολιτική και τα συμφέροντα των ΗΠΑ – την ισχυρή ηγεσία που προηγουμένως απολάμβαναν από τους Γάλλους (στην περίοδο της ανάμιξης [σ.σ. sic] των ΗΠΑ στο Βιετνάμ) και την υποστήριξη που χρειάζονται τώρα για την οικοδόμηση μιας κοινής Δυτικοευρωπαϊκής συναίνεσης σε διεθνή ζητήματα όπως ο αφοπλισμός. Η εξημμένη (heated) δημόσια συζήτηση στη Δυτική Γερμανία μεταξύ του Γκλουκσμάν και ηγετικών Γερμανών διανοούμενων για τον φιλειρηνισμό και την Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις (INF basing) παρείχε παραστατικές αποδείξεις για την απόσταση μεταξύ των δυο πλευρών και για την ικανότητα και ετοιμότητα [σ.σ. !!!] των Γάλλων διανοούμενων της Νέας Αριστεράς στην πειστική αμφισβήτηση στάσεων που εξυπηρετούν (play into the hands) τους Σοβιετικούς».

β) Αντιμαρξισμός

Αντισοβιετισμός και αντιμαρξισμός «πάνε μαζί» στα περισσότερα σημεία του εγγράφου, οπότε τα γενικά ζητήματα που αφορούν τον «αντιμαρξισμό» έχουν ήδη περιγραφεί.

Ωστόσο, ο αντιμαρξισμός διατηρεί στο έγγραφο ορισμένη διακριτή υπόσταση. Και, αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η θριαμβολογία για τον αντισοβιετισμό περιοριζόταν σε «γεωπολιτικού» τύπου αντιθέσεις  μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, η ξεχωριστή ικανοποίηση για τον αντιμαρξισμό ως συστατικό της «γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας» υποδηλώνει κάτι διαφορετικό: Εδώ δεν πρόκειται για «γεωπολιτικά ζητήματα» αλλά για στοχοπροσήλωση  ενάντια στην θεωρητική και πρακτική άρνηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, για την ιδεολογική «νομιμοποίηση» των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, πράγμα που στη συνέχεια θα επιχειρηθεί να επισφραγιστεί σε ακόμα μεγαλύτερο ιστορικό και ιδεολογικό βάθος…

*

Οι συντάκτες της έκθεσης εστιάζουν στο περιεχόμενο των πανεπιστημιακών σπουδών και επιχαίρουν για την «εξάλειψη (defunct) των Μαρξιστικών Σπουδών (scholarship) στις Κοινωνικές Επιστήμες».

Επιχαίρουν για την «απάρνηση της μέχρι σήμερα μαρξιστικής θεωρίας της ιστορικής προόδου», για την επίκληση της «μαρξιστικής παράδοσης» μόνο ως  «κριτικού αφετηριακού σημείου για την ανακάλυψη των πραγματικών μοτίβων της κοινωνικής ιστορίας», για την «εκτέλεση της ίδιας αποστολής» από την «σημαντικής επιρροής (influential) στρουκτουραλιστική σχολή συνδεμένη με τους Κλωντ Λεβί-Στρώς, Φουκώ και άλλους, στο πεδίο της ανθρωπολογίας», για την «κριτική κατεδάφιση της Μαρξιστικής επιρροής στις κοινωνικές επιστήμες», που «είναι πιθανό να διαρκέσει ως μια βαθιά συνεισφορά στις σύγχρονες σπουδές τόσο στη Γαλλία όσο και αλλού στην Δυτική Ευρώπη».

Το έγγραφο, όμως, δεν επιχαίρει μόνο για την «εξάλειψη των μαρξιστικών σπουδών από τις κοινωνικές επιστήμες». Επιχαίρει για την αποδυνάμωση των κοινωνικών επιστημών γενικά,  για την εγκατάλειψη των κοινωνικών επιστημών ως επιλογής σπουδών από τη γαλλική νεολαία: «Η Γαλλική νεολαία, που κάποτε συμμετείχε σε κάθε πρόσκαιρη πνευματική μόδα (fad), τώρα σκέφτεται καριέρες σε θετικές επιστήμες και επιχειρήσεις»

Επιχαίρει, με άλλα λόγια, το έγγραφο, για τον αυξημένο βαθμό απομάκρυνσης της νεολαίας από τις «βάσεις κατανόησης»  της κοινωνίας και της ιστορίας όπου μετέχει, για την κατεύθυνσή της να αποτελέσει γρανάζι μιας κοινωνίας και μιας ιστορίας που δεν κατανοεί. Είδαμε παραπάνω [5] και τη σύγχρονη, εγχώρια αναπαραγωγή αυτής της κατεύθυνσης.

«…Η διαρκής δημόσια συζήτηση (debate) των διανοούμενων για το νόημα της ιστορίας τους αποτελεί για τους Γάλλους μια βάση κατανόησης της γαλλικής κοινωνίας», εκτιμούσε το έγγραφο στις εισαγωγικές του γραμμές… Πλέον, η «εξάλειψη του μαρξισμού» και η εγκατάλειψη των κοινωνικών επιστημών, συνιστά μια ενθαρρυντική «βάση» για μια πιο περιορισμένη κατανόηση της γαλλικής κοινωνίας από τους Γάλλους και, γενικότερα, της κάθε κοινωνίας από τον κάθε λαό, θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε.

*

Και, μετά τη συντριβή του μαρξιστικού υλισμού, σειρά στο έγγραφο έχει «η Ιδέα», ακόμη κι αυτή που έχει στην ιστορία καταγραφεί ως «αστική».

γ) Αντιεξισωτισμός (antiegalitarianism)…

Ο περιορισμός των θριαμβολογιών του εγγράφου της CIA στον αντισοβιετισμό θα μπορούσε να αποδοθεί, απλώς, στις γεωπολιτικές αντιθέσεις του «ψυχρού πολέμου». Η επέκταση της θριαμβολογίας στον «αντιμαρξισμό» προδίδει βαθύτερους και απώτερους κοινωνικοπολιτικούς στόχους, αφορά τον ιδεολογικό (και οργανωτικό, πρακτικό) αφοπλισμό των εργαζομένων απέναντι στο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Όταν φτάνουμε στον «αντιεξισωτισμό» οι στόχοι ολοκληρώνονται. Στο κέντρο τους βρίσκεται η προάσπιση του εκμεταλλευτικού συστήματος «γενικά και αφηρημένα», όχι μόνο η υλιστική του αμφισβήτηση αλλά και η «ιδεαλιστική». 

Οι πνευματικές ανησυχίες της αστικής διανόησης δεν την αφήνουν να εφησυχάσει με την επικράτηση του αντισοβιετισμού και του αντιμαρξισμού ως «λυδίας λίθου της αριστερής σκέψης», της «πνευματικής νομιμότητας», ως «μέρους της πνευματικής ορθοδοξίας» [9]. Κάπου «βαθύτερα» πρέπει να αναζητηθεί το «λάθος»… Η σύγχρονη αντιδραστική μονοπωλιακή – ιμπεριαλιστική αστική τάξη ανακαλύπτει το «λάθος» στην ίδια την ιστορία «της»… Και η διανόησή της, αυτή που στη Γαλλία  «έχει χαράξει για τον εαυτό της τον ειδικό ρόλο του ερμηνευτή της πολιτικής παράδοσης, ιδιαίτερα των συνεπειών και επιπτώσεων της Γαλλικής Επανάστασης», πραγματοποιεί για λογαριασμό της πρώτης την μεγάλη πνευματική κατάδυση αντιμέτωπη πλέον με τις «συνέπειες» και «επιπτώσεις» της «πολιτικής της παράδοσης», της Γαλλικής Επανάστασης…

*

Είδαμε ότι η απόρριψη του «ολοκληρωτισμού» αποτέλεσε κοινό τόπο της γαλλικής «νέας δεξιάς» και «νέας αριστεράς».

Αποστολή που εκτέλεσε η δεύτερη, σύμφωνα με τα εύσημα που αποδίδει το έγγραφο της CIA, ήταν η ταύτιση της ΕΣΣΔ και του μαρξισμού με την έννοια του «ολοκληρωτισμού» και η αναγόρευση αυτής της θέσης σε «αριστερή» ιδεολογική «λυδία λίθο», σε «μέρος της γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας» και της «πνευματικής νομιμότητας». Το ότι αυτή της η υπηρεσία κατέστησε και την ίδια τη «νέα αριστερά» και «νέα φιλοσοφία» τμήμα αυτής της «πνευματικής ορθοδοξίας», δηλαδή της αστικής, κυρίαρχης ιδεολογίας, συνιστά και ερμηνευτική πτυχή της διαπίστωσης του εγγράφου, ότι αν και η επίδρασή της θα είναι σχετικά μακρόχρονη, δεν έχει ωστόσο και κάτι άλλο να πει.

Όσο για τη «νέα δεξιά» διανόηση, επιχειρώντας, στο παράδειγμα του Ρήγκαν και της Θάτσερ (αρχές δεκαετίας ’80), να επεξεργαστεί τον γαλλικό δρόμο αλλά και τη… γενική «ουσία» του φιλελευθερισμού, έφτασε να ανακαλύψει το κέντρο του   προβλήματος γενικά: Η ΕΣΣΔ και ο μαρξισμός ως «απλές παραστάσεις της εμπειρίας», θα λέγαμε, ίσως δεν της αρκούσαν. Το λάθος έπρεπε να βρεθεί στην Ιδέα:

Η «οικονομικά επεκτατική» τριετία της κυβέρνησης Μιτεράν απέδειξε την «αποτυχία του σοσιαλισμού» [10]. Το «ελιξίριο που χρειαζόταν η Γαλλία για να αναρρώσει από τη σοσιαλιστική κακοδιαχείριση» ήταν η «αναβίωση του κλασικού φιλελευθερισμού (liberalism. Η «συντηρητική ιατρική συνταγή για τις νόσους της γαλλικής κοινωνίας» ήταν η «μείωση του ρόλου της κυβέρνησης και η ώθηση των ανθρώπων (people) να γίνουν πιο αυτάρκεις». «Οι νεαροί συντηρητικοί πολιτικοί έπιασαν το ρεφρέν, υποστήριξαν στον τύπο και σε συζητήσεις με διπλωμάτες των ΗΠΑ ότι η δεξιά θα έπρεπε να οδηγήσει τους Γάλλους σε μεγαλύτερη αυτονομία». «Πρωταρχικό έργο μιας συντηρητικής κυβέρνησης θα ήταν να συρρικνώσει τον δικό της ρόλο – είτε φορολογικό είτε διαχειριστικό, διοικητικό, διευθυντικό είτε ως προς τις δαπάνες. Σύμμαχοι σε αυτή την κυβερνητική αντίληψη, οι νέοι φιλελεύθεροι επιδοκιμάζουν την αποκέντρωση των συμπαγώς συγκεντρωτικών δυνάμεων και πόρων της Γαλλικής Κυβέρνησης σε περιφερειακές (subnational) κυβερνήσεις [11], μια αργή διεργασία που πρόσφατα κέρδισε δυναμική και στους σοσιαλιστές».

«Αυτάρκεια των ανθρώπων», «αυτονομία των Γάλλων», (άλλο θέμα ότι για τους εργαζόμενους αυτονομία μπορεί να υπάρχει μόνο εφόσον οι ίδιοι είναι κάτοχοι των κοινωνικών όρων της ύπαρξής τους δηλαδή των μέσων παραγωγής), είναι το ελκυστικό ιδεολογικό περιτύλιγμα της στρατηγικής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια (όχι μόνο στη Γαλλία), έχοντας βέβαια στην άλλη της όψη τη στρατηγική αποδιάρθρωση των εργαζομένων. Είναι η γαλλικά «ελκυστική» εκδοχή του θατσερικού δόγματος ότι «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα και οικογένειες».

Παραπέρα, από εκπροσώπους της «νέας δεξιάς» υποστηρίχτηκε «ότι η πολιτισμική ύφεση στην Γαλλία συνδέεται άμεσα με τον εξισωτισμό (egalitarianism) – με τη, θεωρούμενη ως ανόητη, άρνηση της ουσιαστικής υπεροχής κάποιων ανθρώπων και την επιβολή της δρομαίας (maninthestreet) μετριοκρατίας (mediocracy) στη Γαλλική κοινωνία». Η δε «προτίμηση της Νέας Δεξιάς για τον κλασικό φιλελευθερισμό» [12] συνίσταται, κατά το έγγραφο, «στο όραμα μιας κοινωνίας στην οποία η κυβέρνηση αρνείται να επιβάλει μια τεχνητή ισότητα στους πολίτες και στην οποία τα άτομα είναι ελεύθερα να πραγματώσουν τα πλήρη πλεονεκτήματα των ταλέντων τους».

Η κοινωνική ανισότητα, λοιπόν, η «ουσιαστική υπεροχή κάποιων ανθρώπων» και η μειονεκτική θέση των υπόλοιπων, είναι ζήτημα ατομικών «ταλέντων».  Κάθε μετριασμός της ανισότητας είναι «τεχνητός», πόσο μάλλον οι προϋποθέσεις της κατάργησής της. Δεν είναι η ισότητα «φυσική», αλλά «φυσική» είναι η ανισότητα. Στο σημείο αυτό η πνευματική δραστηριότητα φτάνει στο τέλος της:

 «Κάποιοι Νέοι Δεξιοί διανοούμενοι υποστηρίζουν επίσης ότι, επειδή η ισότητα είναι τεχνητή, απαιτεί από την κυβέρνηση έναν ισχυρό ρόλο εξαναγκαστικής επιβολής. Αυτό, πιστεύουν, είναι η πηγή του ολοκληρωτισμού».

Επιτέλους βρέθηκε. Ακολουθώντας ανάποδα, προς τα πίσω, την ιστορική πλημμυρίδα του «ολοκληρωτισμού», φτάσαμε στην πηγή της: την ισότητα [13].

*

Στο πλαίσιο του «αντιολοκληρωτικού» κοινού τόπου «νέας αριστεράς» και «νέας δεξιάς», όπως φαίνεται στο έγγραφο, η πρώτη έκανε αρκετή προσπάθεια για την ιδεολογική «καθιέρωση» της ταύτισης κομμουνισμού – φασισμού, ΕΣΣΔ – χιτλερικής Γερμανίας, Στάλιν – Χίτλερ, μέχρι που πια «δεν είχε κάτι άλλο να πει».

Η «νέα δεξιά», κοιτώντας πραγματικά τη δουλειά της, ικανή για ακόμα ένα βήμα στη «σκέψη» της πριν την τελική της αυτοκατάργηση, αναγορεύει σε πηγή του ολοκληρωτισμού την ισότητα.

Τι σχέση έχει όμως με την ισότητα ο φασισμός, ο ναζισμός, ο χιτλερισμός, η «ιδεολογία» της ανώτερης φυλής που θέλει να εγκαθιδρυθεί ως η «ιδεολογία» της ανώτερης κοινωνικής τάξης, της κοινωνικής ταξικής διαίρεσης και εκμετάλλευσης, ως η «ιδεολογία» της εξαναγκαστικής επιβολής των όρων της κοινωνικής ανισότητας σε συνθήκες διακινδύνευσης της «φυσικής» τους διατήρησης;

Εδώ οι δυνατές απαντήσεις είναι δυο: Είτε η ιστορική διαστρέβλωση που, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, θα εμφανίζει τον ναζισμό ως «εξισωτικό κίνημα» είτε η αναγόρευση του «ολοκληρωτισμού» ως αποκλειστικά κομμουνιστική ιδιότητα.

«Στα δημοφιλή βιβλία τους οι Γκλουκσμάν και Λεβί υποστηρίζουν ότι η μηχανή τρέφεται από την εύπιστη ανθρωπότητα εν μέρει μέσω των σοφιστειών διεφθαρμένων διανοούμενων. Στην πραγματικότητα, λέει ο Λεβί, “Η μόνη επιτυχής επανάσταση αυτού του αιώνα είναι ο ολοκληρωτισμός”, του οποίου το Σοβιετικό κράτος αποδείχθηκε ο ανθεκτικός και τέλειος κύριος. Ως εκ τούτου, επίσης, η εξίσωση των Νέων Φιλοσόφων εκλαϊκεύτηκε από τον Γκλουκσμάν, “Χίτλερ = Στάλιν, Στάλιν = Χίτλερ.”»

Όπως φαίνεται, ο Χίτλερ δεν γνώριζε την  μυστική πηγή του «ολοκληρωτισμού», την ισότητα, γι’ αυτό και δεν κατάφερε να μακροημερεύσει. Αντίθετα με την ΕΣΣΔ, που χάρη στην επίγνωση αυτού του μυστικού όπλου είχε φτάσει μετά από σχεδόν 60 χρόνια ύπαρξης (και τι ύπαρξης) να αναγορεύεται από την «νέα φιλοσοφία» ως «ο ανθεκτικός και τέλειος κύριος του ολοκληρωτισμού».

Στην οικονομική και κοινωνική ισότητα των ανθρώπων πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσουν την «ανθεκτικότητα και τελειότητά» τους οι μελλοντικές επαναστάσεις (οι, επομένως, εξ ορισμού «ολοκληρωτικές», τουλάχιστον σύμφωνα με τα πορίσματα της γαλλικής «νέας δεξιάς»), ενάντια στην «ουσιαστική υπεροχή κάποιων»: υπεροχή όχι λόγω «ταλέντου», βέβαια, αλλά λόγω της ιδιοποίησης του κοινωνικού παραγωγικού πλούτου. Ενάντια σε αυτή την «ουσιαστική υπεροχή κάποιων», η οποία αποτελεί (τι να κάνουμε;) την κοινή «ηθική» αρχή τόσο της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας όσο και του φασισμού, τον κοινό «ηθικό» παρονομαστή των δυο αυτών ιστορικών πολιτικών μορφών της δικτατορίας του κεφαλαίου στην εποχή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού.

***

Η Γαλλική Επανάσταση αντιμετώπισε την εκκλησία και τη θρησκεία σαν πνευματική εγγύηση της φεουδαρχικής ανισότητας. Η σύγχρονη αστική τάξη, στον «κολοφώνα» της σκέψης της, -πληροφορούν οι συντάκτες του εγγράφου τους αποδέκτες του -, μέσω εκπροσώπων της «νέας δεξιάς» διανόησης τίθεται αντιμέτωπη με τον χριστιανισμό ως «πηγή της εξισωτικής (egalitarian) εξασθένισης του ευρωπαϊκού πολιτισμού»

Για τον δουλοπάροικο αγρότη του 18ου αιώνα η χριστιανική ισότητα των ανθρώπων έναντι του «θεού» αποτελούσε εμπόδιο για την πραγματική κοινωνική ισότητα που, τότε, ταυτιζόταν με την απαλλοτρίωση της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας. Για την σύγχρονη μονοπωλιακή, ιμπεριαλιστική αστική τάξη η χριστιανική ισότητα έναντι του «θεού» αποτελεί ανεπιθύμητο ιδεολογικό ίχνος που της φέρνει στον νου την μελλοντική της εξαφάνιση. Όντως διδακτικό για το περιεχόμενο των «αστικών εκσυγχρονισμών» στην αναντίστρεπτα αντιδραστική εποχή της αστικής τάξης… Διδακτικό για το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης και των συμβιβασμών του σκοταδιστικού πλέον, ψευδοεπιστημονικού «ορθολογισμού» της με τους μηχανισμούς του ανορθόλογου θρησκευτικού σκοταδισμού [14].

Ο οποίος τελευταίος, άλλωστε, κατά έναν τρόπο προβάλλεται ταυτόχρονα ως πηγή πολιτισμικής αναγέννησης:

 «Η πιο εσωτερική (esoteric) πλευρά της διανόησης της Νέας Δεξιάς επικέντρωσε εκπληκτική ενέργεια σε αναζήτηση μιας πολιτισμικής ανανέωσης, υποστηρίζοντας πως ό,τι είναι ουσιαστικά λάθος στη Γαλλία, είναι πως ο πολιτισμός της (culture) διαβρώθηκε από εξωτερικές επιρροές και υποβαθμίστηκε λόγω παραμέλησης. Συντηρητικοί συγγραφείς, πολλοί από αυτούς συνδεδεμένοι με τα Group for Research and Study of European Civilization (GRECE) και Horloge Club [15]  … ενθάρρυναν την δεξιά ανθρωπολογία, η οποία πέρα από την Επανάσταση βλέπει τον Χριστιανισμό ως πηγή της εξισωτικής (egalitarian) εξασθένισης του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι Πάουελς και Μπενουά πολλές φορές εγκωμίασαν τον “οξυδερκή (perceptive) ελιτισμό” των προχριστιανικών Ευρωπαϊκών κοινωνιών ως πηγή πολιτισμικών (cultural) αρετών στις οποίες οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να στραφούν για αναβίωση (revival) και ανανέωση».

*

Η μάχη είναι, βέβαια, σκληρή: «Ο ελιτισμός [16] στη σκέψη της Νέας Δεξιάς είναι σχεδόν σίγουρα ένας σημαντικός λόγος που λίγοι διανοούμενοι έκαναν τη διαδρομή από την αριστερά στην GRECE. Κατά την άποψή μας, υπάρχει μικρή πιθανότητα να την κάνουν πολλοί στο μέλλον, παρά τις περιστασιακές ομοιότητες και συμμαχίες ως προς την οπτική γωνία. Πρόσφατα, διανοούμενοι της Νέας Δεξιάς υποβάθμισαν τα αντιεξισωτικά και ακόμα και αντίχριστιανικά στοιχεία της σκέψης GRECE/Horloge, αλλά οι αριστεροί διανοούμενοι και οι συντηρητικοί όπως ο Ρεβέλ που θεωρούν τους εαυτούς τους “ανθρώπους της αριστεράς” είναι ακόμα σφιχτά δεμένοι με την ισότητα ως την ουσία της δημοκρατικής-ρεπουμπλικανικής παράδοσης στη Γαλλία. Οι συντηρητικοί πολιτικοί αποφεύγουν ευκαιρίες ευαρέσκειας προς τους πιστούς των λειτουργιών της Horloge, και ακόμη και ο Πάουελς σπάνια τώρα αναμασά τις αρετές του παγανισμού και των ελίτ».

 «Ο Ραϋμόν Αρόν, ο σεβαστός πρύτανης της σύγχρονης φιλοσοφικής σκέψης στη Γαλλία, εξέφρασε απέχθεια κατά των διανοούμενων της Νέας Δεξιάς, συχνά εξισώνοντας τον ελιτίστικο αντιεξισωτισμό τους με τις χειρότερες αντιδημοκρατικές τάσεις στον Γαλλικό συντηρητισμό. Η Άνι Κρίγκελ συνενώθηκε με τον Αρόν στον φόβο ότι  ελλοχεύουν ρατσιστικά και φασιστικά συναισθήματα στην εχθρότητα της Νέας Δεξιάς προς τις ξένες πολιτισμικές (cultural) επιρροές και στη σκέψη τους για τη γενετική, την κληρονομικότητα, την εθνολογία…»

Τίποτα, ωστόσο, δεν κρίθηκε ακόμη: «…Αλλά ο Αρόν είναι νεκρός, ο Ντεμπραί [17] δεν λαμβάνεται στα σοβαρά ως διανοητής, και η Κρίγκελ δεν κατάφερε ποτέ να την ακολουθήσει ένα μεγάλο κοινό. Εναντίον αυτών των κριτικών οι Νέοι Δεξιοί μπορούν να επικαλεστούν τη δόξα του Μισέλ Φουκώ, του εμβριθέστερου και με την μεγαλύτερη επιρροή διανοητή της Γαλλίας. Ο  Φουκώ τους εγκωμίασε για το ότι, μεταξύ άλλων, υπενθύμισαν στους φιλόσοφους τις “αιματηρές” συνέπειες που έρρευσαν από την ορθολογιστική κοινωνική θεωρία του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα και της Επαναστατικής περιόδου».  

Με άλλα λόγια, ο αντιεξισωτισμός δεν έχει αποτελέσει συστατικό της γαλλικής «πνευματικής ορθοδοξίας» και «νομιμότητας», όμως ποτέ δεν είναι αργά.

***

Πέρα από την γενική περιγραφή της αδυναμίας ιδεολογικής επικράτησης ενός θεωρητικού – πολιτικού λόγου που όχι απλώς θα ήταν αλλά και θα φαινόταν ότι είναι «δεξιός», η «εργαλειακή» χρησιμότητα της ορολογίας περί «αριστερής πνευματοκρατίας» ή «αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας»  αφορά σε πρώτο πλάνο ανάγκες της «εντός των τειχών» διπολικής ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης και, σε δεύτερο πλάνο, – όχι πάντως «δεύτερο» με την ειδική έννοια της χρονικής διαδοχής -, στοχεύει τον ιδεολογικό-πολιτικό λόγο που απειλεί τα ίδια τα «τείχη» της εξουσίας του κεφαλαίου.

Όμως, σαν αποτέλεσμα όλης της παραπάνω ανάπτυξης, οι συντάκτες του εγγράφου (για λογαριασμό και χρήση των αποδεκτών του), διαπερνώντας τα περιβλήματα των «ευκαιριακών», «συγκυριακών» πολιτικών μορφών και χρήσεων του ιδεολογήματος,  φτάνουν στον πυρήνα της «πνευματοκρατίας» που τους απασχολεί: στον «εξισωτισμό», το τελευταίο της προπύργιο…

Η «ερευνητική εργασία» αρχίζει με τη γαλλική επανάσταση και τον «ειδικό ρόλο» που λόγω αυτής κατέχει η γαλλική διανόηση, και καταλήγει με την τοποθέτηση της γαλλικής επανάστασης και των κεντρικών ιδεολογικών αρχών της στο στόχαστρο.

*

Το καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης επιδιώκει την οριστική ιδεολογική του ασφάλεια με τη νομιμοποίηση και αποδοχή της κοινωνικοοικονομικής ανισότητας που αποτελεί βάση και προϊόν των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Επιδιώκει να ξεριζώσει από την κοινωνική συνείδηση την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι «γεννιούνται ίσοι», ότι ο βαθμός της μεταξύ τους ανισότητας αποτελεί μέτρο ιστορικής παρέκκλισης από το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και δραστηριότητας, ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα αποσκοπεί στην πραγματοποίηση των κοινωνικοοικονομικών προϋποθέσεων της ισότητας των ανθρώπων.

Αυτή η συγκεκριμένη, η εξισωτική «πνευματοκρατία», αυτή η «ιδεολογική ηγεμονία» του «εξισωτισμού», αποτελεί  τελική ουσία και τελικό στόχο των επιτυχιών του «αντισοβιετισμού» και του «αντιμαρξισμού», αναγορευόμενη για τις ανάγκες της πνευματικής «ορθοδοξίας και νομιμότητας» σε πηγή του «ολοκληρωτισμού».

Αυτή, επίσης, αποτελεί την πηγή κάθε πνευματικής ζωτικότητας και η άρνησή της έχει ως «ανεξήγητη» συνέπεια την πνευματική «ύφεση».

δ) …και ύφεση (decline) της πνευματικής ζωής

Το έγγραφο χρησιμοποιεί σαν προμετωπίδα την φράση:

«Υπάρχει ένας λήθαργος στην πνευματική ζωή αυτής της χώρας, και μάλιστα θεαματικός. Ποτέ πριν δεν γνώρισα τέτοια σιωπή, τέτοιο κενό. Είναι σαν οικογένεια στην όποια πέθανε κάποιος. Αλέν Τουρέν»

Συμπτώματα αυτού του «λήθαργου» περιγράφονται στο έγγραφο εκτενώς.

Ανάμεσά τους  μπορούμε να εντάξουμε και την επισήμανση της ουσιαστικής εξάντλησης του λόγου των «νέων φιλοσόφων» στον αντιμαρξισμό και τον αντισοβιετισμό: Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 «άνοιγαν δρόμο», αλλά από τότε, αντιμαρξισμός και αντισοβιετισμός «συνέχισαν τη δική τους ζωή και έγιναν τόσο πολύ μέρος της Γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας που οι Νέοι Φιλόσοφοι (σσ. ως Νέοι Ορθόδοξοι πλέον…) δεν φαίνονται πια να έχουν κάτι νέο να πουν».

*

Οι «νέοι φιλόσοφοι», κατά τα άλλα, «αντιστάθμισαν τον συχνά δυσνόητο λόγο τους με το να γίνουν συναρπαστικές προσωπικότητες των μμε, υπερασπιζόμενοι τις απόψεις τους στα πολύωρα πνευματικού περιεχομένου τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα που ορέγονται οι Γάλλοι». Εκτός από τον αντιμαρξισμό και τον αντισοβιετισμό, την «σαρωτική καταγγελία της τυφλότητα της αριστεράς, όπως την αποκάλεσε ο Λεβί», δεν έπαυαν να πρεσβεύουν «συνεχή αντιπάθεια για τον Γκωλισμό και μια αποδοχή του καπιταλισμού μόνο ως το μικρότερο κακό», ωστόσο «η επιρροή τους ήταν πρωτίστως αρνητική, από τη στιγμή που λίγα είχαν να προσφέρουν με μορφή πρακτικών προτάσεων για ένα νέο πρόγραμμα».

Αναφορικά προς την παρουσία τους στα μμε,  ο Ρεζί Ντεμπραί, στις «διατριβές του εναντίον των σύγχρονων πνευματικών αποστατών, τους καταλογίζει εγκατάλειψη του γραπτού λόγου προκειμένου να γίνουν ετοιμόλογες προσωπικότητες των μμε (glib media personalities) (mediatics). Κατηγορεί ειδικά τους αριστερούς Νέους Φιλόσοφους ότι έχουν αναμορφωθεί πνευματικά από την TV σε ρηχές ομιλούσες κεφαλές ανίκανες για ακριβολογημένη φιλοσοφική συγγραφή».

*

Δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι το έγγραφο επιχαίρει για ορισμένα συμπτώματα του «λήθαργου», της «ύφεσης της πνευματικής ζωής».

— Σαφώς επιχαίρει όταν, μάλλον ως «έμφαση στο δευτερεύον», περιλαμβάνει σε υποσημείωση την πληροφορία, ότι «η πλατιάς δημοσιότητας επίθεση του Λανγκ στον “αμερικάνικο πολιτιστικό ιμπεριαλισμό” το 1981 και κατόπιν η σύγκληση μιας διεθνούς διάσκεψης  αριστερών διανοουμένων, επέσυρε αιχμηρές κριτικές, ιδιαίτερα από την Wall Street Journal, για την παρούσα ένδεια της γαλλικής πολιτιστικής παραγωγής, ειδικά σε σύγκριση με τα αμερικανικά επιτεύγματα. Αυτές οι κατηγορίες προκάλεσαν μια μεγάλη προσφορά αυτοκριτικής εκ μέρους Γάλλων διανοούμενων, όπως οι Μπεζανσόν και Ριγκλέ». Η «πνευματική ύφεση» οδήγησε μέρος της γαλλικής διανόησης στα πρόθυρα της μετάνοιας…

— Επιχαίρει, επίσης, για τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών, από τις οποίες εκλέχτηκε μεγάλος αριθμός «μη-ιδεολογικοποιημένων είτε συντηρητικών» εκπροσώπων.

— Παρομοίως, για τον δείκτη αυξανόμενης αβεβαιότητας ως προς την επαγγελματική αποκατάσταση των εκπαιδευτικών: «Η επαγγελματική σταδιοδρομία των διανοούμενων, στο παρελθόν σχεδόν εγγυημένη για όσους φοιτούσαν σε σχολές της ελίτ, καθώς φαίνεται δεν είναι πια διασφαλισμένη. Η κυβέρνηση Φαμπιούς, για παράδειγμα, εξήγγειλε πρόσφατα ένα πρόγραμμα ανεύρεσης εργασίας στα τοπικά και εθνικά κυβερνητικά όργανα  (local and national governments) και στις επιχειρήσεις για τους άνεργους απόφοιτους της ENS», δηλαδή της «Ecole Normale Superieure», της «γαλλικής σχολής με το μεγαλύτερο γόητρο για την εκπαίδευση διδασκόντων και διανοητών». «Οι σοσιαλιστές επίσης κινήθηκαν για τον αποκλεισμό των αλλοδαπών κατοίκων από εκπαιδευτικά επαγγέλματα χαμηλής βαθμίδας, κατά πάσα πιθανότητα για να ελευθερώσουν δυσεύρετες θέσεις για Γάλλους δασκάλους».

— Τη ίδια στιγμή, «οι νεώτεροι αδελφοί και αδελφές των ταραχοποιών ξεχειλίζουν τις αίθουσες διδασκαλίας των επιχειρηματικών σπουδών και των θετικών επιστημών ακόμα και σε πρώην κόκκινα πανεπιστήμια…».

«Άλλωστε, υπήρξε μια δημοφιλής τάση φυγής από την ιδεολογία προς μια πιο πραγματιστική (pragmatic) προσέγγιση των πολιτικών προβλημάτων, κι αυτό έτεινε να υπονομεύσει το ανάστημα των διανοουμένων κάθε κατεύθυνσης» [18].

— Φυσικό, κατά τα άλλα, να επιχαίρει το συγκεκριμένο έγγραφο, για την εκτίμησή του, ότι «η αποστασία των νέων διανοουμένων από το Μαρξισμό και το ΓΚΚ άφησε τους ηλικιωμένους Μαρξιστές μανδαρίνους μόνο στήριγμα της παράδοσης. Οι Σαρτρ, Ρολάν Μπαρτ, Ζακ Λακάν, Λουί Αλτουσέρ – η τελευταία κλίκα Κομμουνιστών  σοφών [19] – βρέθηκαν υπό τα αμείλικτα πυρά των πρώην προστατευόμενων, αλλά κανείς δεν είχε τα κότσια για μια άμυνα οπισθοφυλακής υπέρ του Μαρξισμού. Οι κριτικοί – με προεξέχοντες μεταξύ τους τούς Νέους Φιλοσόφους – είχαν μεγάλη επιτυχία στο να πείθουν την παρούσα γενιά για την “ανοησία” (foolishness) του Σαρτρ, τα κακά του Μαρξισμού και τη βαρβαρότητα του Σοβιετικού Κομμουνισμού …». Ως αποτέλεσμα, η Κομμουνιστική Νεολαία  αποδυναμώνεται, ακόμα και στα πανεπιστήμια. «Τώρα, κανένας διανοούμενος κύρους δεν ανήκει και δεν στηρίζει το ΓΚΚ» [20].

*

Οι συζητήσεις των Γάλλων διανοούμενων, πλέον (1985), αν πιστέψουμε το έγγραφο, περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους και την αδυναμία τους να παραγάγουν πνευματικό λόγο. Οι ερμηνείες που δίνονται διάφορες: Ένα «είδος νωθρότητας» πολλών αριστερών διανοούμενων χαρακτηρίζεται (από το έγγραφο) ως επακόλουθο της εκ μέρους τους «σθεναρής απόρριψης της ιδεολογίας και του κομματικού δεσμού»

Η «γενική πτώση του πνευματικού αναστήματος» αποδίδεται από κάποιους διανοούμενους «στην άνοδο μιας τεχνολογικά υψηλής οικονομίας και κοινωνίας στη Γαλλία», παρά τα πάσης φύσεως ιδεολογικά ζητήματα που γεννά η άνοδος της τεχνολογίας, σημειώνουμε.

Ενώ κάποιοι διανοούμενοι υποστηρίζουν ότι η διανόηση (κυρίως η «αριστερή») απλώς «γεμίζει μπαταρίες», άλλοι «σημειώνουν ύφεση (decline)  της πνευματικής ζωτικότητας» και (σ.σ. μάλλον ταυτολογικά) αποδίδουν την αδυναμία των Γάλλων διανοούμενων «να κινητοποιηθούν και να συμμετέχουν σε μια ζωντανή συζήτηση», στο ότι «δεν είναι πια τόσο ικανοί όσο κάποτε» ως αποτέλεσμα «μιας δεκαετούς πολιτισμικής αδράνειας που ήρθε να χαρακτηρίσει τη Γαλλία», «ενός κύκλου πολιτισμικής ύφεσης (decline)», αφού «πράγματι δεν υπάρχουν Φλωμπέρ, Προυστ, Μποντλαίρ» και «δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε τέτοιους σύντομα»

 «Τον περασμένο χρόνο στο Παρίσι ένα συνέδριο, οργανωμένο για να εξεταστεί το ζήτημα της “Γαλλικής ταυτότητας”, γρήγορα στράφηκε στον λήθαργο των Γάλλων διανοούμενων και τις επιπτώσεις του στον μελλοντικό πολιτικό ρόλο τους». Υπήρξε γενική συμφωνία – αριστερών και δεξιών – ότι δεν βλέπουν μέλλον. Απογοητευμένοι μαρξιστές οδηγήθηκαν σε «ουδετερότητα» ενώ και οι φιλελεύθεροι («λιγότερη κυβέρνηση – περισσότερη ατομική αυτάρκεια») δεν πολυεπηρεάζουν την πνευματική είτε την κοινή γνώμη, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις και αναφορές των μμε [21].

*

Όλα τα περιγραφόμενα συμπτώματα της «πνευματικής ύφεσης» συνιστούν, ουσιαστικά, την διάδοχη κατάσταση αυτής «που μια πρόσφατη κριτική την αποκάλεσε αριστερή πνευματοκρατία».

Είναι όμως παράδοξο που την λεγόμενη «αριστερή πνευματοκρατία», κάτω από τον τίτλο της οποίας εννοείται εν προκειμένω επίσης μια ιστορική περίοδος όπου ο μαρξισμός και η υπεράσπιση της ΕΣΣΔ δεν είχαν υπαχθεί  εκτός πνευματικής «ορθοδοξίας και νομιμότητας», διαδέχθηκε η «πνευματική ύφεση»;

Η έκθεση, στα εισαγωγικά «κύρια σημεία» της, επισημαίνει μια (εμφανιζόμενη ως) χρονική σύμπτωση που όμως δεν είναι απλώς χρονική και δεν είναι απλώς σύμπτωση:

«Η ευρεία αποδοχή αυτής της περισσότερο κριτικής προσέγγισης στο μαρξισμό και τη Σοβιετική Ένωση συνοδεύτηκε από μια γενική ύφεση (decline)  της πνευματικής ζωής στη Γαλλία…».

Η σύνδεση, έστω αθέλητα διατυπωμένη, είναι σαφής.

Αντιμαρξισμός και αντισοβιετισμός, ως συστατικά της πνευματικής «ορθοδοξίας και νομιμότητας», αποτελούν την ονομαστική μορφή του αποκλεισμού – από αυτήν την «ορθοδοξία και νομιμότητα» – του κεντρικού ιστορικού προβλήματος της εποχής: της απελευθέρωσης της εργασίας και του κόσμου από τον ζυγό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Τι πιο φυσικό, όμως, από την πνευματική παρακμή, όταν το «πνεύμα» αποστρέφεται  το κεντρικό ιστορικό πρόβλημα  της εποχής του, με όλες τις θεωρητικές, ιδεολογικές, ηθικές ή όποιες άλλες «πνευματικές» προεκτάσεις του;

Αντισοβιετισμός και αντιμαρξισμός δεν μπορεί παρά να αποτελούσαν και να αποτελούν κεντρικά συστατικά της κυρίαρχης, αστικής ιδεολογίας και της «πνευματικής ορθοδοξίας» της, μόνο που πέρα από αυτά τα συστατικά δεν υπάρχει ουσιαστικός πνευματικός λόγος ικανός να αρθρωθεί. Παραφράζοντας ελαφρά  μια πρόταση του εγγράφου, πέρα από αυτά τα συστατικά, «δεν φαίνεται πια να υπάρχει κάτι νέο να ειπωθεί». 

Πέρα από αυτά τα συστατικά μένει μόνο, αφενός, ο τετραγωνισμός του κύκλου: η «παραδοσιακή» ιδέα της ισότητας πάνω στο πραγματικό έδαφος των σύγχρονων εκμεταλλευτικών σχέσεων, έστω και «αποδεκτών μόνο ως το μικρότερο κακό».

Μένει, αφετέρου, ως ασφαλιστική δικλείδα της οριστικής αυτοαναίρεσης του πνεύματος, η συνεπάγωγη ρητή ή άρρητη απόρριψη της ίδιας του της ιστορικής «ιδεαλιστικής» αφετηρίας: της ισότητας, έχοντας το «πνεύμα» ανακαλύψει σε αυτήν την αιτία της «εξασθένισής» του…

Δυστυχώς για την πνευματική ζωή που περιγράφει το έγγραφο της CIA, ευτυχώς για την πνευματική ζωή γενικά, εκεί που πεθαίνει το πνεύμα της ισότητας, εκεί που αρχίζει η απολογητική των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, ακόμα και με τη μορφή του «μικρότερου κακού», εκεί πεθαίνει το πνεύμα γενικά. Εκεί που δεν επικρατεί αυτό το πνεύμα, δεν υπάρχει κανένα άλλο πνεύμα παρά μόνο το «πνεύμα» της αντιπνευματικότητας για να επικρατήσει.

———————————————-

[1] –>https://www.cia.gov/library/readingroom/docs/CIA-RDP86S00588R000300380001-5.PDF

[2] Λένιν, Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, σελ. 129, ΣΕ

[3] Εύλογο, επομένως, και το σύγχρονο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την ελληνική επανάσταση και τη «νοηματοδότησή» της:

Ριζοσπάστης 21-8-2020: «…ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζ. Πάιατ, …συναντήθηκε και με την υπουργό Πολιτισμού, Λ. Μενδώνη, με θέματα τις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821…».

–>https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10899007

 [4] Με τον όρο «αριστερά» το έγγραφο εννοεί βασικά τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές.

Πέρα από το τι εννοεί το έγγραφο, τότε ακόμα (1985), η διάκριση ως ένα βαθμό εξακολουθούσε, τουλάχιστον θεωρητικά-τυπικά, να διατηρεί την «παραδοσιακή» της έννοια, αντιπροσωπεύοντας αντίστοιχα τη ρεφορμιστική και την επαναστατική ιδεολογία και πολιτική στο εργατικό κίνημα.

Ωστόσο, επίσης σε έναν βαθμό, οι έννοιες είχαν σημειώσει ορισμένη «υποχώρηση»: Η δεκαετία του ’80 ήταν ίσως αυτή στην οποία ο «ρεφορμισμός», τουλάχιστον στην Ευρώπη,  ταυτίστηκε οριστικά – μέχρις σημείου εξαφάνισής του «ως τέτοιου» – με έναν από τους πόλους διαχείρισης του καπιταλισμού. Ενώ την ίδια ώρα, με τη συμβολή και του «ευρωκομμουνισμού», η έννοια της σοσιαλιστικής επανάστασης διαποτιζόταν θεωρητικά και πολιτικά από τη δογματική «βουλησιαρχία» του «ειρηνικού δρόμου».

[5] Ο πρόσφατος περιορισμός και κατάργηση του μαθήματος της κοινωνιολογίας (όπως άλλωστε και των καλλιτεχνικών μαθημάτων) από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αποτελεί δείγμα της επίθεσης στο περιεχόμενο των σπουδών, σε «αρμονία» με την ιδεολογική  στρατηγική που εκπορεύεται από το έγγραφο της ΚΥΠ των ΗΠΑ.

Η επίθεση στην «βάση της κατανόησης της κοινωνίας», δηλαδή – σύμφωνα με το έγγραφο της CIA – η επίθεση στο «νόημα της ιστορίας», συμπληρώνεται με  τη σχετικά πρόσφατη (2018) «αποκήρυξη», από τον σημερινό πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, του ενδιαφέροντος της νεολαίας για την ιστορία: «Πείτε μου τώρα, το παιδί των 17 ετών που θα ψηφίσει για πρώτη φορά, που τον ενδιαφέρει πως θα είναι η Ελλάδα το 2030. Αν τον ενδιαφέρει το τι έγινε το 1963».

–>https://nd.gr/nea/synenteyxi-toy-proedroy-tis-nd-k-kyriakoy-mitsotaki-ston-tileoptiko-stathmo-skai-0

Αλλά και  η εξαγγελία εισαγωγής στο νηπιαγωγείο, όχι της γνωριμίας με την ύπαρξη ξένων γλωσσών και ξένων πολιτισμών γενικά, όχι της γνωριμίας με τη μητρική γλώσσα του τυχόν μετανάστη και πρόσφυγα συμμαθητή των μικρών παιδιών, αλλά της διδασκαλίας τής μιας και μόνης παιδαγωγικά «κατάλληλης» για το νηπιαγωγείο ξένης γλώσσας: της αγγλικής, επιτείνει την «εντύπωση» ότι η εξεταζόμενη «ερευνητική εργασία» θα μπορούσε να χρησιμεύει σαν κυβερνητικό εγχειρίδιο για την υλοποίηση μιας ιδεολογικής – πολιτισμικής στρατηγικής όχι απλώς του κεφαλαίου γενικά, αλλά και των ΗΠΑ ειδικότερα.

[6] Ο σύγχρονος εγχώριος ψυχολογισμός, σε μια εμφανή έκπτωσή του συγκριτικά με τον γαλλικό των δεκαετιών του ’50 – ’60, για τις ανάγκες αντιμετώπισης του «φαντάσματος» της «αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας», εκτός από παρόμοια αναμασήματα, καταφεύγει (από… εντελώς ανιδεόληπτες και ψυχικά στέρεες θέσεις) στο «ερμηνευτικό» σχήμα των «αριστερών ιδεοληψιών» ή ακόμα και της «ψυχικής νόσου» π.χ. των αντιχουντικών αγωνιστών.

Σύμφωνα με την, σημερινή, Υφυπουργό Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου (29-3-2018):

 «Είχαμε μια αγιοποίηση του αγώνα, του αγώνα της δικτατορίας, η οποία ουσιαστικά έγινε επειδή δεν έγινε ο αγώνας την ώρα που έπρεπε να γίνει. Άρα τι έχουμε; Έχουμε μια σχέση η οποία καταρρίπτει τις διαστάσεις που της ανήκουν, αυτή της αντίστασης, και παίρνει διαστάσεις υπερβολής όπως αυτή της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου. Το δεύτερο κομμάτι της πρότασης …  έχει σχέση με τη μετατροπή σε βαθιά ψυχική νόσο, οποία πολύ φοβάμαι ότι είναι μια μετατροπή σε μια συλλογική ψυχική νόσο … διότι έχει δημιουργηθεί αυτό το συλλογικό αφήγημα μέσα από τη συλλογική μνήμη, αυτής της ιστορικότητας. Ακούω συνέχεια, «ιστορικό στέλεχος της αριστεράς», «ιστορικός αγώνας», κι αναρωτιέμαι, για ποια ιστορία μιλάμε; ποιος έγραψε αυτή την ιστορία; Την έγραψαν αυτοί οι άνθρωποι των οποίων η απώλεια του αισθήματος της δικτατορίας είναι αντίστοιχο με μια απώλεια δικού τους ανθρώπου; Και ποιοι; Αυτοί ακριβώς οι οποίοι είναι οι ψυχικά νοσούντες; … Η έκβαση αυτή της συλλογικής μνήμης φοβάμαι ότι φανερώνει μια συλλογική ψυχική νόσο παρά μια μεμονωμένη».

–>https://www.dailymotion.com/video/x7cybou

Ενδιαφέρουσα, στα παραπάνω, και η «επιμελώς» μονόπλευρη θεώρηση της Ιστορίας ως «γραφής», όχι ως πράξης…

 [7] Η πολιτική αντίθεση προς την «ενότητα της αριστεράς» και την κυβερνητική συνεργασία  σοσιαλιστών – κομμουνιστών αναδείχνει ένα ζήτημα πολιτικών «συνωνύμων»:

Αφενός, εν προκειμένω, πρόκειται για την πολιτική θέση που καταδικάζει το σοσιαλιστικό κόμμα γι’ αυτή τη συνεργασία. Η οποία θέση συναντά την αμερικανική επιδοκιμασία χωρίς άλλους, εμφανείς στο έγγραφο, υπολογισμούς για τις συνέπειες αυτής της «ενότητας» και συνεργασίας στα συνεργαζόμενα κόμματα και τους γενικούς πολιτικούς συσχετισμούς. Στη θέση τέτοιων πολιτικών υπολογισμών βρίσκεται στο έγγραφο η ίδια η περιγραφή της ονομαζόμενης «ιστορικής μεταβολής».

Αφετέρου, πρόκειται για την πολιτική αντίθεση από την άποψη του συνεπούς ρόλου ενός ΚΚ που δρα σε καπιταλιστική χώρα.

Είναι δυο διαφορετικά πράγματα η κριτική στους «σοσιαλιστές» για τη συμμετοχή κομμουνιστών στην κυβέρνησή τους και η κριτική στους κομμουνιστές για τη συμμετοχή τους σε μια «σοσιαλιστική» κυβέρνηση. 

Η κριτική της «αριστερής διανόησης» και της «νέας φιλοσοφίας», όπως εμφανίζεται στο έγγραφο, προέρχεται από την πρώτη αφετηρία.

[8] Ενδεικτικά, ως προς την πολιτική των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική, μόλις πριν δυο χρόνια, 1983, είχε γίνει η στρατιωτική εισβολή των ΗΠΑ στη Γρενάδα, ενώ όλη τη δεκαετία του ’80 βρίσκεται σε εξέλιξη η πολιτική και υλική επεμβατική ενίσχυση (συνδεμένη και με το γνωστό σκάνδαλο «Ιρανγκέιτ») του πολέμου των «κόντρας» ενάντια στην επανάσταση των σαντινίστας στη Νικαράγουα.

Τα σχετικά αποσπάσματα του εγγράφου προϊδεάζουν για το τι εκτιμήσεις θα μπορούσε να διαβάζουμε μετά από λίγες δεκαετίες σε αποχαρακτηρισμένα έγγραφα που γράφονται σήμερα, για το βαθμό διευκόλυνσης που παρέχει π.χ. η στάση της ελληνικής διανόησης στην πολιτική των ΗΠΑ σε Μέση Ανατολή, ΝΑ Μεσόγειο, Βαλκάνια, ΒΑ Ευρώπη και, βεβαίως, Ελλάδα.

[9] Δεν είναι αβάσιμες, βέβαια, οι θριαμβολογίες του εγγράφου της ΚΥΠ των ΗΠΑ για το «νέο» στίγμα της «γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας» και την «λυδία λίθο της πνευματικής νομιμότητας», ούτε και αφορούν αφηρημένα την «σκέψη». Οι καρποί αυτής της «πνευματικής ορθοδοξίας» και «νομιμότητας» έγιναν εμφανείς στη διάρκεια των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας, όταν η «νέα» γαλλική διανόηση, «αριστερή» και «δεξιά», στήριξε την ιμπεριαλιστική επίθεση έως το βαθμό της ιδεολογικής κακοποίησης των «συναδέλφων» της που αντιτάχθηκαν στη ΝΑΤΟϊκή επέμβαση.

Σύμπτωμα αυτής της «ορθοδοξίας» και «λυδίας λίθου» συνιστά και η αντιμετώπιση που δέχθηκε ο Ιγνάσιο Ραμονέ μετά την έκδοση του βιβλίου του «Φιντέλ Κάστρο. Βιογραφία σε δύο φωνές ή Εκατό ώρες με τον Φιντέλ»,  καρπός πέντε χρόνων καταγραφής και δουλειάς, και εκατοντάδων ωρών συζητήσεων με τον ηγέτη της κουβανικής επανάστασης. Ύστερα από τη γαλλική έκδοση του βιβλίου (2007), και απροσχημάτιστα εξαιτίας αυτής,  τερματίστηκε το ραδιοφωνικό του πρόγραμμα στη δημόσια γαλλική ραδιοφωνία, παύτηκε από διδάσκων στο πανεπιστήμιο Παρίσι 7, διώχθηκε από τη διεύθυνση της Le  Monde diplomatique και διακόπηκε γενικά η συνεργασία του με αυτήν. Έναν χρόνο πριν, μετά την πρώτη (ισπανική) έκδοση του βιβλίου (2006) είχε για τον ίδιο λόγο διακοπεί η συνεργασία του από τις εφημερίδες El Paíκαι Φωνή της Γαλικίας. Το ότι ο ίδιος ο Ιγνάσιο Ραμονέ αμύνεται απέναντι στους διώκτες του χαρακτηρίζοντας «σταλινικές» τις πρακτικές τους, ενδεχομένως πιστώνεται στους ίδιους ως μια ακόμη ιδεολογική «νίκη», αποτελώντας πτυχή της ίδιας «πνευματικής ορθοδοξίας», μέσω της οποίας το -περιβεβλημένο με δημοκρατικό τύπο – καθεστώς της δικτατορίας του  μονοπωλιακού κεφαλαίου πραγματώνεται στο πεδίο της ιδεολογίας.

Βλ., Ραμονέ: Ακριβά το πλήρωσα που έδωσα φωνή στον Φιντέλ Κάστρο

–>http://prensa-rebelde.blogspot.com/2016/12/blog-post_70.html

Ignacio Ramonet, Caro pagué por dar voz a Fidel Castro, Periódico La Jornada
Viernes 9 de diciembre de 2016, p. 48

–>https://www.jornada.com.mx/2016/12/09/mundo/048n1mun

[10] Τρία χρόνια (1981-1984) χρειάστηκε ο «σοσιαλισμός» για να «αποτύχει» στη Γαλλία. Στην Ελλάδα «απέτυχε» αυθημερόν (στις 18 σοσιαλισμός!) αν και η ζωή του παρατάθηκε για περίπου 30 χρόνια (1981-2010) με μικρά «καπιταλιστικά» διαλείμματα. Ενώ και η «αριστερά» της «1ης φοράς» χρειάστηκε μόνο λίγους μήνες από τον Ιανουάριο ως τον Αύγουστο του 2015 για να περάσει από τις «αυταπάτες» του «σχισίματος των μνημονίων με τη συμφωνία των εταίρων» στον πραγματισμό του 3ου μνημονίου και της επισφράγισης των δυο προηγούμενων, βοηθούμενη από την κοινοβουλευτική «αστική ευγένεια» των δεξιών «αντιπάλων» της.

[11] Στην κατεύθυνση της περιφερειακής («υποεθνικής» κατά το έγγραφο) διοικητικής («κυβερνητικής») κατάτμησης των εθνικών κρατών εντάσσονται και οι εγχώριες μεταρρυθμίσεις «Καποδίστριας», «Καλλικράτης» κλπ. Αυτή η «υποεθνική» κατάτμηση αποτελεί, ταυτόχρονα, οργανικό εξάρτημα της «υπερεθνικής»  πολιτικής κυριαρχίας των μονοπωλίων μέσω διακρατικών ιμπεριαλιστικών ενώσεων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.ά.

[12] Βέβαια ο «κλασικός» φιλελευθερισμός – της εποχής του ελεύθερου καπιταλιστικού συναγωνισμού – δεν είναι καθόλου «κλασικός» στην εποχή των μονοπωλίων. Η αντιγραφή και επικόλλησή του από τη μια εποχή στην άλλη ουσιαστικά συνεπάγεται ένα κοινωνικό τέρας που συνδυάζει την απάλειψη των κοινωνικών «πλεονεκτημάτων» του με τη διόγκωση των κοινωνικών αδιεξόδων του.

[13] Το ζήτημα αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία και από το γεγονός ότι η «νέα» (αν και… προπολεμική σύμφωνα με την εισαγωγική αφήγηση του εγγράφου) γαλλική «σκέψη» του 1985 αποτελεί και τη «σύγχρονη», «φρέσκια», «άφθαρτη», «νέα» κυβερνητική «σκέψη» της Ελλάδας του σήμερα.

Από το βήμα της 82ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, το 2017, ο (σημερινός πρωθυπουργός) Κυριάκος Μητσοτάκης,  αφού χαρακτήρισε «τεράστια πληγή» την «διεύρυνση των ανισοτήτων τα τελευταία χρόνια», αμέσως στη συνέχεια αναγόρευσε τις ανισότητες σε συστατικό της ανθρώπινης φύσης, λέγοντας επί λέξει:  «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση και όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη Δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα». Ιδού λοιπόν ο «εξισωτισμός» (το ιδεολογικό θεμέλιο της Γαλλικής Επανάστασης, το ουσιαστικό συστατικό κάθε δημοκρατίας που δεν έχει μετατραπεί σε άδειο κοινοβουλευτικό πουκάμισο) ως πηγή του «ολοκληρωτισμού».

–>https://nd.gr/nea/omilia-toy-proedroy-tis-neas-dimokratias-k-kyriakoy-mitsotaki-stin-82i-deth

Για μια ακριβέστερη καταγραφή των πραγματικών πολιτικο-ιδεολογικών συσχετισμών, σημειώνουμε ότι σε απάντησή του ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν αμφισβήτησε τον ουσιαστικό πυρήνα του ιδεολογήματος Μητσοτάκη («δε ξέρω που το ‘χουν βρει αυτό γραμμένο»), αλλά υπεραμύνθηκε των «κατακτήσεων του σύγχρονου πολιτισμού μας» όπως «η αναδιανομή του πλούτου, η κοινωνική προστασία, η στήριξη των μικρών απέναντι στους μεγάλους, των ανίσχυρων απέναντι στους ισχυρούς».

–>https://www.avgi.gr/arheio/253719_al-tsipras-eimaste-edo-gia-na-kinisoyme-pros-ta-mpros-ton-troho-tis-istorias-video

Τον είχε όμως προλάβει ο αντίπαλός. Την «αντιεξισωτική» διακήρυξή του ο κ. Μητσοτάκης είχε αμέσως συμπληρώσει με την «διευκρίνιση» ότι «το μέρισμα ευημερίας πρέπει να μοιραστεί με όσο το δυνατόν πιο δίκαιο τρόπο», με διαβεβαιώσεις ότι «για εμάς η αλληλεγγύη είναι η άλλη όψη της ελευθερίας» και για την «αναγνώριση της κοινής μοίρας που δένει όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες»: μικρούς και μεγάλους, ανίσχυρους και ισχυρούς, όπως θα έλεγε και ο κ. Τσίπρας. Η κοινωνικοοικονομική ισότητα «αντίθετη στην ανθρώπινη φύση», καταστατικός κοινωνικός θεσμός επομένως «οι μικροί και οι μεγάλοι», οι «ανίσχυροι και οι ισχυροί»… Δε μένει παρά η δήθεν αντιπαράθεση για την «προστασία» και τη «στήριξη» των δε απέναντι στους μεν, για την «αλληλεγγύη» των δεύτερων προς τους πρώτους…

Απομένει επίσης το ερώτημα του κ. Τσίπρα,  «που το ‘χουν βρει αυτό γραμμένο». Ενδεχομένως το έχουν βρει γραμμένο στην έκθεση της CIA του 1985 για τη γαλλική διανόηση. Στη συνέχεια της οποίας, μάλιστα, εμφανίζονται ορισμένες επιφυλάξεις για τον «ελιτισμό» μιας ευθείας διακήρυξης του «αντιεξισωτισμού». Ωστόσο, στην κοινωνικο-οικονομική «ελίτ» απευθυνόταν ο κ. Μητσοτάκης με τη συγκεκριμένη ομιλία του στη ΔΕΘ. Επομένως, και «ολίγος ελιτισμός» εν προκειμένω δεν αντενδείκνυται.

[14] Στο περιεχόμενο μιας τέτοιου είδους αντιπαράθεσης, συνδεμένης με εντεινόμενες ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και επιδιώξεις, εντάσσεται πρόσφατα και η ηχηρή στοχοθέτηση θρησκευτικών αισθημάτων των μουσουλμανικών πληθυσμών εντός και εκτός Γαλλίας.

Η γαλλική άρχουσα τάξη, ενώ εξοστρακίζει την ισότητα από την πνευματική της «ορθοδοξία» και «νομιμότητα», ανεμίζει υπό όρους φάρσας τη σημαία της «ελευθερίας του (“ορθόδοξου” και “νόμιμου”) λόγου», εφόσον βέβαια δεν πρόκειται για  την εναντίωση στον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας ή για τις συζητήσεις με το Φιντέλ.

Η κατασκευή του χρήσιμου εχθρού κρίνεται προφανώς «ωφέλιμη» για την προώθηση των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων στο εξωτερικό και την ένταση της αντιλαϊκής, αντεργατικής (αντιεξισωτικής!) καταστολής στο εσωτερικό.

Η «έμψυχη», – άθρησκη ή θρησκευόμενη, χριστιανική ή μουσουλμανική -, πρώτη ύλη της βιομηχανίας του ιμπεριαλιστικού πολέμου,  πρέπει να πειστεί, ότι ο καυγάς δεν αφορά ενεργειακά κοιτάσματα και αγωγούς, αλλά τα γένια του προφήτη και τη ζωγραφική τους. Ότι πρόκειται για αναβίωση του πολέμου μεταξύ εικονολατρίας και εικονομαχίας, κι όχι για την αρπαγή των πηγών του κοινωνικού πλούτου.

[15] «Ομάδα Έρευνας και Μελέτης Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» και «Λέσχη του Ρολογιού». Οργανισμοί της «νέας δεξιάς» διανόησης προσδιοριζόμενοι ως «δεξαμενές σκέψης» με ακροδεξιό (αν και «μεταμοντέρνο») θεωρητικό λόγο και πρακτική «εισοδισμού» στα κέντρα άσκησης της αστικής πολιτικής.

[16] Εν προκειμένω, όταν διαβάζουμε «ελιτισμός» μπορούμε να εννοήσουμε και τα μη ελκυστικά για τις μάζες ιδεολογήματα, τα οποία ναι μεν εκφράζουν την ταξική αλήθεια των εκφραστών τους, αλλά δημιουργούν ορισμένη δυσκολία στην ιδεολογική ενσωμάτωση των εργαζομένων καθώς και του τμήματος της διανόησης που υπηρετεί – με τις απόψεις του – τη λειτουργία αυτής της ενσωμάτωσης.

Έτσι και στη συνέχεια του κειμένου, η μεταφυσική χριστιανική ισότητα ενώπιον του Θεού δεν προκαλεί πρακτικές πολιτικές δυσκολίες, επομένως δεν συντρέχει άμεσος λόγος μεταφυσικών ιδεολογικών μετώπων που ενδεχομένως προσκρούουν σε «προλήψεις» του βασικού συντηρητικού target group, παρότι, στο δευτερεύον «αριστερό» target group ενδεχομένως θα ασκούσαν μια απατηλή γοητεία.

Συχνά, άλλωστε, είναι για τον κυρίαρχο αστικό λόγο αποδοτικότερη η ανάπτυξη των θεωρητικών ιδεολογημάτων στη βάση ενός σιωπηρού αλλά ήδη διατυπωμένου θεμελιακού υπόβαθρου, παρά η εξασθένηση της επίδρασης των ιδεολογημάτων χάριν επαναλαμβανόμενης εμμονής στο υπόβαθρο που προκαλεί δυσάρεστα ιδεολογικά αντανακλαστικά.

Κατά τα άλλα ο «τελικός στόχος» είναι διατυπωμένος: κάποιοι «υπερέχουν ουσιαστικά» από τους υπόλοιπους, πράγμα το οποίο η κοινωνία οφείλει να  αναγνωρίσει πολιτικά. Η «ουσιαστική υπεροχή» της «ελίτ» στο κοινωνικό βασίλειο, δεν προτίθεται πάντως να αφήσει χάρισμα στα κατώτερα όντα ούτε την «βασιλεία των ουρανών»: Όχι η «τεχνητή ισότητα» αλλά η «ουσιαστική υπεροχή κάποιων» οφείλει να εξουσιάζει τόσο την πολιτική και την οικονομία όσο και το κοινωνικό πνεύμα…

[17] Στο προηγούμενο παράθεμα, πριν την αναφορά στον Ρ. Αρόν, αφαιρέσαμε μια αναφορά του εγγράφου στον Ρ. Ντεμπραί κρίνοντάς την, στο σημείο εκείνο, εμβαλωματική και ικανή να προκαλέσει σύγχυση, αφού η κριτική του Ντεμπραί αφορά όχι τη «νέα δεξιά», που είναι εκεί το θέμα, αλλά τη «νέα αριστερά» και τους «νέους φιλοσόφους» της. Την παραθέτουμε στο μέρος το σχετικό με την «ύφεση της πνευματικής ζωής».

[18] «Εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει κι η μοναξιά», ήταν η ελληνική (ορθόδοξη και «πνευματώδης») εκδοχή της «φυγής από την ιδεολογία» την ίδια χρονική περίοδο, στην οποία αναφέρεται το έγγραφο. Η αντίστροφη τοποθέτηση, «εκτός από τη μοναξιά υπάρχει κι ο ιμπεριαλισμός», προφανώς δεν διέθετε ποτέ «ορθόδοξα» πιστοποιητικά, τουλάχιστον από αυτά που εκδίδουν έγγραφα σαν και αυτό. Φυσικά, την «φυγή από την ιδεολογία» ακολουθεί είτε, κατ’ εξαίρεση, ο ατομικός αναχωρητισμός είτε, κατά κανόνα, ο «πραγματισμός» της ατομικής προσαρμογής και της (επιτυχούς ή ανεπιτυχούς) επιδίωξης ατομικού οφέλους από την πραγματικότητα, όποια κι αν είναι αυτή. 

[19] «Σοφοί», «savants», με πλάγια έμφαση στο πρωτότυπο, όπως και στα σημεία όπου υπάρχουν αναφορές στον Ρεζί Ντεμπραί. Διακινδυνεύοντας μια ερμηνεία,  ίσως να πρόκειται για επιτηδευμένη εννοιολογική απόχρωση της αγγλικής ή της αμερικάνικης αγγλικής, μια απόχρωση (savant) πολιτισμικά πιο «αρχαϊκή» από ό,τι του διανοούμενου (intellectual), και η έμφαση να ανταποκρίνεται στον ενεργό ιδεολογικό ρόλο του εγγράφου: Οι κομμουνιστές, οι αντίπαλοι του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού,  μπορούν να είναι «πολύξεροι», μπορούν να είναι «σοφοί του καφενείου», το να κατέχουν όμως τον «υψηλό» τίτλο του «διανοούμενου» προσκρούει στην «πνευματική ορθοδοξία και νομιμότητα» που «λυδία λίθος» και μέρος της είναι ο αντικομμουνισμός, ο αντισοβιετισμός, ο «αντιολοκληρωτισμός».

[20]. Παρά το συζητήσιμο πλευρών αυτού του σημείου, όπως και άλλων στο έγγραφο, στις πραγματικές αιτίες των πραγματικών φαινομένων, θα πρέπει, πέραν και της ιδεολογικής «πίεσης» που σημασιοδοτούν οι όροι πνευματική «ορθοδοξία» και «νομιμότητα»,   να υπολογιστούν και άλλοι παράγοντες,  όπως ο οπορτουνισμός, η τάση «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» μέσω του ευρωκομμουνισμού, επομένως ορισμένος βαθμός άρρητης οικειοποίησης των βάσεων της πολεμικής.

[21] Το έγγραφο δεν παραλείπει μια εκτίμηση για «ζητήματα που μπορούν να κρατήσουν τους διανοούμενους σε τριβή»: Τέτοια είναι: Η ανάμιξη στην πολιτική – χαρακτηριστικό των αριστερών – αλλά όχι κομματική ή ιδεολογική ανάμιξη. Το ιδεολογικό ζήτημα της Γαλλικής πολιτιστικής ταυτότητας, «στενά δεμένης με τα συναισθηματικά ζητήματα των ξένων επιρροών στη Γαλλία, της μετανάστευσης και του ρατσισμού»«Αντι-μεταναστευτική ρητορική και ρατσισμός συνδεμένα με την άνοδο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου γαλβάνισαν  πολλούς αριστερούς διανοούμενους στη δράση, κυρίως σε διαμαρτυρίες στους δρόμους οργανωμένες από μια αντιρατσιστική ομάδα αποκαλούμενη ΣΟΣ Ρατσισμός».

Κατά τα άλλα (το έγγραφο) ψυχρά παραθέτει τι μπορεί να ενδιαφέρει την πολιτική των ΗΠΑ σε σχέση με τη γαλλική πολιτική και την μελλοντική επιρροή της «νέας αριστεράς» σ’ αυτήν: Στήριξη προσπάθειας μετριοπαθών σοσιαλιστών για κεντροαριστερή συμμαχία και αντίθεση σε κάθε προσπάθεια σκληρής γραμμής σοσιαλιστών για «ενότητα της αριστεράς» (εντός εισαγωγικών στο πρωτότυπο) με το κομμουνιστικό κόμμα στις επικείμενες εκλογές. Η δραστηριότητα της νέας αριστεράς πιθανά θ’ αυξήσει τις διαφωνίες μεταξύ των δυο αριστερών κομμάτων και στο εσωτερικό του  Σοσιαλιστικού Κόμματος καθώς και την εκλογική αποστασία από αμφότερα τα στρατόπεδα, σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό.

Advertisement


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s