Των «ίσων αποστάσεων»

Το κείμενο που ακολουθεί είχε αναρτηθεί σ’ αυτό το μπλογκ τον Σεπτέμβρη του 2014, με αφορμή ορισμένες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις εκείνης της περιόδου, οι οποίες έγιναν ακόμα πιο επίκαιρες σήμερα. Το ξαναδημοσιεύω, καθώς διατηρεί και το ίδιο την επικαιρότητά του στις σημερινές συνθήκες, οι οποίες όμως αναδείχνουν πιο φανερά ορισμένες, τότε, κάπως πιο «αθέατες» στα μάτια μου πτυχές της αντιπαράθεσης: Σήμερα, κατά τη γνώμη μου, ακόμα κι ένα μικρό παιδί είναι σε θέση να κατανοήσει ότι το ζήτημα της ανατολικής Ουκρανίας αποτέλεσε εξαρχής «επενδυτικό εργαλείο» των αμερικανο-ΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών, προκειμένου να φτάσουν τα πράγματα στο σημείο που έχουν φτάσει, δηλαδή στο πρώτο σκαλοπάτι ενός νέου κύκλου κλιμάκωσης της ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης με παγκόσμιες διαστάσεις. Αυτό που ίσως δεν μπορεί ένα μικρό παιδί να κατανοήσει τόσο εύκολα, είναι η υπαγωγή της καπιταλιστικής Ρωσίας σ’ αυτούς τους σχεδιασμούς, η εκ μέρους της αποδοχή της «πρόκλησης» και, επί της ουσίας, των ιμπεριαλιστικών μεθόδων «επίλυσης» της διαφοράς, με τη μορφή της βίαιης διανομής του ουκρανικού εδάφους μεταξύ ρωσικής και αμερικανο-ΝΑΤΟϊκής «επιρροής». Διανομής στην οποία ο αμοιβαίος πραγματισμός των βασικών ανταγωνιζόμενων δυνάμεων συνδυάζεται με τη λυσσαλέα πάλη για την κατάκτηση ευνοϊκών θέσεων ενόψει της επικείμενης, μακρόχρονης και εντεινόμενης «πολυπολικής» ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης. Διανομής που, καθώς φαίνεται, δεν προορίζεται να «κλείσει» ένα ζήτημα αλλά να το «ανοίξει» σε μεγεθυμένες διαστάσεις. Επομένως αυτές οι σημερινές εκτιμήσεις θα πρέπει να συμπληρωθούν στις «φτωχότερες» αντίστοιχες εκτιμήσεις του 2014 στον βαθμό που τις ξεπερνούν. Και μια λεπτομέρεια: σε ένα σημείο του κειμένου η λέξη «δικαιολογημένα» είναι πιο σωστό να διαβαστεί: «κατανοητά».

*******************

Ο Σεργκέι Κιρίτσουκ της οργάνωσης Μπορότμπα δεν είναι οπαδός των «ίσων αποστάσεων». Θεωρεί μάλιστα ότι «Η πολιτική των ίσων αποστάσεων είναι πολύ κακός σύμβουλος». Και ταυτόχρονα εξηγεί:

«Υπάρχουν δύο τάσεις στην Αν. Ουκρανία. Η μία τάση πρεσβεύει την απόλυτη απομόνωση από την Ουκρανία και την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους στην Αν. Ουκρανία. Η άλλη τάση την οποία και υποστηρίζουμε, υποστηρίζει ότι αυτό που συμβαίνει είναι μια εξέγερση κατά της ολιγαρχίας η οποία πρέπει να επεκταθεί και στην υπόλοιπη χώρα και θα πρέπει να προσελκύσει ακόμα και τους ανθρώπους που εξαπατήθηκαν και συμμετείχαν στο Μεϊντάν. Η ολιγαρχία του κεφαλαίου τους χειραγώγησε και ενίσχυσε τις θέσεις της στη νέα κυβέρνηση».

Ο Σεργκέι Κιρίτσουκ, λοιπόν, αποκηρύσσει την «πολιτική των ίσων αποστάσεων» και ταυτόχρονα περιγράφει την ύπαρξη δυο τάσεων στην Ανατολική Ουκρανία συντασσόμενος με την μία από αυτές. Πρόκειται, όμως, επί της ουσίας και πέρα από «διαφορές στη λεπτομέρεια» που θα θίξουμε παρακάτω, για την ίδια περιγραφή και την ίδια επιλογή θέσεων μάχης που προβάλλεται με την πιο γενικόλογη αλλά και πιο περιεκτική από στρατηγική άποψη θέση, ότι: Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να παλεύουν κάτω από τις ξένες σημαίες των ανταγωνισμών της «δικής τους» αστικής τάξης και του «δικού τους» ιμπεριαλισμού, αλλά κάτω από τη δική τους σημαία και για την δική τους ιστορική προοπτική.  Πρόκειται δηλαδή επί της ουσίας για την ίδια περιγραφή που με ελαφρότητα βαφτίζεται από πολλούς πολιτική «ουδετερότητας», «ίσων αποστάσεων» κλπ.

Από τα παραπάνω βγαίνουν λίγα στοιχειώδη συμπεράσματα:

Πρώτον,  είναι επιζήμια η υπηρεσία που προσφέρουν όσοι αναγορεύουν σε «ουδετερότητα» και «ίσες αποστάσεις» αυτή την προσέγγιση της πραγματικότητας. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνουν μόνο να υποκλίνονται στην μια από τις δυο παραπάνω «τάσεις», αυτήν που θα μπορούσε να ονομαστεί τάση του εθνικού ή εθνοτικού «αυθορμητισμού»· να πλήττουν την από τώρα αναγκαία διαδικασία εκπλήρωσης των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την ιδεολογική και πολιτική επικράτηση της δεύτερης «τάσης»· και, επίσης, να δημιουργούν στη σφαίρα της κοινωνικής συνείδησης την πλαστή εντύπωση της κυριαρχίας των «ίσων αποστάσεων» και της «ουδετερότητας».

Δεύτερον, τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι την ανάγκη της χειραφέτησης των εργαζομένων, την ανάγκη κυριαρχίας στην πάλη τους των ταξικών της χαρακτηριστικών, μπορεί (και, ακόμα περισσότερο, πρέπει) να την διακηρύσσει κανείς και μέσα από το καμίνι της σύγκρουσης. Από το σημείο αυτό κι έπειτα συνιστά πραγματικά «διαφορά στη λεπτομέρεια» (όχι όμως διαφορά ανούσια) το να λέει κανείς ότι «αυτό που συμβαίνει είναι» και το να λέει κανείς «ότι αυτό που συμβαίνει πρέπει να γίνει» εξέγερση κατά της ολιγαρχίας η οποία πρέπει να επεκταθεί και στην υπόλοιπη χώρα: Στην πρώτη περίπτωση (δικαιολογημένα μεν κάτω από τις δυσκολίες της ιδεολογικής πάλης μέσα στο καμίνι της σύγκρουσης, κι αυτές οι δυσκολίες αποτελούν σοβαρή ένδειξη ακριβώς για το τι είναι αυτό που συμβαίνει) αναγκαστικά βγάζει έξω από την πολιτική οπτική τις απαιτήσεις που προβάλλουν ώστε «αυτό που συμβαίνει» να γίνει και να είναι πραγματικά μια εξέγερση ενάντια στην ολιγαρχία του κεφαλαίου. Στην δεύτερη περίπτωση, αντίθετα, το αμέσως επόμενο στάδιο του «τι πρέπει να γίνει αυτό που συμβαίνει» θέτει αμέσως το ζήτημα αυτών των απαιτήσεων, δηλαδή των πολιτικών θέσεων που θα φέρνουν στην πρώτη γραμμή τα αυτοτελή εργατικά χαρακτηριστικά της πάλης και, επίσης, των μορφών που πρέπει να αποκτήσει αυτή η πάλη ώστε «να επεκταθεί και στην υπόλοιπη χώρα και να προσελκύσει ακόμα και τους ανθρώπους που εξαπατήθηκαν και συμμετείχαν στο Μεϊντάν», να αγκαλιάσει  δηλαδή την πλειοψηφία των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων και τάξεων της χώρας.

Γύρω από αυτές της απαιτήσεις θα περιοριστούμε εδώ να σημειώσουμε ότι σχετίζονται με το πέρασμα στο άμεσο προσκήνιο της πάλης των πιο κεντρικών χαρακτηριστικών του δημοκρατισμού της εργατικής τάξης, χαρακτηριστικών που βρίσκονται σε άρρηκτη σχέση με το άμεσο και το τελικό οικονομικό περιεχόμενο των διεκδικήσεων της, και που προϋποθέτουν την κατάκτηση και την διαφύλαξη της πολιτικής της αυτοτέλειας από οποιαδήποτε πλευρά των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, την ιδεολογική και πολιτική ήττα του εθνικισμού, την ιδεολογική και πολιτική νίκη της ταξικής-λαϊκής συμμαχίας…

Για να γίνει περισσότερο ξεκάθαρη η θέση αυτή, πρέπει να διατυπωθούν ορισμένες σκέψεις γύρω από τον πραγματικό χαρακτήρα της σύγκρουσης, «αυτού που συμβαίνει», τον οποίο χαρακτήρα θα προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε μέσω του ερωτήματος τι ακριβώς θα σηματοδοτεί η νίκη και η ήττα της μιας ή της άλλης πλευράς και «τάσης»:

Από την άποψη των διεθνών συσχετισμών, την άποψη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, μια νίκη της «τάσης» που οι στόχοι της αρχίζουν και τελειώνουν στο ζήτημα της ανεξαρτησίας, δεν θα σημαίνει παρά αποδυνάμωση των θέσεων του συνασπισμού ΗΠΑ-ΕΕ και ενίσχυση των θέσεων της Ρωσίας. Η πρώτη πλευρά του ζητήματος, η αποδυνάμωση του συνασπισμού ΗΠΑ – ΕΕ, μπορεί να χαρακτηριστεί θετική, γιατί οι ΗΠΑ-ΕΕ αποτελούν σήμερα την επιθετικότερη και αντιδραστικότερη πλευρά της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης. Όμως οτιδήποτε θετικό τελειώνει στο σημείο αυτό…

…Διότι για την εργατική τάξη το ζήτημα της στάσης της απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς δεν κρίνεται βάζοντας και συγκρίνοντας στο ζύγι τον ιμπεριαλισμό της μιας και της άλλης πλευράς. Και διότι τίποτα θετικό δεν έχει να προσφέρει στην εργατική τάξη η υπαγωγή της από την κυριαρχία των ευρω-αμερικανικών μονοπωλίων στην κυριαρχία των ρωσικών. Διότι, τέλος, και αυτό το «θετικό», δηλαδή η αποδυνάμωση του «χειρότερου» ιμπεριαλισμού και η ενίσχυση του «καλύτερου», με μαθηματική βεβαιότητα θα έχει σαν συνέπεια την απότομη όξυνση των μεταξύ τους αντιθέσεων  και ανταγωνισμών και την βαθύτερη κυριαρχία πάνω στην εργατική τάξη και τους λαούς νέων και ακόμα ισχυρότερων κυμάτων αντίδρασης και εθνικισμού, και μάλιστα  τόσο περισσότερο όσο πιο πολύ σήμερα οι κοινωνικοπολιτικές απαιτήσεις αυτοτέλειας του αγώνα της εργατικής τάξης βαφτίζονται και αποκηρύσσονται σαν «ίσες αποστάσεις» και «ουδετερότητα».

Κατά τα άλλα, είναι βέβαια επίσης σαφές και από τα παραπάνω, ότι σε «αυτό που συμβαίνει» μια νίκη των ΗΠΑ-ΕΕ δεν θα είχε σαν αποτέλεσμα παρά μόνο την ενίσχυση των δικών τους θέσεων, την ενίσχυση της εσωτερικής και διεθνούς αντίδρασης, την αύξηση της «αλαζονείας» και της γενικής επιθετικότητάς τους ενάντια στους ανταγωνιστές τους και σε βάρος συνολικά των λαών.

Όμως το να μην αποτελέσει «αυτό που συμβαίνει», είτε στην περίπτωση της μιας είτε της άλλης του έκβασης, ένα απλό «επεισόδιο» στην ανάπτυξη και την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών  αντιθέσεων και ανταγωνισμών, ανήκει στη σφαίρα των καθηκόντων της εργατικής τάξης και των κοινωνικών συμμάχων της. Και η εκπλήρωση από μέρους τους αυτών των καθηκόντων ακόμη κι αν δεν πρόκειται να έχει χαρακτήρα «νίκης» παρόμοιας με αυτής που προσδοκούν οι πλευρές της σύγκρουσης οι υποταγμένες στους αστικούς και ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, θα αποτελεί όμως την κατάκτηση μια θέσης πραγματικού ιστορικού υποκειμένου στο πλαίσιο της αυριανής όξυνσης των τελευταίων.

Advertisement


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s