Ο δείκτης της ωριμότητας
Δημοσιεύθηκε: 2023/03/29 Filed under: Uncategorized | Tags: πολιτική, ένγκελς, δημοκρατία, εκλογές, θεωρία, ιστορία, μαρξ Σχολιάστε«Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος …» (Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, σελ. 214, ΣΕ 1995)
*
Περισσότερο «κλασική» κι από την παραπάνω κλασική φράση του Ένγκελς είναι η επιλεκτική της παράθεση και επίκληση με την κάθε επαναλαμβανόμενη επικαιρική αφορμή, με άλλα λόγια στις παραμονές των εκάστοτε επικείμενων εκλογών, προκειμένου – κατά τις προθέσεις – να αντιπαρατεθεί σε ενδεχόμενες εκλογικές αυταπάτες των εργαζομένων, «καταντώντας» όμως κάποτε η απομόνωσή της από τα «συμφραζόμενα» να αναγορεύει σε «εκλογική αυταπάτη» την ίδια τη σημασία της εκάστοτε εκλογικής μάχης.
Η επιλεκτική απομόνωση της «φράσης» καταλήγει έτσι, στην καλύτερη περίπτωση, στο ερώτημα: τι αξία λοιπόν έχει το γενικό δικαίωμα ψήφου αν δεν είναι τίποτα άλλο παρά «ο δείκτης της ωριμότητας» και αν «περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ»; Και τι αξία έχει κι αυτή η – εκ των προτέρων εννοείται: παθητική – εκλογική αποτύπωση «του δείκτη ωριμότητας», αφού σε αυτήν αρχίζει και τελειώνει η όποια αξία του γενικού δικαιώματος ψήφου, που τίποτα περισσότερο δεν μπορεί να σημαίνει εκτός από αυτή την αποτύπωση, αν μάλιστα κι αυτή με τη σειρά της εξαντλείται στον ίδιο της τον εαυτό;
Πριν, όμως, από κάθε σχετικά εκτεταμένη θεωρητική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα, θα αρκούσε γι’ αυτό τον σκοπό να δοθούν απαντήσεις σε ορισμένα ερωτήματα περισσότερο «πρακτικά», προερχόμενα από την παλαιότερη και από την πιο σύγχρονη ιστορική πείρα.
Ερωτήματα όπως αυτά:
Υπήρξε το 1914 «παθητικός» έναντι της ταξικής πάλης ο δείκτης ωριμότητας της εργατικής τάξης όταν ένας μόνο βουλευτής, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ηρωικά εξέφρασε αυτόν τον «δείκτη» καταψηφίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού στις απαρχές του Α΄ ιμπεριαλιστικού Παγκοσμίου Πολέμου; Υπάγεται αυτή η «κοινοβουλευτική» στάση του στην, επί της ουσίας, ταυτολογική θεώρηση του «δείκτη ωριμότητας της εργατικής τάξης» ως «τίποτα παραπάνω από δείκτη ωριμότητας της εργατικής τάξης» ή, αντίθετα, αποτέλεσε ενεργητικό παράγοντα της ταξικής πάλης, που διατηρεί ως και σήμερα άσβεστη την αξία του;
Θα ήταν ίδια η ανάπτυξη της ταξικής πάλης των εργαζομένων στην Ελλάδα, αν το 1963 ένας και μόνο βουλευτής, ένας και μόνο εκφραστής του «δείκτη της ωριμότητας της εργατικής τάξης», ο Γρηγόρης Λαμπράκης, δεν είχε σηκώσει στις πλάτες του ολόκληρη την Α΄ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης, προχωρώντας την ταξική πάλη 42 έστω χιλιόμετρα πιο μπροστά από το σημείο όπου βρισκόταν ως εκείνη τη μέρα;
Το 1992, η καταψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τους 7 βουλευτές του ΚΚΕ [1] εξέφρασε απλώς παθητικά έναν «δείκτη ωριμότητας» ή αποτέλεσε ενεργό, καταλυτικό όρο για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, εξακολουθώντας να επιδρά σ’ αυτήν και στη συνέχισή της μέχρι τις μέρες μας;
*
Θα μπορούσαν να προστεθούν κι άλλα παρόμοια ερωτήματα, αποσπασμένα καταρχήν από οποιαδήποτε θεωρητικολογία, και ικανά με τη σειρά τους να θεμελιώσουν (στο έδαφος της πράξης) κάθε θεωρητικολογία ή, με άλλα λόγια, να τοποθετήσουν κάθε θεωρητικολογία στις πραγματικές, σωστές της διαστάσεις.
Στις διαστάσεις της εκείνες που αναδείχνουν τη σημασία και την αξία του εκλογικού «δείκτη της ωριμότητας» της εργατικής τάξης, που με τη σειρά του τον ίδιο αυτό «δείκτη της ωριμότητας» τον αναδείχνουν σε κάτι περισσότερο, σε παράγοντα ωριμάσματος: Σε «δείκτη» που, – δυνητικά ως την κορύφωση της ταξικής πάλης -, βρίσκεται σε αντιπαράθεση και έρχεται σε σύγκρουση με την «αναγνώριση του κοινωνικού καθεστώτος που υπάρχει σαν του μόνου δυνατού», σε αντιπαράθεση και σε σύγκρουση με τον προδιαγεγραμμένο ρόλο «ουράς της τάξης των καπιταλιστών», εντός του οποίου ρόλου οριοθετεί το εκλογικό δικαίωμα των εργαζομένων η αστική τάξη στις συνθήκες της δημοκρατίας «της».
Ή σύμφωνα με τα λόγια του Ένγκελς, σύμφωνα με ολόκληρο τον συλλογισμό:
«Και τέλος η ιδιοκτήτρια τάξη κυριαρχεί άμεσα μέσω του γενικού εκλογικού δικαιώματος [2]. Όσο η καταπιεζόμενη τάξη, δηλαδή στην περίπτωσή μας το προλεταριάτο, δεν είναι ακόμα ώριμο για την αυτοαπελευθέρωσή του, θα αναγνωρίζει στην πλειοψηφία του το κοινωνικό καθεστώς που υπάρχει σαν το μόνο δυνατό, και πολιτικά θα είναι ουρά της τάξης των καπιταλιστών, η άκρα αριστερή της πτέρυγα. Στο μέτρο όμως που ωριμάζει για την αυτοαπελευθέρωσή του, συγκροτείται σε δικό του κόμμα, εκλέγει τους δικούς του εκπροσώπους και όχι τους εκπροσώπους της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος, αλλά κι αυτό φτάνει. Την ημέρα που το θερμόμετρο του γενικού δικαιώματος ψήφου θα δείχνει στο σημείο του βρασμού ανάμεσα στους εργάτες, θα ξέρουν κι αυτοί, όπως και οι κεφαλαιοκράτες [3], τι να κάνουν» (Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, σελ. 214, ΣΕ 1995).
—————————————-
[1] Για την ιστορία, η Συνθήκη του Μάαστριχτ ψηφίστηκε το 1992 από τους βουλευτές της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ. Την καταψήφισαν οι 7 βουλευτές τότε του ΚΚΕ καθώς και η μοναδική βουλευτής των «Οικολόγων – Εναλλακτικών» (Κ. Ιατροπούλου), ενώ «παρών» ψήφισε ένας βουλευτής του ΠΑΣΟΚ (Σ. Βαλυράκης).
[2] Σημείωση δική μου: Ή με τα λόγια του Μαρξ: «Η αστική κυριαρχία, σαν απόρροια και αποτέλεσμα του γενικού εκλογικού δικαιώματος, σαν εκφρασμένη πράξη της κυρίαρχης θέλησης του λαού – αυτό είναι το νόημα του αστικού συντάγματος» (Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, σελ. 153, ΣΕ 2000).
[3] Σημείωση δική μου: Όπου το γενικό εκλογικό δικαίωμα μετατρέπεται σε διακινδύνευση της αστικής κυριαρχίας και η αστική τάξη «ομολογεί»: «Η δικτατορία μας κράτησε ως τώρα χάρη στη θέληση του λαού, και πρέπει τώρα να στερεωθεί ενάντια στη θέληση του λαού» (στο ίδιο).