το δικαίωμα στην εργασία και ο κόσμος από την σκοπιά του

«…Στο πρώτο σχέδιο συντάγματος που καταρτίστηκε πριν από τις μέρες του Ιούνη, βρισκόταν ακόμα το «droit au travail», το δικαίωμα στην εργασία, η πρώτη αδέξια διατύπωση όπου συνοψίζονται οι επαναστατικές αξιώσεις του προλεταριάτου. Αυτό μετατράπηκε στο droit al’ assistance, στο δικαίωμα να παίρνει βοήθημα απ’ το δημόσιο. Και ποιο σύγχρονο κράτος δεν τρέφει τους απόρους του με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο; Το δικαίωμα στην εργασία είναι, με την αστική έννοια, ένας παραλογισμός, ένας άθλιος, ευσεβής πόθος. Πίσω όμως απ’ το δικαίωμα στην εργασία κρύβεται η βία πάνω στο κεφάλαιο, πίσω απ’ τη βία πάνω στο κεφάλαιο η ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, η υπαγωγή τους στην οργανωμένη εργατική τάξη, επομένως η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του κεφαλαίου και των αμοιβαίων σχέσεών τους. Πίσω από το «δικαίωμα στην εργασία» βρισκόταν η εξέγερση του Ιούνη. Η συντακτική συνέλευση, που έθετε ουσιαστικά το επαναστατικό προλεταριάτο εκτός νόμου, ήταν για λόγους αρχής υποχρεωμένη να βγάλει τη διατύπωση του δικαιώματος της εργασίας απ’ το σύνταγμα, αυτό το νόμο των νόμων, ήταν υποχρεωμένη να ρίξει το ανάθεμα στο «δικαίωμα στην εργασία»…»

(Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, ΣΕ, σελ. 78-79)

***

Μάλλον σαν αποτύπωση πολιτικών συσχετισμών στο πεδίο της ιδεολογίας, στο μεταπολιτευτικό σύνταγμα του 1975 όπως ισχύει και σήμερα, διακηρύχτηκε, στο άρθρο 22, ότι: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού».

Βέβαια τι «δικαίωμα», αφού με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 του ίδιου αυτού συντάγματος η διάταξη σύμφωνα με την οποία, για τους υπαλλήλους του δημοσίου που εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου «απαγορεύεται»  η από το νόμο μονιμοποίησή τους ή η μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου. Αλλά ας το παραβλέψουμε αυτό, τουλάχιστον για την ώρα , γιατί τι άλλο αν όχι ευτελισμός της έννοιας του «συντάγματος» είναι η πρόστυχη εισαγωγή μιας διάταξής του σαν κι αυτής, που «απαγορεύει τη μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου»;  Το 2001, άλλωστε, είναι μια χρονιά όπου ήδη η ελληνική άρχουσα τάξη είχε αρχίσει να στενεύεται από το σύνταγμά της: Δυο μόλις χρόνια πριν η κυβέρνηση Σημίτη το είχε παραβιάσει κατάφορα επιτρέποντας χωρίς  νόμο ψηφισμένο από τη βουλή (άρθρο 27) τη διέλευση των «χερσαίων» της «συμμαχίας» που επέδραμε κατά της Γιουγκοσλαβίας, ενώ στην αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε επίσης (στο άρθρο 28) και η «ερμηνευτική δήλωση» που καθιερώνει σαν υπέρτερο έναντι του εθνικού το δίκαιο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και θεσμοθετεί την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας ως «θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Και έμελε, σε λιγότερο από μια δεκαετία, να έρθει και η ώρα που το ίδιο αυτό άρθρο 28 θα  ανασκολοπιζόταν διαδοχικά από τις κυβερνήσεις Παπαδήμου, Σαμαρά και Τσίπρα, κάθε φορά που ψήφιζαν χωρίς  την προβλεπόμενη πλειοψηφία των 3/5 την εκχώρηση συνταγματικών αρμοδιοτήτων στους «θεσμούς» των μνημονίων. Βέβαια πρέπει να αναγνωρίσουμε στην «πρώτη φορά αριστερά» ότι το 3ο μνημόνιο είναι από αυτήν την άποψη και το μόνο «συνταγματικό», αφού με αστική ευγένεια μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ το υπερψήφισαν επίσης η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, οπότε εν προκειμένω ουδείς λόγος ενεργοποίησης του  «πατριωτισμού των Ελλήνων»…

Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας: Λέγαμε λοιπόν ότι το άρθρο 22 αναγνωρίζει την εργασία σαν δικαίωμα και ότι παραβλέπουμε σαν ευτελισμό του συντάγματος την «απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου».  Αυτό που όμως δεν μπορούμε να  παραβλέψουμε, είναι ότι απέναντι στο δικαίωμα της εργασίας του άρθρου 22 ορθώνεται η προστασία της ιδιοκτησίας του άρθρου 17, στην οποία βέβαια περιλαμβάνεται και η προστασία της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής (αυτής της ίδιας που  αποθεώνεται με τις «ελευθερίες» της συνθήκης του Μάαστριχτ), η οποία ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αποτελεί και το άκρο αντίθετο του δικαιώματος στην εργασία. Το λέει η επιστήμη, το λέει ο Μαρξ: «Πίσω απ’ το δικαίωμα στην εργασία κρύβεται η βία πάνω στο κεφάλαιο, πίσω απ’ τη βία πάνω στο κεφάλαιο η ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, η υπαγωγή τους στην οργανωμένη εργατική τάξη, επομένως η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του κεφαλαίου και των αμοιβαίων σχέσεών τους». Και οφείλουμε στην πολιτική οικονομία να είμαστε μαρξιστές με την ίδια έννοια που στις φυσικές επιστήμες είμαστε οπαδοί του Νεύτωνα. Το λέει ο Τσε.

Τι κάνουμε λοιπόν τώρα, που το δικαίωμα στην εργασία του άρθρου 22 προσκρούει στην προστασία της ιδιοκτησίας του άρθρου 17; Ευτυχώς για την «αστική νομιμότητα» οι ιδεολογικοί συσχετισμοί της μεταπολίτευσης άφησαν κι εδώ τη σφραγίδα τους: Διότι ναι μεν σύμφωνα με το άρθρο 17 «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους», αλλά συνεχίζει το ίδιο άρθρο: «τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».  Και πόσο «γενικό συμφέρον» δεν είναι το (και συνταγματικά προβλεπόμενο) δικαίωμα στην εργασία, ώστε να μη μπει φραγμός (να ασκηθεί «βία») στα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και μάλιστα κατά τρόπο που να αφήνει αδιατάρακτη την υφιστάμενη «αστική νομιμότητα»!!! Η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα!

Να λοιπόν πεδίο δόξας για τον πατριωτισμό του λαού, στον οποίο «επαφίεται η τήρηση» (άρθρο 120) του δικαιώματος στην εργασία (άρθρο 22) και η «βία» εναντίον των  δικαιωμάτων και «ελευθεριών» που απορρέουν από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ασκούνται σε βάρος του δικαιώματος στην εργασία δηλαδή «σε βάρος του γενικού συμφέροντος» δηλαδή αντικοινωνικά (άρθρο 17). Αν μπορούνε, άλλωστε, ας ασκηθούνε κι αλλιώς. 

***

Το 1848-1850 η αντεπανάσταση μετέτρεψε το «δικαίωμα στην εργασία» σε «δικαίωμα σε βοήθημα». Το 2015-2017 ο ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε το «ψωμί – παιδεία – ελευθερία» σε «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» ή σε «κοινωνικό επίδομα αλληλεγγύης», όπως το μετονόμασε νομίζοντας ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ελάχιστη εγγυημένη εξαθλίωση και στο κοινωνικό επίδομα εξαθλίωσης…

«Και ποιο σύγχρονο κράτος δεν τρέφει τους απόρους του με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο;»

Ο Τσίπρας, προχθές είπε στον Κουτσούμπα, ότι καλή βέβαια και η Οκτωβριανή Επανάσταση αλλά τώρα «πάμε μπροστά»… Όμως ήταν το 1850, δηλαδή πριν 167 ολόκληρα χρόνια, τότε που ο Μαρξ μιλούσε για «σύγχρονο κράτος». Οπότε, και το εαν «πάμε μπροστά» ή όχι, δεν εξαρτάται από τη χρονολογία αναφοράς. Οι χρονολογίες διαδέχονται η μια την άλλη και χωρίς εμάς. Το εαν «πάμε μπροστά» ή όχι, εξαρτάται από τις απαιτήσεις που έχει κανείς σήμερα από ένα «σύγχρονο κράτος». Και εαν εν έτει 2012 θεωρεί κανείς «σύγχρονο» το κράτος που (ήδη από το 1850) «τρέφει τους απόρους του», τότε αυτός δεν μας οδηγεί «μπροστά» αλλά στο «βάθος του χρόνου», και το βάθος του χρόνου βρίσκεται πάντοτε στο ιστορικό παρελθόν, δε φτάνουμε εκεί «πηγαίνοντας μπροστά» αλλά οπισθοδρομώντας ιστορικά, αυτός δεν είναι ο δρόμος της ιστορικής προόδου αλλά ο δρόμος της ιστορικής αντίδρασης.

***

Το δικαίωμα στην εργασία είναι δικαίωμα στο ψωμί, στην παιδεία, στην ελευθερία. Δεν είναι το δικαίωμα των απόρων σε βοήθημα. Είναι η αναγνώριση της εργασίας σαν πρωταρχικού πόρου και του δικαιώματος της κοινωνίας να μην τρέφει άπορους γιατί δεν διαθέτει άπορους.

Το δικαίωμα στην εργασία είναι δικαίωμα στην ικανοποίηση της πιο πρωταρχικής ζωτικής ανθρώπινης ανάγκης, της ανάγκης της παραγωγής από τον άνθρωπο των όρων της ίδιας του της ύπαρξης. Ανάγκη που η ικανοποίησή της αποτελεί ταυτόχρονα και όρο του εξανθρωπισμού του ανθρώπου, όρο που καθιστά τον άνθρωπο δημιουργό της ζωής του και τη ζωή του – τον ίδιο του τον εαυτό – δικό του δημιούργημα. Ο αποκλεισμός από το δικαίωμα στην εργασία ισοδυναμούσε και ισοδυναμεί πάντα με κοινωνικό εξοστρακισμό, ακόμη κι αν κάθε «σύγχρονο» κράτος τρέφει τους απόρους του με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο…

Το δικαίωμα στην εργασία βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον καταναγκασμό στην απλήρωτη υπερεργασία και γι’ αυτό είναι κοινωνικό και ατομικό δικαίωμα των εργαζόμενων στον καρπό της εργασίας τους. Ο καταναγκασμός στην απλήρωτη υπερεργασία είναι συνέπεια της εμπράγματης άρνησης του δικαιώματος στην εργασία, είναι συνέπεια του χωρισμού των μέσων της εργασίας από τον εργάτη, συνέπεια της αποστέρησης από τον εργάτη των μέσων της εργασίας του και της περιέλευσής τους στον κάτοχο των μέσων παραγωγής. Χωρίς αυτόν τον χωρισμό, χωρίς αυτήν την περιέλευση, δεν θα ήταν δυνατή η άρνηση της εργασίας σαν δικαιώματος και η αντικατάστασή της από το αντίθετό της:  από τον καταναγκασμό στην απλήρωτη εργασία ή στην ανεργία. Το δικαίωμα στην εργασία βρίσκεται σε αντίθεση με τον καταναγκασμό στην υποδούλωση: χωρίς την άρνηση του δικαιώματος στην εργασία δεν θα μπορούσε να υπάρχει καταναγκασμός στην υποδούλωση και μόνο από τον καταναγκασμό στην υποδούλωση μπορεί να προέλθει η άρνηση του δικαιώματος στην εργασία.

***

Η ταξική, εκμεταλλευτική κοινωνία στη θέση της ζωτικής ανθρώπινης ανάγκης, που με το δικαίωμα στην εργασία απαιτεί την ικανοποίησή της, εγκαθιστά τον ταξικό καταναγκασμό. Στη θέση της εργασίας σαν αναγκαίας φυσικής ελεύθερης κοινωνικής ανθρώπινης δραστηριότητας εγκαθιστά την εργασία σαν καταναγκαστική ταξική υποδούλωση.

Η κυρίαρχη ιδεολογία της ταξικής, εκμεταλλευτικής κοινωνίας περιφρονεί το δικαίωμα στην εργασία. Η εργασία γι’ αυτήν είναι άλλωστε «σήμα» του υπόδουλου. Για την κυρίαρχη ιδεολογία στην πρώτη θέση βρίσκεται το δικαίωμα στην αεργία που η εμπράγματη βάση και ολοκλήρωσή του συνίσταται στο δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής της κοινωνίας σαν όρο χρησιμοποίησης και εκμετάλλευσης ξένης εργασίας. Στην κορυφή της αξιακής κοινωνικής ιεραρχίας η κοινωνικά κυρίαρχη ταξική ιδεολογία δεν τοποθετεί το δικαίωμα στην εργασία αλλά, με την ονομασία «δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής», τοποθετεί το δικαίωμα στην αεργία και στην ιδιοποίηση της ξένης εργασίας, ως όρο αυτεπίγνωσης της κυρίαρχης τάξης και ταυτόχρονα ως όρο ιδεολογικής αλλοτρίωσης της υπόδουλης τάξης. Το δεύτερο στη βάση ήδη του γεγονότος ότι ο κοινωνικός καταναγκασμός με τη μορφή της υποδουλωμένης εργασίας επικαλύπτει και συγκαλύπτει την εργασία σαν πρωταρχική ανθρώπινη ζωτική ανάγκη, συνιστά άρνησή της.

Το δικαίωμα στην εργασία και η διεκδίκησή του βρίσκεται σε αντίθεση με την εμπράγματη και ιδεολογική αλλοτρίωση των εργαζομένων, των απαλλότριων από τα μέσα παραγωγής, των προλετάριων.

***

Το δικαίωμα στην εργασία βρίσκεται σε αντίθεση με το καθεστώς αγοραπωλησίας του εμπορεύματος «εργατική δύναμη»: Κανένα  εμπόρευμα δεν πωλείται «δικαιωματικά», δικαιωματικά απλώς διατίθεται προς πώληση, αλλά αυτή εξαρτάται από την προσφορά και την ζήτηση της «ανοιχτής αγοράς». Δικαίωμα στην εργασία σημαίνει τον κοινωνικό σχεδιασμό στη θέση της τυφλής κυριαρχίας της προσφοράς και ζήτησης των εμπορευμάτων, σημαίνει την πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης στη θέση της πολιτικής οικονομίας του κεφαλαίου.

ΓΕΦΥΡΑ-ΑΦΙΣΣΑ-1

κινητοποιηση-δουλεια-για-ολους-20170625

 

 

 

Advertisement

για πτώχευση 500 οικογένειες – «και εις ανώτερα» ο επιχειρηματίας

Στο δρόμο πάει να πετάξει 500 εργαζόμενους και τις οικογένειές τους η εταιρία NURTIART  (ΚΑΤΣΕΛΗΣ, ΑΛΛΑΤΙΝΗ, ΠΛΑΖΑ), ύστερα από το λουκέτο που έβαλε και την αίτηση πτώχευσης που κατέθεσε.

Η εταιρία ανήκει στον όμιλο Δαυίδ, που στην ιδιοκτησία του βρίσκεται η  COCA COLA – 3E, ενώ… συμβολικά ο ίδιος επιχειρηματίας μόλις σήμερα «χρίστηκε» πρόεδρος της Eurobank του ομίλου Λάτση…

Νωρίτερα σήμερα, άκουγα σε εκπομπή της «παράνομης» ΕΡΤ εκρόσωπο των εργαζομένων της «ΚΑΤΣΕΛΗΣ», που εξέφρασε τη θέληση των εργαζομένων να μείνει ανοιχτό το εργοστάσιο και να συνεχίσουν την παραγωγή, ενώ έκανε και μια μικρή αναδρομή στην πορεία της επιχείρησης και το πώς (όπως από μνήμης τη συγκράτησα) περνώντας από τον Κατσέλη στον Δαυίδ, και παρότι πρόσφατα έγιναν επενδύσεις στον τεχνικό εξοπλισμό της, βρέθηκε ουσιαστικά κάτω από τον έλεγχο των τραπεζών και υπό την ευχέρειά τους να συνεχίσουν ή να μη συνεχίσουν τη λειτουργία της. Και την ίδια ώρα ο μεγαλομέτοχος της NURTIART είναι πρόεδρος τράπεζας, σημείωσε χαρακτηριστικά.

Υπήρξε όμως κι αλλή μια χαρακτηριστική στιγμή στην εκπομπή, όταν η δημοσιογράφος τον αποκάλεσε κατά λάθος «κύριο Κατσέλη» και ενώ η ίδια διόρθωνε το λάθος, αυθόρμητα ο εκπρόσωπος των εργαζομένων συλλογιζόταν φωναχτά ότι «επί Κατσέλη ήμασταν καλά».

Δεν είμαι βέβαια σε θέση, ούτε και έχω την πρόθεση, να αμφισβητήσω αυτή τη διαπίστωση, ούτε και μπορώ να έχω άποψη για τον Κατσέλη σαν εργοδότη…

…Δεν μπορώ όμως -ως τρίτος- να παραβλέψω ότι όσο καλά κι αν ήταν οι εργαζόμενοι «επί Κατσέλη», όσο συνεπής κι αν ήταν ή κι αν δεν ήταν ο Κατσέλης στις νόμιμες υποχρεώσεις του απέναντί τους, η τελική πράξη της «θητείας» του σαν ιδιοκτήτης του εργοστασίου ήταν ότι το πούλησε πουλώντας μαζί του κι αυτούς, όπως ακριβώς θα πούλαγε ένας τσιφλικάς (έστω και «καλός») το τσιφλίκι του μαζί και με τους κολήγους του σε κάποιον νέο ιδιοκτήτη.

Τι «καλοσύνη» να περιμένουν λοιπόν οι εργαζόμενοι σε μια κοινωνία χωρισμένη σε μισθωτούς «κολήγους» και «τσιφλικάδες» του κεφαλαίου, τι «καλοσύνη» όσο τα «χωράφια» ανήκουν στους δεύτερους κι όχι σ’ αυτούς που τα δουλεύουν;

Κι ενώ εγώ σκέφτομαι αυτά σαν ακροατής της εκπομπής όπου άκουσα τον εκπρόσωπο των εργαζομένων, εκείνοι διεκδικώντας το δικαίωμά τους στη δουλειά προχωρούν αύριο, Πέμπτη, σε κινητοποίηση στο υπουργείο Εργασίας (Πειραιώς 40) και συνεχίζουν να βρίσκονται στο εργοστάσιο. Από την πλευρά της η εργοδοσία συνεχίζει τις απόπειρες για να διασπάσει τους εργαζόμενους. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις μια μέρα μετά την απόφαση της εταιρείας να κλείσει το εργοστάσιο, μια μικρή μερίδα εργαζομένων γνωστοποίησε τη σύσταση ενός διασπαστικού εργοδοτικού σωματείου. Σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται πως η εργοδοσία θα αξιοποιήσει κάθε μηχανισμό προκειμένου να προχωρήσει τα σχέδιά της.

Την εργοδοσία του Ομίλου «ΝUΤRIAT» συμφερόντων Δαυίδ για την κατάθεση αίτησης πτώχευσης όλων των επιχειρήσεων του καταγγέλλει και καταδικάζει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοτεχνιτών & Υπαλλήλων Γάλακτος-Τροφίμων-Ποτών. Στηρίζει τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων που αποφάσισαν στη Γενική Συνέλευσή τους, να μην γίνει καμία απόλυση και καμία αλλαγή των εργασιακών σχέσεων.

Ολόκληρη η ανακοίνωση:

«Συνάδελφοι, συναδέλφισσες καταγγέλλουμε και καταδικάζουμε την εργοδοσία του Ομίλου «ΝUΤRIAT» συμφερόντων Δαυίδ για την κατάθεση αίτησης πτώχευσης όλων των επιχειρήσεων του. Στον συγκεκριμένο Όμιλο ανήκουν οι επιχειρήσεις «ΚΑΤΣΕΛΗΣ» (ψωμί), «ΑΛΛΑΤΙΝΗ» (άλευρα), «ΠΛΑΖΑ» (κατεψυγμένες ζύμες) και απασχολούνται συνολικά 500 εργαζόμενοι.

Η εξέλιξη αυτή γεννά πολλά ερωτήματα τα οποία δεν τα έχει απαντήσει η εργοδοσία. Εμείς πιστεύουμε ότι οι κινήσεις αυτές από τους επιχειρηματίες γίνονται για να αυξήσουν τα κέρδη τους, να πάρουν μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς.

Όλο το προηγούμενο διάστημα οι εργαζόμενοι έβαλαν πλάτη με την δουλειά τους, εξαναγκάστηκαν για αρκετούς μήνες να δουλεύουν δίχως να πληρώνονται, ανέχθηκαν οικειοθελείς απολύσεις και τι κέρδισαν; Να βρίσκονται σήμερα ένα βήμα πριν την ανεργία.

Επιβεβαιώνεται έτσι με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι τα εργοστάσια δεν τα κλείνουν οι εργαζόμενοι και οι αγώνες, αλλά οι εργοδότες όταν το απαιτούν τα συμφέροντα τους.

Η στρατηγική των βιομηχάνων αφορά την κερδοφορία τους και για να την υπερασπίσουν δεν θα διστάσουν να πετάξουν στον δρόμο εκατοντάδες εργαζόμενους και τις οικογένειες τους. Δεν είναι ούτε ανίκανοι, ούτε κακοί διαχειριστές. Υπερασπίζονται μια χαρά τα ταξικά τους συμφέροντα. Τεράστια ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση έχει η κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κόμματα που στηρίζουν αυτές τις πολιτικές, οι οποίες οδηγούν στην ανεργία, στην φτώχεια και στην εξαθλίωση χιλιάδες εργαζομένους.

Στο πλευρό τους έχουν τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες και μάλιστα με το νέο προσωπείο που προσπαθούν να φτιάξουν για να αποπροσανατολίσουν τους εργάτες, να τους διασπάσουν, ώστε να μην δουν το ταξικό τους συμφέρον, να μας οδηγήσουν στην ηττοπάθεια ώστε να αποδεχτούμε το «μικρότερο κακό». Δηλαδή να αποδεχτούμε να δουλεύουμε με μικρότερα μεροκάματα, χωρίς κλαδική σύμβαση, χωρίς δικαιώματα.

Αυτόν τον ρόλο θέλει να παίξει και το νεοεμφανιζόμενο διασπαστικό «σωματείο» στον «ΚΑΤΣΕΛΗ» που πρωτεργάτης του είναι ο κατεξοχήν άνθρωπος του Βιομηχάνου. Καλούμε όλους να γυρίσουν την πλάτη στο σωματείο που έστησε η εργοδοσία και να συσπειρωθούν στο ταξικό σωματείο τους και στο κλαδικό συνδικάτο που είναι και η πραγματική δύναμη σας.

Στηρίζουμε τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων που αποφάσισαν στην Γενική Συνέλευση τους. Να μην γίνει καμία απόλυση και καμία αλλαγή των εργασιακών σχέσεων».


Ανεργία και «εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης». Πραγματικά, «φτάνει πια»;

_2web

«Φτάνει πιά! στον εφιάλτη της ανεργίας απαντάμε με νέες συνεργατικές δομές», το σύνθημα αφίσας του ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο εκδήλωσης/συζήτησης «για τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης στους εργασιακούς χώρους (συνεταιρισμοί κολεκτίβες εργασίας, ανακατειλλημένοι εργασιακοί χώροι)».

Το πρώτο ερώτημα αφορά την αντιστοιχία ή την αναντιστοιχία του αρχικού προστακτικού «φτάνει πια!» με το υπόλοιπο μέρος του συνθήματος.

Βλέποντας κανείς αυτό το «φτάνει πια!» σε μια αφίσα με θέμα την ανεργία, θα περίμενε ότι ακολουθεί κάποιο διεκδικητικό πλαίσιο για το δικαίωμα στην εργασία που παρά τη συνταγματική του «κατοχύρωση» (αυτό δεν είναι «συνταγματικό πραξικόπημα»; δεν είναι μήπως ζήτημα δημοκρατίας;) ισοπεδώνεται κάτω από την κυριαρχία (την αναγκαστικά τυφλή κυριαρχία) της προσφοράς και της ζήτησης, την καθολική κυριαρχία του καπιταλιστικού ανταγωνισμού για την μέγιστη καπιταλιστική κερδοφορία, την καταστροφή της μικρής παραγωγής, την μονοπωλιακή συγκέντρωση του κεφαλαίου, και συνθλίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες της καπιταλιστικής κρίσης.

Αντί όμως για τη διεκδίκηση του δικαιώματος στη δουλειά, τη διεκδίκηση των δικαιώματος των ανέργων στη ζωή, στην τροφή, στη στέγαση, στην υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, την παιδεία των παιδιών τους, τον πολιτισμό  κλπ, το ηχηρό «φτάνει πια!» ακολουθείται από την πρόταση – «απάντηση στον εφιάλτη της ανεργίας»- προς τους 1,5 εκατομμύρια ανέργους να απεμπολήσουν τα κοινωνικά τους δικαιώματα και τη διεκδητική πάλη γι’ αυτά και να στραφούν σε «συνεργατικά εγχειρήματα» κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες και πραγματικούς όρους οι οποίοι τους έριξαν στον καιάδα της ανεργίας.

Μπροστά στα χιλιάδες λουκέτα που βάζουν τα μικρομάγαζα, ο ΣΥΡΙΖΑ «απαντά» προτείνοντας στους ανέργους να ανοίξουν … μαγαζιά! πλήν όμως «συνεργατικά». Απέναντι στις χιλιάδες απολύσεις και τα εργοστάσια που κλείνουν ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει την περίπτωση του «ανακατειλημμένου εργασιακού χώρου» της ΒΙΟΜΕΤ, όπου οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε δυνατή η «ανακατάληψη» δεν χαρακτηρίζουν τις γενικές συνθήκες της βιομηχανικής παραγωγής και της καπιταλιστικής κρίσης, απέναντι συνολικά στο ζήτημα της ανεργίας σαν ζήτημα κοινωνικό, ζήτημα της ταξικής πάλης που εκ των πραγμάτων θέτει όρους ριζικού, σοσιαλιστικού κοινωνκού μετασχηματισμού, ζήτημα πάλης ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κοινωνική ιδιοκτησία των παραγωγικών δυνάμεων, ο ΣΥΡΙΖΑ «απαντά» μετατοπίζοντάς το σε από οικονομική άποψη αναγκαστικά περιορισμένα συλλογικά εγχειρήματα η τύχη των οποίων, επίσης αναγκαστικά, καθορίζεται από τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, νομοτελειών που τα αποτελέσματα τους βιώνουν σήμερα όλοι οι εργαζόμενοι με τον χειρότερο τρόπο.

Σε ποιον απευθύνεται λοιπόν το «φτάνει πιά!» του συνθήματος; Μάλλον αποκλειστικά σε όποιον βλέποντας την αφίσσα θα νομίσει επηρεασμένος  από την «επικοινωνιακή» ηχηρότητα, ότι πρόκειται πράγματι για κάποια «ριζοσπαστική απάντηση» σ’ ένα ζήτημα που βαραίνει ασφυκτικά ολόκληρη την εργατική τάξη και κάθε εργαζόμενο, ενώ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για την παράκαμψη του αληθινού προβλήματος, για την εκτροπή από τα διεκδικητικά «εγχειρήματα» σε «εγχειρήματα» ανώδυνα για τις πηγές και τα αίτια του προβλήματος,  περιορισμένα σε σκόρπιες κοινωνικές μικροκλίμακες και σε συνολικό κοινωνικό επίπεδο αδιέξοδα.

*

Αλήθεια ποιον και τι θίγει αυτού του είδους ο «ριζοσπαστισμός»; Με ποια εξουσία πρόκειται να συγκρουστεί, με ποιες κατεστημένες πραγματικές οικονομικές σχέσεις έρχεται να βρεθεί αντιμέτωπος, ποιον βάζει απέναντί του και του φωνάζει «φτάνει πια»; Στην πραγματικότητα κανέναν.

Απέναντι σε ποια εξουσία, με άλλα λόγια, έρχεται αντιμέτωπο το γεγονός, και ποιες σχέσεις παραγωγής και κατανομής ανατρέπονται από το γεγονός ότι στα 10 ατομικά μπακάλικα που κλείνουν ανοίγει ένα συνεργατικό;  Ή από το γεγονός ότι σ’ ένα εργοστάσιο εγκαταλειμένο από τον ιδιοκτήτη του  αναλαμβάνουν οι εργάτες το συλλογικό εγχείρημα της αυτοδιαχειριζόμενης λειτουργίας του;

Πόσα περιθώρια επιτυχίας, και επιτυχίας με τι κόστος, έχουν παρόμοια εγχειρήματα στις συνθήκες όπου στο εμπόριο κυριαρχούν τα μονοπωλιακά συγκροτήματα του χρηματιστικού κεφαλαίου διασυνδεμένα με τα βιομηχανικά και τραπεζικά μεγαθήρια, και όπου στην παραγωγή τις βιομηχανίες κλείνει ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός κι όχι η ανικανότητα ή η «κακή προαίρεση» των ιδιοκτητών τους, άσχετα αν αυτοί «χρεοκοπούν» ή απλώς τοποθετούν τα συσσωρευμένα κέρδη τους σε άλλες επενδυτικές σφαίρες;

Πόσα τέτοια «εγχειρήματα» χωράνε μέσα στα όρια της προσφοράς και της ζήτησης, και πόσοι από τους 1,5 εκατομμύρια ανέργους μπορούν (και με τι όρους) να απασχοληθούν μέσα σ’ αυτά τα όρια με «εγχειρήματα» σαν κι αυτά;

Σε τι θίγονται -και πώς στην πραγματικότητα δεν ανακυκλώνονται- τα  αίτια στα οποία οφείλεται η ανεργία, είτε πρόκειται για τα «σταθερά» της επίπεδα σε συνθήκες καπιταλιστικής «ανάπτυξης» είτε για την έξαρση της σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης;

*

Καμιά «απάντηση στον εφιάλτη της ανεργίας» δεν συνιστούν λοιπόν τα εγχειρήματα που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ σαν τέτοια, και εφόσον τα προβάλλει σαν τέτοια όχι μόνο δεν συνιστούν «απάντηση» αλλά αντίθετα συνιστούν ριζικό αποπροσανατολισμό από κάθε πραγματική απάντηση που δεν μπορεί παρά να είναι απάντηση διεκδικητική για τα δικαιώματα των ανέργων, για το δικαίωμα στη δουλιά, για την επιβολή των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων των ικανών να διασφαλίζουν αυτό το δικαίωμα ενάντια στις σημερινές σχέσεις που μόνιμα, διαρκώς κι αδιάκοπα, το καταστρατηγούν, το αντιστρατεύονται και το καταργούν.

Ο αποπροσανατολισμός δεν έγγειται στο εγχείρημα καθαυτό. Δεν υπάρχει «αποπροσανατολισμός» στο ίδιο το γεγονός ότι μια ομάδα ή ομάδες ανθρώπων ενώνονται για τη δημιουργία ενός καταναλωτικού συνεταιρισμού κλπ. Δεν υπάρχει «αποπροσανατολισμός» ούτε και στο ίδιο το γεγονός ότι οι εργάτες της ΒΙΟΜΕΤ μπροστά στο φάσμα της ανεργίας αποφάσισαν παρ’ όλες τις αντικειμενικές δυσκολίες να λειτουργήσουν οι ίδιοι με μορφή παραγωγικού εργοστασιακού συνεταιρισμού το εγκαταλειμένο εργοστάσιο.

Ο αποπροσανατολισμός αρχίζει από τη στιγμή που παρομοια «εγχειρήματα» εμφανίζονται σαν λύση στο πρόβλημα που τα έθεσε σε κίνηση, από τη στιγμή που εμφανίζονται σαν παράκαμψη από τη λύση που αντικειμενικά δεν είναι άλλη από την ενιαία κοινωνική ιδιοκτησία των σύγχρονων και ώριμων γι’ αυτήν παραγωγικών δυνάμεων.  Αρχίζει έτσι,  με αυτή τη μορφή κι από αυτή την ιδεολογική αφετηρία ο αποπροσανατολισμός απέναντι στην συνολική πρόκληση του παρόντος. Αλλά προεκτείνεται και στο μέλλον από τη στιγμή που η αυτοδιαχείριση δεν προβάλλεται σαν βαθμίδα της εργατικής-δημοκρατικής κλιμάκωσης του ενιαίου κοινωνικού-παραγωγικού  σχεδιασμού,  αλλά σαν κύτταρο ενός «σοσιαλισμού» της προσφοράς και της ζήτησης, «σοσιαλισμού» του ανταγωνισμού ανάμεσα σε ξεχωριστές «αυτοδιαχειριζόμενες» μονάδες, «σοσιαλισμού» μέσα από τον οποίο καθημερινά θα αναπαράγονται οι όροι των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και των «παρενεργειών» τους, ή και -ακόμα χειρότερα- σαν «κοινωνικός τομέας» της οικονομίας ο οποίος μπορεί «αρμονικά» να συνυπάρξει με τον «τομέα» της μονοπωλιακής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας .

*

Διαφορετικά η συνεργατικότητα υπό τον όρο της πραγματικής λαϊκής αλληλεγγύης αντί της συγκαλυμένης επιχειρηματικότητας θα μπορούσε να αποτελέσει διεκδικητικό εφαλτήριο χωρίς να χάνει το κέντρο του στόχου.

Η πάλη των εργατών της ΒΙΟΜΕΤ για την επιβίωση θα μπορούσε να συμβάλει στη διάσωση παραγωγικών δυνάμεων που στην πραγματικότητα ανήκουν σε όλους τους εργαζομενους, καθώς και στον συνολικό αγώνα για την απαλλαγή της εργατικής τάξης από την τάξη των «αφεντικών», στον συνολικό αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση.

Ιδιαίτερα αν δεν περιοριζόταν στην «ανακατάληψη εργασιακών χώρων» για τους οποίους τα «αφεντικά» έχασαν το ενδιαφέρον τους και τους εγκατέλειψαν, αλλά επεκτεινόταν σε όλη την κοινωνική έκταση: κι εκεί όπου το σταμάτημα της παραγωγής δεν ισοδυναμει καθόλου με απώλεια του καπιταλιστικού «ενδιαφέροντος», ακόμα κι εκεί όπου το καπιταλιστικό «ενδιαφέρον» συναρτημένο με τη συνεχιζόμενη και ανοδική κερδοφορία είναι υπαίτιο και για την ανεργία και για την αποδιάρθρωση του συνόλου των εργασιακών σχέσεων και  για την εξαθλίωση ακόμα κι αυτών που εργάζονται…

…Όμως τότε η κραυγή «φτάνει πιά!» θα είχε ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο ακόμα κι αν δεν διατυπωνόταν με ηχηρά λόγια αλλά  έμπρακτα, με όρους δηλαδή ανάπτυξης της ταξικής πάλης.


Τέλος επιτηδεύματος

pic102

Δεν είναι βέβαια το μοναδικό «όνομα και πράμα». Όπως είναι γνωστό το τέλος θέρμανσης σήμανε για πολλούς ακριβώς το τέλος της θέρμανσης, το τέλος ηλεκτροδότησης σήμανε το τέλος της ηλεκτροδότησης, το τέλος αλληλεγγύης σηματοδότησε την «αλληλεγγύη» σαν υπόθεση κοινωνικά τελειωμένη, οπότε και το τέλος επιτηδεύματος δεν διεκδικεί καμιά πρωτοτυπία με το να σημαίνει στην κυριολεξία αυτό που δηλώνει η ονομασία του.

Κι έτσι για μια ορισμένη μάζα των «μεσαίων» στρωμάτων η προλεταριοποίηση από επικείμενη γίνεται προκείμενη. Χάρη βέβαια στις γενικές οικονομικές νομοτέλειες του καπιταλισμού ενισχυμένες και «εξωοικονομικά» από μια σειρά κυβερνητικών μέτρων ανάμεσα στα οποία και το «τέλος».

Προλεταριοποίηση λοιπόν, αλλά τι προλεταριοποίηση; Προλεταριοποίηση όχι σ’ έναν καπιταλισμό ακμαίο, μιας άλλης εποχής, αλλά σε έναν καπιταλισμό που σαπίζει από όλους τους πόρους. Προλεταριοποίηση που απλά ρίχνει μεγάλα τμήματα επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων με ή χωρίς προσωπικό στη στρατιά των ανέργων. Χωρίς δικαίωμα επιδόματος ανεργίας, χωρίς προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση, οι περισσότεροι σε μια ηλικία στην οποία τίποτα νέο δεν μπορούνε να ξεκινήσουνε, σε γενικότερες συνθήκες όπου τίποτα νέο έτσι κι αλλιώς δεν έχει «ζήτηση», φορτωμένοι με χρέη στο δημόσιο, με χρέη στις τράπεζες, με χρέη στα ασφαλιστικά τους ταμεία, με αόρατη οποιαδήποτε προοπτική μιας «ανάπτυξης» που θα στηριζόταν στη μαζική τους χρησιμοποίηση έστω και σαν φτηνό εργατικό δυναμικό, ουσιαστικά χωρίς καν την εναλλακτική «λύση» της μετανάστευσης σε  ανύπαρκτους σήμερα αναπτυσσόμενους βιομηχανικούς παραδείσους, με οικογενειακές υποχρεώσεις που τρέχουν, με τη συνείδηση της ύπαρξής τους σημαδεμένη από τα χαρακτηριστικά ως χθες του μικρονοικοκύρη, του μικροϊδιοκτήτη, συμπληρωμένα από το αίσθημα της προσωπικής αποτυχίας που αγγίζει τα όρια της προσωπικής «ενοχής» εναλλασσόμενο με την τυφλή απελπισία, κατάθλιψη, οργή, μίσος, πάνω από τον παρονομαστή της καταναγκαστικής ή και θεληματικά υιοθετημένης άγνοιας για τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις, τον πυρήνα τους, τη λειτουργία τους και την ανατροπή τους.

Ριγμένοι στη στρατιά της ανεργίας, κοντά σε χθεσινους συναδέλφους τους που φυτοζωώντας παλεύουν ακόμα να «επιτηδεύονται», μαζί μ’ άλλους τόσους «παλιούς» άνεργους, άλλους τόσους καινούργιους – απολυμένους εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης, κι άλλους τόσους και περισσότερους νέους που ολοκλήρωσαν τον κύκλο των όποιων σπουδών τους με τα «μόρια» των πτυχίων τους χωρίς αντίκρισμα βγαλμένοι απευθείας στον κόσμο της ανεργίας προτού περάσουν ακόμα από την παραγωγή, άπραγοι στην πιο ορμητική φάση της ζωής τους, προσκολλημένοι αναγκαστικά στην οικογένειά τους (την τσακισμένη κατά τέσσερις μηνιάτικες συντάξεις ανά μέλος) σε μια ηλικία όπου θα έπρεπε να ανοίγουν στη ζωή τον δικό τους προσωπικό δρόμο.

Δεν θέλει φιλοσοφία ότι η, σε πείσμα κάθε δυσκολίας, οργάνωση όλου αυτού του κόσμου με όρους ανταποκρινόμενους στους όρους της ύπαρξής του, με όρους που θα μετατρέψουν τον απονεκρωμένο τους χρόνο σε χρόνο ζωής, ζωής με ηθικά – πολιτιστικά – πολιτικά κοινωνικό περιεχόμενο, ζωής  αφιερωμένης στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους και της δικής τους λαϊκής – εργατικής εξουσίας, αποτελεί γενικότερα καθοριστικό όρο διεξόδου από τον κλοιό που σχηματίζουν γύρω από όλο το λαό, τους εργαζόμενους και τη νεολαία, η ευρωενωσιακή «κατοχή», η τροϊκανή «κατοχή», η «κατοχή» της χώρας από κάθε ιμπεριαλιστικό οργανισμό, η «κατοχή» της από τα καπιταλιστικά μονοπώλια, η «κατοχή» της από τις κυβερνήσεις και το κράτος που τα υπηρετεί, η «κατοχή» της από το φασιστικό «παρακράτος» και τους συνεργάτες του.

Μόνο τότε, τα θύματα της προλεταριοποίησης, επικείμενης ή προκείμενης,   θα συνειδητοποιήσουν, μαζί με όλους τους εργαζόμενους, γιατί δεν έχουν πατρίδα και θα διεκδικήσουν την πατρίδα που τους ανήκει.


ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΕΡΓΩΝ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ Σημαντική πείρα από την προσπάθεια οργάνωσης των ανέργων

Συζήτηση του «Ρ» με μέλη της Επιτροπής, ένα χρόνο μετά την ίδρυσή της

Ένα χρόνο λειτουργίας έκλεισε η Επιτροπή Ανέργων Κορυδαλλού και η δράση της όχι μόνο έχει συσπειρώσει δεκάδες ανέργους της περιοχής αλλά και απαριθμεί μια σειρά από σημαντικές παρεμβάσεις, κινητοποιήσεις και δραστηριότητες που στόχο έχουν τη διεκδίκηση μόνιμων και αποτελεσματικών λύσεων για τους άνεργους όχι μέσα από τις γνωστές και δήθεν εκδηλώσεις φιλανθρωπίας πολλών που εμφανίζονται σαν μανιτάρια το τελευταίο διάστημα αλλά ως αληθινή έκφραση ταξικής αλληλεγγύης μεταξύ των ανέργων.

Η κουβέντα που παρουσιάζει σήμερα ο «Ρ» αποτυπώνει τη σημασία που έχει να αυξηθούν και να δυναμώσουν τέτοιες Επιτροπές, συμβάλλοντας αποφασιστικά, αφενός, στην οργάνωση των ίδιων των ανέργων για την αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων, αφετέρου στη χειραφέτηση συνειδήσεων από την υποταγή και το συμβιβασμό που καλλιεργεί η πλουτοκρατία, στη συσπείρωση δυνάμεων ενάντια στα μονοπώλια και στην πολιτική που υπηρετώντας τα γεννά και αυξάνει την ανεργία.

Από παλιότερη παρέμβαση της Επιτροπής Ανέργων Κορυδαλλού με άλλες αλλά και με σωματεία

Οπως εξήγησαν στον «Ρ» τα μέλη του Συντονιστικού της Επιτροπής, Αννα Μπατζάκη, Μαρία Σταθοπούλου και Κέλλυ Μαυρομάτη, «σε σταθερές μέρες κάναμε εξορμήσεις στον ΟΑΕΔ της περιοχής και καταγράφαμε τους άνεργους. Καταγράψαμε μια μεγάλη λίστα ανέργων, με τα τηλέφωνά τους και μετά τους καλούσαμε να πάρουν μέρος στις κινητοποιήσεις.

Ομως, υπήρχαν δυσκολίες στη συμμετοχή από πολλούς και καταλάβαμε ότι δε φτάνει απλά να καταγράφουμε τους άνεργους, αν οι ίδιοι δε συμμετέχουν στις δραστηριότητες και τις κινητοποιήσεις και δεν έχουμε επαφή μαζί τους.

Η Επιτροπή Ανέργων σε συνέλευσή της εξέλεξε Συντονιστική και αρχίσαμε να πηγαίνουμε ξανά και ξανά στα σπίτια τους. Είδαμε τα προβλήματά τους. Μας δέχτηκαν και έτσι αρχίσαμε να καταγράφουμε τα προβλήματά τους. Κάναμε κουβέντα μαζί τους και τους εξηγούσαμε ότι ο άνεργος μόνος του δεν μπορεί να λύσει κανένα του πρόβλημα και προσπαθήσαμε να τους πείσουμε να διεκδικήσουμε από κοινού μέτρα προστασίας των ανέργων και των οικογενειών τους, όπως δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δωρεάν μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, πάλη ενάντια στα χαράτσια κ.ά.

Σιγά σιγά άρχισαν και τα φροντιστηριακά μαθήματα σε παιδιά ανέργων, δωρεάν από άνεργους εκπαιδευτικούς, και έπειτα άνεργοι από άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων, όπως λογιστές, πρόσφεραν δωρεάν τις υπηρεσίες τους σε άνεργους. Αργότερα αρχίσαμε να μαζεύουμε τρόφιμα και να τα μοιράζουμε στους άνεργους, εξηγώντας τους όμως και σε τι διαφέρουμε από όλους τους άλλους, την Εκκλησία, το δήμο, που επίσης μοιράζουν τρόφιμα».

Από κινητοποίηση της Επιτροπής, το καλοκαίρι, στο υπουργείο Εργασίας

Τα μέλη της Επιτροπής, όπως μας περιέγραψαν, εξήγησαν στους άνεργους πως το κύριο είναι να βγει ο καθένας από το σπίτι του και να διεκδικήσει αυτά που του ανήκουν. Να γραφτεί πρώτα και κύρια στο σωματείο του, να ενισχυθεί το ΠΑΜΕ. Να οργανώσει με τους πρώην συναδέλφους του κλάδου του και τους ανέργους την πάλη γι’ αυτά που δικαιούνται, να οργανώσουν την ταξική αλληλεγγύη, δηλαδή την πραγματική αλληλεγγύη που πρέπει να έχουν οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι μεταξύ τους. Γι’ αυτό και δεν είναι λίγες οι εξορμήσεις της Επιτροπής Ανέργων με διάφορα κλαδικά συνδικάτα έξω από χώρους δουλειάς στον Κορυδαλλό. «Μαζί με τα τρόφιμα, τονίζουν, να βγούμε μαζί και να διεκδικήσουμε να μη γίνουν διακοπές ρεύματος, νερού, να διεκδικήσουμε το δικαίωμά μας στη δουλειά».

Ενα παράδειγμα που έδωσε ώθηση στη δουλειά της Επιτροπής Ανέργων, «φωτογράφισε» καλύτερα το περιεχόμενο και τις μορφές της ταξικής αλληλεγγύης ήταν ο ηρωικός αγώνας των χαλυβουργών, η αλληλεγγύη που πρόσφερε η Επιτροπή Ανέργων με τρόφιμα και παπούτσια, στο πλαίσιο της συνολικότερης αλληλεγγύης που δέχτηκε ο ηρωικός αυτός αγώνας.

Η λύση δεν είναι η φιλανθρωπία

Μιλώντας για τις δυσκολίες αλλά και την ανταπόκριση που συνάντησε η δράση της Επιτροπής, τα μέλη του Συντονιστικού εξήγησαν: «Ολοι αυτοί οι άνθρωποι, εξηγούν τα μέλη του Συντονιστικού, μέσα σε λίγο διάστημα έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους, την ασφάλεια που είχαν. Εμείς τους επισημαίναμε πως λύση δεν είναι η φιλανθρωπία. Να μας πετάνε, δηλαδή, ένα κόκαλο να γλείψουμε. Λύση είναι να απαιτήσουμε όλα όσα μας ανήκουν.

Μέχρι σήμερα έχουμε διοργανώσει πάμπολλες κινητοποιήσεις από κοινού με ταξικά σωματεία, στα πλαίσια της Λαϊκής Επιτροπής Κορυδαλλού, στη ΔΕΗ για να μην κόψει παροχές ρεύματος, στον ΕΟΠΥΥ για να δέχεται άνεργους, στο ΙΚΑ για να σφραγίσει βιβλιάρια, στο Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας για δωρεάν περίθαλψη και εξετάσεις, στην ΕΘΕΛ για να ακυρώσει πρόστιμα ανέργων που δεν είχαν ν’ αγοράσουν εισιτήριο, στην Εφορία ενάντια στα χαράτσια. Συμμετείχαμε σε όλες τις απεργίες και στα συλλαλητήρια του ΠΑΜΕ.

Πήγαμε στα σχολεία λίγο πριν κλείσουν για καλοκαίρι και μοιράσαμε ανακοίνωση ενημερώνοντας τους γονείς για την ύπαρξή μας και καλώντας τους για όποιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν να έρθουν σε επαφή μαζί μας.

Ολο το καλοκαίρι καθημερινά βρισκόμασταν σε πλατείες και μιλούσαμε με άνεργους αλλά και μετανάστες και κάναμε γνωστή την Επιτροπή Ανέργων, όπως και με δημοσιεύματα στον τοπικό Τύπο. Στη φετινή χρονιά έχουμε στόχο να γραφτούν όσο περισσότεροι άνεργοι γίνεται στην Επιτροπή Ανέργων και παράλληλα να γραφτούν στα σωματεία τους. Γι’ αυτό και έχουμε προμηθευτεί αιτήσεις από τα περισσότερα σωματεία».

«Παράλληλα, προσθέτουν, στήσαμε και τη θεατρική μας ομάδα που θα συμμετέχουν οι άνεργοι. Οπως πέρυσι, και φέτος θα εντείνουμε την προσπάθεια για να πηγαίνουν σε θέατρα δωρεάν. Κατανοώντας το ρόλο και την προσφορά της Επιτροπής Ανέργων, ήδη υπάρχουν προσφορές και από παιδικές παραστάσεις και ανταπόκριση γενικότερα από τον καλλιτεχνικό χώρο. Στόχος, επίσης, είναι να δημιουργηθεί δανειστική βιβλιοθήκη στην Επιτροπή.

Εχουμε διαμορφώσει ένα δίχτυ επικοινωνίας με σωματεία, εκπαιδευτικούς και συλλόγους γονέων, επαγγελματίες και εμπόρους του Κορυδαλλού, γιατρούς και φαρμακοποιούς, που μας πληροφορούν για προβλήματα που αντιμετωπίζουν διάφορες οικογένειες, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν στην οργάνωση και στη στήριξη της αλληλεγγύης.

Η δουλειά που έγινε όλο το προηγούμενο διάστημα, η προβολή της ταξικής αλληλεγγύης, δεμένης με αγωνιστικές διεκδικήσεις, η κινητοποίηση που έγινε και η αναγνώριση της προσφοράς φαίνονται και από την ανταπόκριση σε τρόφιμα και φάρμακα που συγκεντρώνει η Επιτροπή Ανέργων, καθώς πολλοί εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι και άνεργοι επιλέγουν να τα δίνουν στην Επιτροπή Ανέργων παρά σε άλλους φορείς, αναγνωρίζοντας την ουσιαστική διαφορά που υπάρχει ανάμεσά τους.

Στην Επιτροπή Ανέργων υπάρχει καταμερισμός εργασίας σε ομάδες υπό την εποπτεία της Συντονιστικής, ώστε σε μόνιμη βάση να δραστηριοποιούνται όσο το δυνατόν περισσότεροι άνεργοι. Η συνέλευση της Επιτροπής γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα συζητώντας τις εξελίξεις, εκτιμώντας τη δράση της Επιτροπής σε διάφορες δραστηριότητες και απεργίες και οργανώνοντας τις νέες πρωτοβουλίες. Ετσι, η δουλειά της Επιτροπής γίνεται πιο συλλογική».

Θετικά αποτελέσματα

Σήμερα, η Επιτροπή Ανέργων Κορυδαλλού οργανώνει και παρέχει στήριξη σε τρόφιμα, διδασκαλία σε μαθητές φτωχών οικογενειών, παρέχει φορολογικές και νομικές συμβουλές από λογιστές και δικηγόρους που προσφέρουν τη στήριξή τους, ιατρικές συμβουλές από ομάδα γιατρών που επίσης προσφέρουν τη βοήθειά τους, όλα σε συγκεκριμένες μέρες και ώρες στο στέκι της Επιτροπής. Οργανώνει την πολιτιστική δραστηριότητα, ενώ στόχος είναι και η ανάπτυξη της δημιουργικής απασχόλησης μικρών παιδιών στο πλαίσιο εκδηλώσεων και άλλων πρωτοβουλιών. Ολα αυτά, βέβαια, έγιναν με πολύ κόπο και διαθέτοντας πάρα πολύ χρόνο και φυσικά με μεγάλες ελλείψεις σε υποδομές, καθώς δεν έχουν δικό τους χώρο αλλά φιλοξενούνται σε χώρο όπου δραστηριοποιούνται άλλοι δύο φορείς. Τώρα γίνεται προσπάθεια να βρεθούν νέοι χώροι.

Από τη συζήτηση των μελών της Επιτροπής με τον «Ρ»

«Στις επαφές μας με άνεργους, επισημαίνουν τα μέλη του Συντονιστικού, η δυσκολία είναι να τους πείσουμε να βγουν στο δρόμο. Θέλουν άμεσες λύσεις και δεν κατανοούν εύκολα ότι οι λύσεις δε θα έρθουν αν δεν τις διεκδικήσουμε. Οι άλλοι τους τάζουν δουλειές με τρίμηνα, πεντάμηνα, μέσα από ΜΚΟ κ.ά., ενώ και η Χρυσή Αυγή προπαγανδίζει «τη δουλειά με το βούρδουλα για ένα κομμάτι ψωμί» στηρίζοντας τη μεγαλοεργοδοσία και καλλιεργώντας το μίσος και το φόβο μεταξύ του κόσμου που υποφέρει. Απαιτείται χρόνος και πολλή συζήτηση, κυρίως συμμετοχή των ίδιων των ανέργων στους αγώνες, για να καταλάβουν πως όλα αυτά είναι προσωρινά και ψίχουλα μπροστά στις ανάγκες τους και σε αυτά που δικαιούνται και πως αν οι ίδιοι δεν ενεργοποιηθούν, δε θα γίνει τίποτα».

Μεταφέροντας πείρα από την επαφή με τους ανέργους, τα μέλη του Συντονιστικού εξηγούν: «Αλλο που λένε είναι ότι «είναι πολλοί οι μετανάστες, παίρνουν τις δουλειές και εμείς είμαστε άνεργοι». Εμείς τους λέμε ότι για την ανεργία δε φταίνε οι μετανάστες αλλά ο καπιταλισμός και ότι την εποχή που δήθεν υπήρχε ευμάρεια, πάλι υπήρχε ανεργία και αυτά τα λένε αυτοί που θέλουν να κρύψουν τις πραγματικές αιτίες. Ως Επιτροπή Ανέργων θα δραστηριοποιηθούμε και πάνω σε αυτό τον τομέα, το ρατσισμό που καλλιεργείται σε βάρος των μεταναστών».

Συμπεράσματα από την εμπειρία

«Η εμπειρία μάς έδειξε, τονίζουν, πως απαιτείται μόνιμη επαφή με τους άνεργους και να τους δραστηριοποιείς. Δεν υποκαθιστά τη δράση των σωματείων, όμως μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην οργάνωση της πάλης ανέργων, δηλαδή κόσμου που υποφέρει και έχει ανάγκη την πραγματική αλληλεγγύη. Ο ρόλος μας είναι «να δίνουμε το χέρι σε όποιον σηκώνεται» και να κλιμακώνεται αυτή η προσπάθεια διαρκώς. Αλλωστε, συνεχώς αυξάνεται η ανεργία και πρέπει να είμαστε έξω από τον ΟΑΕΔ, έξω στους δρόμους και τις πλατείες, στις πιάτσες που ψάχνουν δουλειά και να βρίσκουμε τους άνεργους. Να πηγαίνουμε εμείς σε αυτούς και να μην περιμένουμε να έρθουν αυτοί σε μας. Δεν επαναπαυόμαστε ποτέ.

Οι Επιτροπές Ανέργων πρέπει να έχουν στόχους. Πού απευθύνονται, πώς απευθύνονται. Να ενισχύουμε συνεχώς τη συλλογική δράση, την αγωνιστική διάθεση και το ηθικό, κόντρα στην ηττοπάθεια, στην κατάθλιψη και στη λογική «έχει ο Θεός» ή «ό,τι γίνει για όλους θα γίνει και για μας». Αυτό πρέπει να το σπάσουμε. Να συζητήσουμε τις αιτίες της ανεργίας και τις λύσεις. Οτι φταίει, δηλαδή, ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και όχι εμείς. Οτι αυτοί που μας απολύουν μας μοιράζουν μετά φιλανθρωπία μέσα από συσσίτια, ΜΚΟ κ.λπ. Για να πέσουμε στα δίχτυα τους που στην ουσία είναι σκλαβοπάζαρα ανέργων. Εμείς δε μοιράζουμε τρόφιμα σαν το τυράκι για να πέσουν στην παγίδα, αλλά αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της ταξικής μας αλληλεγγύης, της αγωνιστικής διεκδίκησης».

Ρούλα ΜΠΑΝΑΚΟΥ

ριζοσπάστης