ΚΚΕ – ΠΕΑΕΑ/ΔΣΕ Κοινή δήλωση για τις γερμανικές αποζημιώσεις

Η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ και η ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ [σημ. του μπλογκ: Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης – Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας] απέστειλαν κοινή δήλωση για τις γερμανικές αποζημιώσεις που οφείλει η ΟΔ της Γερμανίας στην Ελλάδα, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ και τις μόνιμες αντιπροσωπείες των κρατών – μελών της, στον Πρόεδρο του Ελληνικού Κοινοβουλίου, στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις πρεσβείες των κρατών – μελών της ΕΕ στην Ελλάδα.

Αναλυτικά, η κοινή δήλωση έχει ως εξής:

«Εβδομήντα χρόνια μετά την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, παραμένουν ανεκπλήρωτες οι δίκαιες και τεκμηριωμένες αξιώσεις του ελληνικού λαού για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές επανορθώσεις που οφείλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, για τις καταστροφές που προξένησαν στην Ελλάδα οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Για τα πρωτοφανή σε θηριωδία εγκλήματά τους σε βάρος αμάχων, γυναικών, γερόντων, παιδιών, ακόμη και βρεφών, για να κάμψουν την ηρωική αντίσταση του λαού μας, που συσπειρωμένος στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ – αιμοδότης και ψυχή του οποίου ήταν το ΚΚΕ – αντιπάλεψε νικηφόρα με το όπλο στο χέρι τις φασιστικές ορδές.

Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με τους περισσότερους νεκρούς στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε αναλογία με τον πληθυσμό της.

Πάνω από 500.000 ήταν οι νεκροί στη διάρκεια της τετράχρονης ναζιστικής κατοχής, ενώ ανυπολόγιστες είναι οι ζημιές από τις λεηλασίες και τις καταστροφές περιουσιών, του εθνικού πλούτου.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ηττημένη Γερμανία δεν πλήρωσε αποζημιώσεις και επανορθώσεις στη χώρα μας, με εξαίρεση ένα ασήμαντο ποσό, ύψους 115 εκατ. μάρκων, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βόννης της 18.3.1960, που αφορά αποζημιώσεις μόνο για κάποιες ειδικές κατηγορίες Ελλήνων που διώχτηκαν από τους Ναζί λόγω θρησκείας ή φυλής, αποκλειομένων με ρητή επιφύλαξη στη Σύμβαση των άλλων αξιώσεων.

Οι διεκδικήσεις της Ελλάδας απέναντι στο Γερμανικό κράτος εντάσσονται στις εξής κατηγορίες:

– Το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο – ληστεία που επιβλήθηκε στην κατεχόμενη Ελλάδα με τη συμφωνία της 14.3.1942, για την κάλυψη των εξόδων των κατοχικών δυνάμεων, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ αγοραστικής αξίας 1938.

– Απαιτήσεις για πολεμικές επανορθώσεις – αποζημιώσεις για τις ζημιές που προκάλεσαν τα Γερμανικά κατοχικά στρατεύματα στις οικονομικές υποδομές και την πλήρη καταστροφή της οικονομίας της χώρας, την αρπαγή και τη λεηλασία του εθνικού πλούτου και τις ζημιές σε ιδιώτες. Η «Διάσκεψη των Συμμάχων» στο Παρίσι (Δεκέμβρης 1945 – Γενάρης 1946) αναγνώρισε στην Ελλάδα το ποσό των 7.181 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, αγοραστικής αξίας 1946.

– Απαιτήσεις για αποζημίωση των θυμάτων των εγκλημάτων των ναζιστικών κατοχικών δυνάμεων, των ομήρων και της αναγκαστικής εργασίας τους στα ναζιστικά στρατόπεδα και στα εργοστάσια των γερμανικών μονοπωλίων.

– Η επιστροφή αρχαιολογικών θησαυρών ανεκτίμητης αξίας και θησαυρών της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, που λεηλατήθηκαν από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις.

Διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις, όπως και η σημερινή συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο αρνήθηκαν και εξακολουθούν να αρνούνται να διεκδικήσουν από το γερμανικό κράτος τις δίκαιες αυτές απαιτήσεις, αλλά με τους χειρισμούς τους υπονομεύουν την ικανοποίησή τους.

Ενισχύουν την προκλητική στάση των αστικών κυβερνήσεων της Γερμανίας που αρνούνται την υποχρέωσή τους για την υλική αποκατάσταση των θυμάτων των ναζιστικών εγκλημάτων.

Η στάση αυτή των κυβερνήσεων και των κομμάτων του κεφαλαίου συνδέθηκε και συνδέεται με την ένταξη της χώρας στις διακρατικές ιμπεριαλιστικές συμμαχίες (ΝΑΤΟ, ΕΟΚ/ΕΕ), συνδέεται σήμερα με τη λογική ότι η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ είναι αδιαμφισβήτητα, όπως ισχυρίζονται ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ.

Οπωσδήποτε, το σοβαρό αυτό ζήτημα, δεν πρέπει να γίνεται στοιχείο αποπροσανατολισμού, εκλογικής εκμετάλλευσης, πολύ περισσότερο να θεωρείται πανάκεια για την επίλυση των πολλών και οξυμένων προβλημάτων του λαού μας, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια για τους πραγματικούς υπευθύνους της υπόθεσης αυτής.

Το ΚΚΕ ανέδειξε το ζήτημα της διεκδίκησης των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου από τη Γερμανία από τη δεκαετία του 1950 ακόμη, μέσα στις πιο σκληρές συνθήκες της παρανομίας, των άγριων διώξεων και των εκτελέσεων των κομμουνιστών.

Αξιοποίησε τις δυνατότητες για να κρατάει στην επικαιρότητα το ζήτημα στη δεκαετία του ’60, καθώς και μετά την μεταπολίτευση στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, σε κοινή δράση με τις Αντιστασιακές Οργανώσεις.

Η απαράδεκτη θέση – απάντηση του Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΟΚ/ΕΕ από τις 21.11.1990 σε σχετική Ερώτηση της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ, ότι το «το θέμα … δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Κοινότητας» έχει στόχο να συγκαλύψει τα ναζιστικά εγκλήματα, τις ευθύνες της αστικής τάξης της Γερμανίας.

Το ΚΚΕ και η ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ από το 1990 και μέχρι σήμερα, ανέδειξαν πολύμορφα το πρόβλημα, με δεκάδες παρεμβάσεις στη Βουλή και την Ευρωβουλή, με ημερίδες, αρθρογραφία στο «Ριζοσπάστη», με επιστολές στους πρωθυπουργούς και τους Προέδρους της Γερμανίας.

Αξιοποιώντας αυτήν την πλούσια πείρα το ΚΚΕ και η ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ, θα αναλάβουν νέες πρωτοβουλίες το επόμενο διάστημα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και θέλουμε να ενημερώσουμε πως άμεσα θα κατατεθεί Ψήφισμα – Γραπτή Δήλωση των ευρωβουλευτών του ΚΚΕ στο Ευρωκοινοβούλιο, ζητώντας να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές επανορθώσεις που οφείλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στη χώρα μας.

Αθήνα, 27/6/2014

Η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ, Κώστας Παπαδάκης, Σωτήρης Ζαριανόπουλος

ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ, Χρήστος Τσιντζιλώνης, πρόεδρος».

ριζοσπάστης

Advertisement

Αθήνα και πάλι Αθήνα (σαν και πέρσι τέτοια μέρα)

Σαν και πριν ένα χρόνο τέτοια μέρα λοιπόν:

Αθήνα και πάλι Αθήνα!


σημειώσεις για το δεκέμβρη του ’44

«…Παρίσι και Μόσχα βαθιά τιμημένα 

Αθήνα Βαρκελώνη που βάφτηκαν μ’ αίμα…»

*

«…Χάρη στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Γαλλίας από το 1789, διαμορφώθηκε εδώ και πενήντα χρόνια μια τέτοια κατάσταση στο Παρίσι, που καμία επανάσταση δεν μπορούσε να ξεσπάσει σ’ αυτό χωρίς να πάρει προλεταριακό χαρακτήρα, έτσι που το προλεταριάτο, που είχε κερδίσει τη νίκη με το αίμα του, εμφανίστηκε ύστερα από τη νίκη με τις δικές του διεκδικήσεις. Αυτές οι διεκδικήσεις ήταν λίγο πολύ ακαθόριστες, ακόμη και μπερδεμένες, ανάλογα με τον κάθε φορά βαθμό ανάπτυξης των Παρισινών εργατών. Τελικά όμως όλες έτειναν προς την κατάργηση της ταξικής αντίθεσης ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες και τους εργάτες. Είναι αλήθεια ότι δεν ήξεραν πώς έπρεπε να γίνει αυτό. Ωστόσο, αυτή η διεκδίκηση, όσο ακαθόριστα κι αν ήταν ακόμα διατυπωμένη, έκλεινε μέσα της μια απειλή για το κοινωνικό καθεστώς που υπήρχε. Οι εργάτες που την πρόβαλαν ήταν ακόμα οπλισμένοι. Γι’ αυτό, για τους αστούς που κρατούσαν το τιμόνι του κράτους , πρωταρχική προσταγή ήταν να αφοπλιστούν οι εργάτες. Κι έτσι, ύστερα από κάθε επανάσταση που κέρδιζαν οι εργάτες, ξεσπάει ένας νέος αγώνας που τελειώνει με την ήττα των εργατών…»

(Ένγκελς, Εισαγωγή στο Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, σελ. 9, ΣΕ 2000)

*

«…Το Παρίσι όμως δεν μπορούσε να κάνει άμυνα χωρίς να οπλιστεί η εργατική τάξη του, χωρίς να μετατραπεί σε αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη και χωρίς να εκπαιδεύσει τις γραμμές της στρατιωτικά με τον ίδιο πόλεμο. Μα όταν το Παρίσι είναι οπλισμένο, αυτό σημαίνει να είναι οπλισμένη η ίδια η επανάσταση. Μιά νίκη του Παρισιού ενάντια στον Πρώσο επιδρομέα θα ήταν μια νίκη του Γάλλου εργάτη ενάντια στο Γάλλο κεφαλαιοκράτη και στα κρατικά του παράσιτα. Μπρος στο δίλημμα να διαλέξει ανάμεσα στο εθνικό καθήκον και στο ταξικό συμφέρον, η κυβέρνηση της εθνικής άμυνας δε δίστασε ούτε στιγμή – μετατράπηκε σε κυβέρνηση εθνικής προδοσίας…»

(Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, σελ. 42-43, ΣΕ)

***

…Μα όταν η Αθήνα ήταν οπλισμένη, αυτό σήμαινε να είναι οπλισμένη η ίδια η επανάσταση. Η νίκη της Αθήνας ενάντια στον Γερμανό επιδρομέα ήταν μια νίκη του Έλληνα εργάτη ενάντια στον Έλληνα κεφαλαιοκράτη και στα κρατικά του παράσιτα, νίκη επίσης του εργαζόμενου λαού ενάντια στον βρετανικό ιμπεριαλισμό που ήθελε τη χώρα προσαρτημένη στη «σφαίρα» της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του …

…Όπως και την παραμονή της παρισινής κομμούνας ήταν πρωταρχικό μέλημα της γαλλικής αστικής τάξης ο αφοπλισμός του παρισινού προλεταριάτου, που είχε εξοπλιστεί γιά να αντιμετωπίσει την πρωσσική επιδρομή, έτσι και την επόμενη μέρα από την απελευθέρωση της Αθήνας ήταν πρωταρχικό μέλημα της ελληνικής αστικής τάξης και του βρετανικού ιμπεριαλισμού ο αφοπλισμός του ελληνικού λαού που είχε πάρει τα όπλα για να αντισταθεί στη φασιστική – ναζιστική τριπλή κατοχή…

…Και όπως το «έναυσμα» για την εξέγερση της κομμούνας του Παρισιού το έδωσε η απόπειρα της αστικής κυβέρνησης να αφοπλίσει την εθνοφυλακή των παρισινών εργατών, έτσι και το «έναυσμα» της εξέγερσης του Δεκέμβρη το έδωσε η απαίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Βρετανών «προστατών» της για τον μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. (Απαίτηση της οποίας είχε προηγηθεί η κυβερνητική άρνηση γιά τη συγκρότηση εθνικού τακτικού στρατού με την ισότιμη συμμετοχή όλων των αντιστασιακών οργανώσεων και την διάλυση των φασιστικών – δοσιλογικών οργανώσεων. Και η οποία απαίτηση «επισφραγίστηκε» με το αιματοκύλισμα του άοπλου λαού στην πλατεία Συντάγματος στις 3 και 4 Δεκέμβρη του 44, με τον εξοπλισμό επίσης των δοσιλογικών συμμοριών για να χτυπήσουν το λαό)…

…Όπως το παρισινό προλεταριάτο, που είχε κερδίσει τη νίκη με το αίμα του, εμφανίστηκε ύστερα από τη νίκη με τις δικές του διεκδικήσεις, έτσι και ο ελληνικός λαός, το προλεταριάτο της Αθήνας κι οι εργαζόμενοι σε όλη την έκταση της χώρας, που είχαν κερδίσει με το αίμα τους την εθνική λευτεριά, εμφανίστηκαν μετά την απελευθέρωση με τις δικές τους διεκδικήσεις…

…Και όπως και στη μιά περίπτωση, έτσι και στην άλλη, οι διεκδίκησεις αυτές, όσο «ακαθόριστες» κι αν ήταν, όσο «ακαθόριστο» κι αν ήταν το πώς θα γίνουνε πράξη, έκλειναν μέσα τους μιά οριστική απειλή για το ταξικό – εκμεταλλευτικό κοινωνικό καθεστώς.  Στην περίπτωση μάλιστα της Ελλάδας, πρόκειται για διεκδικήσεις μιας γερά συγκροτημένης συμμαχίας των εργατών με τα εργαζόμενα στρώματα της υπαίθρου. Έτσι, και στη μια περίπτωση και στην άλλη «για τους αστούς που κρατούσαν το τιμόνι του κράτους πρωταρχική προσταγή ήταν να αφοπλιστούν οι εργάτες», αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας: και τα εργαζόμενα στρώματα της υπαίθρου…

…Και γι’ αυτό, ενώ στο Παρίσι ήταν αρκετή για τη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας και γιά τη «λήξη» του εμφυλίου πολέμου η ήττα και η σφαγή των Παρισινών εργατών, στην Ελλάδα για την σταθεροποίησή της δεν αρκούσε η νίκη της στη μάχη του Δεκέμβρη του 44 και ο αφοπλισμός που ακολούθησε τη συμφωνία της Βάρκιζας το Φλεβάρη του 45. Για τη σταθεροποίησή της χρειαζόταν να ξεριζώσει από όλη την έκταση της χώρας κάθε τι που είχε στερεωθεί σαν φύτρο της λαϊκής εξουσίας στα χρόνια της εθνικής αντίστασης, και αυτό το σκοπό δεν θα μπορούσε να τον πετύχει χωρίς το μαζικό εξανδραποδισμό των αγωνιστών του λαϊκού κινήματος και των οικογενειών τους αμέσως μετά τον αφοπλισμό του λαού. Και ήταν η υλοποίηση αυτής της «ανάγκης» της άρχουσας τάξης που έδωσε ξανά το «έναυσμα» για τον εμφύλιο πόλεμο του 1946 – 1949…

…Ισπανία 1936, ο πρόλογος – Ελλάδα 1949, ο επίλογος του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου.


Παλιές αντιπαραθέσεις σε νέες συνθήκες

     Ένα ζήτημα που έχει, με αρκετά ιδιόμορφο τρόπο, βγει στην επιφάνεια της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, είναι το ζήτημα της εκτίμησης για το χαρακτήρα και τον βαθμό ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, για τη θέση του στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, και για τον κατά συνέπεια χαρακτήρα του επαναστατικού ξεπεράσματός του.

     Η ιδιομορφία βρίσκεται στο γεγονός, ότι καθώς φυσικά το ζήτημα αυτό δεν είναι καινούργιο για το κομμουνιστικό κίνημα, σε ορισμένες περιπτώσεις η «επίλυσή» του παίρνει τη μορφή της «προβολής» των συνθηκών του παρόντος σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους είτε, αντίστροφα, τη μορφή προβολής των προγενέστερων πραγματικών συνθηκών και θεωρητικών επεξεργασιών στις σημερινές συνθήκες.

     Δεν είναι σκοπός αυτού εδώ του σημειώματος η βαθύτερη και αναλυτική μελέτη του ζητήματος όπως τοποθετήθηκε και απαντήθηκε για πρώτη φορά πριν από αρκετές δεκαετίες και συγκεκριμένα κατά την δεκαετία του 1930. Σκοπός του είναι η επισήμανση ορισμένων πλευρών της σημερινής τοποθέτησης του ζητήματος και της αντιπαράθεσης γύρω από αυτό, η οποία όμως αναγκαστικά «παρασύρει» σε ορισμένες αναδρομές και εκτιμήσεις γύρω από το παρελθόν. 

     Στο πλαίσιο της σχετικής αντιπαράθεσης σήμερα, οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ για το βαθμό ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και την διεθνή θέση του,  καθώς και για τον αναγκαίο χαρακτήρα του άλματος που απαιτείται για το ξεπέρασμα του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, γίνονται από ορισμένες πλευρές αντικείμενο κριτικής χαρακτηριζόμενες ως εγκατάλειψη των παλιότερων επεξεργασιών του, σύμφωνα με τις οποίες η επικείμενη επανάσταση θα είχε «αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής της σε σοσιαλιστική». Ότι επίσης στην ίδια βάση απεμπολούνται από το ΚΚΕ οι θέσεις και εκτιμήσεις του για την εξαρτημένη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και κατά συνέπεια το πρόταγμα της εθνικής ανεξαρτησίας

     Από την πλευρά πάλι των θεωρητικών επεξεργασιών του ΚΚΕ, πέρα από τις εκτιμήσεις του τις σχετικές με την σημερινή πραγματικότητα, εμφανίζονται ιστορικές αναλύσεις που θέτουν ερωτήματα γύρω από την ορθότητα της τοποθέτησης του ζητήματος κατά τη δεκαετία του ’30, που σημάδεψε βέβαια και τις δεκαετίες που ακολούθησαν.    

     Το ερώτημα, που κατά τη γνώμη μου τίθεται γενικά, είναι από τη μια (και αυτό αφορά τους επικριτές του ΚΚΕ), κατά πόσο μια θέση που ανταποκρινόταν στις συνθήκες μιας ορισμένης περιόδου μπορεί ή πρέπει να ανταποκρίνεται και στις συνθήκες μιας μεταγενέστερης περιόδου ύστερα από μερικές δεκαετίες.  Και από την άλλη, αντίθετα (και αυτό αφορά το ΚΚΕ), κατά πόσο οι εκτιμήσεις της παρούσας ιστορικής περιόδου μπορούν ή πρέπει να προβάλλονται ως ορθές εκτιμήσεις και για μια προηγούμενη ιστορική περίοδο, συγκεκριμένα των δεκαετιών του ’30, ’40 καθώς και των μεταπολεμικών και μετεμφυλιοπολεμικών χρόνων.  

 

     Ας ξεκινήσουμε από τη δεύτερη πλευρά του ερωτήματος:

     Σύμφωνα με ορισμένες ιστορικές αναλύσεις θεωρείται, ότι οι συμβιβασμοί του Λιβάνου και της Καζέρτας κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης, οι αυταπάτες και οι δισταγμοί γύρω από το ζήτημα της εξουσίας οι σχετικοί και με την τελική έκβαση του αγώνα κατά την ίδια περίοδο, οφείλονται εκτός άλλων παραγόντων και στην υιοθέτηση, από την 6η Ολομέλεια της ΚΕ και το 5ο Συνέδριο του Κόμματος το 1934, των θέσεων για  επανάσταση «αστικοδημοκρατική με τάση γρήγορης μετατροπής της σε σοσιαλιστική». Σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, ο θεωρητικός «εξοπλισμός» με προϋπάρχουσες κομματικές επεξεργασίες και παραδοχές για τον προλεταριακό χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης θα είχε αποτρέψει τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης και θα μπορούσε να συμβάλει σε διαφορετική έκβασή του. 

     Σε σχέση όμως με αυτά, τίθεται το ερώτημα, για ποιο λόγο ο «αστικοδημοκρατικός και γρήγορα σοσιαλιστικός» χαρακτήρας της επανάστασης, που κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα εκφράστηκε με το σύνθημα, το στόχο και, στην Ελεύθερη Ελλάδα, με την πραγματικότητα των βάσεων της λαοκρατίας, της λαϊκής δημοκρατίας, να επιτρέψει τέτοιους συμβιβασμούς, δισταγμούς και αυταπάτες; 

     Στη βάση ποιας λογικής μπορεί να θεωρηθεί, ότι για την υπαγωγή του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του βρετανικού ιμπεριαλισμού υπαίτια είναι η θεωρητική και πρακτική υιοθέτηση αυτού του «χαρακτήρα» της επανάστασης, που βρήκε πλήρη έκφραση στον εθνικοαπελευθερωτικό και λαϊκοδημοκρατικό χαρακτήρα του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης και όχι ακριβώς η παραβίαση και αθέτηση αυτού του χαρακτήρα;  Και πρώτα-πρώτα, ή αθέτηση όχι του χαρακτήρα της επανάστασης ως αστικοδημοκρατικού (με τάσεις κλπ), αλλά η αθέτηση του αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα (με τάσεις κλπ) ως επανάστασης… Και μάλιστα ως επανάστασης, που κινητήριες δυνάμεις της είναι πρώτα απ’ όλα η εργατική τάξη, «ως προϋπόθεση της νίκης της εργατοαγροτικής επανάστασης και της γρήγορης μετατροπής της σε σοσιαλιστική», σε συμμαχία, όχι με την «ιστορικά ανίκανη» αστική τάξη αλλά, με την φτωχομεσαία αγροτιά. 

     Σε ποια βάση ο τέτοιος χαρακτήρας της επανάστασης  (που σε τελική ανάλυση το κεντρικό του περιεχόμενο συνίσταται ακριβώς στη «γρήγορη μετατροπή» και στη διαδικασία της), μπορεί να θεωρηθεί «υπαίτιος» αυτός, κι όχι η οπισθοχώρηση πίσω από αυτόν τον χαρακτήρα , για τις συμφωνίες του Λίβανου και της Καζέρτας, την παραγνώριση των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων της Βρετανίας μέσα στο πλαίσιο της αντιφασιστικής συμμαχίας κατά τη διεξαγωγή του πολέμου, την κυριάρχηση της «αυταπάτης» ότι ήταν δυνατόν να υπάρξει εθνική απελευθέρωση και λαϊκή δημοκρατία κάτω από την ηγεσία του βρετανικού ιμπεριαλισμού;

     Το ότι σε μια ορισμένη στιγμή  (την στιγμή πρώτα απ’ όλα που τέθηκε το ζήτημα της επικύρωσης της Συμφωνίας του Λιβάνου στα όργανα του λαϊκού κινήματος, τα οποία ήταν ήδη και όργανα λαϊκής εξουσίας) απαιτούνταν ένα άλμα σε σχέση με τις συμμαχίες, το ότι σε αυτήν την ορισμένη στιγμή όφειλε να εκτυλιχθεί μια πράξη της διαδικασίας του «γρήγορου περάσματος» από τον «αστικοδημοκρατικό» στον «σοσιαλιστικό» χαρακτήρα της εργατοαγροτικής επανάστασης, πράξη η οποία στη δοσμένη στιγμή θα προσέδινε ευρύτερο και βαθύτερο αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο στον αντιφασιστικό αγώνα και στις λαοκρατικές πολιτικές μορφές της λαϊκής εξουσίας, αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το καίριο ζήτημα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.  

     Διαφορετικά, και η υιοθέτηση του «σοσιαλιστικού χαρακτήρα της επανάστασης», ακόμα κι αν ανταποκρινόταν πλήρως στην ιστορική πραγματικότητα, καμιά πρόσθετη πρακτική «εγγύηση» δεν θα μπορούσε να παρέχει απέναντι στην πιθανότητα τέτοιων θεμελιωδών συμβιβασμών, μέσα στο συνολικό πλαίσιο της διεξαγωγής του αντιφασιστικού πολέμου όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.     

 

     Πριν φτάσουμε στο σήμερα, πρέπει επίσης να σημειώσουμε τα εξής:

     Πρώτον, κατά τη γνώμη μου, το ζήτημα περιπλέκεται από τη σχηματικότητα με την οποία συχνά γίνονται κατανοητά οι εκτιμήσεις και  οι «ταξινομήσεις» των ιστορικών συνθηκών και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτές, με άλλα λόγια, όταν οι διαφορετικές κατηγορίες «χαρακτήρα» και καθηκόντων δεν αντιμετωπίζονται από το πρίσμα των καθηκόντων της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας η διαδοχή των ζητημάτων που έρχονται στο πρακτικό προσκήνιο ζητώντας επίλυση δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρείται ταυτόσημη με την διαδοχή τους στο πεδίο της θεωρητικής αφαίρεσης και της αποτύπωσης της σε κομματικά ντοκουμέντα και αποφάσεις.

     Και αυτή η «σχηματικότητα» μπορεί να εμφανιστεί και να επιβληθεί στην πρακτική αντιμετώπιση των καθηκόντων είτε πρόκειται για την περίπτωση «σταδίων» στο πλαίσιο μιας ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, είτε πρόκειται για τη σχέση απλά της τακτικής με τη στρατηγική, όπου από μια άποψη η τακτική  πρακτικά αποκτά την ίδια σημασία που μπορεί να αναγνωριστεί και σε ένα καθορισμένο «στάδιο» και στη σχέση του με την επόμενη βαθμίδα ανάπτυξης της όλης διαδικασίας: διότι είναι πρώτα απ’ όλα ζήτημα σχέσης. Σαν παράδειγμα για αυτή την δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε να χρησιμεύσει από ορισμένες απόψεις η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή τη δεκαετία του ’70. 

     Δεύτερον, πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί, ότι από την «φύση των πραγμάτων», οι ρυθμοί εξέλιξης της πραγματικότητας δεν μπορούν παρά να είναι διαφορετικοί από τους ρυθμούς μεταβολής της γενικής πολιτικής τους εκτίμησης: Η εκτίμηση της δεκαετίας του ’30 για τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα, των οποίων η επίλυση καθυστερεί, και για την καθυστέρηση στον βαθμό ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, μπορεί να διατηρεί την αξία και την επικαιρότητά της και κατά τη δεκαετία του ’50 ακόμα και του ’60. Όμως ταυτόχρονα, καθώς στη διάρκεια αυτών των δύο δεκαετιών ο καπιταλισμός αναπτύσσεται, κι ενώ η γενική εκτίμηση δεν παύει αναγκαία να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όμως ταυτόχρονα η κίνηση της πραγματικότητας μέρα με την ημέρα αδιόρατα ξεπερνά ολοένα την γενική εκτίμησή της, μέχρι τη στιγμή που η μεταβολή θα εμφανιστεί σαν μεταβολή ριζική, και η θεωρητική εκτίμηση θα έχει ξεπεραστεί οριστικά, οφείλοντας να αντικατασταθεί από μια νέα.   

 

     Αυτό που, νομίζω, διαφεύγει, ουσιαστικά και από τις δυο «πλευρές» της όλης ιδεολογικής αντιπαράθεσης, είναι ο χαρακτήρας της «μεταπολίτευσης», και ρόλος της ακριβώς στην οριστικοποίηση των νέων συνθηκών. 

     Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της κοινωνικής – ιστορικής εξέλιξης στην Ελλάδα, δηλαδή λόγω της αρχικής καθυστέρησης στην καπιταλιστική ανάπτυξη και των εσωτερικών συμβιβασμών της άρχουσας τάξης, λόγω του βαθμού της πολιτικοοικονομικής της εξάρτησης, λόγω της έκβασης της ταξικής πάλης κατά τη δεκαετία του ’40 και του αντιδραστικού χαρακτήρα του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους των «νικητών», λόγω επίσης της αδυναμίας του αστικού πολιτικού συστήματος προδικτατορικά να κάνει βήματα εκσυγχρονισμού του χωρίς να διακυβεύεται η ίδια του η σταθερότητα, επειδή για τον ίδιο λόγο ορισμένες ανάγκες του αστικού εκσυγχρονισμού αναγκάστηκαν να ικανοποιηθούν με την πιο αντιδραστική δυνατή πολιτική μορφή της αστικής εξουσίας, τη φασιστική δικτατορία 67-74, για όλους αυτούς τους λόγους  λοιπόν οι καθυστερημένες «αστικοδημοκρατικές» εκκρεμότητες της δεκαετίας του ’30, έφτασαν με μορφή διαστρεβλωμένη και οξυμένη άλυτες σε μεγάλο βαθμό μέχρι το 1974. 

 

     Η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 ήταν αντιφασιστική –  αντιιμπεριαλιστική. Η μεταπολίτευση του 1974, κάτω από τη βαριά σκιά της εξέγερσης και της κυπριακής προδοσίας, αποτέλεσε αφετηρία της τελικής ολοκλήρωσης του αστικού εκσυγχρονισμού με πλήρη τυπική αστικοδημοκρατική μορφή για πρώτη φορά μετά το 1936.  Η ανάληψη της κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ  το 1981 προχώρησε αυτόν τον αστικό εκσυγχρονισμό, αφενός πέρα από τα πολιτικά όρια τα οποία αδυνατούσε  να υπερβεί  η «μεταπολιτευτική» ΝΔ, καταφέρνοντας  έτσι επίσης να αποκτήσει για λογαριασμό της άρχουσας τάξης (επίσης για πρώτη φορά από το 1936) σε σχετικά επαρκή βαθμό τον έλεγχο του λαϊκού κινήματος, υποτάσσοντας το στη στρατηγική του μονοπωλιακού κεφαλαίου, «επικυρώνοντας» ως κυβέρνηση την παραμονή της χώρας στο ΝΑΤΟ και την τότε εντελώς πρόσφατη (1980) ένταξή της στην ΕΟΚ,  βάζοντάς την οριστικά στην τροχιά του ευρωενωσιακού μονόδρομου, ο οποίος ήδη ολοκλήρωσε έναν πρώτο ιστορικό κύκλο με τον «θρίαμβο» της καπιταλιστικής κρίσης και των «μνημονίων».

 

     Το σίγουρο όμως είναι, πώς σε συνδυασμό με την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, η Ελλάδα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 βρισκόταν πιά σε μια νέα ιστορική περίοδο, με την κάθε «αστικοδημοκρατική εκκρεμότητα» του παρελθόντος «επιλυμένη» με τον τρόπο που «επιλύθηκε». Και όχι βέβαια με «γρήγορη μετατροπή» της (εν προκειμένω) μεταρρυθμιστικής διαδικασίας σε «σοσιαλιστική»,  αλλά με «γρήγορη» όξυνση των αντιθέσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που ήδη έχουν καταστήσει αντικειμενικά επίκαιρη και αναγκαία την επίλυσή τους.

     Αυτή η επίλυση «μπορεί να συνίσταται μόνο, στο ότι αναγνωρίζεται έμπρακτα η κοινωνική φύση των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, στο ότι επομένως ο τρόπος της παραγωγής,  ιδιοποίησης και ανταλλαγής τίθεται σε αρμονία με τον κοινωνικό χαρακτήρα των παραγωγικών μέσων. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο διαμέσω του ότι η κοινωνία ανοιχτά και χωρίς περιστροφές καταλαμβάνει την κατοχή των παραγωγικών δυνάμεων των ωριμασμένων τόσο ώστε να μην επιδέχονται οποιαδήποτε άλλη διεύθυνση εκτός από τη δική της» (Ένγκελς, Αντι Ντύρινγκ & Η εξέλίξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη).