Ο δείκτης της ωριμότητας
Δημοσιεύθηκε: 2023/03/29 Filed under: Uncategorized | Tags: πολιτική, ένγκελς, δημοκρατία, εκλογές, θεωρία, ιστορία, μαρξ Σχολιάστε«Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος …» (Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, σελ. 214, ΣΕ 1995)
*
Περισσότερο «κλασική» κι από την παραπάνω κλασική φράση του Ένγκελς είναι η επιλεκτική της παράθεση και επίκληση με την κάθε επαναλαμβανόμενη επικαιρική αφορμή, με άλλα λόγια στις παραμονές των εκάστοτε επικείμενων εκλογών, προκειμένου – κατά τις προθέσεις – να αντιπαρατεθεί σε ενδεχόμενες εκλογικές αυταπάτες των εργαζομένων, «καταντώντας» όμως κάποτε η απομόνωσή της από τα «συμφραζόμενα» να αναγορεύει σε «εκλογική αυταπάτη» την ίδια τη σημασία της εκάστοτε εκλογικής μάχης.
Η επιλεκτική απομόνωση της «φράσης» καταλήγει έτσι, στην καλύτερη περίπτωση, στο ερώτημα: τι αξία λοιπόν έχει το γενικό δικαίωμα ψήφου αν δεν είναι τίποτα άλλο παρά «ο δείκτης της ωριμότητας» και αν «περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ»; Και τι αξία έχει κι αυτή η – εκ των προτέρων εννοείται: παθητική – εκλογική αποτύπωση «του δείκτη ωριμότητας», αφού σε αυτήν αρχίζει και τελειώνει η όποια αξία του γενικού δικαιώματος ψήφου, που τίποτα περισσότερο δεν μπορεί να σημαίνει εκτός από αυτή την αποτύπωση, αν μάλιστα κι αυτή με τη σειρά της εξαντλείται στον ίδιο της τον εαυτό;
Πριν, όμως, από κάθε σχετικά εκτεταμένη θεωρητική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα, θα αρκούσε γι’ αυτό τον σκοπό να δοθούν απαντήσεις σε ορισμένα ερωτήματα περισσότερο «πρακτικά», προερχόμενα από την παλαιότερη και από την πιο σύγχρονη ιστορική πείρα.
Ερωτήματα όπως αυτά:
Υπήρξε το 1914 «παθητικός» έναντι της ταξικής πάλης ο δείκτης ωριμότητας της εργατικής τάξης όταν ένας μόνο βουλευτής, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ηρωικά εξέφρασε αυτόν τον «δείκτη» καταψηφίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού στις απαρχές του Α΄ ιμπεριαλιστικού Παγκοσμίου Πολέμου; Υπάγεται αυτή η «κοινοβουλευτική» στάση του στην, επί της ουσίας, ταυτολογική θεώρηση του «δείκτη ωριμότητας της εργατικής τάξης» ως «τίποτα παραπάνω από δείκτη ωριμότητας της εργατικής τάξης» ή, αντίθετα, αποτέλεσε ενεργητικό παράγοντα της ταξικής πάλης, που διατηρεί ως και σήμερα άσβεστη την αξία του;
Θα ήταν ίδια η ανάπτυξη της ταξικής πάλης των εργαζομένων στην Ελλάδα, αν το 1963 ένας και μόνο βουλευτής, ένας και μόνο εκφραστής του «δείκτη της ωριμότητας της εργατικής τάξης», ο Γρηγόρης Λαμπράκης, δεν είχε σηκώσει στις πλάτες του ολόκληρη την Α΄ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης, προχωρώντας την ταξική πάλη 42 έστω χιλιόμετρα πιο μπροστά από το σημείο όπου βρισκόταν ως εκείνη τη μέρα;
Το 1992, η καταψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τους 7 βουλευτές του ΚΚΕ [1] εξέφρασε απλώς παθητικά έναν «δείκτη ωριμότητας» ή αποτέλεσε ενεργό, καταλυτικό όρο για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, εξακολουθώντας να επιδρά σ’ αυτήν και στη συνέχισή της μέχρι τις μέρες μας;
*
Θα μπορούσαν να προστεθούν κι άλλα παρόμοια ερωτήματα, αποσπασμένα καταρχήν από οποιαδήποτε θεωρητικολογία, και ικανά με τη σειρά τους να θεμελιώσουν (στο έδαφος της πράξης) κάθε θεωρητικολογία ή, με άλλα λόγια, να τοποθετήσουν κάθε θεωρητικολογία στις πραγματικές, σωστές της διαστάσεις.
Στις διαστάσεις της εκείνες που αναδείχνουν τη σημασία και την αξία του εκλογικού «δείκτη της ωριμότητας» της εργατικής τάξης, που με τη σειρά του τον ίδιο αυτό «δείκτη της ωριμότητας» τον αναδείχνουν σε κάτι περισσότερο, σε παράγοντα ωριμάσματος: Σε «δείκτη» που, – δυνητικά ως την κορύφωση της ταξικής πάλης -, βρίσκεται σε αντιπαράθεση και έρχεται σε σύγκρουση με την «αναγνώριση του κοινωνικού καθεστώτος που υπάρχει σαν του μόνου δυνατού», σε αντιπαράθεση και σε σύγκρουση με τον προδιαγεγραμμένο ρόλο «ουράς της τάξης των καπιταλιστών», εντός του οποίου ρόλου οριοθετεί το εκλογικό δικαίωμα των εργαζομένων η αστική τάξη στις συνθήκες της δημοκρατίας «της».
Ή σύμφωνα με τα λόγια του Ένγκελς, σύμφωνα με ολόκληρο τον συλλογισμό:
«Και τέλος η ιδιοκτήτρια τάξη κυριαρχεί άμεσα μέσω του γενικού εκλογικού δικαιώματος [2]. Όσο η καταπιεζόμενη τάξη, δηλαδή στην περίπτωσή μας το προλεταριάτο, δεν είναι ακόμα ώριμο για την αυτοαπελευθέρωσή του, θα αναγνωρίζει στην πλειοψηφία του το κοινωνικό καθεστώς που υπάρχει σαν το μόνο δυνατό, και πολιτικά θα είναι ουρά της τάξης των καπιταλιστών, η άκρα αριστερή της πτέρυγα. Στο μέτρο όμως που ωριμάζει για την αυτοαπελευθέρωσή του, συγκροτείται σε δικό του κόμμα, εκλέγει τους δικούς του εκπροσώπους και όχι τους εκπροσώπους της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος, αλλά κι αυτό φτάνει. Την ημέρα που το θερμόμετρο του γενικού δικαιώματος ψήφου θα δείχνει στο σημείο του βρασμού ανάμεσα στους εργάτες, θα ξέρουν κι αυτοί, όπως και οι κεφαλαιοκράτες [3], τι να κάνουν» (Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, σελ. 214, ΣΕ 1995).
—————————————-
[1] Για την ιστορία, η Συνθήκη του Μάαστριχτ ψηφίστηκε το 1992 από τους βουλευτές της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ. Την καταψήφισαν οι 7 βουλευτές τότε του ΚΚΕ καθώς και η μοναδική βουλευτής των «Οικολόγων – Εναλλακτικών» (Κ. Ιατροπούλου), ενώ «παρών» ψήφισε ένας βουλευτής του ΠΑΣΟΚ (Σ. Βαλυράκης).
[2] Σημείωση δική μου: Ή με τα λόγια του Μαρξ: «Η αστική κυριαρχία, σαν απόρροια και αποτέλεσμα του γενικού εκλογικού δικαιώματος, σαν εκφρασμένη πράξη της κυρίαρχης θέλησης του λαού – αυτό είναι το νόημα του αστικού συντάγματος» (Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, σελ. 153, ΣΕ 2000).
[3] Σημείωση δική μου: Όπου το γενικό εκλογικό δικαίωμα μετατρέπεται σε διακινδύνευση της αστικής κυριαρχίας και η αστική τάξη «ομολογεί»: «Η δικτατορία μας κράτησε ως τώρα χάρη στη θέληση του λαού, και πρέπει τώρα να στερεωθεί ενάντια στη θέληση του λαού» (στο ίδιο).
αν η αποχή μπορούσε ν’ αλλάξει τα πράγματα κλπ
Δημοσιεύθηκε: 2019/06/06 Filed under: Uncategorized | Tags: πολιτική, ΚΚΕ, εκλογές 1 σχόλιοΣε μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου οι εκλογικοί κατάλογοι των ευρωεκλογών του Μάη 2019 περιλαμβάνουν 10.074.898 εγγεγραμμένους, η συμμετοχή 5.920.404 ψηφισάντων εμφανίζει ένα ποσοστό αποχής σχεδόν 42%, για την ακρίβεια 41,24%.
10.074.898 εγγεγραμμένοι είναι όμως υπερβολικός αριθμός για μια χώρα που στην απογραφή του 2011 εμφάνισε συνολικό «μόνιμο πληθυσμό» 10.816.286 ατόμων και «νόμιμο πληθυσμό» 9.904.286. Με αυτά τα πληθυσμιακά δεδομένα, και επίσης με το δεδομένο ότι στον παραπάνω «μόνιμο πληθυσμό» οι ηλικίες 0-19 ετών ανέρχονταν το 2011 σε 2.122.544 ανθρώπους, θα μπορούσε να εκτιμηθεί ότι όσοι πραγματικά έχουν δικαίωμα ψήφου (από 17 ετών και άνω) ανέρχονται σε περίπου 8.200.000 άτομα, και ότι συνεπώς το πραγματικό ποσοστό της αποχής είναι περίπου 28%. Δεν πρόκειται για προσπάθεια «υποτίμησης», αλλά για προσπάθεια αναγνώρισης των πραγματικών διαστάσεων της αποχής. Άλλωστε, με τα παραπάνω δεδομένα, ένα ποσοστό αποχής 28% σημαίνει αμέσως-αμέσως ότι σχεδόν 2.300.000 άτομα απείχαν από τις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου.
Παραπέρα, για την αναγνώριση του πραγματικού ποσοτικού μεγέθους της αποχής, αλλά και για την αναγνώριση του πολιτικού «περιεχομένου» αυτού του μεγέθους, των τάσεων και διακυμάνσεών του, πιο χρήσιμος και πιο ασφαλής από την αναφορά σε ποσοστά είναι ο δείκτης των απόλυτων αριθμών που προκύπτουν από τη διαφορά του αριθμού των ψηφισάντων ανάμεσα στο εκάστοτε προηγούμενο και επόμενο εκλογικό αποτέλεσμα.
Βάσει των αποτελεσμάτων των εθνικών εκλογών από το 1993 έως και το 2015 προκύπτει ο ακόλουθος «δείκτης»:
Το 1993 ψήφισαν 7.019.925 (με εμφανιζόμενο ποσοστό συμμετοχής 79,21%).
Το 1996 η συμμετοχή μειώθηκε κατά 239.876 (6.780.049 ψηφίσαντες).
Το 2000 οι ψηφίσαντες αυξάνονται κατά 87.962 και το 2004 αυξάνονται κατά 705.357 φτάνοντας τους 7.753.368, τον υψηλότερο αριθμό της περιόδου 1993-2015.
Το 2007 οι ψηφίσαντες μειώνονται κατά 218.491, το 2009 μειώνονται ξανά κατά 310.205 άτομα, το Μάιο του 2012 ψηφίζουν ακόμα 567.929 λιγότεροι και τον Ιούνιο 2012 ο αριθμός των ψηφισάντων μειώνεται κατά ακόμα 260.315 άτομα.
Τον Ιανουάριο 2015 ο αριθμός των ψηφισάντων αυξάνεται κατά 113.890.
Τέλος, τον Σεπτέμβριο 2015 ψηφίζουν συνολικά 5.567.483, δηλαδή 762.835 λιγότεροι σε σύγκριση με τον Ιανουάριο.
***
Αν θεωρούσαμε σταθερό κάθε πληθυσμιακό δεδομένο θα συμπεραίναμε ότι από το 1993 έως τον Σεπτέμβριο του 2015 η αποχή αυξήθηκε κατά (7.019.925 – 5.567.483 =) 1.452.442 ανθρώπους και αν η σύγκριση γίνει με το 2004 τότε προκύπτουν (7.753.368 – 5.567.483 =) 2.186.355 άτομα που απείχαν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, ένας αριθμός που προσεγγίζει τους περίπου 2.300.000 που υπολογίσαμε με βάση τα πληθυσμιακά δεδομένα.
Αν το πολιτικό περιεχόμενο της εκλογικής αποχής συνίστατο στην αφαίρεση της νομιμοποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος, αυτός ο αριθμός θα ήταν πολιτικά «τρομακτικός».
Αν όμως επιχειρήσουμε να εντάξουμε αυτόν τον ίδιο αριθμό μέσα στην πολιτική κίνηση και εξέλιξη αυτών των 22 χρόνων (1993-2015), τότε παίρνουμε σαν αποτέλεσμα έναν αριθμό «τρομακτικό» απλά και μόνο για το μέγεθος της πολιτικά παθητικής και αδρανούς μάζας που αντιπροσωπεύει.
***
Το να συναρτήσουμε μηχανικά την ποσοτική διακύμανση της εκλογικής αποχής με το κεντρικό ή το κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα που έφερνε ή υποτίθεται ότι έφερνε στο προσκήνιο η εκάστοτε εκλογική μάχη, είναι ίσως αδύνατο και αποπροσανατολιστικό. Μπορούμε όμως να καταστρώσουμε το περίγραμμα μιας «ιστορίας της εκλογικής αποχής» αυτών των 22 χρόνων ενταγμένης στη γενικότερη πολιτική ιστορία της ίδιας περιόδου:
Π.χ., Το 1993 «ξαναφεύγει η δεξιά» και ξαναεπιστρέφει το ΠΑΣΟΚ. Στο μεταξύ έχει ψηφιστεί («από όλους»; όχι από όλους!) η Συνθήκη του Μάαστριχτ και ο μονόδρομος – σοκάκι της ΕΟΚ έχει γίνει μονόδρομος – λεωφόρος της ΕΕ.
Τρία χρόνια μετά, το 1996, η χρονική απόσταση δεν είναι ακόμα αρκετή για πολιτικές μεταστροφές. Άλλωστε είναι η στιγμή που τον Παπανδρέου διαδέχεται ο Σημίτης στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ και την Πρωθυπουργία. Κάθε μέλος της οικογένειας αποκτά το κινητό του τηλέφωνο. Η κινητή αυξάνει την ταχύτητα και τον θόρυβο της επικοινωνίας και, μαζί, την ταχύτητα και τον θόρυβο της «ανάπτυξης». Τα τραπεζικά επιτόκια πέφτουν. Αντί να αποταμιεύεις καλύτερα να δανείζεσαι. Ας δούμε τι θα γίνει, ας δούμε τι θα κάνει και ο Σημίτης, ο μεταρρυθμιστής. «Πίστωση χρόνου». Το σκηνικό μάλλον δεν οδηγεί σε εκλογική εγρήγορση. 239.876 λιγότεροι αυτοί που θα πάνε να ψηφίσουν.
Το 2000 στασιμότητα της εκλογικής συμμετοχής με μικρή αύξησή της κατά 87.962. Το 95% τάσσεται στατιστικά κατά του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία κλπ, το «ΠΑΣΟΚ στην εξουσία» ήδη 7 συνεχόμενα χρόνια (τα τέσσερα με Σημίτη), η θέση των εργαζομένων πολιτικά υπονομεύεται, αλλά οι δείκτες του χρηματιστηριακού τζόγου βρίσκονται στο ζενίθ (χάρη και στα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων). Τι να σου κάνει το 95% κατά του πολέμου ενώ και οι ΝΑΤΟϊκοί «χερσαίοι» διέρχονται από το ελληνικό έδαφος; Τι να σου κάνει και 7 χρόνια «πράσινη» κυριαρχία όταν και οι «γαλάζιοι» φοβούνται μην κάνουν κανένα λάθος και χαλάσουν τους «δείκτες της Σοφοκλέους»; Τίποτα να μην αλλάξει! Ούτε και η εκλογική συμμετοχή! ΠΑΣΟΚ και πάλι λοιπόν, αλλά πριν αλέκτωρ λαλήσει επέρχεται το χρηματιστηριακό κραχ. Δεν μας τόλεγες πριν τις εκλογές να σε μαυρίσουμε; Καθοδόν προς το ευρώ.
Τέσσερα χρόνια υπομονή. Αντίο δραχμούλα κλπ κλπ. Αλλά με το που έρχεται η στιγμή της κάλπης (2004) οι εξαπατημένοι επενδυτές παίρνουν εκδίκηση. Αύξηση ψηφισάντων κατά 705.357 και «απαλλαγή» από την αφόρητη κυβέρνηση Σημίτη. (Στο μεταξύ, ολυμπιακά έργα και ανάπτυξη, εθελοντισμός και θυσίες των εργαζομένων για την εθνική υπόθεση, μόνο που τα λεφτά τελειώνουν: θα πέσει κανένα δάνειο να ολοκληρωθεί η λεωφόρος Μαραθώνος ως την ολυμπιάδα, ή θα μείνουμε με τα μπάζα; Ο Καραμανλής το παίρνει το δάνειο τελικά. Ανακούφιση).
Αφόρητος ο Σημίτης το 2004, αλλά γρήγορα αφόρητος κι ο Καραμανλής. Τουλάχιστον μας δίνουν καταναλωτικά δάνεια αντί για μισθό, χρέη αντί για δικαιώματα. Νάναι καλά οι τράπεζες, γιατί αν περιμένεις απ’ τους πολιτικούς… Καλύτερα πρόωρες εκλογές, σκέφτεται ο Καραμανλής. Άραγε φταίει που τελικά είναι «ίδιοι όλοι» και το 2007 πάνε να ψηφίσουν 218.491 λιγότεροι από ό,τι το 2004; Ή είναι που τα γκάλοπ δεν προβλέπουν ακόμα «αλλαγή»;
Αλλά και το 2009 που οι ψηφίσαντες ξαναλιγοστεύουν κατά 310.205 με την «αλλαγή» επί θύραις (Γιώργος!), τι να φταίει; Μάλλον που είναι «όλοι ίδιοι»; Πρόωρες εκλογές ξανά: Σιγά μην κάτσω να πέσει πάνω μου η καταιγίδα που προειδοποιεί η Παπαρήγα, λέει ο Καραμανλής, ο οποίος και έχει προλάβει σε πέντε χρόνια να γίνει επίσης αφόρητος συνεχίζοντας από εκεί που είχε τελειώσει ο Σημίτης. Στο μεταξύ όμως, «λεφτά υπάρχουν», το κλίμα λένε αλλάζει άρδην με το Γιώργο που αμέσως «απελευθερώνει τους σταζιέ από την ομηρία» (απολύει). Και πριν προλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ να επαναλάβει για 12η φορά την πρόταση της προοδευτικής του συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, η καταιγίδα ξεσπά: Βρε να κάνει πρόωρες ο Καραμανλής. Τώρα θα ερχόμουν σαν σωτήρας. Ενώ αντ’ αυτού φεύγω ξένος για πάντα ξένος, τώρα φεύγω.
Ο μονόδρομος της ΕΕ πέφτει με φόρα στα κατσάβραχα της καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονίων. Κεραμίδα στο κεφάλι, πτώση από τα σύννεφα, ξύλο στους πολιτευτές μας, αγανάκτηση. 567.929 λιγότεροι ψηφίζουν το Μάη 2012 και ακόμα 260.315 λιγότεροι τον Ιούνιο 2012, παρ’ όλη την καυτή άνοδο ΣΥΡΙΖΑ το Μάη, τον καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ, την έλλειψη αυτοδυναμίας και τις διερευνητικές εντολές, την «μητέρα όλων των μαχών» στις εκλογές του Ιουνίου που στοιχίζει 257.878 ψηφοφόρους στο ΚΚΕ γιατί δεν ήθελε να σχίσει το μνημόνιο με τη συμφωνία αλλά χωρίς τη συμφωνία των εταίρων, την αντικατάσταση του Παπαδήμου από το Σαμαρά και του Καρατζαφέρη από τον Κουβέλη με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ σταθερά στην «εξουσία» και τους νεοναζί στη βουλή.
Δεν πάει άλλο, πρέπει νάρθει ο ΣΥΡΙΖΑ να καταργήσει τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο. 113.890 περισσότεροι ψηφοφόροι έρχονται στις κάλπες τον Ιανουάριο 2015, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (Καισαριανή και Κούγκι αντίστοιχα), αλλά φευ! οι εταίροι δεν συμφωνούν να σχίσουμε μνημόνιο. Διαπραγμάτευση και κάπιταλ κοντρόλ, τον ΣΥΡΙΖΑ πια τον κλαιν κι οι ρέγκες στα καφενεία, οπότε: δημοψήφισμα με στημένη ερώτηση και αίτηση για τρίτο μνημόνιο μια βδομάδα πριν (προτείνω ΟΧΙ αλλά κάνε θεούλη μου να βγει ΝΑΙ με 1-2% διαφορά). Ο «νεανικός και αγνός ενθουσιασμός» πανηγυρίζει στο Σύνταγμα, αλλά οι πολιτικοί αρχηγοί των «δημοκρατικών κομμάτων» ερμηνεύουν το αποτέλεσμα σαν «ΝΑΙ στην Ευρώπη» και ακυρώνουν τα έγκυρα. Το έγκυρο άκυρο του ΚΚΕ κάπου στο 3%. Η μείωση των ψηφισάντων κατά 762.835 στις εκλογές Σεπτεμβρίου 2015 είναι μάλλον η πιο ερμηνεύσιμη από όλες τις ως τώρα μεταβολές της εκλογικής συμπεριφοράς:
Οι εκλογές που θα αλλάζαν τα πάντα, άλλαξαν μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ… Τίποτα δε μπορεί ν’ αλλάξει με τις εκλογές…
Μάλλον τίποτα δεν αλλάζει με τίποτα, αν κρίνει κανείς απ’ την εξαφάνιση αυτών των 762.835 (και ακόμα περισσότερο των 2.186.355 ολόκληρης της υπερ-20ετίας) όχι μόνο από τις εκλογές αλλά σε γενικές γραμμές από παντού: Αν τέτοιοι αριθμοί είχαν πολιτική παρουσία, μάλλον θα γινόταν αισθητή.
***
Εφόσον κριτήριο της αλήθειας είναι η πράξη, η παραπάνω καταγραφή μάλλον αναδείχνει την αποχή σαν εκλογική αποτύπωση όχι «απονομιμοποίησης» του αστικού πολιτικού συστήματος, αλλά αντίθετα εν λευκώ νομιμοποίησής του με τη μορφή του πολιτικού αναχωρητισμού. Η όποια «απαξίωση του πολιτικού συστήματος» βρίσκει τα όριά της στην ατομική εκλογική συμπεριφορά, αντιστρεφόμενη σε πολιτική αυτοαπαξίωση. Και το σύνολο αυτών των ατομικών εκλογικών συμπεριφορών εμφανίζεται αθροιστικά με τη μορφή μιας μάζας, για την οποία η εκλογική αποχή συνιστά ίσως αφετηρία ίσως συμπλήρωμα ίσως κατάληξη της γενικής πολιτικής αποχής της. Αφού «είναι όλοι ίδιοι», τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά. Κι αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν τα πράγματα θα ήταν παράνομες…
Το ότι «αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν τα πράγμα θα ήταν παράνομες», είναι ένα αληθινό και βαρυσήμαντο απόφθεγμα, που όμως, σαν κάθε γενική αλήθεια, διατρέχει τον κίνδυνο μετατροπής του σε γενική κοινοτοπία, σε «κλισέ» χρήσιμο για πολλών λογιών διαφορετικές και αντιτιθέμενες επιδιώξεις, και του οποίου τη μηχανιστικά «συνεπέστερη» πολιτική έκφραση αποτελεί η θεωρητική απολογητική της αποχής:
Η πράξη είναι κριτήριο ακόμα και της αλήθειας τής εμπειρικά και θεωρητικά «γνωστής», ακόμα και της «πασίγνωστης» αλήθειας ότι «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα, θα ήταν παράνομες».
Της αλήθειας αυτής, της τόσο «πασίγνωστης» ώστε, εκτός από «ριζοσπαστικών» αξιώσεων θεωρητική «θεμελίωση» της αποχής, να χρησιμεύει και για το ακριβώς αντίθετο: σαν θεωρητική «θεμελίωση» τής συμμετοχής τής εγκλωβισμένης στο καθεστώς της πολιτικής εξαγοράς, των «πελατειακών σχέσεων», των προσωπικών εξαρτήσεων, του ρουσφετιού κλπ. Γιατί όχι, αφού οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα καθώς αν μπορούσαν θα ήταν παράνομες κλπ κλπ; Όμως οι αλλαγές στις συνειδήσεις μπορούν να αποτυπωθούν εκλογικά μόνο εφόσον και επειδή οι εκλογές μπορούν να αλλάξουν κάτι, έστω κι αν αυτό το κάτι «περιορίζεται» (που δεν περιορίζεται) στην αποτύπωση της αλλαγής των συνειδήσεων. Ο εγκλωβισμός των συνειδήσεων στα «πράγματα» για τον λόγο ότι οι εκλογές «δεν μπορούν να τα αλλάξουν», δεν επιτρέπει ούτε την αλλαγή των συνειδήσεων ούτε φυσικά την εκλογική αποτύπωση μιας τέτοιας αλλαγής, και αποτελεί την αυτοεκπληρούμενη εγγύηση της αδυναμίας των «πραγμάτων» να αλλάξουν είτε με εκλογές είτε με οποιοδήποτε τρόπο.
Ακόμα πιο εξειδικευμένα χρησιμεύει, και στην πραγματικότητα ευθέως στοχεύει, η «πασίγνωστη» αυτή αλήθεια σαν θεωρητική απολογία της αποχής από την υπερψήφιση των κομμάτων που στόχο τους έχουν ακριβώς την αλλαγή των πραγμάτων. Με άλλα λόγια, σαν θεωρητική απολογία της αποχής από την υπερψήφιση του ΚΚΕ: «Οι εκλογές, λέμε, δεν αλλάζουν τα πράγματα. Και θα πας να ψηφίσεις ακριβώς αυτό; την αλλαγή των πραγμάτων;»
Ας βάλουμε όμως το ερώτημα:
***
Αν το ΚΚΕ δεν βρισκόταν στη βουλή για να καταψηφίσει, μόνο αυτό, τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η έλλειψη αυτή θα αποτελούσε ή όχι απόσυρση της ταξικής αντίθεσης και πάλης από το πολιτικό προσκήνιο και εν λευκώ παραχώρησή του στην μονοφωνία της ολοκληρωτικής αστικής κυριαρχίας ;
Το ίδιο αυτό «στιγμιότυπο» της καταψήφισης του Μάαστριχτ από το ΚΚΕ αποτέλεσε ή όχι μορφή εισδοχής της ταξικής πάλης στο πολιτικό προσκήνιο έχοντας αφήσει από τότε ως τώρα έντονο αποτύπωμα σε όλες τις μορφές ανάπτυξής της;
Αν ναι, αποτελεί ή όχι αυτό το «στιγμιότυπο» και το διαρκές του αποτύπωμα μια επαρκή απόδειξη της συμβολής των εκλογών στην «αλλαγή των πραγμάτων» ακόμα κι αν αυτές οι ίδιες «δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα»;
Αποτελεί ή όχι μια απόδειξη που μόνο η «συμμετοχή» και όχι η «αποχή» θα μπορούσε να την προσκομίσει, και που τόσο πιο βαθιά θα χάραζε το ίχνος της στη μετέπειτα κοινωνικοπολιτική εξέλιξη, όσο πιο ισχυρή θα ήταν η κοινοβουλευτική δύναμη του ΚΚΕ την στιγμή εκείνη;
Πόσο βαθιά έχει ή δεν έχει χαράξει την παγκόσμια ιστορία η κοινοβουλευτική παρουσία ενός μόνο ανθρώπου, του Καρλ Λίμπκνεχτ, τη στιγμή που – ηρωικά – καταψήφιζε τις πολεμικές πιστώσεις του γερμανικού κράτους στις απαρχές του ιμπεριαλιστικού πολέμου;
Την ίδια περίοδο ήταν η «αποχή» ή η «συμμετοχή» των μπολσεβίκων βουλευτών στη ρωσική δούμα, – που εξορίστηκαν γιατί κατήγγειλαν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δίνοντας έτσι παράδειγμα και κατεύθυνση στο λαό της Ρωσίας -, αυτή που μπορούσε να μην συμβάλει ή να συμβάλει στην άνοδο της εργατικής λαϊκής πάλης;
***
Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν «τα πράγματα», «τον κόσμο», θα ήταν παράνομες, και υπήρξαν πολλές φορές παράνομες ακριβώς λόγω της δυνατότητάς τους να συμβάλουν στην ωρίμανση των προϋποθέσεων αλλαγής «των πραγμάτων» και «του κόσμου».
Η εκλογική παραίτηση δεν αποτελεί παρά παραίτηση από τη δυνατότητα αυτής της συμβολής.
Αποτελεί μορφή πολιτικής παραίτησης από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης έως το σημείο στο οποίο οι δυο αντιτιθέμενες πλευρές της έρχονται αντιμέτωπες η καθεμιά με τις δικές της οριστικές επιλογές καθώς και με τις οριστικές επιλογές της αντίπαλης κοινωνικής τάξης.
Η ιστορία τηs Κ
Δημοσιεύθηκε: 2019/06/03 Filed under: Uncategorized | Tags: ΚΚΕ, εκλογές, λαϊκό κίνημα Σχολιάστεπηγή: 902gr
Του Στάθη Δρογώση, τραγουδοποιού
Η Κ μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη κοντά στην Αθήνα. Από φτωχή οικογένεια, δεν κατάφερε να περάσει σε Πανεπιστήμιο, αλλά έπειτα από τρελό ψάξιμο δούλεψε γραμματέας με μπλοκάκι σε ΤΕΙ. Της άρεσε η Αθήνα και στα 25 της βρέθηκε άνεργη αφού η θέση της καταργήθηκε. Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω και έμενε με τον αδερφό της σε μια γκαρσονιέρα στα Πατήσια. 250 ευρώ ενοίκιο και άγχος. Έστειλε παντού βιογραφικά. Σε μια αλυσίδα φούρνων τη δέχτηκαν. Η δουλειά ήταν πραγματικά σκληρή. Η σύμβαση ήταν για 8ωρη απασχόληση με βασικό μισθό. Τελικά έφτασε να δουλεύει 11 ώρες χωρίς να πληρώνεται υπερωρίες. Απαγορευόταν η πρόσβαση στην τουαλέτα και μάθαινε τις βάρδιές της την προηγούμενη μέρα με συνέπεια να μην μπορεί να κάνει κάτι άλλο στη ζωή της αφού δεν υπήρχε κανονικότητα. Φυσικά είχε κρυφτεί πολλές φορές όταν ερχόταν η Επιθεώρηση Εργασίας.
Το πιο σκληρό που θυμάται ήταν οι προϊστάμενοι. Για 50 ευρώ παραπάνω ούρλιαζαν όλη τη μέρα στους υπαλλήλους. Ορθοστασία, αγένεια και παράνοια.
Όμως έπρεπε να δουλέψει. Γιατί ο αδερφός της ήταν φαντάρος και τον ζούσε μόνη της.
Μην τα πολυλογώ, μια μέρα δεν παρέδωσε το κινητό της όπως έλεγε ο κανονισμός. Ήταν ο πατέρας της στο νοσοκομείο και ανησυχούσε. Την έπιασαν από τις κάμερες να το κοιτάζει. Και την έδιωξαν ύστερα από δύο μέρες. Ψάχνει δουλειά ακόμη και παίρνει μειωμένο επίδομα ανεργίας γιατί το αφεντικό της έβαζε λιγότερα ένσημα.
Μια απορία έχω μόνο. Ποιο κόμμα, ποιος πολιτικός νοιάζεται για την Κ; Ψήφισε η Κ; Για αυτήν δάκρυσαν οι ΣΥΡΙΖΑίοι εκείνη τη νύχτα με τη διαφορά στο 10%; Για αυτή θα νοιαστούν οι νικητές;
Και ναι, αν σας φαίνεται ουτοπία το να βρει μια ανθρώπινη δουλειά χωρίς να τη διαλύουν τα αφεντικά της, χωρίς να την κλέβουν και να την εξευτελίζουν, τότε ψηφίστε τα κόμματα που τσακώνονται στα κανάλια, αλλά συμφωνούν τελικά μεταξύ τους. Υπάρχουμε πολλοί ανένταχτοι αριστεροί που θα στηρίξουμε ΚΚΕ γιατί ακριβώς το ΚΚΕ υπερασπίζεται την Κ…
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Τα Νέα», 3/6/2019.
Σε αυτές τις «μη επαναστατικές» συνθήκες που ζούμε
Δημοσιεύθηκε: 2017/03/31 Filed under: Uncategorized | Tags: πολιτική, σοσιαλισμός, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΚΚΕ, εργατικό κίνημα, εκλογές, καπιταλισμός, λαϊκό κίνημα, μνημόνιο 5 ΣχόλιαΆσχετα από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ο καθένας το ότι ζούμε και δρούμε σε «μη επαναστατικές» συνθήκες, το γεγονός ότι οι συνθήκες είναι «μη επαναστατικές» δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση πολιτικής ανταπόκρισης στο ερώτημα το διατυπωνόμενο από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων εργαζόμενων στρωμάτων: τι κυβέρνηση έχει ανάγκη η χώρα. Ερώτημα που καταρχήν δεν σημαίνει «ποιο κόμμα» θα ασκεί την κυβερνητική πολιτική, αλλά ποια κυβερνητική πολιτική πρέπει να ασκηθεί.
Πόσο μάλλον που οι υπάρχουσες «μη επαναστατικές» συνθήκες, δεν έχουν σαν σύνολο την παραμικρή σχέση με συνθήκες στις οποίες «οι πάνω» διαθέτουν τη βεβαιότητα ότι μπορούν να ζουν «όπως παλιά», ότι μπορούν «να διατηρούν αναλλοίωτη την κυριαρχία τους» και στις οποίες «οι κάτω θέλουν να ζουν όπως παλιά». Τέτοιες συνθήκες ήταν οι υπάρχουσες μέχρι το 2010 και έχουν παρέλθει. Από τότε διατηρείται μια κατάσταση διαρκούς «επιδείνωσης, μεγαλύτερης από την συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων». Από τότε, επίσης, είναι εμφανής η αδυναμία μιας οριστικής αναδιάταξης του αστικού πολιτικού σκηνικού τέτοιας που να ενσωματώνει αποτελεσματικά τις εργαζόμενες τάξεις και στρώματα, και μάλιστα σε συνθήκες «ρευστότητας» των διεθνών ανταγωνισμών εντός των οποίων οφείλουν να εντάσσονται και οι βλέψεις της εγχώριας άρχουσας τάξης. Από τότε επίσης, εμφανίστηκε, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, μια διετής περίοδος «σημαντικού ανεβάσματος της δραστηριότητας των μαζών», διαφορετική από την περίοδο όπου οι μάζες «αφήνονται ήσυχα να τις ληστεύουν». Το ότι αυτή η δραστηριότητα δεν απέκτησε τα χαρακτηριστικά «αυτοτελούς ιστορικής δράσης», καθώς και το γιατί δεν τα απέκτησε, το ότι εκείνη η άνοδος της δραστηριότητας δεν είχε συνέχεια καθώς και το γιατί δεν είχε συνέχεια, το ότι εκείνη η «σύντομη» άνοδος της δραστηριότητας των μαζών έχει δώσει τη θέση της σε μια στάση αναμονής και «απάθειας» αλλά όχι προσαρμογής, το ότι τα προηγούμενα επιδρούν «θετικά» στη δυνατότητα της άρχουσας τάξης να διατηρεί και να επιζητά την αναδιάταξη των μορφών της κυριαρχίας της, αυτά είναι αλήθεια. Αλλά όλα τα παραπάνω μαζί παρμένα, όσο δεν επιτρέπουν την αναγνώριση ύπαρξης επαναστατικών συνθηκών, άλλο τόσο δεν επιτρέπουν την αναγνώριση των συνθηκών σαν τέτοιες που τυπικά και με βάση όλα τους τα γνωρίσματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «μη επαναστατικές συνθήκες».
Ο γνωστός λενινιστικός ορισμός των επαναστατικών συνθηκών, περιέχει σαν αντίστροφη όψη του και έναν ορισμό των μη επαναστατικών συνθηκών: 1) Οι κορυφές μπορούν να ζουν όπως παλιά, μπορούν να διατηρούν αναλλοίωτη την κυριαρχία τους. 2) Τα κάτω στρώματα θέλουν να ζουν όπως παλιά. 3) Η ανέχεια και η αθλιότητα των καταπιεζόμενων τάξεων παραμένει η συνηθισμένη, χωρίς επίδείνωσή της. 4) Οι μάζες αφήνονται να τις ληστεύουν ήσυχα, το επίπεδο της δραστηριότητάς τους είναι αυτό των «ειρηνικών» εποχών.
Δεν είναι τέτοιες οι σημερινές συνθήκες, συνολικά παρμένες, όπως δεν είναι και αντίθετες. Είναι «μη επαναστατικές συνθήκες» μόνο σχετικά, δηλαδή μόνο από την άποψη ότι δεν είναι επαναστατικές, όχι όμως από την άποψη της «απόλυτης τιμής» των συνθηκών που θα ορίζονταν ως «μη επαναστατικές». Από την άποψη αυτής της «απόλυτης τιμής» οι υπάρχουσες συνθήκες δεν είναι «μη επαναστατικές». Και ειδικά γύρω από τον καταλυτικό παράγοντα της δραστηριότητας των καταπιεζόμενων τάξεων, το χαμηλό επίπεδο αυτής της δραστηριότητας οφείλεται σε έναν μεγάλο βαθμό στην έλλειψη ενός συγκεκριμένου και καθοδηγητικού γι’ αυτές πολιτικού στόχου, τέτοιου που α) να απαντά με γενικό τρόπο στις ανάγκες τους και β) να ανταποκρίνεται στις παρούσες συνθήκες που δεν είναι μη-επαναστατικές αλλά δεν είναι και επαναστατικές, και δεν είναι ούτε οι τέτοιες ούτε οι αλλοιώτικες «ανεξάρτητα από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων». Ενός συγκεκριμένου καθοδηγητικού πολιτικού στόχου που να ανταποκρίνεται στις παρούσες συνθήκες που δεν είναι ούτε οι τέτοιες ούτε οι αλλοιώτικες, αλλλά είναι συνθήκες γενικού μετεωρισμού ανάμεσα σε μια «παλιά» κατάσταση πραγμάτων και σε μια νέα «ακαθόριστη» στο περιεχόμενό της.
Κι είναι αυτό το «ακαθόριστο» που επιδρά αποφασιστικά στο να διατηρείται σε χαμηλό επίπεδο η δραστηριότητα των μαζών. Που δεν επιτρέπει την ανοδική ανάπτυξη της δραστηριότητάς τους όσο ο γενικός στόχος αυτής δραστηριότητας, τέτοιος που να αντιστοιχεί στις παρούσες «μη επαναστατικές» συνθήκες, παραμένει ακαθόριστος. Δηλαδή παραμένει τέτοιος που δεν κινητοποιεί σε δραστηριότητα η οποία συνεπάγεται ανατροπή των όρων προσαρμογής των ατόμων στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, σε δραστηριότητα η οποία προϋποθέτει θυσία αυτής της προσαρμογής για χάρη ενός πολιτικού στόχου άμεσου, αναγκαίου και γι’ αυτό ικανού να συνεγείρει. Και ένας τέτοιος πολιτικός στόχος σήμερα ανάγεται άμεσα στο γενικό ζήτημα της κυβέρνησης που έχει ανάγκη η χώρα, δηλαδή της κυβερνητικής πολιτικής που μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων στρωμάτων: σήμερα που, ανεξάρτητα από τη θέληση χωριστών ομάδων κομμάτων και τάξεων, οι συνθήκες δεν είναι επαναστατικές. Σήμερα που, εντός «μη επαναστατικών» συνθηκών, και επίσης ανεξάρτητα από την ίδια αυτή θέληση, μόνο μια κυβερνητική πολιτική με επαναστατικό περιεχόμενο μπορεί να ανταποκριθεί στις εργατικές – λαϊκές ανάγκες. Και που μόνο ο στόχος μιας τέτοιας πολιτικής μπορεί να ανεβάσει τη δραστηριότητα των μαζών στο ύψος των περιστάσεων, και σε ακόμα ανώτερο ύψος όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.
Κι αυτός είναι ο στόχος μιας κυβερνητικής πολιτικής η οποία, μαζί με το κρατικό χρέος και τα «μνημόνια», μαζί με τις επαχθείς για το λαό δεσμεύσεις της χώρας στην ΕΕ των μονοπωλίων, αναγκαστικά θα καταργήσει και το ΕΣΠΑ και τον κρατικό δανεισμό… Μια κυβερνητική πολιτική που, επομένως, αναγκαστικά και (για άλλη μια φορά) «ανεξάρτητα από τη θέληση χωριστών ομάδων κομμάτων και τάξεων», θα πρέπει – στη θέση αυτών – να «δεσμεύσει» τον παραγόμενο κοινωνικό πλούτο και τις πηγές του στην ικανοποίηση των εργατικών-λαϊκών αναγκών. Μια κυβερνητική πολιτική που, επομένως, αναγκαστικά θα πρέπει να διαθέτει την ικανότητα να καθυποτάξει την αντίδραση των σημερινών εγχώριων και ξένων σφετεριστών του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου και των πηγών του, την αντίδραση των καπιταλιστών. Μια κυβερνητική πολιτική που, επομένως, αναγκαστικά θα πρέπει να στηρίζεται στην λαϊκή οργάνωση και κινητοποίηση, να αποτελεί εμπνευστή και εκφραστή αυτής της οργάνωσης και κινητοποίησης. Μια κυβερνητική πολιτική την οποία μπορούν να υλοποιήσουν μόνο πολιτικές δυνάμεις, «ομάδες και κόμματα», ταγμένες από την ύπαρξή τους στην υπηρεσία των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων ενάντια στην οικονομική και πολιτική εξουσία των εκμεταλλευτών και καταπιεστών του λαού και ενάντια στην πολιτική των κομμάτων τους.
Το ότι αυτός ο πολιτικός στόχος είναι ο ίδιος είτε από τη θέση της κυβέρνησης είτε από τη θέση της αντιπολίτευσης, το ότι αυτός ο πολιτικός στόχος είναι ο ίδιος είτε από την άποψη της λαϊκής κινητοποίησης για την απόκρουση της αντιλαϊκής επίθεσης είτε από την άποψη της λαϊκής αντεπίθεσης για την υλοποίησή του, το ότι αυτός ο πολιτικός στόχος είναι τέτοιος που η διεκδίκησή του φέρνει την αστική τάξη αντιμέτωπη με τις «δικές της» πολιτικές ελευθερίες, το ότι αυτός ο πολιτικός στόχος απαιτεί ουσιαστικά την ίδια οργάνωση του λαού και την ίδια «αυτοτελή ιστορική δράση» του που απαιτεί και κάθε μορφή «απλώς» αντίστασής του στην αντιλαϊκή λαίλαπα, το ότι στο τέλος του αυτός ο πολιτικός στόχος οδηγεί στην αντικατάσταση των οικονομικών και πολιτικών ελευθεριών και της εξουσίας του κεφαλαίου από την οικονομική και πολιτική ελευθερία και εξουσία του εργαζόμενου λαού, στην αντικατάση της οργανωμένης κυριαρχίας των εκμεταλλευτών από την οργανωμένη κυριαρχία του λαού, όλα αυτά μένει να εξηγηθούν. Και καλύτερα από το κάθε τι, τα εξηγεί η ίδια η ανάπτυξη της λαϊκής δραστηριότητας από τη στιγμή που θέτει άμεσα μπροστά της αυτόν τον πολιτικό στόχο και στο κάθε της βήμα για την τελική του πραγμάτωση.
ο «διεθνισμός» της παραίτησης
Δημοσιεύθηκε: 2015/10/16 Filed under: Uncategorized | Tags: ΣΥΡΙΖΑ, διεθνής αλληλεγγύη, εκλογές, λαϊκό κίνημα, οπορτουνισμός 1 σχόλιοΠρόκειται για το ιδεολόγημα, σύμφωνα με το οποίο αν δεν «υπάρξει» διεθνώς κάποια «αλλαγή», τότε η πορεία γενικής καθήλωσης του λαού αποτελεί μονόδρομο.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ιδεολόγημα που χρησιμοποιεί τον «αρνητικό» διεθνή συσχετισμό ως μια ακόμη παραλλαγή του «αναπόφευκτου» των δεινών που επισωρεύει σε βάρος του λαού η καπιταλιστική κρίση και η επιτελική της διαχείριση. Ως μια ακόμη παραλλαγή του «μονόδρομου» της παραίτησης, της αποχής από τους αγώνες, της ματαιότητας της οργανωμένης πάλης. Ως μια ακόμη απολογητική του 3ου μνημονίου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και κατ’ επέκταση και των δυο προηγούμενων.
Πρόκειται για την αντίστροφη όψη της απατηλής ευφορίας που είχε καλλιεργηθεί λ.χ. με την εκλογή του Ολάντ στη Γαλλία και τον «νέο (ιμπεριαλιστικό) άνεμο» που έφερε, αντίστροφη όψη με τη μορφή αυτή τη φορά της εξίσου απατηλής «απαισιοδοξίας» ότι δήθεν τίποτα δε γίνεται αν διεθνώς δεν «υπάρξει» αλλαγή κλπ κλπ.
Αλλά το να «υπάρξει» διεθνώς αλλαγή, τέτοια που να ανταποκρίνεται στις λαϊκές ανάγκες και τις (καταπληγωμένες) λαϊκές προσδοκίες, δεν εξαρτάται από κάποια «ανώτερη» διεθνή δύναμη… Εξαρτάται αποκλειστικά από την κινητοποίηση των δυνάμεων του κάθε λαού στη χώρα του, την κινητοποίηση αυτή, τη μόνη ικανή να επιφέρει αλλαγές στο διεθνή συσχετισμό των δυνάμεων ανατρέποντας τους συσχετισμούς στο εσωτερικό της καθεμιάς ξεχωριστά χώρας,
Μια τέτοια εικόνα -εικόνα απατηλή αλλά πάντως εικόνα, απατηλή και γι’ αυτό τίποτα άλλο εκτος από εικόνα- αποτέλεσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο, όταν προκάλεσε την ενθουσιώδη υποδοχή ηγετών όπως ο Φιντέλ και ο Ραούλ Κάστρο, ο Έβο Μοράλες, ο Ραφαέλ Κορήα, ο Νικολάς Μαδούρο… Οι οποίοι το αντιμετώπισαν ακριβώς έτσι: σαν παράγοντα αλλαγής στον διεθνή συσχετισμό των δυνάμεων. Για να τους αδειάσει, βέβαια, αδίστακτα ο ΣΥΡΙΖΑ όπως «άδειασε» τον ελληνικό λαό, κι όλους όσους έτρεφαν (ή τρέφουν) αυταπάτες για τον πραγματικό του ρόλο, με αυτή την δίχως ιστορικό προηγούμενο ανατροπή του αποτελέσματος ενός δημοψηφίσματος δια της «ερμηνείας» του από μια κυβέρνηση που το προκήρυξε και δήθεν υποστήριζε αυτό το αποτέλεσμα.
«Άδειασμα» που αναδεικνύει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τον επικίνδυνο ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ ( του οπορτουνισμού, της σοσιαλδημοκρατικής «αναπαλαίωσης») απέναντι στο λαϊκό κίνημα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς,
Όμως από την άποψη που εξετάζουμε, η παραπάνω εικόνα δείχνει ξεκάθαρα τι είναι και πώς πετυχαίνεται αυτή η «διεθνής αλλαγή», που δήθεν χωρίς αυτήν τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, ενώ, στην πραγματικότητα, αν δεν κάνουμε κάτι, τότε καμιά διεθνής αλλαγή δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ…
…Διαφορετικά το σκηνικό είναι προδιαγεγραμμένο και το σενάριο γραμμένο λέξη προς λέξη: Ο ΣΥΡΙΖΑ λ.χ. περιμένει τάχα τους «ποντέμος», μέχρι να έρθουν κι οι ποντέμος ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει (και έχει ήδη) συμβάλει στη χειροτέρευση του διεθνούς (όπως και του εσωτερικού) συσχετισμού, οι ποντέμος αν θάρθουν θα πουν «μα τι να κάνουμε εμείς αφού, κι ο ΣΥΡΙΖΑ να τι έκανε, πώς να κάνουμε κάτι αν δεν υπάρξει διεθνής αλλαγή κλπ κλπ», κι έτσι το ιδεολόγημα περί «μιας» διεθνούς αλλαγής θα συνεχίσει να παίζει τον εργαλειακό του ρόλο για την υποταγή των λαών και του καθενός λαού σε έναν όλο και πιο δυσμενή, αντιλαϊκό συσχετισμό δυνάμεων.
Το ηθικό δίδαγμα είναι οτι κανένας λαός δεν έχει τίποτα να περιμένει από κανέναν ΣΥΡΙΖΑ κι από κανένα «ποντέμος». Έχει να περιμένει πολλά κάθε λαός, και πρώτα από όλα ο λαός μας, εμείς, μόνο αν οργανώσει, συνενώσει και με όλα τα μέσα κινητοποιήσει τις δικές του δυνάμεις ενάντια στην κυριαρχία του κεφαλαίου και τους πολιτικούς μηχανισμούς που τη συγκροτούν και τη διασφαλίζουν.
Η ιστορία διδάσκει, ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος κι ο μόνος δρόμος που μπορεί να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα, αυτή είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να γυρίσει τον τροχό της ιστορίας αλλιώς. .
Αν ο τελικός στόχος είναι «τίποτα», τότε κανένας στόχος δεν είναι «κάτι»…
Δημοσιεύθηκε: 2015/09/29 Filed under: Uncategorized | Tags: Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕΕ, εκλογές, ιμπεριαλισμός, λαϊκό κίνημα, μονοπωλιακός καπιταλισμός, οπορτουνισμός 1 σχόλιοΗ παρούσα ανάρτηση είναι γραμμένη «με την πρώτη», πλην από ελάχιστες και επουσιώδεις αλλαγές που υπέστη μ’ ένα ξανακοίταγμα πριν απ’ το «κλικ» στη «δημοσίευση».
Σαφώς και με δυο – τρία «χτενίσματα» θα μπορούσε να λέει «τα ίδια» με τα μισά λόγια, μόνο που ενδεχομένως «τα ίδια» δεν θα ήταν τα ίδια και τα «μισά λόγια» μπορεί να ήταν μισόλογα.
Προκειμένου να αποφύγω τέτοιου είδους λειάνσεις και στρογγυλέματα, τη δημοσιεύω έτσι όπως είναι, ακατέργαστη, γεμάτη γωνίες και αγκίθες (αν δεν απατώμαι).
***
Η προηγούμενη ανάρτηση αυτού του μπλογκ ήταν ένας λίβελος κατά του λαού.
Ένας κακός μεταφραστής θα μπορούσε να μεταφράσει την παραπάνω πρόταση ως εξής: «Η προηγούμενη ανάρτηση αυτού του μπλογκ ήταν ένας αντιλαϊκός λίβελος».
Δυστυχώς, όμως, δεν ήταν αντιλαϊκός ο λίβελος. Αντιλαϊκές ήταν οι ελογικές επιλογές του λαού στις εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη. Κι αυτό που διαφοροποιεί το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών από άλλα, παλιότερα εκλογικά αποτελέσματα, είναι ότι για πρώτη φορά σε αυτές τις εκλογές, το κεντρικό δίλημμα δεν βρισκόταν στην «παραδοσιακή» δικομματική εναλλαγή των χρόνων πριν την καπιταλιστική κρίση και τα μνημόνια, ούτε και σε μια γενικόλογη δυνατότητα διεξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα όπως στις εκλογές του Γενάρη και του 2012. Το κεντρικό δίλημμα αυτών των εκλογών ήταν ένα τραχύ, για πρώτη φορά αφτιασίδωτο, στην πραγματικότητα απογυμνωμένο από «καλολογικά στοιχεία», ωμό κι απερίφραστο πολιτικό δίλημμα ανάμεσα στην ανυπακοή και την πειθάρχηση. Ανάμεσα στην αποδοχή των κάθε λογής (αριστερώνυμων ή δεξιώνυμων) εκπροσώπων, «εξωραϊστών», απολογητών και διαχειριστών της αντιλαϊκής πολιτικής, της καθοριζόμενης από το πραγματικό, υπαρκτό και όχι ιδεατό, σύστημα της εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, από τη μια, και στην ανοιχτή απόρριψη ενάντια και στο σύστημα της εκμεταλλευτικής κυριαρχίας και στην πολιτική του και στους εκπροσώπους, απολογητές και διαχειριστές της. Το κεντρικό δίλημμα αυτών των εκλογών δεν βρισκόταν στην επιλογή ανάμεσα στον καλό και στον κακό δήμιο των λαϊκών δικαιωμάτων. Βρισκόταν στην επιλογή ανάμεσα σ’ όλους τους δήμιους των λαϊκών δικαιωμάτων, από τη μια, και σε μια στοιχειώδη και ανοιχτή (δηλαδή εκλογική) αγωνιστική στάση προάσπισης αυτών των δικαιωμάτων, αντίστασης στο ποδοπάτημά τους, προοπτικής για την αντιστροφή του συσχετισμού των δυνάμεων.
Απέναντι σε αυτό το κεντρικό πολιτικό δίλημμα μπορούν να υπάρξουν ποικίλες αιτιολογήσεις της λαϊκής «εκλογικής συμπεριφοράς». Αυτό που δεν μπορεί να υπάρξει είναι η οποιαδήποτε δικαιολόγησή της μέσω των πολλών και διάφορων αιτιολογήσεών της: Οποιαδήποτε τέτοια δικαιολόγηση θα ήταν μια δήθεν «φιλολαϊκή» κολακεία, και μάλιστα κολακεία ανιστόρητη: Στα νεώτερα ιστορικά χρόνια δεν είναι ούτε ένα ούτε δυο τα παραδείγματα, στην Ελλάδα και στον κόσμο, όπου η παθητικότητα των λαών απέναντι στις δυνάμεις της χειραγώγησής τους, επέφερε τις χείριστες συνέπειες για τους ίδιους τους λαούς. Θα ήταν, επιπλέον, κολακεία των πιο αρνητικών χαρακτηριστικών της ατομικής και συλλογικής συνείδησης τη στιγμή που αυτά επιχειρείται να μετατραπούν σε μόνιμα και διαρκή χαρακτηριστικά της:
Η πολιτική υπεκφυγή, αυτή η υπεκφυγή από τα καθήκοντα που θέτει στον καθένα ο «αντιμέτωπος» εξωτερικός κόσμος, για την εκδήλωση και την εδραίωσή της προϋποθέτει την ενσυνείδητη εσωτερίκευσή της. Απαιτεί από τον άνθρωπο την υπεκφυγή από τον ίδιο του τον εαυτό. Απαιτεί και προϋποθέτει την απομάκρυνση των ατόμων από τον συνειδησιακό τους πυρήνα που τα καθιστά ενεργητικά ιστορικά υποκείμενα, τη συνεχή τους συνειδησιακή παρέκκλιση από αυτόν τον πυρήνα, προς τον «τελικό στόχο» της εσωτερικής τους μεταμόρφωσης σε παθητικά αντικείμενα της ιστορίας μαθημένα να παρακάμπτουν την εξαπάτησή τους εξαπατώντας τον εαυτό τους και κατόπιν εξαπατώντας ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί τη συλλογική τους ύπαρξη. Η ενσυνείδητη πολιτική υπεκφυγή απαιτεί και προϋποθέτει την παράκαμψη του εξωτερικού ψεύδους μέσω της εσωτερικής του οικειοποίησης, το ψέμμα για να γίνει αποδεκτό απαιτεί από τον άνθρωπο να γίνει ο ίδιος ψεύτης, στην αρχή απέναντι στον εαυτό του, έπειτα απέναντι στους άλλους, εωσότου το ενσυνείδητο ψεύδος «ανυψωθεί» στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης καταβαραθρώνοντάς την. Κι αν ο φασισμός εκφράζει την επιδίωξη της ενεργητικής στρατολόγησης του λαού ενάντια στον εαυτό του, η διάχυση του οπορτουνισμού (διότι για αυτον πρόκειται) από την πολιτική στην κοινωνία μέσω των αθροιζόμενων ατομικών ψυχισμών, αποτελεί σαν αντίστροφη όψη του νομίσματος τη μορφή της παθητικής στρατολόγησης του λαού στη στρατηγική του συστήματος των εκμεταλλευτών του.
Αυτό, είναι το τελικό προϊόν του «καπιταλισμού που σαπίζει»: Η διαφθορά των ανώτερων κύκλων του είναι το «λιγότερο» από τα χαρακτηριστικά του. Η αποσύνθεση εκτείνεται σε όλο το πεδίο της καπιταλιστικής κοινωνίας (καπιταλισμός = κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός, και «σαπίλα» του καπιταλισμού = «σαπίλα» του κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού) και επισφραγίζεται όταν διεισδύσει στα άτομα, όταν τα άτομα εσωτερικεύουν σαν δική τους την κοινωνική αποσύνθεση, όταν «εν ημίν» σκηνώσουν οι «κηλίδες» της κοινωνικής αποσύνθεσης με μορφή ατομική. Αυτό είναι το τελικό προϊόν του «καπιταλισμού που σαπίζει», κι αυτός είναι ο στρατηγικός «τελικός στόχος» της εκμεταλλευτικής εξουσίας, ο τελικός της στόχος που πίσω από την οικονομική επίτευξη των οικονομικών του δεικτών κρύβει την επίτευξη ενός ακόμα προϋποτιθέμενου δείκτη: του δείκτη της ατομικής και κοινωνικής πειθάρχησης των καταπιεζόμενων.
Γι’ αυτήν, για την εξουσία των εκμεταλλευτών, ο «τελικός στόχος» της είναι το παν.
Δεν χρειάζεται να τονιστεί ότι το ικανότερο εργαλείο για την πραγματοποίηση του στόχου αυτού είναι ο οπορτουνισμός, οι πολιτικές και κομματικές του εκφράσεις, οι ιδεολογικές μορφές του που τα γενικά του συστατικά επιχειρούν να τα καταστήσουν κεντρικά και κυρίαρχα συνειδησιακά- ψυχολογικά συστατικά των ατομικών στάσεων και συμπεριφορών: τι είναι ο οπορτουνισμός αν όχι μια δίχως τέλος ενσυνείδητη υπεκφυγή από την πρόκληση του προκείμενου, μια δίχως τέλος υπεκφυγή με οικοδομημένο για τις ανάγκες της ένα ολόκληρο πολιτικό, ιδεολογικό, συνειδησιακό-ψυχικό σύστημα;
Κι από τη στιγμή που η λαϊκή ψήφος, κάτω από τις ιδιαίτερες, συγκεκριμένες συνθήκες των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη, αποδέχθηκε, οικειοποίηθηκε, ενσυνείδητα παρακάμπτοντας την πλαστότητά του, το «αριστερό» (βλ. ΣΥΡΙΖΑ) και «πατριωτικό» (βλ. ΑΝΕΛ) άλλοθι που προσφέρθηκε στον καθένα άνθρωπο για να αποποιηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ευθύνη του για τη ζωή του, από αυτή τη στιγμή κι έπειτα δεν στέκονται απέναντι αλλά στέκονται πάνω από αυτό το κεντρικό στοιχείο της λαϊκής ψήφου, σαν ομπρέλα, οι κλασικές «αντικειμενικές» ερμηνείες της: οι αρνητικοί συσχετισμοί, ο πολιτικά «περιορισμένος» χαρακτήρας του «αστικού» εκλογικού δικαιώματος, οι «εκβιασμοί», οι «ανεπαρκείς» προγραμματικές επεξεργασίες, τα μεταβατικά ή όχι μεταβατικά προγράμματα, ο βαθμός εξειδίκευσης της γενικότητας κλπ κλπ, ερμηνείες που κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «τεχνοκρατικές» κοινοτοπίες, και σε φαύλο κύκλο ανάμεσα στο αίτιο και στο αποτέλεσμα, εφόσον δεν αναδεικνύουν ένα κεντρικό διακύβευμα της περιόδου που διανύουμε, έναν ουσιαστικό, ενεργητικό και «εκ των ουκ άνευ» παράγοντα, το φιλότιμο και τη λεβεντιά σαν απαιτήσεις πρώτα από όλα του καθένα απέναντι στον εαυτό του.
Τα παραπάνω αποτελούν μόνο την εισαγωγή για όσα ακολουθούν, με αφορμή μια ανάρτηση που έτυχε να διαβάσω, με τίτλο: «Από τον περήφανο λαό στον υποταγμένο;»…
Και για να κλείνω με την εισαγωγή: Τα όσα γράφονται παραπάνω, όπως και τα γραφόμενα στην προηγούμενη ανάρτηση, αποτελούν φυσικά μια γενίκευση εντός της οποίας εντάσσονται (ή και δεν εντάσσονται) ποικίλες συγκεκριμένες ατομικές πολιτικές στάσεις. Αποτελεί, όμως, ευθύνη του καθενός, να τοποθετήσει την ατομική του πολιτική στάση απέναντι στο ίδιο του το «Εγώ» και να αντιπαραβάλλει την αλήθεια και το ψέμμα της πολιτικής στάσης του με την αλήθεια και το ψέμμα του «Εγώ» του. Χωρίς αυτή την αντιπαραβολή δεν πρόκειται να αποφύγει την βαθμιαία προσωπική παρέκκλιση ως το σημείο όπου ο χθεσινός και σημερινός του εαυτός άυριο θα του φαίνεται αγνώριστος, κι ο αυριανός του εαυτός θα είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του έτοιμου κουστουμιού που προορίζουν για τον καθένα ξεχωριστά και κατ’ επέκταση για όλους μαζί οι μηχανισμοί του συστήματος της εκμετάλλευσης, οι μηχανισμοί επιβολής της κυρίαρχης ιδεολογίας, οι μηχανισμοί επιβολής της κυρίαρχης ψυχολογίας στο βαθμό που μπορεί κανείς να εκφραστεί έτσι…
***
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τώρα τα παραπάνω γενικόλογα και ψυχολογικά, κι ας περάσουμε σε μερικά καθαυτό πολιτικά ζητήματα:
Ο «συμβιβασμός» της υποταγής, δηλαδή η υποταγή εμφανιζόμενη σαν συμβιβασμός, σαν κάτι το «ενδιάμεσο» μεταξύ υποταγής και αντίστασης, ώστε με το πλαστό άλλοθι του «ενδιάμεσου» ενσυνείδητα να πραγματώνεται η επιλογή της υποταγής, αυτή εδώ την ιστορικά καθορισμένη στιγμή, όχι μόνο αποτέλεσε και αποτελεί ηθικό αποφρονηματισμό, ηθικό τσαλάκωμα ενός κόσμου που ως πρόσφατα εμφάνιζε διαθέσεις σύγκρουσης με τη «νέα κατοχή», την «απώλεια της εθνικής κυριαρχίας», την κυριαρχία «των τραπεζιτών», την πολιτική της «λιτότητας», την «πρόταση των δανειστών», ή όπως αλλιώς κατανοούσε ο καθένας την σύνθλιψη ως και των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων του και του ήδη «λιτού» βιοτικού του επιπέδου για την επιβολή ενός καθεστώτος οικονομικής αποστέρησης και πολιτικής καταπίεσης… Όχι μόνο, αντ’ αυτών, αποτέλεσε και αποτελεί επιλογή αποδοχής της οικονομικής αποστέρησης ως «αναπόφευκτης», και της πολιτικής καταπίεσης ως ανύπαρκτης εφόσον, δήθεν, δεν υπάρχει καταπίεση στην περίπτωση της προϊούσας «εθελούσιας» υποταγής και συμμόρφωσης «προς τα υποδείξεις» και τα προκατασκευασμένα διλήμματα που υπαγορεύουν οι μηχανισμοί της χειραγώγησης… Όχι μόνο, επίσης, είχε και έχει σαν συνέπεια την παραχώρηση, προς αυτούς τους μηχανισμούς χειραγώγησης, ικανού χρόνου για να κλείσουν την λαβίδα τόσο ώστε και «την άλλη φορά» να βρουν μπροστά τους κλειστή τη λαβίδα όσοι αυταπατόνται ότι, μέσω της υποταγής στη χειραγώγησή τους, «αύριο» τάχα θα μπορέσουν να ξεγλυστρίσουν από τη χειραγώγηση…
…Αλλά, που είναι και το «κυριότερο» από «πολιτική» άποψη, αποτέλεσε και αποτελεί αποποίηση της αφετηρίας και του δρόμου προς τη μοναδική οικονομική και κοινωνική διέξοδο για το λαό, της αφετηρίας και του δρόμου που κατά αναπόδραστη αναγκαιότητα περνά μέσα από την άρνηση, την απόρριψη των δεσμών, την απελευθέρωση από τα δεσμά της κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, «υλική μορφή» της οποίας κυριαρχίας αποτελούν εν προκειμένω οι μηχανισμοί του «ευρωατλαντισμού», το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, το ΔΝΤ κλπ…
…Αποδεικνύοντας, ότι αν ο «τελικός στόχος» δεν είναι τίποτα και το «κίνημα» είναι το «παν», τότε δεν είναι τίποτα κανένας-μα-κανένας στόχος και το κίνημα μετατρέπεται σε «τίποτα» και αυτό.
Το κίνημα δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά, δεν μπορεί καν να ξέρει ποιό θα μπορούσε να ήταν ένα τέτοιο βήμα μπροστά, αν αυτό το ένα, αυτό το πρώτο κάθε φορά βήμα δεν προσδιορίζεται και δεν καθορίζεται από τη διαδρομή ανάμεσα στις συντεταγμένες του παρόντος και τις συντεταγμένες του τελικού στόχου. Αν το ιστορικά δρον υποκείμενο, αυτό το ένα βήμα και τη διαδρομή που αυτό χαράζει, δεν τα αντικρίζει ταυτόχρονα από την οπτική γωνία του παρόντος κι από την οπτική γωνία του τελικού στόχου. Κι από την άλλη πλευρά, αυτός ο τελικός στόχος, όσο κι αν είναι θεωρητικά διατυπωμένος στις βασικές και κύριες γραμμές του περιεχομένου του, δεν είναι ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, δεν είναι απλά ένα θεωρητικό «αίτημα», αλλά οι προϋποθέσεις του και η αναγκαιότητά του αναβλύζουν διαρκώς από κάθε πόρο των σημερινων κοινωνικών σχέσεων, όπως από κάθε τους πόρο αναβλύζει κι η διαρκής αντιδραση, η διαρκής ιστορική οπισθοδρόμηση.
Οι υπαρκτές επιλογές είναι πολύ λίγες. Μόνο δυο: Είτε ο όλο και πιο κοινωνικός χαρακτήρας της οικονομικής παραγωγής, χάρη στην συνειδητή κινητοποίηση των εργαζομένων θα παραμερίσει την όλο και περισσότερο ατομική ιδιοποίηση της παραγωγής, και θα αντιστοιχηθεί με σχέσεις κοινωνικής ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής… Είτε η κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, θα συνεχίσει να επιβάλλει την εκμεταλλευτική εξουσία όλο και πλατύτερα όλο και βαθύτερα, σε κάθε κύτταρο των κοινωνικών σχέσεων, του σχηματισμού της κοινωνίας, της ζωής των ατόμων, σέρνοντας πίσω της και σπρώχνοντας μπρος της φτώχια, εξαθλίωση, ολόπλευρη κοινωνική αποσύνθεση («σαπίλα»), αντιλαϊκή βία, ολόκληρες εποχές πολέμων… [*] Ήδη άλλωστε….
Η μεγάλη οπορτουνιστική υπεκφυγή από αυτό το μοναδικό πραγματικό δίλημμα, πραγματοποιείται με τη μέθοδο των μικρών ή λίγο μεγαλύτερων καθημερινών υπεκφυγών, με τη μέθοδο των υπεκφυγών γύρω από το κάθε ένα «μόνο» βήμα του κινήματος, με τη μέθοδο της θεωρητικής και πρακτικής δήθεν τεκμηρίωσης των μικρών και των μεγάλων υπεκφυγών είτε από το κάθε ένα «μόνο» βήμα είτε από τον τελικό στόχο, με τη μέθοδο της διαρκούς απομάκρυνσης από αυτό το σταθερό σημείο αναφοράς, αυτό το «τίποτα» του τελικού στόχου, για χάρη της οποίας απομάκρυνσης το κάθε ένα «μόνο» βήμα του κινήματος «οφείλει» να είναι βήμα πραγματικής παρέκκλισης από το ένα «μόνο» βήμα που θα έπρεπε να είχε γίνει. Και που θα έπρεπε να είχε γίνει όχι για τις θεωρητικές ανάγκες του «τελικού στόχου», αλλά για τις άμεσες ανάγκες για τις οποίες αυτό το ένα «μόνο» βήμα καλείται να πραγματοποιηθεί. Και για τις οποίες άμεσες ανάγκες δεν μπορεί παρά να είναι βήμα όχι απομάκρυνσης από-, αλλά βήμα κατεύθυνσης προς τον τελικό στόχο που αναβλύζει μέσα από τις ίδιες αυτές τις άμεσες ανάγκες.
Διαφορετικά δεν μπορει να είναι παρά βήμα προς την αντίδραση και την ιστορική οπισθοδρόμηση. Το πόσο λοιπόν «περήφανος» ή το πόσο «υποταγμένος» είναι ο λαός δεν κρίνεται από την ιδέα που θέλει να έχει ο ίδιος για τον εαυτό του ούτε από την ιδέα που θέλει να έχει γι’ αυτόν ο οποιοσδήποτε. Κρίνεται από την κατεύθυνση του κάθε ενός «μόνο» βήματός του, κι ακόμη περισσότερο από το βαθμό που ενσυνείδητα (ή όχι) πληρώνεται (ο καθένας ξεχωριστά και αθροιστικά σαν σύνολο) με την ψευδαισθηση της «ηρεμίας» που προσφέρει η ευθυγράμμιση με τις υποτείνουσες της υποταγής στην εξουσία, για να πουλήσει, με αυτό το αντίτιμο, στην εξουσία τα συνειδησιακά, ιδεολογικά, πολιτικά συστατικά της ίδιας του της υποταγής.
Από εκεί και πέρα ή μάλλον: πέρα από εκεί, θα μπορούσε πράγματι να γίνει μια συζήτηση για το αν θα «μας αφήσουνε» ή «δεν θα μας αφήσουνε» και για τι ακριβώς μπαίνει ζήτημα να μας «αφήσουνε» ή να μη μας «αφήσουνε»,
για το αν υπάρχει ποτέ περίπτωση να θελήσουν να μας «αφήσουνε» σε οποιαδήποτε των περιπτώσεων κάνουμε ένα παραμικρό βήμα εξόδου από το μονόδρομο της υποταγής μας,
για το ποιες επομένως προϋποθέσεις πρέπει να εκπληρωθούν, για να αντιταχθούν εκπληρωμένες και αποτελεσματικά σε αυτή τη θέλησή «τους»,
για το πώς η εκπλήρωση αυτών των προϋποθέσεων πρέπει από τώρα να οικοδομείται και για το πόσο «μακριά» βρίσκονται οι όροι του ερωτήματος «αν θα μας αφήσουνε», από τους τωρινούς όρους κάτω από τους οποίους πρέπει να αρχίσει η οικοδόμηση της εκπλήρωσης αυτών των προϋποθέσεων,
για το ότι δεν συμπίπτει σε κανένα της σημείο η διαδικασία εκπλήρωσης αυτών των προϋποθέσεων με τη διαδικασία συνειδησιακής – πολιτικής χειραγώγησης του λαού,
για το ότι οι «λάθος» ερωτήσεις (π.χ. των δημοψηφισμάτων ή της εκάστοτε τηλεοπτικής επικαιρότητας) διατυπώνονται με προορισμό την είσπραξη «λάθος» απαντήσεων, για το ότι η «σωστή» απάντηση σε μια λάθος ερώτηση είναι «σωστή» μόνο υποκειμενικά θεωρημένη (όπως π.χ. μόνο υποκειμενικά θεωρημένη από τον καθένα είναι «σωστή» και η στάση του της αποχής) και γι’ αυτό -για να μετατρέψουμε το σωστό «για εμάς» σε σωστό για όλους- πρέπει να δίνουμε τις σωστές απαντήσεις χωρίς να μας ρωτάνε και δίνοντας τις σωστές απαντήσεις να επιβάλλουμε τις σωστές ερωτήσεις,
για το ότι το παιχνίδι με τις (περισότερο ή λιγότερο πετυχημένες) λεκτικές διατυπώσεις δεν μπορεί να συσκοτίσει το γεγονός πως οι συνεπείς πολιτικές (και όχι οι χρονικά πρωθύστερες) προϋποθέσεις αντιμετώπισης κρίσιμων και πολιτικά κομβικών ζητημάτων όπως η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνίστανται στην ανατροπή της κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, δηλαδη στην ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, στην κατοχή της κοινωνίας επί των παραγωγικών δυνάμεων (και όχι το αντίθετο) οι οποίες πλέον επιδέχονται μόνο την κοινωνική διεύθυνση, στην [προσθήκη μιας λέξης 30-9-2015: μονομερή] διαγραφή του χρέους,
για το ότι η ίδια αυτή η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και συνολικά τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς ταυτίζεται ήδη από σήμερα, από τώρα, με την αποδέσμευση από τους ιδρυτικούς της κανόνες της μονοπωλιακής αγοράς, της ελευθερίας του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της ελευθερίας κίνησης του κεφαλαίου που θεμελιώνονται πάνω στις, όχι «νομικές», νομοτέλειες του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού (ανισομετρία, μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου από τα μονοπώλια και τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη),
για το ότι επομένως η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους κανόνες της, που εγγυόνται την γενική ελευθερία του κεφαλαιου και την γενική κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, δεν μπορεί παρά να αποτελεί ουσιώδες συστατικό των διεκδικήσεων του κινήματος σε κάθε πραγματικό καθημερινό ένα «μόνο» βήμα του,
για το ότι από αυτό το καθημερινό ένα «μόνο» βήμα έως την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων το ζήτημα αυτής της αποδέσμευσης αποτελεί μια ολόκληρη διαδικασία εντός της οποία το εθνικό νόμισμα μπορεί να εντάσσεται μόνο σαν στιγμή της, υποταγμένη στους όρους της, και χωρίς σε τίποτα να μπορεί να την υποκαθιστά,
για το ότι το «εθνικό νόμισμα» από κάθε άλλη άποψη δεν αποτελεί παρά επιλογή επιβαλλόμενη εξίσου όσο επιβάλλεται και το ευρώ (και ενδεχομένως και από τις ίδιες δυνάμεις) και για το ότι στην περίπτωση επιβολής μιας τέτοιας επιλογής, στην περίπτωση μιας τέτοιας «στιγμής» έξω από αυτή τη διαδικασία και την πραγματική της ανάπτυξη, το «εθνικό νόμισμα» δεν υποτάσσεται στους όρους αυτής της διαδικασίας αλλά -το μόνο- θέτει την επιτακτική ανάγκη της ανάδειξης των ορων της, πράγμα που έχει πολύ μεγάλη διαφορά,
για το ότι δεν υπάρχουν δοτές «παγκόσμιες λύσεις» για τα προβλήματα των λαών και για το ότι οι λύσεις έρχονται σαν διεθνείς ή παγκόσμιες μόνο σαν αποτέλεσμα της λαϊκής πάλης στη βάση της ιστορικά δοσμένης βαθμίδας της κοινωνικής τους ανάπτυξης και οργάνωσης, για το ότι αυτή η βαθμίδα είναι σήμερα η εθνική, για το ότι μόνο πάνω σε αυτή τη βαθμίδα μπορεί να οικοδομηθεί ο διεθνισμός των εργαζομένων και των λαών, για το ότι οι εμφανιζόμενες ως «υπερεθνικές» (και εσχάτως π.χ. «γερμανικές») καπιταλιστικές «ολοκληρώσεις» δεν υποτάσσονται σε καμία άλλη νομοτέλεια πέρα από τη «νομοτέλεια» της αντιδραστικής φύσης του ιμπεριαλισμού σε όλη τη γραμμή. [**]
Για το ότι, μετά από όλα αυτά, μόνο εφόσον η διαδρομή, η σχέση, ανάμεσα στο κάθε επόμενο ένα «μόνο» βήμα του και στον τελικό στόχο είναι η μοναδική διαδρομή, η μοναδική σχέση που το καθορίζει, τότε και μόνο τότε, μπορεί να είναι και το κίνημα το ίδιο όχι «τίποτα» αλλά το παν.
*
*
[*] «…ο πόλεμος παρατείνεται και απειλεί να εξελιχθεί σε ολόκληρη εποχή πολέμου!», Λένιν, «Απάντηση στον Κίεβσκι (Γ. Πιατακόφ)», 1916
[**] «Μια που οι πολιτικές ιδιομορφίες του ιμπεριαλισμού είναι η αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή και το δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης, συνδυασμένα με το ζυγό της χρηματιστικής ολιγαρχίας και με την εξάλειψη του ελεύθερου συναγωνισμού…», Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός…, ΣΕ, σελ. 129
Έλαβαν: Χαμένη ψήφος 94,5%
Δημοσιεύθηκε: 2015/09/23 Filed under: Uncategorized | Tags: φασισμός, χρυσή αυγή, ΣΥΡΙΖΑ, αστισμός, εκλογές, λαϊκό κίνημα, οπορτουνισμός 2 ΣχόλιαΔεν είναι η πρώτη φορά που ο λαός θα βρεθεί, από Δευτέρα, αντιμέτωπος με την ψήφο του της Κυριακής.
Είναι, όμως, η πρώτη φορά που η λαϊκή «εκλογική συμπεριφορά» έχει τέτοια χαρακτηριστικά υπεκφυγής από τα κεντρικά ζητήματα της πολιτικής πραγματικότητας.
Η «υπεκφυγή», σαν λέξη, μπορεί ν’ ακούγεται λίγο καθαρεύουσα… Και ο συσχετισμός της με την ειδικά «εκλογική» συμπεριφορά μπορεί και να προκαλεί την παρεξήγηση ότι η σημασία της περιορίζεται σε αυτό και μόνο το «εκλογικό» πεδίο. Όμως στην πραγματικότητα η «υπεκφυγή» αφορά κάτι το πολύ πιο εκτεταμένο από τις εκλογές και κάτι το πολύ πιο βαθύ από την μια ψήφο της προχθεσινής Κυριακής.
Αφορά το φιλότιμο, για να το γυρίσουμε λοιπόν στη δημοτική: Γιατί, ψήφος αντί για φιλότιμο, αυτό είναι το νόημα της προχθεσινής ψήφου. Και το χειρότερο: δεν υπάρχει καμία αφηρημένη οντότητα που να λέγεται «λαός» και που στη βούλησή της υποτάσσεται ο καθένας ατομικά. Αυτό που ονομάζουν λαϊκή βούληση το συνθέτει η προσωπική θέση και στάση του καθενός, κι επομένως την «υπεκφυγή» μ’ όλη της τη σημασία δεν την χρεώνεται καμία αφηρημένη οντότητα, αλλά ο καθένας ατομικά.
Η επιβράβευση του αριβισμού, στην απόλυτη τιμή του, που εκπροσωπεί κομματικά ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο Τσίπρας σαν «αρχηγός» του, είναι -στην καθαρεύουσα- μια από τις πλευρές, μια από τις σημασίες, της προχθεσινής λαϊκής «υπεκφυγής». Η μετάφραση αυτής της σημασίας στη δημοτική, δείχνει ένα λαό, μερικά εκατομμύρια άτομα, πρόθυμα θύματα της κατάμουτρης κοροϊδίας, να λένε κι «ευχαριστώ», που δήθεν δεν καταλαβαίνουν ότι τους φτύνουν κι ανοίγουν ομπρέλα γιατί τάχα ψιχαλίζει, που τους προσβάλλουν στα σοβαρά κι απαντούν «ευτυχώς, γιατί εγώ αστεία δεν σηκώνω», που τους ξεφτιλίζουν στ’ αστεία τάχα κι απαντάνε «ωρέ τι θα πάθαινες αν μιλούσες στα σοβαρά», που για να μην παραδεχτούν αυτό που ξέρουν, δηλαδή ότι τους εξαπατούν στεγνά, εξαπατούν (δήθεν) κι οι ίδιοι τον εαυτό τους, που τους κουρελιάζουν την απαίτησή τους (;) για σεβασμό και κουρελιάζουν γι’ αυτό κι οι ίδιοι τον αυτοσεβασμό τους, που λένε για τους άλλους ότι «είναι όλοι ίδιοι» μόνο και μόνο για να είναι τέτοιοι κι αυτοί.
Μη γελιέται κανείς ότι πρόκειται για συμπεριφορά, για υπεκφυγή, απλώς «εκλογική». Όχι. Πρόκειται για εκλογική συμπεριφορά που εν προκειμένω αποκαλύπτει τη συμπεριφορά γενικά. Συμπεριφορά που δείχνει ότι οι άνθρωποι χαλάνε, και τότε…
Δε χρειάζονται περισσότερες αποδείξεις… Περάσαμε μια χρονική περίοδο που στη διάρκειά της ο τραχανάς απλώθηκε για τα καλά. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ήξερε – δε γνώριζε. Κι ό,τι απομένει από τους τελευταίους επτά μήνες και τα τελευταία επτά χρόνια που πέρασαν, είναι το ντιβιντί της Αλεξανδράτου την ώρα που ο Ανίβας της καπιταλιστικής κρίσης είχε περάσει τις πύλες για μην τις ξαναδιαβεί ποτέ πίσω, -μιλώντας στην καθαρεύουσα, – είναι μια τσόντα (μιλώντας) στη δημοτική) που τη διαδέχτηκαν κάποια άθλια κλαψουρίσματα από όσους δήθεν «προδόθηκαν» από τους «πολιτευτές» – διαφθορείς τους των περασμένων δεκαετιών, κλαψουρίσματα για όσα τους πήρανε και που δίκαια τα είχαν μόνο που τ’ αποκτήσανε χωρίς ποτέ τους οι ίδιοι ν’ αγωνιστούνε γι’ αυτά, κλαψουρίσματα από όσους ζητάνε απ’ τους… προγόνους τους να (ξανα)αγωνιστούνε γι’ αυτούς, κλαψουρίσματα από εκείνους που γυρεύουν από άλλους να βγάζουν το φίδι απ’ την τρύπα και τα κάστανα απ’ τη φωτιά, κλαψουρίσματα άθλια όπως αποδείχτηκαν τώρα που το μόνο που τους μένει είναι όχι να μουτζώσουν αλλά να μουτζωθούνε. Και δεν «σώζονται» ούτε με την επικλήση των «εκβιασμών», ούτε με το γελοίο δίλημα ανάμεσα στην «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, την «αριστερά» αυτή που το τελευταίο οκτάμηνο ψόφησε και πρόλαβε κιόλας να βρωμίσει, και στην «δεξιά» του Μεϊμαράκη με το μπεγλέρι, ούτε με τις καραμελίτσες των προηγούμενων χρόνων για τις «χωριστές συγκεντρώσεις» και τις κυβερνητικές συνεργασίες της συνενοχής στο φόνο, ούτε με το κουστουμάκι της αντιπολίτευσης στη… Μέρκελ, ούτε σώζονται, τέλος, με την επίκληση του «αναπόφευκτου», ότι δηλαδή «δε γίνεται αλλιώς»: Η επίκληση ότι δε γίνεται «αλλιώς», είναι άκυρη από όσους συναινούνε να γίνει «έτσι», όπως άκυρη είναι κι η επίκληση ότι «με τις εκλογές έτσι κι αλλιώς δε γίνεται τίποτα» από όσους στις εκλογές ψηφίσανε αυτό το «κάτι» που έγινε και που θα γίνει δίνοντας στους εμπόρους των πλαστογραφημένων ελπίδων τη συγκατάθεσή τους να τους εμπορευτούν εν λευκώ.
Είναι φανερό ότι τα παραπάνω αποτελούν σχολιασμό για τη λαϊκή ψήφο που κατευθύνθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ. Χαμένη ψήφος είναι αυτή, η λαϊκή ψήφος που πήγε στο ΣΥΡΙΖΑ, κι όχι οι ψήφοι που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ από όσους έχουν συμφέρον στην αντιλαϊκή πολιτική, στην ευρωενωσιακή «εγγύηση» της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, στο μνημόνιο 1, στο μνημόνιο 2, στο μνημόνιο 3. Όμως κι η χαμένη λαϊκή ψήφος, κι η ψήφος αυτών των άλλων, η κερδισμένη γι’ αυτούς και μόνο γι’ αυτούς, είναι εξίσου αντιλαϊκή. Η μόνη διαφορά: άλλος ακονίζει το μαχαίρι του για τους άλλους, κι άλλος κάνει μόνος του χαρακίρι (κάθε άλλο, όμως, παρά ηρωικό).
Δεν είναι βέβαια, μόνο η ψήφος που πήγε στον ΣΥΡΙΖΑ χαμένη για το λαό. Χαμένη είναι κάθε λαϊκή ψήφος που χαραμίστηκε στους κάθε είδους απολογητές της κυριαρχίας των μονοπωλίων, στους κάθε είδους απολογητές και εξωραϊστές του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης – είτε αυτοί το παίζουν ανοιχτοί οπαδοί του είτε το παίζουν απλώς «ικανοί διαχειριστές». Η μόνη τους ξεχωριστή διαχειριστική ικανότητα είναι να παγιδεύουν το λαό στον κάλπικο πραγματισμό της υποταγής του.
Χαμένη για το λαό είναι κι η ψήφος στη ΛΑΕ του Λαφαζάνη, όχι γιατί δε στάθηκε αρκετή να τον βάλει στη βουλή, αλλά γιατί εξαρχής αυτοπροτάθηκε σαν υποκατάστατο της «υπεκφυγής» που απαίτησε και κέρδισε από το λαό ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν λαθραία υπεκφυγή για όσους δεν ήταν έτοιμοι να υπεκφύγουν ανοιχτά μπροστά στους άλλους και μπροστά στον ίδιο τους τον εαυτό.
Χαμένη είναι και η «ψήφος» της αποχής: Φαίνεται πως για πολλούς (και δε γίνεται λόγος για όσους δεν θέλησαν να ξοδευτούν για να πάνε στους τόπους της καταγωγής τους), η ακύρωση μιας «ελπίδας» που είχε όλες τις πολιτικές προδιαγραφές της ακύρωσής της και της ενσωμάτωσής της στο σύστημα της δυνάστευσης του λαού, πολιτικές προδιαγραφές τέτοιες που έχουν κατονομαστεί με σαφήνεια, δεν στάθηκε ικανή να τους φέρει αντιμέτωπους, και χωρίς προφάσεις, με αυτήν ακριβώς τη σαφήνεια και τις συνέπειές της. Τις πολιτικές τους αυταπάτες τις μεταφράσανε σε αυταπάτες «εκλογικές» για να διατηρήσουν τις πολιτικές τους αυταπάτες στο ακέραιο. Και αντί για τη σαφήνεια των προδιαγραφών της «ήττας» τους που είναι και προδιαγραφές της ανασύνταξής τους, προτιμήσανε την ασάφεια την δοκιμασμένη στο καλοκαιρινό τους «ΟΧΙ στην πρόταση των δανειστών», για να την ξαναδοκιμάσουν σαν ασάφεια της αποχής τώρα. Κι όπως μόλις χθες βρήκαν «ελπίδα» στο 62% αυτού του ακαθόριστου μεγάλου «ΟΧΙ» που είχε και απέδειξε τις προδιαγραφές του να μετατραπεί σ’ ένα αντίθετο, μεγαλύτερο «ΝΑΙ», έτσι και τώρα βρίσκουν -ή και δεν βρίσκουν- «ελπίδα» στο ακαθόριστο 43% της αποχής μαζί με ένα 20% ηλικιωμένων που δεν μπορούν να πάνε να ψηφίσουν, πεθαμένων που παραμένουν στους εκλογικούς καταλόγους, πολιτικά αδιάφορων που στηρίζουν τις ελπίδες τους στο θεό, και άλλων, που όλοι μαζί δεν είναι σε θέση να φέρουν στο προσκήνιο οποιοδήποτε συλλογικό πολιτικό λόγο μπορεί να δώσει μορφή άλλη από την ατομική επιλογή του καθενός τους στην αποχή. Υπάρχουν άνθρωποι που μόνο οι αυταπάτες τούς κάνουν να νιώθουν εξοπλισμένοι πολιτικά…
Μόνη κερδισμένη ψήφος ήταν εκείνη που, και πάλι, έμεινε «στο 5%». Η ψήφος όσων αψηφήσανε και τους ψευτοπραγματισμούς και τα γελοία ψευτοδιλήματα, η ψήφος όσων χρόνια τώρα τους πρήζονταν τα συκώτια από όλους εκείνους που αποδείχτηκαν έτοιμοι από καιρό και «θαρραλέοι» να συνυπογράψουν την εξαπάτησή τους και να κατακυρώσουν την αυτοεξαπάτησή τους, η ψήφος όσων απέναντι στους «εκβιασμούς» αντιπαραθέτουνε τη δύναμη της οργάνωσης και της πάλης των εργαζομένων για την πατρίδα και τον κόσμο που αντικειμενικά τους αξίζει.
*
Άφησα για το τέλος την χαμένη ψήφο στη «ΧΑ»:
Το να προτιμά κανείς από τη σημερινή «λαμογιοδημοκρατία» μια λαμογιοδικτατορία σαν «του Παπαδόπουλου» μπορεί και να σημαίνει απλώς ότι είναι, άνθρωπος πολιτικά αμόρφωτος και ανιστόρητος.
Το να νομίζει ότι η «ΧΑ» δεν είναι φασιστική, γιατί κατά τη γνώμη του κι ο ίδιος δεν είναι φασίστας, είναι κι αυτό, ας πούμε, μια πιθανότητα: Και στη Γερμανία του 1930 οι «μάζες» που παρασυρμένες από τη ναζιστική δημαγωγία έφεραν το Χίτλερ στην εξουσία μπορεί να μην είχαν συνείδηση ούτε ότι οι ίδιοι είναι ναζί ούτε για την βαθιά εγκληματική και εχθρική απέναντι στον άνθρωπο φύση του ναζισμού.
Το να θέλουν όμως να απευθύνονται σε μαλάκες και να έχουν από τους άλλους την απαίτηση να παριστάνουν τους μαλάκες είναι εντελώς διαφορετικό.
Και το να υπερψηφίζουν την «πολιτική ευθύνη» της δολοφονίας του Φύσσα, και κατ’ επέκταση την «πολιτική» ευθύνη για τη συνολική δολοφονική, εγκληματική και φασιστική – τρομοκρατική δραστηριότητα της «ΧΑ», είναι ταυτόσημο με το ότι αυτή την ευθύνη την αναλαμβάνουν οι ίδιοι. Ταυτόσημο με το ότι οι ίδιοι είναι χαλασμένοι και είναι δικό τους πρόβλημα το αν είναι χαλασμένοι απλώς αρκετά ή είναι χαλασμένοι εντελώς.
πώς το παίζει η ΧΑ;
Δημοσιεύθηκε: 2015/07/14 Filed under: Uncategorized | Tags: φασισμός, χρυσή αυγή, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕΕ, αστισμός, εκλογές 1 σχόλιοΔεν θα ασχολιόμουν με το θέμα του τίτλου, αν το ερώτημα δεν ξέφευγε από την ειδική περίπτωση της νεοναζιστικής συμμορίας και δεν αφορούσε, στην πραγματικότητα, την αξιοποίησή της ύπαρξής της στο πλαίσιο των γενικότερων αστικών σχεδιασμών. Ένδειξη για τους οποίους σχεδιασμούς αποτελεί πχ η αποστροφή Καμμένου ύστερα από τη συνάντηση των αρχηγών των κομμάτων με τον πρόεδρο ότι «τα δημοκρατικά κόμματα συμφώνησαν…».
…Ή να το πούμε αλλιώς, η αποστροφή Καμμένου ότι «τα δημοκρατικά κόμματα συμφώνησαν» εκείνη τη Δευτέρα 6/7, που μαζεύτηκε η μαγγιά κι αποφάσισε «δημοκρατικά» ότι όσοι ρίξαν «όχι» και φέραν 62 στο δημοψήφισμα-μπαρμπούτι χάσανε και κέρδισαν όσοι έφεραν 38 και ρίξανε «ναι».
Κι αφού γελάσαμε, ένδειξη επίσης αποτελεί η επανάληψη της ίδιας αποστροφής από τον … Ολάντ, ότι «τα δημοκρατικά κόμματα της Ελλάδας συμφώνησαν…»
Το υπονοούμενο είναι προφανές: Τα μη δημοκρατικά κόμματα είναι το ΚΚΕ και η ΧΑ, να η εξίσωση κομμουνισμού φασισμού, να και το εγχείρημα -με έναν σμπάρο- «ποινικοποίησης» της κομμουνιστικής ιδεολογίας και «νομιμοποίησης» του φασισμού, για την ταυτόχρονη παγίδευση της πολιτικής αντιμετώπισης του φασισμού στα όρια της «εξομοίωσης» της πρωτοπορίας του εργατικού – λαϊκού κινήματος και των δημίων του.
Ένδειξη επίσης αποτελεί η επαναλαμβανόμενη «ουδέτερη» ειδησεογραφική διατύπωση (τι; ψέματα είναι;) του είδους: «όχι από το ΚΚΕ και την ΧΑ στη συμφωνία που φέρνει η κυβέρνηση».
Ένδειξη αποτελεί και η απόπειρα διάχυσης στο πολιτικό σκηνικό των εσωκομματικών προβλημάτων του ΣΥΡΙΖΑ με επιδείξεις τυχοδιωκτισμού όπως αυτή του Φίλη που «πίεσε» την Κωσταντοπούλου να πει «ναι» ή να παραιτηθεί παίζοντας για το σκοπό αυτό το χαρτί της ΧΑ. Αν σκαλίσουμε λιγάκι τη μνήμη μας θα θυμηθούμε το πώς με παρόμοιο τρόπο οι διάφοροι τηλεπεριπλανώμενοι ΣΥΡΙΖαίοι είχαν αναλάβει στις δημοτικές εκλογές την προεκλογική εκστρατεία της ΧΑ με αφορμή την απόφαση του ΚΚΕ να μην στηρίξει τους υποψήφιους του ΣΥΡΙΖΑ την δεύτερη Κυριακή…
Από ό,τι φαίνεται λοιπόν είναι αρκετοί εκείνοι που «υποκύπτουν» στο πειρασμό να αξιοποιούν τη ΧΑ σαν άλλοθι των επιλογών τους, αρκετοί εκείνοι που εξυπηρετούνται από την ύπαρξή της για την ανάπτυξη των σχεδιασμών τους και που ήδη επιχειρούν να θέσουν τις βάσεις αυτού του είδους της αξιοποίησης σε αυτού του είδους τους αντιλαϊκούς σχεδιασμούς. Κι από την πλευρά της η ΧΑ γνωρίζει ότι αποτελεί αντικείμενο τέτοιας αξιοποίησης και προσαρμόζει την «παρουσία» της σε αυτή τη διαδικασία. Άλλωστε διατηρεί -παρά τα «στραπάτσα»- τη φιλοδοξία να επιλεγεί ως αποτελεσματικότερος διαχειριστής του εκμεταλλευτικού συστήματος όταν η αστική εξουσία διαπιστώσει ότι έχει πιά κάψει ένα-ένα τα εναλλακτικά της χαρτιά της εξαπάτησης, της χειραγώγησης, της ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων στη στρατηγική της. Ως τότε, το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο μαζί το σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης,
Για τους πιο δύσπιστους ανατρέχουμε, μέσω της ιστοσελίδας fadomduck, στην πρόσφατη συνέντευξη Μιχαλολιάκου στο σάιτ bankingnews, στην οποία ο επίδοξος φύρερ απλώνει, θα λέγαμε, τον τραχανά του δυο μόλις μέρες πριν την προκήρυξη του περιβόητου δημοψηφίσματος, δηλαδή στις 23/6/2015, και περιγράφει – δεν θα μπορούσαμε να πούμε: τις θέσεις του, κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει η δημαγωγική φύση του ναζιστικού μορφώματος (κάτι που βέβαια δεν αφορά αποκλειστικά την ΧΑ), αλλά μάλλον: πώς το παίζει.
Επίκεντρο αυτής της συνέντευξης, θεμέλιο της τοποθέτησης Μιχαλολιάκου, είναι λοιπόν η εξής δογματική παραδοχή:
«Για την Ελλάδα υπάρχει μόνο ευρώ και με σκληρούς «όρους».
Μπορεί κανείς 20 μέρες μετά να αναγνωρίσει ότι αυτή η φράση αποτέλεσε την κατευθυντήρια γραμμή σύσσωμων των εκπροσώπων του οικονομικού και πολιτικού συστήματος, να αναγνωρίσει επίσης την ταύτιση του αρχηγού της ΧΑ με αυτή την κατευθυντήρια γραμμή, να αναγνωρίσει επίσης ότι η «συμφωνία των δημοκρατικών κομμάτων» του κ. Καμμένου στις 6/7 συμπληρωνόταν και από την προκαταβολική συμφωνία ενός «μη-δημοκρατικού» κόμματος, ότι η συμφωνία αυτή αποτελούσε στην πραγματικότητα συμφωνία όλων των κομμάτων του πολιτικού καπιταλιστικού «τόξου», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η «ντροπή» αυτού του «τόξου» το διευκόλυνε με την απουσία της επιλέγοντας να μείνει απ’ έξω από την αίθουσα και να απαγγείλει τη δεκάρικη τοποθέτησή της για «τα γέλια και τα κλάματα». Μπορεί επίσης να αναγνωρίσει κανείς την ίδια κατευθυντήρια γραμμή και την ίδια ταύτιση και σ’ αυτή την ίδια την συμφωνία που έφερε η κυβέρνηση από τας Ευρώπας, η οποία συμφωνία μπορεί άλλωστε να συνοψιστεί σε αυτήν ακριβώς τη φράση-ευαγγέλιο των κύκλων της εγχώριας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας: «μόνο ευρώ και με σκληρούς όρους».
Αλλά ας επιστρέψουμε στις «γραφές»: Γιατί «για την Ελλάδα υπάρχει μόνο ευρώ και με σκληρούς όρους»; Διότι, «εξηγεί» ο Μιχαλολιάκος, «το ευρώ το έχουμε πληρώσει πανάκριβα, το έχουμε χρυσοπληρώσει». Πράγματι. Το έχει πληρώσει πανάκριβα, το έχει χρυσοπληρώσει ο λαός το ευρώ, για να κάνουν με το ευρώ πολύχρονα πάρτυ κερδοφορίας οι ελληνικοί καπιταλιστικοί – μονοπωλιακοί όμιλοι. Αλλά κι αν μείνουμε σε αυτό το γενικόλογο «εμείς» του Μιχαλολιάκου, δε μας εξηγεί στη συνέχεια αυτός για ποιο λόγο αυτή η «μοναδική» επιλογή του ευρώ πρέπει να συνοδεύεται «και με σκληρά μέτρα» μια που ήδη έχει πληρωθεί πανάκριβα και χρυσοπληρωθεί… Ούτε μας εξηγεί για ποιο λόγο αυτό, το ευρώ, που το πληρώσαμε πανάκριβα και το χρυσοπληρώσαμε, πρέπει να το χρυσοπληρώνουμε και να το πληρώνουμε πανάκριβα ξανά και ξανά, και εν προκειμένω να το πληρώσουμε με ακόμα 12 δισ. μέτρα περικοπών στο λαϊκό εισόδημα με «αντάλλαγμα» 35 δισ. ζεστές επιδοτήσεις για την κρατικοδίαιτη κερδοφορία του ελληνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου (από κοινού με τους «ξένους» εταίρους του) και για την κρατικοδίαιτη «ανάπτυξή» του σε βάρος της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, σε βάρος των όρων επιβίωσης του λαού, σε βάρος της ανάπτυξης της κοινωνίας με τους όρους που απαιτεί κάθε κοινωνία για την δική της ανάπτυξη κι όχι για την ανάπτυξη των οικονομικών παρασίτων που την απομυζούν…
Αντίθετα, αντί να μπει ο Μιχαλολιάκος στον κόπο τέτοιων εξηγήσεων, που άλλωστε χαλάνε την «εθνική» θαλπωρή αυτού του γενικόλογου «εμείς» που μεταχειρίζεται, διατείνεται ότι αν χάσουμε το … προνόμιο των «σκληρών μέτρων», το προνόμιο να ακριβοπληρώνουμε και να χρυσοπληρώνουμε ξανά και ξανά το ακριβοπληρωμένο και χρυσοπληρωμένο ευρώ, ε τότε «αν φύγουμε από το ευρώ τώρα θα τους κάνουμε δώρο στους ευρωπαίους δανειστές μας». Στους οποίους, μάλιστα, «δεν τους χρωστάμε αλλά μας χρωστάνε»… Γι’ αυτό προφανώς και οφείλουμε ξανά και ξανά να τους ακριβοπληρώνουμε και να τους χρυσοπληρώνουμε.
Θα περίμενε, βέβαια κανείς, πως από μόνη της η τοποθέτηση αυτή είναι αρκετή για μια συνακόλουθη τοποθέτηση εναντίον της «ρήξης» στο πλαίσιο της σχετικής φιλολογίας εκείνων των ημερών (πριν 20 μέρες). Όμως πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Κι αν αποδεικνυόταν ότι τελικά στην κατάληξη των όλων διαβουλεύσεων υπερισχύουν οι δυνάμεις που προωθούσαν το σενάριο της ελεγχόμενης εκδίωξης της Ελλάδας από την ευρωζώνη, σενάριο που η κυβέρνηση θα το εμφάνιζε σαν αποτέλεσμα της δικής της «σθεναρής» και «εθνικά υπερήφανης» στάσης απέναντι στις αξιώσεις των δανειστών; Τότε πώς θα μπορούσε η ΧΑ να λείψει από αυτή τη γιορτή της «εθνικής υπερηφάνειας»; Πώς θα μπορούσε ταυτόχρονα να αποστασιοποιηθεί από τις άμεσες και ραγδαίες επιπτώσεις μιας τέτοιας επιλογής του κεφαλαίου σε βάρος των όρων της λαϊκής διαβίωσης; Και πώς, επίσης, θα κρατούσε ανοιχτό το δρόμο της ταύτισής της με τις διαδικασίες στρατηγικής αναπροσαρμογής της αστικής εξουσίας στα νέα δεδομένα; «Για την Ελλάδα», λοιπόν, «υπάρχει μόνο ευρώ και με σκληρούς όρους», γιατί «το έχουμε χρυσοπληρώσει» και «δεν το κάνουμε δώρο στους δανειστές», αλλά και για το ενδεχόμενο της «ρήξης» το ζήτημα δε βρίσκεται στο ακριβοπλήρωμα και στο «δώρο» στους δανειστές. Το ζήτημα βρίσκεται στο ότι η εκδίωξη από την ευρωζώνη, το «γκρέξιτ», θα εμφανιζόταν από την κυβέρνηση σαν «έργο ΣΥΡΙΖΑ», και στο πλαίσιο της όποιας οικονομικο-πολιτικής κρίσης προκαλούνταν από τη νέα στρατηγική, η ΧΑ θα έπρεπε να δώσει «ενεργητικό» παρόν, υιοθετώντας μεν τη «ρήξη» αλλά χαρακτηρίζοντας «εγκληματική ενέργεια σε βάρος του έθνους», «εγκληματικό λάθος για τον ΣΥΡΙΖΑ, εγκληματικό λάθος των αριστερών σε βάρος της πατρίδας», το ότι «αν ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδίαζε να πάει σε ρήξη είχε την εθνική και ηθική υποχρέωση να προετοιμάσει την κοινωνία για ρήξη», «αν ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδίαζε την ρήξη θα έπρεπε από την πρώτη στιγμή να επιλέξει την στρατηγική της ρήξης». Αν λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε ρήξη ας τη σχεδίαζε κι ας την προετοίμαζε «εθνικά και ηθικά». Κι αν τη «σχεδίαζε» και την «προετοίμαζε», τότε χαλάλι και το «ακριβοπληρωμένο» ευρώ, χαλάλι και που το κάνουμε «δώρο» στους δανειστές, χαλάλι που «για την Ελλάδα υπάρχει μόνο» αυτό «και με σκληρούς όρους». Τότε θα έπρεπε αμέσως να προσαρμοστούμε στην νέα στρατηγική των «δανειστών», να υιοθετήσουμε την εμφάνιση αυτής της νέας στρατηγικής ως «ρήξης», να χαρακτηρίσουμε «εθνικό έγκλημα» των αριστερώνυμων κυβερνητικών την έλλειψη «σχεδιασμού και προετοιμασίας» και να επιπλεύσουμε στον αφρό των ιδιαίτερα ρευστών εξελίξεων της αναγκαστικής-ή-όχι μετάβασης από τη μια στην άλλη στρατηγική του κεφαλαίου.
Ας ανακεφαλαιώσουμε ως εδώ: «Για την Ελλάδα υπάρχει μόνο ευρώ και με σκληρούς όρους», και η «ρήξη» είναι κακή, είναι «εθνικό έγκλημα», όχι όμως γιατί το ευρώ είναι «το μόνο που υπάρχει για την Ελλάδα», αλλά γιατί «αν οι αριστεροί ήθελαν ρήξη ας τη σχεδίαζαν». Αλλά κι έτσι, ακόμα και με το μόνο που υπάρχει (ευρώ) και με το εθνικό έγκλημα (ρήξη), τίποτα δεν εμποδίζει το Μιχαλολιάκο να δηλώνει την ίδια στιγμή ότι «θα πρόκειται για προδοσία αν ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνήσει σε ένα μνημόνιο». Αν είναι δυνατόν! Ένας τέτοιος «αντιμνημονιακός» του «μόνο ευρώ και με σκληρούς όρους» και του «ρήξη = εθνικό έγκλημα», να μην καταγγέλει σαν «προδοσία» και τη «συμφωνία σε ένα μνημόνιο»! Και μπορεί τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ να μην υπέπεσε στο «εθνικό έγκλημα» της «ασχεδίαστης» εκδίωξης της χώρας από την ευρωζώνη, που εξαρχής εμφανιζόταν σαν ενδεχόμενη «ρήξη», άντε όμως τώρα να γλυτώσει από τις κατηγορίες του Μιχαλολιάκου για «προδοσία». «Μόνο ευρώ και με σκληρούς όρους», «ρήξη = έγκλημα», αλλά ο κεντρικός ρόλος της ΧΑ είναι να παγιδεύει τη δυσαρέσκεια του λαού που υφίσταται τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης και τα δυσβάστακτα, σκληρά μέτρα που τη συνοδεύουν. Πώς λοιπόν θα γίνει αυτό αν η ΧΑ δεν χαρακτηρίσει «προδοσία» τη «συμφωνία σε ένα μνημόνιο»; Αλλά και πώς να δέσει αυτός ο χαρακτηρισμός της «προδοσίας» με το δόγμα «μόνο ευρώ και με σκληρούς όρους» και με τη γενικόλογη καταγγελία της «ρήξης» ως «εθνικό έγκλημα»; Μήπως η άρνηση της «συμφωνίας σε ένα μνημόνιο» δεν συνεπάγεται αναγκαστικά μια «ρήξη»; Ή μήπως δεν είναι ακριβώς «ένα μνημόνιο» οι σκληροί όροι του «μόνου που υπάρχει για την Ελλάδα», δηλαδή του ευρώ; Ποιό λοιπόν μπορεί να είναι το σωσίβιο της «συνέπειας» των όσων εκφράζει ο Μιχαλολιάκος στη συνέντευξή του;
Και πάλι «εξηγεί» ο «αρχηγός» του νεοναζιστικού μορφώματος: «Το μείζον πολιτικό και ιδεολογικό θέμα», λέει, «δεν είναι η συμφωνία αλλά οι όροι του δανεισμού». Δηλαδή; Τα «σκληρά μέτρα» που αναγκαστικά συνοδεύουν την «μοναδική» επιλογή της Ελλάδας, δηλαδή -κατά Μιχαλολιάκο- το ευρώ; Όχι. Όταν ο Μιχαλιολιάκος κάνει λόγο για το «μείζον πολιτικό και ιδεολογικό θέμα» των «όρων του δανεισμού», δεν εννοεί με αυτούς τους «όρους» τα «σκληρά μέτρα» που συνθλίβουν το λαό για την ικανοποίηση των άμεσων και μακροπρόθεσμων αναγκών κερδοφορίας του κεφαλαίου. Όταν κάνει λόγο όχι για τη «συμφωνία» αλλά για τους «όρους του δανεισμού» σαν «το μείζον πολιτικό και ιδεολογικό θέμα», εννοεί το «δίκαιο» με βάση το όποιο θα συμφωνηθεί η σύνθλιψη του λαού. Το πρόβλημα για τον Μιχαλολιάκο δεν βρίσκεται στην συμφωνία οικονομικής σύνθλιψης του λαού αλλά στο ερώτημα με ποιο «δίκαιο» συμφωνιέται να συνθλιβεί οικονομικά ο λαός. Με δικά του λόγια: «Το μείζον πολιτικό και ιδεολογικό θέμα δεν είναι η συμφωνία αλλά οι όροι του δανεισμού. Όταν σε δεσμεύουν στο αγγλικό δίκαιο, αυτό δεν ονομάζεται δανεισμός αλλά εθνικός διασυρμός. Επί 200 χρόνια η Ελλάδα δανειζόταν με βάση το ελληνικό δίκαιο και μετά το 2012 η Ελλάδα δανείζεται με όρους αγγλικού δικαίου». «Ξεκάθαρα» πράγματα… Θέλει μήπως επεξήγηση το ότι το «αγγλικό δίκαιο» είναι ένας ακόμα δυσμενής όρος μέσα στο σύνολο των αντιλαϊκών μέτρων, αλλά το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στο σύνολο των αντιλαϊκών μέτρων και όχι σε έναν από τους δυσμενείς όρους που τα διέπουν; Για τον Μιχαλολιάκο αυτό μάλλον δεν θέλει επεξήγηση. Θέλει αποσιώπηση, θέλει αντιστροφή του πραγματικού προβλήματος, θέλει απολογητική του «μόνου που υπάρχει για την Ελλάδα»: του ευρώ και των «σκληρών μέτρων» του.
Όλα αυτά θα ήταν αδύνατο να διατυπωθούν σε μια λογική σειρά εντός ενός γραπτού κειμένου. Βοηθάει όμως η δομή της συνέντευξης, όπου στη μια ερώτηση μπορεί «άνετα» να «καταδικάζεται» σαν προδοσία η «συμφωνία σε ένα μνημόνιο» λόγω του «αγγλικού δικαίου», στην επόμενη ερώτηση να στιγματίζεται σαν «εθνικό έγκλημα» η «ρήξη» και, παρακάτω να διατυπώνεται σαν δόγμα ότι «για την Ελλάδα υπάρχει μόνο ευρώ και με σκληρούς όρους».
Υπάρχει όμως και συνέχεια: Υπάρχει η παραδοσιακή για την «εθνικοφροσύνη» (εθνοκαπηλία) επίκληση της «ψωροκώσταινας», στη σύγχρονη εκδοχή της την σύμφωνη με την ψιθυρολογία ότι «δεν παράγουμε τίποτα», και που για τον λόγο αυτό (έναν λόγο παραπάνω από το ότι «το ευρώ το έχουμε χρυσοπληρώσει» κλπ) «δεν μπορούμε να έχουμε εθνικό νόμισμα». Ίσως αργότερα… Ίσως με τη βοήθεια των δανειστών, με τη βοήθεια των «σκληρών όρων» του ευρώ, να αρχίσουμε να παράγουμε και τίποτα και να μπορέσουμε επιτέλους να γυρίσουμε στη δραχμή, τη δραχμούλα. Κι όμως, πριν έναν χρόνο η Παγκόσμια Τράπεζα κατέτασσε στην Ελλάδα σαν τη 32η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο με βάση το «κατά κεφαλήν ΑΕΠ». Αν δεν μπορεί η 32η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο να έχει εθνικό νόμισμα, τότε ποιος μπορεί; Πάντως όχι μια χώρα που ο λαός της οφείλει να ακριβοπληρώνει και να ξανα-ακριβοπληρώνει το ευρώ επειδή ήδη το έχει πληρώσει ακριβά…
Υπάρχει επίσης η «αισιόδοξη» αναφορά στα «κοιτάσματα υδρογονανθράκων και πολλά άλλα» που «έχει» η Ελλάδα και επομένως μπορεί να «παράγει», ώστε ν’ αποκτήσει επιτέλους «εθνικό νόμισμα». Αλλά αρκεί μια ματιά σε χώρες σαν την κοντινή μας Νιγηρία, για να διαπιστώσει κανείς ότι δεν είναι αρκετό για το λαό μιας χώρας να «έχει» και να «παράγει». Κι ότι το ζήτημα για κάθε λαό είναι ποιος κατέχει τον πλούτο της χώρας του, την ίδια του τη χώρα σε τελική ανάλυση, καθώς και ποιος καρπώνεται το αποτέλεσμα της παραγωγή της, σε τελική ανάλυση τον ίδιο το μόχθο του λαού: Μια χούφτα σφετεριστές του πλούτου και των παραγωγικών του καρπών ή ο ίδιος ο λαός;
Υπάρχει επίσης κι η αναφορά στο μοντέλο του «εσωτερικού δανεισμού» που τον προτείνει ο Μιχαλολιάκος σαν μοντέλο της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης: η νοσταλγία για την καταλήστευση των κάθε είδους κοινωνικών αποθεμάτων, των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων κλπ, που στήριξε κατά τις περασμένες δεκαετίες την ανάπτυξη του ελληνικού κεφαλαίου.
Υπάρχουν και τα δημαγωγικά πυροτεχνήματα περί «αναδιάρθρωσης του χρέους» και περί «καταγγελίας του χρέους» δίπλα-δίπλα στο δόγμα της «μοναδικότητας» του ευρώ και των «σκληρών όρων» του.
Και υπάρχει κι η «βεβαιότητα» ότι η δικαστική εξουσία θα συρθεί τόσο χαμηλά ώστε να «αθωωθούν» όλοι οι βουλευτές της ΧΑ. Πιθανό. Ακόμα όμως κι έτσι, δεν πρόκειται να αθωωθεί η εγκληματική, δολοφονική, αντιλαϊκή τους δραστηριότητα. Ούτως ή άλλως.
Αρκεί όμως. Ας είναι λοιπόν προσεκτικοί στις «εξομοιώσεις» τους οι κ. Καμμένος και … Ολάντ, οι διάφοροι ειδησεογραφικοί πομποί και κυρίως οι δέκτες τους, ας είναι προσεκτικός ο κ. Φίλης ως προς τα όρια του «αριστερώνυμου» τυχοδιωκτισμού και της ανευθυνότητας. Μην το παίζετε έτσι. Παίχτε το αλλιώς.
σχήματα λόγου
Δημοσιεύθηκε: 2015/07/09 Filed under: Uncategorized | Tags: χρυσή αυγή, ΣΥΡΙΖΑ, αστισμός, εκλογές, καπιταλισμός, λαϊκό κίνημα 2 ΣχόλιαΑν έχεις ήδη καταπιεί αμάσητο το ότι, δια στόματος Κωσταντοπούλου, η μεγάλη εξαγγελία της «κυβέρνησης της αριστεράς», του «νέου ΕΑΜ» κλπ κλπ, για την «κατάργηση μνημονίων και εφαρμοστικών νόμων με έναν νόμο και ένα άρθρο» δεν ήταν παρά «σχήμα λόγου», τότε πλέον δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να καταπιείς και το ότι το «όχι» σου της Κυριακής «κατά της πρότασης των δανειστών» μετατρέπεται τη Δευτέρα σε «όχι στη ρήξη», «ναι στην Ευρώπη», σε «εθνική ενότητα» με το «ναι στην πρόταση των δανειστών» και το ότι η «αμεσοδημοκρατική» απάντηση του 62% της Κυριακής σε ένα καθόλου «αμεσοδημοκρατικό» ερώτημα μετατρέπεται τη Δευτέρα σε «θέληση του λαού» η οποία πλέον εκφράζεται «μέσω των αρχηγών των κομμάτων» όπως είπε ο Καμμένος εξερχόμενος από το προεδρικό μέγαρο. Και μάλιστα των «δημοκρατικών κομμάτων», θέλοντας προφανώς να υπονοήσει ότι από αυτά εξαιρούνται «εξισωτικά» το ΚΚΕ που διαχώρισε τη θέση του και η ΧΑ που «διευκόλυνε» και διευκολύνθηκε με την συνεννοημένη απουσία της από την συνάντηση: το μεν ΚΚΕ «ποινικοποιούμενο» πολιτικά η δε ΧΑ «νομιμοποιούμενη» πολιτικά στη βάση του εξισωτικού αυτού εγχειρήματος του κ. ΥΠΕΘΑ.
Στη συνέχεια ακολούθησε από το περιστύλιο της βουλής το μικρό διάγγελμα του Μιχαλολιάκου, μια κατάφορη πρόκληση απέναντι στους συγγενείς των δολοφονημένων από την οργάνωσή του, απέναντι στους σακατεμένους και κακοποιημένους από την εγκληματική δράση της, στους οποίους πριν λίγες μέρες μια δικαστική απόφαση τούς στέρησε το δικαίωμα να εγείρουν στην ποινική δίκη αστικές αξιώσεις 44 ευρώ με επιφύλαξη ενάντια στον αρχηγό της ΧΑ για τις βλάβες που τους προξένησε η δραστηριότητα της εγκληματικής του οργάνωσης καθώς και το δικαίωμα να υποστηρίξουν στο δικαστήριο τις σε βάρος του κατηγορίες, και υποχρεώθηκαν τώρα να τον βλέπουν μπροστά στη βουλή να εκφέρει τα φτηνά λόγια του για «τα γέλια και τα κλάματα» και το «αποικιοκρατικό βρετανικό δίκαιο». Εξαιτίας του «αποικιοκρατικού βρετανικού δίκαιου» απείχε -λέει- ο Μιχαλολιάκος από το (κατά Τσίπρα) «εθνικό μέτωπο» των (κατά Καμμένο) «δημοκρατικών κομμάτων», πλην όμως είχε φροντίσει 2-3 μόνο μέρες πριν την προκήρυξη του δημοψηφίσματος να δηλώσει ότι η έξοδος από το ευρώ αποτελεί «εθνικό έγκλημα» (έγκλημα! τσ τσ). [*] Δήλωση εκ μέρους ενός «μη δημοκρατικού» κόμματος που επισφραγίστηκε από τον πρόεδρο της δημοκρατίας λίγες μέρες μετά κατά την προεκλογική εβδομάδα όταν αυτός με τη σειρά του αποφάνθηκε ότι η παραμονή στην ευρωζώνη και την ΕΕ επιβάλλεται για λόγους «εθνικής ασφάλειας».
Όταν, βέβαια, γίνεται λόγος για «εθνικό έγκλημα» και για «εθνική ασφάλεια», το υπονοούμενο είναι ότι πάει περίπατο κάθε δημοκρατία, οπότε κι αυτό του κ. Καμμένου για τα «δημοκρατικά κόμματα» πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ένα «σχήμα λόγου» παραπάνω. Σχήμα λόγου όπως ο «ένας νόμος και ένα άρθρο», σχήμα λόγου όπως το ίδιο το «όχι» του 62%, σχήμα λόγου που εν προκειμένω αποτελεί υποκατάστατο του πραγματικού γεγονότος ότι τα κόμματα του καπιταλιστικού τόξου «δημοκρατικά» και μη, μαζί τους και η ναζιστική ΧΑ, είναι ενωμένα στους στόχους της τάξης των εκμεταλλευτών, για χάρη των οποίων στόχων δεν υπολογίζουν και δεν τα σταματά καμία «δημοκρατία»: Στο όνομα του «έθνους» φυσικά. Από παλιά.
Ηθικό δίδαγμα: Ο εθισμός στα σχήματα λόγου, με αφετηρία το θρασύ χαστούκι της κας Κωσταντοπούλου στα αισθήματα και τις προσδοκίες μιας μεγάλης μάζας πρωτίστως ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, είναι εθισμός στην υποταγή. Όχι σε μια κάποια υποταγή στο ένα ή στο άλλο επιμέρους ζήτημα, αλλά στη γενική υποταγή, αυτήν η οποία επισφραγίζεται με τα γελοία «εθνικά μέτωπα» στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας» του ΠτΔ και των «εθνικών εγκλημάτων» της ΧΑ στην περίπτωση που τίθεται σε αμφιβολία η μακροημέρευση του κεφαλαίου για χάρη της οποίας απαιτείται η παραπέρα σύνθλιψη του λαού. Εθισμός στην υποταγή όχι μόνο στα προϋπάρχοντα «μνημόνια» και το «καθεστώς» τους, αλλά υποταγή και στο προετοιμαζόμενο «καθεστώς» του τρίτου «μνημονίου» πριν καλά-καλά καταλαγιάσει η λαϊκή εκτόνωση με το «όχι» της Κυριακής.
Υποταγή στο υπόβαθρο της οποίας βρίσκονται οι ιδεολογικές και πολιτικές δεσμεύσεις στον υπαρκτό καπιταλισμό του «ευρωμονόδρομου», που στην κατάληξη του 30χρονου κύκλου του έπεσε με φόρα στα βράχια της καπιταλιστικής κρίσης και των «μνημονίων», και που απεγνωσμένα το πολιτικό προσωπικό του, «δημοκρατικό» και μη, πασχίζει να συγκαλύψει την κατάληξή του και με το καλό ή με το άσχημο να τον αναστήσει στη συνείδηση του λαού.
Υποταγή στο υπόβαθρο της οποίας βρίσκονται αυτές οι δεσμεύσεις που εγκλωβίζουν στα αδιέξοδα για το λαό διλήματα μιας αναπαλαίωσης ή μιας ανακαίνισης αυτού του ίδιου τελειωμένου αντιλαϊκού δρόμου, στα αδιέξοδα διλήματα μιας συμφωνίας ή ενός ελεγχόμενου «γκρέξιτ», στα αδιέξοδα διλήματα μεταξύ ευρωπαϊσμού και ατλαντισμού, στα αδιέξοδα διλήματα που φράζουν το δρόμο της ρήξης με την ελευθερία του κεφαλαίου, με την κυριαρχία των νόμων του μονοπωλιακού ανταγωνισμού και της αγοράς, με την ελευθερία του εμπορεύματος πάνω στην οποία σταυρώνονται τα λαϊκά στρώματα κι η εργατική τάξη, με την ίδια την καπιταλιστική ιδιοκτησία, τα οποία βρίσκουν τον εγγυητή τους στους ευρωενωσιακούς κανόνες και «θεσμούς». Οι ιδεολογικές και πολιτικές δεσμεύσεις που ευθυγραμμίζουν την κίνηση της κάθε χώρας στην ανάπτυξη και στο με όλα τα μέσα ξεδίπλωμα των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, την ίδια ώρα που οι εκφραστές τους και οι πάσης φύσεως απολογητές τους έχουν στην άκρη της γλώσσας την απειλή του «αίματος» ενάντια στο λαό που αναζητά με αγωνία την δική του προοπτική.
Υποταγή που αποσκοπεί να ακυρώσει κάθε εν δυνάμει ριζοσπαστισμό και να τον στιχίσει ταπεινωμένο, για χρόνια, κάτω από την αντιλαϊκή κραυγή: «Ο ευρωμονόδρομος πέθανε, ζήτω ο ευρωμονόδρομος».
[*] Προσθήκη 11/7/2015: Η παράθεση των σχημάτων λόγου του φυρερισκου της ναζιστικής ΧΑ ήταν από μνήμης: Η ακριβής φράση είναι ότι αν πάμε σε «ρήξη», «θα πρόκειται για μια εγκληματική ενέργεια εις βάρος του έθνους». Αυτό δεν εμποδίζει την «συμπλήρωση» ότι ταυτόχρονα «θα πρόκειται για προδοσία αν ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνήσει σε ένα μνημόνιο». Η δημαγωγία δεν γνωρίζει αδιέξοδα, αλλά δεν κρύβει και την «πεμπτουσία» των μαύρων γραμμών της.
ΝΑΙ ή ΟΥ, ρε;
Δημοσιεύθηκε: 2015/07/02 Filed under: Uncategorized | Tags: ΣΥΡΙΖΑ, αστισμός, δημοκρατία, εκλογές, λαϊκό κίνημα ΣχολιάστεΕπειδή η κυβέρνηση του «διαπραγματευτικού» όχι, συνεπικουρούμενη από την «αντιπολίτευση» του «ξεκάθαρου» ναι, εμφανίζει σαν ανώτατη έκφραση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας τη διαταγή της προς το λαό όπως εντός 7 ημερών προσέλθει αμελλητί στους ενδεδειγμένους τόπους προσελεύσεως προκειμένου να απαντήσει μονολεκτικά, με «ναι» ή «όχι» για τη ζωή του στην ερώτηση που αποφάσισε πριν από αυτόν γι’ αυτόν.
Επειδή είναι η κυβέρνηση αυτή, και μόνο αυτή, που πέντε μόνο μήνες μετά την εκλογή της έφερε στο άμεσο πολιτικό προσκήνιο την επιλογή μιας «κυρίαρχης» απάντησης υπέρ όλων όσων πριν πέντε μήνες απόρριψε ο λαός, υπέρ των μνημονίων, της «πρότασης των δανειστών» κλπ, αντιπαραθέτοντάς της μια «δημιουργικά ασαφή» τυπική άρνηση προορισμένη αμέσως μετά να μετατραπεί σε σαφή και ουσιαστική κατάφαση σ’ αυτό που τυπικά φέρεται να αρνείται.
Επειδή είτε με το «ναι» τους είτε με το «όχι» τους κυβέρνηση και «αντιπολίτευση» μεταχειρίζονται το λαό σαν το βόδι που σέρνει κυρίαρχα το κάρο του ως τον τόπο της σφαγής του, για να επέλθει αυτή σαν αποτέλεσμα της δικής του «κυρίαρχης» επιλογής είτε με το «όχι» είτε με το «ναι».
Επειδή η κυβέρνηση σέρνει το λαό σε μια τέτοια «ιστορική επιλογή» κάτω από όρους ενός κοινωνικού – οικονομικού – συνειδησιακού αυτοματισμού, τους οποίους η ίδια διαμόρφωσε όλο το προηγούμενο διάστημα και για τους οποίους ευθύνεται αποκλειστικά αυτή και οι προκάτοχοί της, κι όχι οι συνταξιούχοι που για το ένα 50άρικο στήνονται στις ουρές εξαναγκασμένοι ταυτόχρονα να συλλογίζονται αν σε αυτό το δημοψήφισμα – μπαρμπούτι είναι η ζαριά του «ναι» ή η ζαριά του «όχι» εκείνη που θα εξασφαλίσει την λιγότερη δυνατή οδύνη στη ζωή των ίδιων, των παιδιών τους και των εγγονιών τους.
Επειδή η διαμόρφωση αυτών των όρων «αυτοματισμού», δεν αποτελεί αποτέλεσμα κυβερνητικής «αστοχίας» ή «απειρίας», δεν είναι κυβερνητικό «πάθημα» που έγινε «μάθημα», αλλά μαθηματικά αναγκαία συνέπεια των πολιτικών της αντιλήψεων και της κυβερνητικής στρατηγικής, της υπηρέτησης και στο όνομα του «όχι» και στο όνομα του «ναι» του αντιλαϊκού μονόδρομου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, αναγκαία συνέπεια της υπηρέτησης των ετερόκλητων εκμεταλλευτικών συμφερόντων που συσπειρώνουν στους κόλπους τους κυβέρνηση και «αντιπολίτευση».
Επειδή για να φτάσει η κυβέρνηση ως τη διαμόρφωση αυτών των όρων εκβιαστικού «αυτοματισμού» στο 5μηνο – 4μηνο από την εκλογή της και την παράταση του μνημονίου με τη συμφωνία της 20 Φλεβάρη, σκόρπισε απλόχερα στα πόδια των «χορευτών» όλη τη χαρτούρα των κρατικών ταμείων, κι ας μη «χόρεψαν», κι ας μην επρόκειτο να «χορέψουν» παρόλο που μαζέψανε χαρτούρα (δόσεις) γύρω στα 7 δισεκατομμύρια ευρώ από τις εκλογές μέχρι σήμερα, διεκδικώντας η κυβέρνηση και χειροκρότημα γι’ αυτή της τη «συνέπεια» προς τους δανειστές, τους «θεσμούς» και δε συμμαζεύεται, και γι’ αυτή τη μονομερή της καταδίκη κάθε άμεσης κι απότερης ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών.
Επειδή τώρα, στην τούρλα του Σαββάτου, και μετά από αυτή την 5μηνη διαδρομή από το «σχίσιμο των μνημονίων» στο «καθεστώς των μνημονίων» κι από την «κατάργησή τους με 1 άρθρο και 1 νόμο» στο «σχήμα λόγου» η κυβέρνηση διατάζει το λαό ν’ απαντήσει μονολεκτικά στο στημένο της ερώτημα, προτείνοντας το κάλπικο «όχι» της σε ενιαίο αντιλαϊκό μέτωπο με τους υποστηρικτές του «ναι», ώστε να βρεθεί στη συνέχεια ο λαός στη γωνία γευόμενος τις συνέπειες της πολιτικής τους σαν αποτέλεσμα της «δικής του» επιλογής και της «δικής του» κυριαρχίας.
Επειδή κανένα «τεστ» δεν έχουμε να λύσουμε την ερχόμενη Κυριακή, και μπορούμε να το επιστρέψουμε σ’ αυτούς που μας το βάζουν σβήνοντας τα ερωτήματά τους και βάζοντας στη θέση των «λύσεων» τις δικές μας ερωτήσεις.
Για αυτούς τους λόγους μοναδική δυνατή λαϊκή απάντηση στο δημοψήφισμα της ερχόμενης Κυριακής είναι να τους γυρίσουμε την πλάτη. Είτε ρίχνοντας στην κάλπη τη μοναδική έγκυρη απάντηση: ΟΧΙ στους «θεσμούς» ΟΧΙ στην κυβέρνηση ΝΑΙ στην αποδέσμευση από την ΕΕ με το λαό στην εξουσία, είτε ακυρώνοντας με κάθε τρόπο τις ερωτήσεις τους και μένοντας μακριά από την κάλπη, αρνούμενοι να νομιμοποιήσουμε τις απαντήσεις που μας ζητάνε, αρνούμενοι να βάλουμε σαν αρνιά το λαιμό μας κάτω από το μαχαίρι του χασάπη.
Και ορίζοντας για τη Δευτέρα τη συνάντησή μας στους δρόμους του αγώνα για τα λαϊκά δικαιώματα, που μόνο με αγώνα κατακτιούνται και μόνο με αγώνα σιγουρεύονται.
ΟΧΙ ΣΤΟ ΜΠΛΟΚ ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΠΟΤΑΜΙ
ΟΧΙ ΣΤΟ ΜΠΛΟΚ ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – ΧΑ
ΕΓΚΥΡΟ «ΑΚΥΡΟ» ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
ΑΚΥΡΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΜΕ ΚΑΘΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΣΟ