Ρωσία: Δυο μήνες φυλακή σε συνδικαλιστή για «επανειλημμένη παραβίαση των κανόνων διεξαγωγής μαζικών εκδηλώσεων»

Η είδηση προέρχεται από τον Ριζοσπάστη, «στριμωγμένη» στο περιθώριο των εξελίξεων του πολέμου:

«ΡΩΣΙΑ Φυλακίστηκε συνδικαλιστής κούριερ για την αγωνιστική του δράση

Ο Ρώσος συνδικαλιστής κούριερ (διανομέας), μέλος του «Αριστερού Μπλοκ» και της «Ενωσης Μαρξιστών», Κιρίλ Ουκράιντσεφ, συνελήφθη και οδηγήθηκε σε ρωσικό δικαστήριο στα τέλη του Απρίλη, μετά από σειρά απεργιών που διοργάνωσε το σωματείο των κούριερ, διεκδικώντας την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης με δικαιώματα.

Η αστυνομία τον συνέλαβε στο σπίτι του, όπου και πραγματοποίησε έρευνα για «επανειλημμένη παραβίαση των κανόνων διεξαγωγής μαζικών εκδηλώσεων», επειδή ως πρόεδρος του σωματείου πρωτοστατούσε σε απεργίες και διαμαρτυρίες. Το δικαστήριο αποφάσισε να παραμείνει ο συνδικαλιστής υπό κράτηση μέχρι τις 25 Ιούνη.

Στα τέλη Απρίλη οι ταχυμεταφορείς του «Yandex Food» και του «Delivery Club» σκόπευαν να προχωρήσουν ξανά σε απεργία, λόγω μείωσης κατά 20% στις πληρωμές παραγγελιών, δηλαδή από 120 ρούβλια περίπου στα 90.

Στα δυο χρόνια ύπαρξής του το σωματείο των ταχυμεταφορέων έχει δώσει αρκετούς αγώνες και είχε σημαντικές επιτυχίες: Τον Ιούνη του 2020, οι ταχυμεταφορείς κατάφεραν να εισπράξουν τα οφειλόμενα από το «Delivery Club». Τον Οκτώβρη του 2020, το νέο σύστημα προστίμων χαλάρωσε. Τον Φλεβάρη του 2021, το συνδικάτο κατάφερε την επαναπρόσληψη 11 απολυμένων ταχυμεταφορέων της «Yandex Food» στο Σότσι. Στα τέλη του 2021, οι ταχυμεταφορείς του Σαμοκάρ στράφηκαν στο σωματείο λόγω καθυστερήσεων στους μισθούς και μετά από μια εκστρατεία μαζικής ενημέρωσης, η «Samokat» άρχισε να τους πληρώνει κανονικά».

*

Καθώς φαίνεται, Ρωσία και «Δύση», όσες διαφορές κι αν έχουν να «λύσουν» στο πεδίο του πολέμου, βρίσκουν κοινό τόπο στην αντεργατική νομοθεσία. Τι να πρωτοδιαλέξει κανείς;  Τους ρωσικούς «κανόνες διεξαγωγής μαζικών εκδηλώσεων» ή το «νόμο Χατζηδάκη» για παράδειγμα;

Το ερώτημα μπορεί να φανεί «ξινό» στους οπαδούς της ταύτισης με το ένα ή με το άλλο από τα αντιμαχόμενα καπιταλιστικά μπλοκ, όμως είναι αυτή η ταύτιση που και στη μια και στην άλλη πλευρά συμβάλλει στην κατάπνιξη των εργατικών αγώνων, ακόμα και στην κατάπνιξη της είδησης της καταστολής τους, για να στηθεί ευκολότερα ο μακρόχρονος πολεμικός χορός του κεφαλαίου, «δυτικού» και «ανατολικού», πάνω στα δικαιώματα, τις πλάτες, τα κεφάλια των λαών.

Και είναι, αντίθετα, οι αποστάσεις κι από τα δυο καπιταλιστικά μπλοκ του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αποστάσεις από τη σκοπιά των αναγκών και των αγώνων των εργαζομένων, οι μόνες ικανές να φέρουν αυτές τις ανάγκες κι αυτούς τους αγώνες στο προσκήνιο, ενάντια στις εθνικιστικές ιαχές και την ιμπεριαλιστική τους εργαλειοποίηση.

Advertisement

πόσα λεφτά είναι 5 τρισ;

Ούτε εγώ μπορώ ούτε κανείς ανάμεσά μας μπορεί να καταλάβει πόσα είναι 5 τρισεκατομμύρια δολάρια, και σε τίποτα δεν βοηθάει αν πούμε ότι 5.000.000.000.000 δολάρια, προς 1,09 δολάρια στο ευρώ, είναι τέσσερα τρισεκατομμύρια πεντακόσια ογδόντα επτά δισεκατομμύρια εκατον πενήντα πέντε εκατομμύρια εννιακόσιες εξήντα τρεις χιλιάδες τρακόσια δυο ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτα. Δεν θα βοηθούσε ν’ αντιληφθούμε το «νόημα» αυτού του ποσού (την… ποιότητα της ποσότητας), ούτε κι αν διευκρινίζαμε ότι πρόκειται για το ποσό που αποφάσισε να διαθέσει στην «παγκόσμια οικονομία» η Ομάδα των 20 πλουσιότερων χωρών του κόσμου (G20), στο πλαίσιο – σύμφωνα με το ρεπορτάζ – «στοχευμένης οικονομικής, χρηματοπιστωτικής πολιτικής και άλλων οικονομικών μέτρων για περιορισμό όχι μόνον των σοβαρών χρηματοπιστωτικών αλλά και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας»

*

Μιά σύγκριση που θα μπορούσε κάπως να βοηθήσει: Το ποσό αυτό είναι 123,9 φορές τα 37 δισ. ευρώ που περικόπηκαν μέσα σε μια δεκαετία από το σύστημα υγείας της Ιταλίας, της χώρας που ανήκει στην «Ομάδα των 20» και μετράει αυτή τη στιγμή πάνω από 11.591 νεκρούς και 101.739 κρούσματα της πανδημίας.

Είναι 152.905 φορές τα 30.000.000 ευρώ που δίνει η ελληνική κυβέρνηση στις ιδιωτικές επιχειρήσεις υγείας και 60.757 φορές η έκτακτη ενίσχυση του Υπουργείου Υγείας με 75,5 εκατομμύρια ευρώ, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση στις 20 Μαρτίου.

Είναι 603,57 ευρώ για κάθε έναν από τους περίπου 7,6 δισεκατομμύρια κατοίκους των 193 κρατών- μελών του ΟΗΕ, ένα ποσό που στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού (περίπου 10,8 εκατομμύρια κάτοικοι) θα αντιστοιχούσε με πάνω από 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ και στο σύνολο του πληθυσμού π.χ. των ΗΠΑ (περίπου 330 εκατομμύρια κάτοικοι) θα αντιστοιχούσε με σχεδόν 200 δισεκατομμύρια ευρώ.

*

Είναι προφανές ότι αυτό το ποσό των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων αποτελεί μόνο ένα μικρό κλάσμα από τα χρηματικά αποθέματα των χωρών της «Ομάδας των 20» και ένα ακόμα μικρότερο κλάσμα αν συνυπολογιστούν τα χρηματικά αποθέματα που διαθέτει το παγκόσμιο «κράτος εν κράτει» των μονοπωλιακών επιχειρηματικών ομίλων. Και πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι στο σύνολό τους αυτά τα χρηματικά αποθέματα αντιπροσωπεύουν οικονομική αξία που έχει παραγάγει η συνολική παγκόσμια κοινωνική εργασία και είναι ικανά να κινητοποιήσουν οικονομικούς πόρους αντίστοιχης αξίας για την παραγωγή νέου πλούτου και για την υλοποίηση οποιουδήποτε κοινωνικά αναγκαίου σκοπού.

Αλλά ας περιοριστούμε εν προκειμένω στο συγκεκριμένο ποσό των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και ας αναρωτηθούμε με το φτωχό μας το μυαλό:

Πόσον ακόμα καιρό θα διαρκούσε η πανδημία, αν αυτά τα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια αυτήν εδώ τη στιγμή κατευθύνονταν  στην οργάνωση μιας υγειονομικής εκστρατείας με στόχο τη ριζική της αντιμετώπιση παντού, σε ολόκληρο τον κόσμο, σε κάθε χώρα της γης; Αν με αυτά τα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια και με τη διεθνή συνεργασία των κρατών συγκεντρωνόταν και κατανεμόταν το αναγκαίο υγειονομικό προσωπικό, εξασφαλίζονταν τα αναγκαία υλικά μέσα (τεστ, αντιδραστήρια, μέσα προστασίας, κλίνες, φαρμακευτικό υλικό), διενεργούνταν υγειονομικοί έλεγχοι στην κάθε γωνιά της γης που έχει πληγεί από τη διάδοση του ιού, εντοπίζονταν και αξιολογούνταν τα κρούσματα, απομονώνονταν από τον κοινωνικό τους περίγυρο και λάμβαναν την απαραίτητη θεραπευτική αγωγή… 

Η απάντηση που μπορεί να δώσει το δικό μου φτωχό μυαλό, είναι ότι μέσα σε έναν μήνα από τώρα η πανδημία θα είχε τεθεί υπό έλεγχο παγκόσμια και σε ένα σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα θα είχε εξαλειφθεί πλήρως.

Δεν πρόκειται για φαντασιοκοπία. Πρόκειται – λέει το δικό μου το φτωχό το μυαλό μου – για ρεαλιστική εκτίμηση, και ο ρεαλισμός της δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ένα τέτοιο «σχέδιο» δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί.

Αλλά γιατί δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί;

*

Όπως αναφέρεται παραπάνω, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η «Ομάδα των 20» αποφάσισε τη διάθεση του ποσού των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων «στο πλαίσιο της στοχευμένης οικονομικής, χρηματοπιστωτικής πολιτικής και άλλων οικονομικών μέτρων για περιορισμό όχι μόνον των σοβαρών χρηματοπιστωτικών αλλά και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας». Κι αυτό, σύμφωνα και με τον τίτλο του ρεπορτάζ, μεταφράζεται σε: «σωσίβιο» 5 τρισ. στους μονοπωλιακούς ομίλους.

Με τη γλώσσα της ίδιας της «Ομάδας των 20», ο σκοπός βρίσκεται όχι στον «περιορισμό» και την εξάλειψη της πανδημίας, αλλά στον «περιορισμό» των «επιπτώσεών της» οι οποίες περιγράφονται ως επιπτώσεις «όχι μόνο χρηματοπιστωτικές αλλά και κοινωνικές». Και στο σημείο αυτό μάλλον έχουμε το δικαίωμα να προβούμε στην εξής ερμηνεία: Στη γλώσσα (και στην αντίληψη) της «Ομάδας των 20» οι χρηματοπιστωτικές και οι κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας ουσιαστικά και σε τελική ανάλυση ταυτίζονται.

Μπορεί να θεωρηθεί «λογικό»: Ένα πλήθος επιχειρήσεων σταματάνε, οι «επενδυτές» δεν παίρνουν πίσω τα κεφάλαιά τους προσαυξημένα με το προσδοκώμενο κέρδος, οι τράπεζες δεν παίρνουν πίσω τα δάνειά τους προσαυξημένα με τον προσδοκώμενο τόκο, οι δανειστές των κρατών περιέρχονται σε ανάλογη ανασφαλή θέση. Οι επιχειρήσεις θα οδηγούνταν στην καταστροφή αν απ’ τα συσσωρευμένα τους κέρδη πλήρωναν τους εργαζόμενους για να «κάθονται». Οπότε μένουν χωρίς δουλειά και χωρίς εισόδημα δεκάδες εκατομμύρια εργαζόμενοι οι οποίοι – τουλάχιστον σ’ ένα ικανό ποσοστό τους – πρέπει κουτσά-στραβά να επιβιώσουν για να προσφέρουν ξανά τις υπηρεσίες τους κατά την στιγμή της «επανεκκίνησης της οικονομίας».

Σύφωνα λοιπόν με αυτή την σχηματική και «απλοϊκή» αλλά, νομίζω, όχι λάθος περιγραφή οι «χρηματοπιστωτικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας» εμφανίζονται αξεχώριστες μεταξύ τους, και είναι επόμενο σε αυτές – και όχι στην εξάλειψη της πανδημίας – να κατευθυνθεί το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί κατά κεφαλή σε 603,57 ευρώ για κάθε κάτοικο του πλανήτη… Μόνο που η «λογική» αυτή αφορά την «οικονομία των ιδιωτών» [1] (όπου ως «ιδιώτης» νοείται τόσο, ας πούμε, o ημιαπασχολούμενος των 300 ευρώ μισθό το μήνα όσο, με την ευκαιρία, και η τράπεζα των 270 εκατομμυρίων ευρώ κέρδος το χρόνο)… [2] Μόνο, επίσης, που «λογική» της «οικονομίας» των ιδιωτών, καθόλου δεν είναι λογική της οικονομίας γενικά… [3] Μόνο, τέλος, που η «λογική» της «οικονομίας» των ιδιωτών βρίσκεται σε σύγκρουση με κάθε λογική που θα δικαιούνταν να αποτελεί τη λογική της οικονομίας γενικά.

Και δεν είναι παρά η πολιτική κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου αυτή που, σε συνθήκες πανδημίας, επιβάλλει την εφαρμογή της πρώτης «λογικής» αντί της δεύτερης και εναντίον της δεύτερης.

*

 Για τη μία «λογική», για την «οικονομία» των ιδιωτών, ο «ιδιώτης» βγάζει ένα καθαρό ετήσιο κέρδος π.χ. 270 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο είναι αποτέλεσμα της «αξιοποίησης του κεφαλαίου του» και γι’ αυτό του ανήκει. Για τη λογική της οικονομίας γενικά, αυτά τα 270 εκατομμύρια ευρώ αποτελούν αποτέλεσμα της κοινωνικής εργασίας, γι’ αυτό ανήκουν στην κοινωνία και πρέπει να διατεθούν για τις ανάγκες της.

Για τη «λογική» της «οικονομίας» των ιδιωτών, οι «ιδιώτες», οι επιχειρηματικοί όμιλοι, πληρώνουν τους εργαζόμενους στα όρια της επιβίωσης και για όσο από την εργασία τους  μπορούν να ιδιοποιούνται το προσδοκώμενο κέρδος. Και όταν αυτή η ιδιοποίηση διακόπτεται, τα συσσωρευμένα κέρδη μένουν στους «ιδιώτες», ενώ οι εργαζόμενοι μένουν χωρίς δουλειά και χρήματα για να ζήσουν. Για τη λογική της οικονομίας γενικά, η εργασία όλων παράγει τα μέσα συντήρησης όλων καθώς και οτιδήποτε ανυψώνει τη ζωή όλων πάνω από τα όρια της συντήρησης. Και σε συνθήκες κινδύνου για την ανθρώπινη ύπαρξη, η κινητοποίηση των οικονομικών πόρων της κοινωνίας οργανώνεται με σκοπό την εξάλειψη του κινδύνου και την εξασφάλιση – όσο διαρκεί ο κίνδυνος – της συντήρησης όλων.

Για τη «λογική» της «οικονομίας» των ιδιωτών, χρειάζεται να δαπανηθούν 5 τρισ. από τα κράτη προκειμένου με αυτά, οι κοινωνίες τώρα, να καλύψουν την μαύρη τρύπα που αφήνουν πίσω τους οι «ιδιώτες» καθώς εγκαταλείπουν εσπευσμένα την ίδια τους την «οικονομία».  Για τη λογική της οικονομίας γενικά, το σταμάτημα της παραγωγής σε σειρά κλάδων λόγω υγειονομικού κινδύνου, αντιμετωπίζεται με τη συνέχιση της παραγωγής των αναγκαίων ειδών για τον πληθυσμό και με την ένταση της παραγωγής όσο χρειάζεται στους κλάδους που έχουν ως αντικείμενο την αντιμετώπιση και εξάλειψη του υγειονομικού κινδύνου. 

********

Για να κατανοήσουμε τη λογική της οικονομίας γενικά, την οικονομία της κοινωνικοποιημένης εργασίας και τη λογική της, μπορούμε να ανατρέξουμε στην ιστορικά οικεία μας, μέχρι και τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, οικογενειακή «πατριαρχική» παραγωγή μιας αγροτικής οικογένειας που παράγει για τις δικές της ανάγκες όσα απαιτούνται για την ύπαρξή της: γέννημα, ζώα, πανί, ρούχα κλπ. [4] Η οικογενειακή δουλειά κατανέμεται ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, και το αποτέλεσμα της δουλειάς ανήκει σε όλη την οικογένεια και, μέσα στα ποσοτικά του όρια, κατανέμεται στα μέλη της  σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Στο πεδίο της κοινωνίας, τη θέση της «οικογένειας» παίρνει η ίδια η κοινωνία και τη θέση των «μελών της οικογένειας» παίρνουν τα άτομα, το σύνολο των ατόμων που απαρτίζουν την  κοινωνία, με τη διαφορά ότι, εκεί που τα όρια της πατριαρχικής οικογένειας αποτελούν όρια της ελευθερίας των μελών της και της ίδιας, εδώ η ελευθερία όλων στηρίζεται στην ελευθερία του κάθε ατόμου να δρα και να αναπτύσσεται εντός των διευρυνόμενων ορίων όλης της κοινωνίας.

Αν, τώρα, η πατριαρχική μας οικογένεια τύχει και κρυολογήσει, το απόθεμά της  σε χαμομηλάκι είναι διαθέσιμο για όλα τα μέλη της, όπως είναι διαθέσιμο για όλα τα μέλη της και το απόθεμά της σε μέσα συντήρησης, ενώ επίσης η οικογένεια πρέπει να κατανείμει στα μέλη της και τις εργασίες που δεν μπορούν να αναβληθούν στη διάρκεια του κρυολογήματος…

Η ίδια αυτή οικογένεια θα μπορούσε, επίσης, να μας φανεί χρήσιμη για την κατανόηση της «οικονομίας» των ιδιωτών και της δικής της «λογικής»:

Αν ένα μέλος της ιδιοποιούνταν τα σταροχώραφα και τα υπόλοιπα μέλη της δούλευαν για λογαριασμό του, κάθε ένα από αυτά τα μέλη-εργάτες θα πληρωνόταν με μια φέτα ψωμί ημερομίσθιο και το μέλος-ιδιοκτήτης θα είχε κάθε μέρα δικό του κέρδος ένα καρβέλι, για να το πουλάει έξω απ’ το σπίτι και να συσσωρεύει χρήματα, για να αγοράσει κι άλλα χωράφια και να πολλαπλασιάσει σε καρβέλια το καθημερινό κέρδος του. Όσο ο καιρός πάει καλά, κανένας δεν έχει παράπονο… Τα μέλη-εργάτες έχουν κάθε μέρα τη φέτα τους το ψωμί και το μέλος-ιδιοκτήτης συσσωρεύει καρβέλια και χρήμα, πράγμα που αποτελεί και την υπερηφάνια όλης της οικογένειας… Ώσπου έρχεται μιά χρονιά ανομβρίας. Το μέλος-ιδιοκτήτης, χώρια που στο μπαούλο τού έχουν περισσέψει και αρκετά καρβέλια για να περάσει τις δυσκολες μέρες, ξοδεύει κι ένα μέρος από το χρηματικό απόθεμα που συγκέντρωσε και προμηθεύεται μαρμελάδα για ν’ αλείφει στο ψωμί του.  Τα μέλη-εργάτες, όμως, δεν είχαν φροντίσει να βάζουν στην άκρη ένα ψιχουλάκι από την καθημερινή τους φέτα, και τώρα δεν έχουν καθόλου δικό τους ψωμί. Το μέλος ιδιοκτήτης, αν θέλει, αν τους χρειάζεται για μετά την ανομβρία, μπορεί έως τότε να τους δίνει κάθε μέρα μια μπουκιά ψωμί. Βέβαια, καμιά υποχρέωση δεν έχει να τους δώσει από το δικό του το ψωμί. Το κάνει γιατί, στο  κάτω-κάτω, «μια οικογένεια είμαστε», αλλά όπως είναι και δίκαιο, τα μέλη-εργάτες θα τού το ανταποδόσουν με τη δουλεία τους όταν οι βροχές ξαναρχίσουν. Εκτός αν θέλουν να αγοράζουν το ψωμί τους, από αυτόν ή από άλλα σπίτια, εφόσον προηγουμένως δανειστούν με τόκο, από τον πατέρα της οικογένειας, που έχει αναλάβει το ρόλο του τραπεζίτη…

…Διότι, δεν το είπαμε απ’ την αρχή: Τραπεζίτης στην οικογένεια είναι ο πατέρας, ο οποίος μέχρι πριν κρατούσε στα χέρια του το χρηματικό της απόθεμα. Και για να πούμε την αλήθεια, ο γιος-ιδιοκτήτης, όταν πήρε στην ιδιοκτησία του τα σταροχώραφα, είχε δανειστεί από τον πατέρα-τραπεζίτη ένα ποσό για τα πρώτα έξοδα της καλλιέργειας, έτσι που από το κάθε καρβέλι κέρδος που του έμενε κάθε μέρα, κοντά μισό καρβέλι το κρατούσε ο πατέρας-τραπεζίτης για τόκους. Τώρα με την ανομβρία διακόπηκε η παραγωγή του ψωμιού και μαζί της και η παραγωγή αυτού του ξεχωριστού καρβελιού που έμενε στον γιο-ιδιοκτήτη κάθε μέρα και που κοντά το μισό ήταν οι τόκοι του τραπεζίτη-πατέρα. Όμως δεν είναι δίκαιο να ζημιωθεί ο τραπεζίτης-πατέρας εξαιτίας της ανομβρίας, όταν δάνειζε τα χρήματά του δεν είχαν πει τίποτα για «ανομβρία». Ή μήπως πρέπει τώρα να ψάξει κι αυτός για δάνειο από άλλους πατέρες-τραπεζίτες, τη στιγμή που έχει κι αυτός υποχρεώσεις που τρέχουν: τις δόσεις για κάτι χωριά που είχε αγοράσει στους περακάμπους. Πατέρας-τραπεζίτης και γιος-ιδιοκτήτης συμφωνούν μεταξύ τους, για τον «περιορισμό των χρηματοπιστωτικών αλλά και κοινωνικών επιπτώσεων» της ανομβρίας, να διαθέσουν από τα χρηματικό απόθεμα «όλης της οικογένειας» το ποσό των 4.587.155.963.302,75 ευρώ.

Στη θέση της ανομβρίας μπορούμε να βάλουμε το γενικό κρυολόγημα της οικογένειας, και στη θέση του ψωμιού το χαμομήλι. Εδώ συμβαίνει το εξής: Η κόρη, που έως πριν μάζευε χαμομήλι για όλη την οικογένεια, κατόπιν δανείστηκε κι αυτή από τον πατέρα-τραπεζίτη ένα ποσό για τα πρώτα έξοδα και προσέλαβε για το μάζεμα του χαμομηλιού τους 5 από τους 10 γιους-εργάτες. Αυτοί οι 5 κάθε μέρα πληρώνονταν απ’ την κόρη τόσο ώστε να μπορούν  να αγοράσουν μια φέτα ψωμί από τον γιο-ιδιοκτήτη (σε χρήμα, όχι σε χαμομήλι, τι να το κάνει αυτός το χαμομήλι, αυτός δεν πουλάει χαμομήλι, πουλάει ψωμί). Για αυτή την αμοιβή οι γιοί-εργάτες μάζευαν για την κόρη-χαμομηλού τόσο χαμομήλι όσο έφτανε ώστε να της μένει κάθε μέρα κέρδος τόσο χαμομήλι όσο μάς κάνει κι ένα καρβέλι ψωμί (μείον το κοντά μισό καρβέλι που είχε κι αυτή να πληρώνει για τόκους του πατέρα-τραπεζίτη). Τώρα, με το κρυολόγημα, συμβαίνει με το χαμομήλι ό,τι συνέβαινε και με το ψωμί στην ανομβρία. Οι γιοί-εργάτες, δε φτάνει που τότε είχαν μείνει χωρίς μπουκιά ψωμί, τώρα μένουν και χωρίς μια κούπα χαμομήλι. Αλλά και με αυτόν τον πυρετό ποιος μπορεί να πάει για δουλειά στα χωράφια; 

Για να μην τα πολυλογούμε, κόρη-χαμομηλού, γιος-ιδιοκτήτης και πατέρας-τραπεζίτης, για να μην κολλήσουν το κρυολόγημα από την εστία διάδοσης που αποτελούν οι γιοί-εργάτες, αποσύρονται στα εξοχικά τους, αφήνοντας έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού τον γιο-αστυνομικό να προσέχει την καραντίνα των υπόλοιπων. Και μέσω τηλεδιάσκεψης οι τρεις συμφωνούν μεταξύ τους στα γνωστά: για τον «περιορισμό των χρηματοπιστωτικών αλλά και κοινωνικών επιπτώσεων» του κρυολογήματος, να διαθέσουν από τα χρηματικό απόθεμα «όλης της οικογένειας» το ποσό των 4.587.155.963.302,75 ευρώ.

*

Πώς να τελειώσουμε την ιστορία μας; Ας δοκιμάσουμε αυτό:

Η τάξη των μελών-εργατών της οικογένειας (ο θεός να την κάνει τέτοια) απαιτεί από την τάξη των μελών-καπιταλιστών της, να διαθέσουν όλο το χαμομήλι που χρειάζεται για να τελειώσει το κρυολόγημα, κι όλο το ψωμί που χρειάζονται για να ζήσουν ως τότε.

Και προβληματίζεται για την «οικονομία» των ιδιωτών και τη «λογική» της και για το αν έχει αυτή οποιαδήποτε σχέση με την οικονομία γενικά και τη δική της (δική τους) λογική.

*

«Καπιταλιστική οικονομία»: Αντίφαση εν τοις όροις.

======================================

[1] Οικονομία των ιδιωτών: Economy of the idiots, idiotic economy

[2] Καθαρά κέρδη 270 εκατομμυρίων ευρώ για το 2019 ανακοίνωσε η Τράπεζα Πειραιώς. Μια που, καθώς αναμένεται, θ’ αρχίσουμε τ’ απογεύματα στις 7 να χειροκροτάμε από τα μπαλκόνια τους πολιτικούς που προσφέρουν σε δυο δόσεις από έναν μισθό τους «κατά του κορονοϊού», ας υπολογίσουμε και το ότι τα παραπάνω ετήσια κέρδη της Τ.Π. αντιστοιχούν σε μηνιαίο ποσό καθαρών κερδών 22.5 εκατομμυρίων ευρώ. Και, φυσικά, η Τ.Π. είναι μία μόνο από τις τράπεζες, οι τράπεζες είναι λίγες μόνο από όλους τους μονοπωλιακούς επιχειρηματικούς ομίλους, και τα καθαρά κέρδη ενός από αυτούς – όπως η Τ.Π. – είναι λίγα μόνο από τα συνολικά τους κέρδη. 

[3] Μαρξ – Ιδρυτική διακήρυξη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών: «…εκδήλωνε στην πραγματικότητα τη μεγάλη έριδα ανάμεσα στην τυφλή κυριαρχία των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης που αποτελούν την πολιτική οικονομία της αστικής τάξης, και στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής από  την κοινωνική πρόβλεψη, που αποτελεί την πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης»

[4] Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Α΄ τόμος, σελ. 91, ΣΕ: «Για να εξετάσουμε την κοινή, δηλ. την άμεσα κοινωνικοποιημένη εργασία δε χρειάζεται ν’ ανατρέξουμε στην πρωτόγονη μορφή της που τη βρίσκουμε στο κατώφλι της ιστορίας όλων των πολιτισμένων λαών. Ένα πιο κοντινό παράδειγμα αποτελεί η αγροτική πατριαρχική παραγωγή μιας αγροτικής οικογένειας που παράγει για τις δικές της ανάγκες γέννημα, ζώα, πανί, ρούχα κλπ. Τα διάφορα αυτά πράγματα αποτελούν για την οικογένεια διάφορα προϊόντα της οικογενειακής της εργασίας, δεν αποτελούν όμως το ένα για το άλλο εμπορεύματα. Οι διάφορες εργασίες που παράγουν αυτά τα προϊόντα, η γεωργία, η χτηνοτροφία, το κλώσιμο, η υφαντική, η ραφτική κλπ είναι κοινωνικές λειτουργίες στη φυσική τους μορφή, γιατί είναι λειτουργίες της οικογένειας που έχει το δικό της αυθόρμητο καταμερισμό της εργασίας, ακριβώς όπως και η εμπορευματική παραγωγή. Οι διακρίσεις φύλου και ηλικίας καθώς και οι φυσικοί όροι της εργασίας που αλλάζουν μαζί με την εναλλαγή των εποχών του έτους, ρυθμίζουν τον καταμερισμό της εργασίας μέσα στην οικογένεια και το χρόνο εργασίας του κάθε ξεχωριστού μέλους της οικογένειας. Το ξόδεμα όμως των ατομικών εργατικών δυνάμεων που μετριέται με τη χρονική τους διάρκεια εμφανίζεται εδώ ανέκαθεν σαν κοινωνικός καθορισμός των ίδιων των εργασιών, γιατί οι ατομικές εργατικές δυνάμεις δρουν εδώ από ανέκαθεν μόνο σαν όργανα της κοινής εργατικής δύναμης της οικογένειας. …»


Οι «120 δόσεις» και η χθεσινη ανακοίνωση του ΚΚΕ

Στην προηγούμενη ανάρτηση του μπλογκ παρουσιάσαμε το ζήτημα των χρεών προς το δημόσιο τοποθετημένο στο όχι ιδεατό αλλά εντελώς πραγματικό και εντελώς προσωπικό πεδίο των οφειλών που συσσωρεύτηκαν στις πλάτες ενός αυτοαπασχολούμενου, κατά κύριο λόγο από τη ληστρική φορολόγηση του εισοδήματος μετά την κατάργηση του αφορολόγητου ορίου των 12.000 ευρώ και τη θέσπιση του «τέλους επιτηδεύματος», κατά το χρονικό διάστημα 2012-2017.

Συνοψίζοντας τα στοιχεία αυτών των 6 χρόνων:

Πραγματικό μέσο ετήσιο εισόδημα = 3238,7 ευρώ. 

Μέσο ετήσιο «τεκμαρτό εισδόδημα» = 7880 ευρώ.

Μέσος ετήσιος φόρος εισοδήματος (μαζί και με το «τέλος επιτηδέυματος») = 3075,61 ευρώ. 

Μέσος ετήσιος φόρος που παρακρατήθηκε «αυτόματα» = 1010,84 ευρώ.

Μέσο ετήσιο χρέος από φορολόγηση του εισοδήματος (χωρίς τις μετέπειτα προσαυξήσεις) = 1445,4 ευρώ. 

Σημερινές οφειλές, όπως εμφανίζονται στο «TAXIS»:

Από φόρο εισοδήματος (και «τέλος επιτηδεύματος»), σύνολο 15486,23 ευρώ, εκ των οποίων το αρχικό χρέος χωρίς τις προσαυξήσεις = 11770,62 ευρώ.

Σύνολο οφειλών (εισόδημα/»τέλος επιτηδεύματος», ΕΕΤΗΔΕ/ΕΝΦΙΑ, «τέλη κυκλοφορίας») 19494,34, εκ των οποίων το αρχικό χρέος (με τον διπλασιασμό του απλήρωτου τέλους κυκλοφορίας και χωρίς τις άλλες προσαυξήσεις) = 14744,20. 

Δεν θα κάνω περισσότερα σχόλια, τα σχόλια έχουν κατά βάση γίνει στην προηγούμενη ανάρτηση. Όποιος έχει μάτια βλέπει κι όποιος ξέρει ανάγνωση μπορεί να συγκρίνει τα ποσά του εισοδήματος, της φορολόγησης και του χρέους. Κι όποιος ξέρει απλή αριθμητική μπορεί να τοποθετήσει αυτά τα δεδομένα  πάνω από τον παρονομαστή των φοροληστρικών μέτρων (κατάργηση αφορολόγητου ορίου και επιβολή «τέλους επιτηδεύματος»)  και να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα για την κατάσταση αυτή στο σύνολό της, και όχι στο 90 80 ή 70% της, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο συγκεκριμένο προσωπικό δείγμα που εκτίθεται στην προηγούμενη και σε αυτή την ανάρτηση προς τέρψη του αναγνωστικού κοινού. [1]

***

Σχετικά με το ζήτημα των «120 δόσεων» για χρέη στο δημόσιο (και στα ασφαλιστικά ταμεία) εκδόθηκε χθες ανακοίνωση του Τμήματος ΕΒΕ της ΚΕ του ΚΚΕ.

Μέσα σε όλα τα σωστά που περιλαμβάνει (άμεση επαναφορά του αφορολόγητου ορίου για τους αυτοαπασχολούμενους στα 12.000 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 3.000 ανά προστατευόμενο μέλος, κατάργηση χαρατσιών όπως ο ΕΝΦΙΑ και το τέλος επιτηδεύματος και τα υπόλοιπα), η ανακοίνωση αυτή βάζει σαν «αίτημα» και την «κατάργηση του 30% του χρέους για αυτοαπασχολούμενους με εισόδημα έως 12.000 ευρώ».

Πρώτο και γενικό ερώτημα: Τι σχέση έχει αυτό το «αίτημα» με την πάλη για την ανάκτηση όλων των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι στα χρόνια της «κρίσης» και των «μνημονίων»;

Οι απώλειες των αυτοαπασχολούμενων κατά την προηγούμενη δεκαετία, περιλαμβάνουν όλους τους φόρους που επιβλήθηκαν και όλες τις οφειλές που συσσωρεύτηκαν λόγω της κατάργησης του αφορολόγητου όριου και της θέσπισης «τελών» όπως το τέλος επιτηδεύματος και το ΕΕΤΗΔΕ/ΕΝΦΙΑ.

Ένα «αίτημα», λοιπόν, όπως η «κατάργηση του 30% του χρέους» – ακόμα και με τη διαγραφή των προσαυξήσεων, όπως διατυπώνεται στην ανακοίνωση – δεν ισοδυναμεί παρά με «αίτημα» ανάκτησης των απωλειών κατά… 30%.

Ισοδυναμεί επίσης με την κατά 70% αναγνώριση και «νομιμοποίηση» αυτών των απωλειών και της φοροληστρικής πολιτικής που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις  που τσαλαπάτησαν και τσαλαπατούν τη ζωή των εργαζομένων για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου και να στερεωθεί η εξουσία του.

Και αλήθεια, όταν η αφετηρία αυτών των απωλειών βρίσκεται στις συγκεκριμένες «ρυθμίσεις» (κατάργηση αφορολόγητου ορίου, «τέλος επιτηδεύματος», ΕΕΤΗΔΕ/ΕΝΦΙΑ κλπ) και όταν αυτές οι απώλειες αποτελούν συνέπεια των συγκεκριμένων «ρυθμίσεων», ποια πολιτική ή άλλη λογική υπαγορεύει την παράκαμψη της αφετηρίας του προβλήματος και την αντιμετώπισή του με τη μορφή «παζαριού», 30% κλπ, για τις απώλεις που θα «ανακτηθούν» και τις απώλειες που επί της ουσίας «νομιμοποιούνται»;

Και ποια λογική υπαγορεύει ακόμα και τον συγκεκριμένο καθορισμό του «αιτήματος», δηλαδή το συγκεκριμένο ποσοστό «ανάκτησης των απωλειών»; Γιατί 30%; Γιατί όχι 20% ή 40%; Απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να δοθεί… Και δεν μπορεί να δοθεί γιατί το ίδιο το «αίτημα» δεν υπακούει σε καμία συνέπεια, η οποία και θα υπαγόρευε ένα καθορισμένο διεκδικητικό περιεχόμενο. Κι αφού δεν υπακούει σε καμία διεκδικητική συνέπεια δεν απομένει παρά ένα «αίτημα» πρόσφορο στην διαπραγμάτευση της κολοκυθιάς: 30 τοις εκατό! Και γιατί 30 τοις εκατό; Αμ πόσο τοις εκατό;

***

100-30=70 και, επιστρέφοντας εντός παρενθέσεως στο πραγματικό προσωπικό μας δείγμα, 70% των σημερινών συνολικών οφειλών εισοδήματος (χωρίς τις προσαυξήσεις) ύψους 11770,62 ευρώ, μας κάνει 8249,43 ευρώ. Αποτελεί λοιπόν «αίτημα» η αναγνώριση ενός συνόλου οφειλών εισοδήματος, κατασκευασμένου μέσα σε μια εξαετία, το οποίο σύνολο υπερβαίνει το μέσο ετήσιο «τεκμαρτό» εισόδημα αυτής της εξαετίας και είναι υπερδιπλάσιο από το μέσο ετήσιο πραγματικό εισόδημα αυτής της εξαετίας!

Και σε σχέση με τις συνολικές οφειλές αυτής της εξαετίας,  ύψους (χωρίς τις προσαυξήσεις) 14744,20 ευρώ, αποτελεί «αίτημα»  η αναγνώριση – στα καλά καθούμενα – του 70% αυτής της συνολικής «οφειλής», δηλαδή ενός χρέους 10320,94 ευρώ,  που  ξεπερνά το 130% του μέσου ετήσιου «τεκμαρτού» εισοδήματος και είναι υπερτριπλάσιο από το μέσο ετήσιο πραγματικό εισόδημα αυτής της εξαετίας.

***

«Ο γάιδαρος δεν πετάει όσοι νόμοι κι αν προβλέπουν το αντίθετο», γράφαμε στην προηγούμενη ανάρτηση, και εδώ επιμένουμε σε αυτή τη θέση που έχει ισχύ καθολικού νόμου.

Δεν υπάρχει άλλο πραγματικά (και όχι ευκαιριακά και τυχαία) καθορισμένο διεκδικητικό περιεχόμενο από την ανάκτηση όλων των απωλειών της προηγούμενης δεκαετίας, και αυτό το πραγματικά καθορισμένο διεκδικητικό περιεχόμενο εν προκειμένω εξειδικεύεται αποκλειστικά και μόνο στην ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ για όλους του αφορολόγητου όριου των 12000 ευρώ (προσαυξημένου για κάθε προστατευόμενο μέλος) και μάλιστα ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ από τη στιγμή της κατάργησής του, στην επίσης αναδρομική κατάργηση των τελών και χαρατσιών, στο ΣΒΗΣΙΜΟ των «οφειλών» που προέρχονται από την κατάργηση του αφορολόγητου και τα χαράτσια, και στην ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ τους (σε 120 δόσεις!) σε όσους τις έχουν πληρώσει όλες ή μέρος τους.

***

Αγωνιστικά με τα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ στις κάλπες, μαχητικά και χωρίς εκπτώσεις στους καθημερινούς διεκδικητικούς αγώνες!

=========================================

[1] Μένει ίσως να γίνει λόγος για τη «νομοτέλεια». Αν θεωρηθεί ότι στα δεδομένα που παραθέτουμε αντικατοπτρίζεται η νομοτέλεια χωρίς διαθλάσεις και άλλες παραμορφώσεις, πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί το εξής: Αν κάπου αντικατοπτρίζεται η νομοτέλεια, είναι στο ύψος των εισοδημάτων. Τα ποσά των φόρων και των οφειλών δεν αντικατοπτρίζουν τη «νομοτέλεια» αλλά τη σκόπιμη πολιτική υλοποίηση των στόχων της εξουσίας των μονοπωλίων, η οποία ως φαίνεται δεν έχει εμπιστοσύνη στη… νομοτέλεια ή έστω στην ταχύτητα πραγμάτωσής της και επιβάλλει το περιεχόμενό «της» με τη γνωστή μέθοδο του προκρούστη.

 


Σε 120 δόσεις να τα ΣΒΗΣΟΥΝΕ

Ειρωνεία και εμπαιγμό συνιστά η προετοιμαζόμενη ρύθμιση για πληρωμή σε 120 δόσεις των χρεών προς το δημόσιο, όπως ειρωνεία και εμπαιγμό συνιστά και ο χαρακτηρισμός της ως «ιδιαίτερα γενναιόδωρης».

Για την κατανόηση αυτής της πραγματικότητας δεν αρκούν οι κατά τα άλλα χρήσιμες  απεικονίσεις της ποσοτικής κατανομής οφειλετών και ληξιπρόθεσμων χρεών. Τα αφηρημένα ποσοτικά μεγέθη δεν απεικονίζουν την συγκεκριμένη πραγματικότητα όπως αυτή προσωποποιείται – σε ένα μάλλον τυπικό δείγμα – ως εξής:

Επάγγελμα δικηγόρος, αυτοαπασχολούμενος, με έναρξη το 2005.

Εισοδήματα των ετών 2006, 2007, 2008, 2009: 5294.20, 5314.60, 6209.46 και 9933.83 ευρώ αντίστοιχα. [1]

Μέχρι τότε ισχύει το αφορολόγητο όριο των 12000 ευρώ και επομένως ο φόρος εισοδήματος είναι μηδενικός. Φυσικά, όπως είναι αυταπόδεικτο από το ύψος των παραπάνω εισοδημάτων, αυτά ξοδεύονται εξ ολοκλήρου για πραγματικές και «ανελαστικές» καταναλωτικές ανάγκες, και επομένως – αν και «αφορολόγητα» – φορολογούνται εξ ολοκλήρου μέσω του ΦΠΑ και των λοιπών φόρων και τελών κατανάλωσης (καυσίμων, καπνού, καρτοκινητής κ.ο.κ.)

Για το 2010, με πραγματικό εισόδημα 5664.13 ευρώ και «τεκμαρτό» 7400, επιβάλλεται φορολόγηση 61,50 ευρώ. Το ποσό έχει ήδη παρακρατηθεί οπότε, για την ώρα, οφειλή μηδέν…

Για το εισόδημα του 2011 (4153.17 ευρώ πραγματικό και 7400 «τεκμαρτό») τα πράγματα σοβαρεύουν: Στον φόρο εισοδήματος των 240,90 ευρώ προστίθενται και τα 400 ευρώ του κεφαλικού «τέλους επιτηδεύματος», που η επιβολή του συνοδεύει την κατάργηση του αφορολόγητου όριου των 12000 ευρώ… Και πάλι όμως, το συνολικό ποσό των 640,90 ευρώ έχει ήδη παρακρατηθεί, οπότε κι αυτή τη χρονιά: Οφειλές μηδέν…

Εισόδημα 2012: 2110 ευρώ. «Τεκμαρτό»: 7400 ευρώ. Φόρος: 285 ευρώ + «τέλος επιτηδεύματος»: 650 ευρώ = 935 ευρώ. Καθώς 316,50 ευρώ έχουν ήδη παρακρατηθεί, η «παρθενική» οφειλή ανέρχεται στο ποσό 618,02 ευρώ.

Το 2013, εισόδημα 1545 ευρώ και «τεκμαρτό» 7400. Στον φόρο των 1924 ευρώ και το «τέλος επιτηδεύματος» των 650 ευρώ έρχονται να προστεθούν και 826,45 ευρώ ως «προκαταβολή» του φόρου της επόμενης χρονιάς (2014). Σύνολο 3400,45 ευρώ, δηλαδή το υπερδιπλάσιο του πραγματικού και σχεδόν το μισό του «τεκμαρτού» εισοδήματος. Η ετησία εκκαθάριση, με την αφαίρεση του παρακρατημένου φόρου, προσθέτει στην περσινή οφειλή άλλα 3168,70 ευρώ.

2014, εισόδημα 3071,80 και «τεκμαρτό» 7400, φόρος 1924 ευρώ, «τέλος επιτηδεύματος» 650, προκαταβολή για το 2015 718,88, σύνολο 3292.88 και οφειλή κατά την εκκαθάριση άλλα 2127,11 ευρώ.

2015, εισόδημα 6090 ευρώ και «τεκμαρτό» 8360 ευρώ [2], φόρος 1840,23 ευρώ, «τέλος επιτηδεύματος» 650, προκαταβολή για το 2016 484.18, σύνολο 2974.41πρόσθετη οφειλή κατά την εκκαθάριση 1359,54 ευρώ.

2016, εισόδημα 3758 ευρώ και «τεκμαρτό» 8360 ευρώ, φόρος 1839,20 ευρώ, «τέλος επιτηδεύματος» 650, προκαταβολή για το 2017 1445.55, σύνολο 3934.75, πρόσθετη οφειλή κατά την εκκαθάριση 3056,92 ευρώ.

Και το 2017, εισόδημα 2857,40 ευρώ, «τεκμαρτό» 8360 ευρώ, φόρος 1839,20 ευρώ, «τέλος επιτηδεύματος» 650, προκαταβολή για το 2018 1426.95, σύνολο 3916.15 και πρόσθετη οφειλή κατά την εκκαθάριση 2058.35 ευρώ.

***

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, σήμερα στο «taxis μου» εμφανίζεται «ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο οφειλών 14744,20 €», «προσαυξήσεις, τόκοι, τέλη 4750,14 €», και «συνολικό ποσό οφειλών εκτός ρύθμισης 19494,34 €».

Από αυτό το συνολικό ποσό, κατασκευασμένο ολόκληρο μες στην παραπάνω χρονική περίοδο, από το 2012 ως σήμερα, τα 15486,23 ευρώ αντιστοιχούν (με τις προσαυξήσεις) σε οφειλόμενο «φόρο εισοδήματος»1088,52 ευρώ είναι ΕΝΦΙΑ, 439,11 ευρώ είναι ΕΕΤΗΔΕ (για όποιον δεν θυμάται: ο «πρόγονος» του ΕΝΦΙΑ, που ερχόταν με το λογαριασμό του ρεύματος) και 2171,48 ευρώ είναι τέλη κυκλοφορίας. [3]

Οφειλές 19494,34 ευρώ, κατασκευασμένες μέσα σε ένα χρονικό διάστημα έξι και παραπάνω χρόνων [4] με την προκρούστεια φοροληστρική μέθοδο που περιγράφτηκε, ώσπου έρχεται η κυβέρνηση με την «ιδιαίτερα γενναιόδωρη» ρύθμισή της να απαιτήσει την καταβολή των ληστρικών μες στην επόμενη δεκαετία, λες κι αν μπορείς να πληρώσεις τις οφειλές κοντά 10 χρόνων μέσα στα 10 χρόνια που θάρθουν δε θα μπορούσες να τις έχεις πληρώσει και στα 10 χρόνια που πέρασαν, κι αν δεν μπορούσες να τις πληρώσεις στα 10 χρόνια που πέρασαν θα μπορείς να τις πληρώσεις στα 10 χρόνια που θάρθουν και μάλιστα με τον «αυτονόητο» όρο της «καταβολής των τρεχουσών» φοροληστρικών βαρών!

19494,34 ευρώ σε 120 δόσεις μας κάνουν 162,45 ευρώ κάθε μήνα ή 1949,40 ευρώ το χρόνο για δέκα χρόνια, όταν στα προηγούμενα έξι χρόνια ο ετήσιος μέσος όρος της σήμερα ληξιπρόθεσμης (χωρίς τις προσαυξήσεις)  οφειλής μόνο του εισοδήματος ανέρχεται στο  ποσό των 1961,77 ευρώ και της συνολικής ληξιπρόθεσμης οφειλής που δημιουργήθηκε μεταξύ των ετών 2012-2017 ανέρχεται στο ποσό των 2457,37 ευρώ. 

Ιδιαίτερα γενναιόδωρο: Αφού δεν μπορούσες τα προηγούμενα έξι χρόνια να πληρώνεις κάθε χρόνο 2457,37 ευρώ, πλήρωνε τότε κάθε χρόνο και για τα επόμενα δέκα χρόνια 1949,40 ευρώ και μην αμελήσεις ταυτόχρονα να είσαι «συνεπής» με τις φοροληστρικές κυβερνητικές απαιτήσεις της επόμενης δεκαετίας που προστιθέμενες από φέτος κιόλας στα ποσά των ετήσιων «δόσεων» πολύ απλά θα τα διπλασιάζουν και θα τα υπερδιπλασιάζουν δείχνοντάς σου χειροπιαστά τι θα πει «έξοδος από τα μνημόνια» και «ανάπτυξη που έρχεται».

***

Το θέμα δεν εξαντλείται εδώ, το θέμα είναι σε τελική ανάλυση ότι ο γάιδαρος δεν πετάει όσοι νόμοι κι αν προβλέπουν το αντίθετο, το θέμα – όπου όπως και όποτε κι αν καταλήξουν τα σχετικά παζάρια κυβέρνησης και «θεσμών» – δεν βρίσκεται ούτε στις «120 δόσεις» ούτε στις «1200 δόσεις», βρίσκεται στην ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ για όλους του αφορολόγητου όριου των 12000 ευρώ τουλάχιστον, και μάλιστα ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ από τη στιγμή της κατάργησής του, στο ΣΒΗΣΙΜΟ των «οφειλών» που προέρχονται από την κατάργησή του και στην ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ τους σε όσους τις έχουν πληρώσει όλες ή μέρος τους.

Δεκτή και η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ τους (αφού είναι έτσι) με μια ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΗ ρύθμιση: Σε 120 δόσεις.

======================================

[1] α) Τα ποσά αυτά, όπως και στη συνέχεια, προκύπτουν από τα υποχρεωτικά διπλότυπα των δικαστικών παραστάσεων, καθρεφτίζουν εν προκειμένω την αληθινή και όχι κάποια εικονική πραγματικότητα και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις την ξεπερνούν. β) Για την δήλωση αυτών των εισοδημάτων, και όσων ακολουθούν στη συνέχεια, δεν έχουν υπολογιστεί καθόλου επαγγελματικά έξοδα, πράγμα το οποίο θα ήταν άχρηστο για δυο λόγους: Ο πρώτος, ότι όσο ίσχυε το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ τα «έσοδα» ούτως ή άλλως υπολείπονταν του ορίου. Ο δέυτερος ότι, μετά την κατάργηση των αφορολόγητου ορίου, τα «έσοδα» υπολείπονται του «τεκμαρτού εισοδήματος» βάσει του οποίου ούτως ή άλλλως υπολογίζεται η φορολογία. γ) Για το «αλατοπίπερο» της υπόθεσης: Σε αυτά τα χρόνια της «ευμάρειας» (τής τόσο προφανούς στα παραπάνω εισοδήματα…) το πρόσωπο που χρησιμοποιούμε σαν «δείγμα» είχε κλεισει τ’ αυτιά στις αδιάκοπες σειρήνες του τραπεζικού καταναλωτικού δανεισμού, προκειμένω να μην υποθηκεύσει τη ζωή του στα χρέη. Διαφορετική όμως γνώμη είχε ο καπιταλιστικός – μονοπωλιακός προκρούστης (και οι πολιτικοί του υπάλληλοι των διαδοχικών κυβερνητικών κομμάτων): Έτσι μού ‘σαι; Πας να ξεφύγεις από την υποτέλεια; Πάρε με το ζόρι χρέη για την υπόλοιπη ζωή τη δική σου και των παιδιών σου!

[2] Για όσους αγαπούν τη λεπτομέρεια, τη χρονιά εκείνη το «τεκμαρτό» ανέβηκε από τα 7400 στα 8360, διότι πέθανε ο θείος του δείγματός μας και από «ψιλός» έγινε «πλήρης κύριος» στο διαμέρισμα των 48 τμ που του είχε δωρήσει όταν ζούσε παρακρατώντας ο ίδιος την «επικαρπία» του. Το δε «τεκμαρτό» εισόδημα των 8360 ευρώ, προκύπτει από το άθροισμα του «τεκμηρίου διαβίωσης», του τεκμηρίου δαπανών λόγω ενός αυτοκινήτου 1400 cc του 1996, και της ιδιοκτησίας πάνω σ’ ένα διαμέρισμα 48 τμ στο Γαλάτσι και ένα διαμέρισμα 45 τμ στον Πύργο, κατασκευής 1975 και 1976 αντίστοιχα.

Φυσικά μιλώντας για «τεκμήριο διαβίωσης», προκύπτει και το ερώτημα: καλά με εισόδημα πχ 1545 ευρώ και πώς ζεις; Μα βέβαια, από τη σύνταξη του μπαμπά και της μαμάς, την μειωμένη όσο μειώθηκαν όλες οι συντάξεις, και την αναγκασμένη εκτός από τους ίδιους να καλύπτει και ανάγκες των «παιδιών» και των εγγονιών. «Η πείνα είναι ντροπή», όπως λέει η ελληνική τουλάχιστον μετάφραση των στίχων του Μπρεχτ ή όπως λεν οι στίχοι του Άκη Πάνου: «τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει τη βρίσκω μεγαλύτερη ντροπή».

[3] Αυτά τα τελευταία, τα τέλη κυκλοφορίας, δεν θα είχα αντίρρηση να τα πληρώσω με μια ρύθμιση 120 δόσεων, μάς λέει το πρόσωπο που χρησιμοποιούμε σαν «δείγμα τυπικό» σε αυτή την ανάρτηση. «Τέλη κυκλοφορίας» είναι αυτά… Κι ας κυκλοφορεί το αυτοκίνητο τις 65 από τις 365 μέρες του χρόνου… Κι ας μετριέται και φορολογείται και πληρώνεται επακριβώς η «κυκλοφορία» του με τα τέλη επί του καυσίμου που ανέρχονται γύρω στο 70% της τιμής του…

[4] «Τι άλλο να θυμηθώ γι’ αυτά τα χρόνια…», λέει ο φίλος μας. «Ότι την ώρα που μου βάζουν φόρο 2 και 3 και 4 χιλιάδες το χρόνο, την ίδια ώρα τρέχω να βρω πώς θα πληρώσω το φως, το νερό, το τηλέφωνο και τα ναύλα μου; Ότι όλα αυτά τα χρόνια όπως και τα επόμενα δεν έχει ανάψει στο σπίτι καλοριφέρ; Ότι το ρεύμα έφτασε να κοπεί από τις οφειλές, κι ότι ενώ το ταξίμετρο της φορολογίας δεν παύει να γράφει 2 και 3 και 4 χιλιάρικα το χρόνο, την ίδια ώρα ανακηρύσσομαι κατάλληλος για κοινωνικό τιμολόγιο και «επίδομα αλληλεγγύης» 10 ευρώ το μήνα;  Ότι πλάι στα 20 χιλιάρικα των φορολογικών «οφειλών» υπάρχουν άλλα τόσα από οφειλές ασφαλιστικές; Αλλά μήπως τα χρόνια αυτά τέλειωσαν; Μήπως δεν συνεχίζονται και σήμερα κι αύριο;»


ηθική και πολιτική χαμέρπεια

«Απεργία: το έσχατο μέσο που εγινε πρώτο» τιτλοφορούνταν το άρθρο της «Αυγής», πριν έξι μήνες, προετοιμάζοντας ιδεολογικά το έδαφος για το ξήλωμα του δικαιώματος στην απεργία, που η υλοποίησή του μπαίνει σε εφαρμογή τη Δευτέρα με το υπό ψήφιση «πολυνομοσχέδιο».

Μόνο που η απεργία δεν είναι ούτε «πρώτο» ούτε «έσχατο μέσο». Είναι το μοναδικό όπλο που διαθέτει η εργατική τάξη στην πάλη της για τα δικαιώματά της, το μοναδικό όπλο που διαθέτουν όσοι κατέχουν μόνο την εργατική τους δύναμη στην πάλη τους για μισθό, ωράριο, κοινωνική ασφάλιση, εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, στην πάλη τους για το δικαίωμα στη ζωή που τους ανήκει, ολόκληρη κι όχι μόνο όση χρειάζεται από αυτούς το κεφάλαιο για να τους απομυζά την υπόλοιπη με τη μορφή του καπιταλιστικού κέρδους και της εκμεταλλευτικής εξουσίας.

Και πόσα δεν είπαν αυτές τις μέρες οι διάφοροι κυβερνητικοί παράγοντες και τα επικοινωνιακά τους φερέφωνα, για να ξεγλυστρήσουν από την οργή του ταξικού εργατικού κινήματος, για να αντιστρέψουν την πραγματικότητα, για να εμφανίσουν σαν ευεργεσία το ποδοπάτημα της αγωνιστικής ιστορίας και του αγωνιστικού μέλλοντος της εργατικής τάξης! Τι για «βανδαλισμούς», τι για «καταστροφές», για «μπούλινγκ» και  για «ρουβίκωνα», τι για «πολιτική αλητεία» δεν εξέμεσαν ενάντια στην εργατική κινητοποίηση, ίδιοι κλέφτες που φωνάζουν για να φοβηθεί ο νοικοκύρης…

Με το κοριτσάκι που κάνει καριέρα σαν υπουργός εργασίας να ποζάρει «ανίσχυρο», «γυμνό ανάμεσα στους λύκους», όλο «απελπισία» απέναντι στους εκπροσώπους των ταξικών συνδικάτων, που – άκουσον άκουσον – παραβίασαν την αμπαρωμένη για τους εργαζόμενους είσοδο του «Υπουργείου Εργασίας» και ανέβηκαν ως το υπουργικό γραφείο όχι για να κάνουν «διάλογο» αλλά για να απαιτήσουν την απόσυρση του νομοσχεδίου που παρεμποδίζει τη δυνατότητα των εργατικών σωματείων να κηρύσσουν απεργία.

Γεμάτη δυσφορία η κ. υπουργός στην υπενθύμιση του αίματος που έχει χύσει η εργατική τάξη για να κατακτήσει με τους σκληρούς της αγώνες το αναφαίρετο και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμά της να απεργεί: Γεμάτη δυσφορία για την χωρίς περιστροφές καταγγελία του έργου που η ίδια επιτελεί, για την καταγγελία της ευθύνης της απέναντι στο ματωμένο ιστορικό παρελθόν, παρόν και μέλλον  της εργατικής τάξης κι όλης της εργαζόμενης κοινωνίας που στενάζει κάτω από τη διακυβέρνηση τη δική της και των υπόλοιπων φαρισαίων της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

***

Πριν από λίγο καιρό ο Τσίπρας χαρακτήρισε τον Τραμπ «διαβολικό αλλά για καλό σκοπό», και χθες ο Τσακαλώτος «διασκέδασε τις εντυπώσεις» μπουρδολογώντας για τις «καλές» συνέπειες που μπορεί να έχει για τους εργατικούς αγώνες το νομοθετικό τσάκισμα του δικαιώματος στην απεργία…

Αναμφισβήτητα! Άλλωστε κι ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος έληξε με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Και τι θα ήταν ο αντιφασιστικός αγώνας χωρίς να έχει προηγηθεί ένας Χίτλερ; Θα υπήρχε ανάσταση χωρίς τη σταύρωση; Τι θα ήταν σήμερα ο Χριστός αν δεν είχε υπάρξει ένας Ιούδας;

Μόνο που κι αυτός, ο Ιούδας, όταν συνειδητοποίησε ότι «είχε αυταπάτες», πέταξε τα τριάντα αργύρια στα μούτρα των φαρισαίων και πήγε και κρεμάστηκε.

Ενώ οι Τσίπρες κι οι Καμμένοι, οι Τσακαλώτοι κι οι Αχτσιόγλες, ζητάνε και ρέστα και θέλουν και χειροκρότημα για την ηθική και πολιτική τους χαμέρπεια.

 


Το δικαίωμα της απεργίας και «η κοινωνία και το έθνος» από τη σκοπιά του

Η προηγούμενη ανάρτηση αυτού του μπλογκ ήταν αφιερωμένη στο δικαίωμα στην εργασία.

Πρόκειται για το δικαίωμα το οποίο οι εκπρόσωποι και οι διαχειριστές της άρχουσας τάξης, ενώ φύσει και θέσει το καταστρατηγούν συστηματικά τις 365 μέρες του χρόνου, το θυμούνται ξαφνικά όποτε έχουν απέναντι τους μια αποφασιστική απεργιακή κινητοποίηση σε κάποιο κλάδο, σε κάποια βιομηχανία κλπ. Τότε ξαφνικά ξαναθυμούνται το «δικαίωμα στην εργασία» διαστρεβλώνοντας το περιεχόμενό του, τιτλοφορώντας «δικαίωμα στην εργασία» το «δικαίωμα» στην απεργοσπασία, για να στραφούν ενάντια στην απεργιακή κινητοποίηση, ενάντια στο απεργιακό δικαίωμα, ενάντια στο απεργιακό δίκαιο της περιφρούρησης του αγώνα των εργαζομένων.

«Ξαναθυμούνται» πολλά, κάθε φορά που βρίσκονται αντιμέτωποι με τους απεργιακούς αγώνες των εργαζομένων για το δικαίωμα στη δουλειά και για δουλειά με δικαιώματα…

Ξαναθυμούνται για παράδειγμα τη «δημοκρατία» και τις «δημοκρατικές διαδιακασίες». Έτσι, για παράδειγμα,  η σημερινή κυβέρνηση, αυτή που κυβερνά «νομιμοποιημένη» εκλογικά με το 39,55% του 53,74% όσων έχουν δικαίωμα ψήφου, η κυβέρνηση που με αυτή τη μειοψηφική εκλογική «νομιμοποίηση» ψηφίζει όλους τους αντιλαϊκούς νόμους της «ατζέντας» της, αυτή η ίδια σύμφωνα με τις διάφορες επικοινωνιακές «διαρροές» ετοιμάζεται να υλοποιήσει τις δεσμευσεις της προς το κεφάλαιο και τους «θεσμούς» του με νόμο που θα καθιστά «παράνομες» τις απεργίες εφόσον τις αποφασίζει η πλειοψηφία των γενικών συνελεύσεων των σωματείων και όχι των εγγεγραμμένων μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Ας εφαρμόσει η κυβέρνηση πρώτα στον εαυτό της αυτόν τον «δημοκρατικό κανόνα» ομολογώντας την έλλειψη της δικής της «νομιμοποίησης». Κι ας αφήσει στην άκρη τα σχέδια ποινικοποίησης των εργατικών αγώνων, οι οποίοι άλλωστε δεν αντλούν την δημοκρατική τους νομιμοποίηση από τις «παραχωρήσεις» του αστικού κράτους αλλά από τις συλλογικές διαδικασίες των οργάνων του ταξικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Σε αυτούς τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς ποινικοποίησης των εργατικών αγώνων εντάσσεται προφανώς και το άρθρο της «Αυγής», που με τον τίτλο «Απεργία: Το έσχατο μέσο που έγινε πρώτο!» ανακαλύπτει στον απεργιακό αγώνα των εργατών καθαριότητας για το δικαίωμά τους στην εργασία μια επίκαιρη αφορμή, για να βγάλει στο προσκήνιο σαν «πρώτη» την «έσχατη» φιλοδοξία της τάξης των εκμεταλλευτών ενάντια στο εργατικό κίνημα και τους αγώνες του: «Ορισμένοι κρίσιμοι για τα κοινωνικά και εθνικά συμφέροντα κλάδοι δεν έχουν το δικαίωμα της απεργίας».

Δεν έχει περάσει δα και πολύς καιρός από τότε που ο σημερινός πρωθυπουργός χαρακτήριζε, από τις θέσεις της «αντιπολίτευσης», τον απεργιακό αγώνα των ναυτεργατών σαν «εξαλλοσύνες». Και εκείνη η «αντιπολιτευτική» θέση, όπως και η «αντιπολιτευτική» θέση του ΣΥΡΙΖΑ για σχίσιμο των μνημονίων «αλλά με τη συμφωνία των εταίρων», συγκροτούν το νήμα της αντιλαϊκής «συνέπειας» του ΣΥΡΙΖΑ από την περίοδο της «αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης» ως τη σημερινή περίοδο της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Και σήμερα, τώρα που ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ αναγορεύει τον στόχο ενός  νέου κύκλου ανάπτυξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας σε στόχο «εθνικό», το δημοσιογραφικό του όργανο αναγορεύει ουσιαστικά σε «παράνομη» την απεργία στους «κρίσιμους για τα κοινωνικά και εθνικά συμφέροντα κλάδους». Τώρα που τα συμφέροντα των μονοπωλίων αναγορεύονται από την «κυβέρνηση της αριστεράς» σε συμφέροντα «κοινωνικά και εθνικά», τώρα γίνεται από τους κυβερνητικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς «συζήτηση» για απεργίες που στρέφονται ενάντια στο «κοινωνικό και εθνικό συμφέρον»…

Αλλά αντίστροφα: Την ώρα που η «Αυγή» διακηρύσσει ότι οι εργατικοί αγώνες στρέφονται ενάντια «στα συμφέροντα της κοινωνίας και του έθνους», την ίδια στιγμή και οι αγώνες των εργαζομένων είναι αναγκαίο να αποκτήσουν χαρακτηριστικά και προσανατολισμό τέτοια που να ανυψώνουν το δικό τους δίκιο σε αποκλειστικό συμφέρον του έθνους και της κοινωνίας, ενάντια στο «δίκιο» και τα «συμφέροντα» της τάξης των εκμεταλλευτών.


το δικαίωμα στην εργασία και ο κόσμος από την σκοπιά του

«…Στο πρώτο σχέδιο συντάγματος που καταρτίστηκε πριν από τις μέρες του Ιούνη, βρισκόταν ακόμα το «droit au travail», το δικαίωμα στην εργασία, η πρώτη αδέξια διατύπωση όπου συνοψίζονται οι επαναστατικές αξιώσεις του προλεταριάτου. Αυτό μετατράπηκε στο droit al’ assistance, στο δικαίωμα να παίρνει βοήθημα απ’ το δημόσιο. Και ποιο σύγχρονο κράτος δεν τρέφει τους απόρους του με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο; Το δικαίωμα στην εργασία είναι, με την αστική έννοια, ένας παραλογισμός, ένας άθλιος, ευσεβής πόθος. Πίσω όμως απ’ το δικαίωμα στην εργασία κρύβεται η βία πάνω στο κεφάλαιο, πίσω απ’ τη βία πάνω στο κεφάλαιο η ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, η υπαγωγή τους στην οργανωμένη εργατική τάξη, επομένως η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του κεφαλαίου και των αμοιβαίων σχέσεών τους. Πίσω από το «δικαίωμα στην εργασία» βρισκόταν η εξέγερση του Ιούνη. Η συντακτική συνέλευση, που έθετε ουσιαστικά το επαναστατικό προλεταριάτο εκτός νόμου, ήταν για λόγους αρχής υποχρεωμένη να βγάλει τη διατύπωση του δικαιώματος της εργασίας απ’ το σύνταγμα, αυτό το νόμο των νόμων, ήταν υποχρεωμένη να ρίξει το ανάθεμα στο «δικαίωμα στην εργασία»…»

(Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, ΣΕ, σελ. 78-79)

***

Μάλλον σαν αποτύπωση πολιτικών συσχετισμών στο πεδίο της ιδεολογίας, στο μεταπολιτευτικό σύνταγμα του 1975 όπως ισχύει και σήμερα, διακηρύχτηκε, στο άρθρο 22, ότι: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού».

Βέβαια τι «δικαίωμα», αφού με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 του ίδιου αυτού συντάγματος η διάταξη σύμφωνα με την οποία, για τους υπαλλήλους του δημοσίου που εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου «απαγορεύεται»  η από το νόμο μονιμοποίησή τους ή η μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου. Αλλά ας το παραβλέψουμε αυτό, τουλάχιστον για την ώρα , γιατί τι άλλο αν όχι ευτελισμός της έννοιας του «συντάγματος» είναι η πρόστυχη εισαγωγή μιας διάταξής του σαν κι αυτής, που «απαγορεύει τη μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου»;  Το 2001, άλλωστε, είναι μια χρονιά όπου ήδη η ελληνική άρχουσα τάξη είχε αρχίσει να στενεύεται από το σύνταγμά της: Δυο μόλις χρόνια πριν η κυβέρνηση Σημίτη το είχε παραβιάσει κατάφορα επιτρέποντας χωρίς  νόμο ψηφισμένο από τη βουλή (άρθρο 27) τη διέλευση των «χερσαίων» της «συμμαχίας» που επέδραμε κατά της Γιουγκοσλαβίας, ενώ στην αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε επίσης (στο άρθρο 28) και η «ερμηνευτική δήλωση» που καθιερώνει σαν υπέρτερο έναντι του εθνικού το δίκαιο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και θεσμοθετεί την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας ως «θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Και έμελε, σε λιγότερο από μια δεκαετία, να έρθει και η ώρα που το ίδιο αυτό άρθρο 28 θα  ανασκολοπιζόταν διαδοχικά από τις κυβερνήσεις Παπαδήμου, Σαμαρά και Τσίπρα, κάθε φορά που ψήφιζαν χωρίς  την προβλεπόμενη πλειοψηφία των 3/5 την εκχώρηση συνταγματικών αρμοδιοτήτων στους «θεσμούς» των μνημονίων. Βέβαια πρέπει να αναγνωρίσουμε στην «πρώτη φορά αριστερά» ότι το 3ο μνημόνιο είναι από αυτήν την άποψη και το μόνο «συνταγματικό», αφού με αστική ευγένεια μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ το υπερψήφισαν επίσης η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, οπότε εν προκειμένω ουδείς λόγος ενεργοποίησης του  «πατριωτισμού των Ελλήνων»…

Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας: Λέγαμε λοιπόν ότι το άρθρο 22 αναγνωρίζει την εργασία σαν δικαίωμα και ότι παραβλέπουμε σαν ευτελισμό του συντάγματος την «απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου».  Αυτό που όμως δεν μπορούμε να  παραβλέψουμε, είναι ότι απέναντι στο δικαίωμα της εργασίας του άρθρου 22 ορθώνεται η προστασία της ιδιοκτησίας του άρθρου 17, στην οποία βέβαια περιλαμβάνεται και η προστασία της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής (αυτής της ίδιας που  αποθεώνεται με τις «ελευθερίες» της συνθήκης του Μάαστριχτ), η οποία ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αποτελεί και το άκρο αντίθετο του δικαιώματος στην εργασία. Το λέει η επιστήμη, το λέει ο Μαρξ: «Πίσω απ’ το δικαίωμα στην εργασία κρύβεται η βία πάνω στο κεφάλαιο, πίσω απ’ τη βία πάνω στο κεφάλαιο η ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, η υπαγωγή τους στην οργανωμένη εργατική τάξη, επομένως η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του κεφαλαίου και των αμοιβαίων σχέσεών τους». Και οφείλουμε στην πολιτική οικονομία να είμαστε μαρξιστές με την ίδια έννοια που στις φυσικές επιστήμες είμαστε οπαδοί του Νεύτωνα. Το λέει ο Τσε.

Τι κάνουμε λοιπόν τώρα, που το δικαίωμα στην εργασία του άρθρου 22 προσκρούει στην προστασία της ιδιοκτησίας του άρθρου 17; Ευτυχώς για την «αστική νομιμότητα» οι ιδεολογικοί συσχετισμοί της μεταπολίτευσης άφησαν κι εδώ τη σφραγίδα τους: Διότι ναι μεν σύμφωνα με το άρθρο 17 «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους», αλλά συνεχίζει το ίδιο άρθρο: «τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».  Και πόσο «γενικό συμφέρον» δεν είναι το (και συνταγματικά προβλεπόμενο) δικαίωμα στην εργασία, ώστε να μη μπει φραγμός (να ασκηθεί «βία») στα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και μάλιστα κατά τρόπο που να αφήνει αδιατάρακτη την υφιστάμενη «αστική νομιμότητα»!!! Η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα!

Να λοιπόν πεδίο δόξας για τον πατριωτισμό του λαού, στον οποίο «επαφίεται η τήρηση» (άρθρο 120) του δικαιώματος στην εργασία (άρθρο 22) και η «βία» εναντίον των  δικαιωμάτων και «ελευθεριών» που απορρέουν από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ασκούνται σε βάρος του δικαιώματος στην εργασία δηλαδή «σε βάρος του γενικού συμφέροντος» δηλαδή αντικοινωνικά (άρθρο 17). Αν μπορούνε, άλλωστε, ας ασκηθούνε κι αλλιώς. 

***

Το 1848-1850 η αντεπανάσταση μετέτρεψε το «δικαίωμα στην εργασία» σε «δικαίωμα σε βοήθημα». Το 2015-2017 ο ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε το «ψωμί – παιδεία – ελευθερία» σε «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» ή σε «κοινωνικό επίδομα αλληλεγγύης», όπως το μετονόμασε νομίζοντας ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ελάχιστη εγγυημένη εξαθλίωση και στο κοινωνικό επίδομα εξαθλίωσης…

«Και ποιο σύγχρονο κράτος δεν τρέφει τους απόρους του με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο;»

Ο Τσίπρας, προχθές είπε στον Κουτσούμπα, ότι καλή βέβαια και η Οκτωβριανή Επανάσταση αλλά τώρα «πάμε μπροστά»… Όμως ήταν το 1850, δηλαδή πριν 167 ολόκληρα χρόνια, τότε που ο Μαρξ μιλούσε για «σύγχρονο κράτος». Οπότε, και το εαν «πάμε μπροστά» ή όχι, δεν εξαρτάται από τη χρονολογία αναφοράς. Οι χρονολογίες διαδέχονται η μια την άλλη και χωρίς εμάς. Το εαν «πάμε μπροστά» ή όχι, εξαρτάται από τις απαιτήσεις που έχει κανείς σήμερα από ένα «σύγχρονο κράτος». Και εαν εν έτει 2012 θεωρεί κανείς «σύγχρονο» το κράτος που (ήδη από το 1850) «τρέφει τους απόρους του», τότε αυτός δεν μας οδηγεί «μπροστά» αλλά στο «βάθος του χρόνου», και το βάθος του χρόνου βρίσκεται πάντοτε στο ιστορικό παρελθόν, δε φτάνουμε εκεί «πηγαίνοντας μπροστά» αλλά οπισθοδρομώντας ιστορικά, αυτός δεν είναι ο δρόμος της ιστορικής προόδου αλλά ο δρόμος της ιστορικής αντίδρασης.

***

Το δικαίωμα στην εργασία είναι δικαίωμα στο ψωμί, στην παιδεία, στην ελευθερία. Δεν είναι το δικαίωμα των απόρων σε βοήθημα. Είναι η αναγνώριση της εργασίας σαν πρωταρχικού πόρου και του δικαιώματος της κοινωνίας να μην τρέφει άπορους γιατί δεν διαθέτει άπορους.

Το δικαίωμα στην εργασία είναι δικαίωμα στην ικανοποίηση της πιο πρωταρχικής ζωτικής ανθρώπινης ανάγκης, της ανάγκης της παραγωγής από τον άνθρωπο των όρων της ίδιας του της ύπαρξης. Ανάγκη που η ικανοποίησή της αποτελεί ταυτόχρονα και όρο του εξανθρωπισμού του ανθρώπου, όρο που καθιστά τον άνθρωπο δημιουργό της ζωής του και τη ζωή του – τον ίδιο του τον εαυτό – δικό του δημιούργημα. Ο αποκλεισμός από το δικαίωμα στην εργασία ισοδυναμούσε και ισοδυναμεί πάντα με κοινωνικό εξοστρακισμό, ακόμη κι αν κάθε «σύγχρονο» κράτος τρέφει τους απόρους του με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο…

Το δικαίωμα στην εργασία βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον καταναγκασμό στην απλήρωτη υπερεργασία και γι’ αυτό είναι κοινωνικό και ατομικό δικαίωμα των εργαζόμενων στον καρπό της εργασίας τους. Ο καταναγκασμός στην απλήρωτη υπερεργασία είναι συνέπεια της εμπράγματης άρνησης του δικαιώματος στην εργασία, είναι συνέπεια του χωρισμού των μέσων της εργασίας από τον εργάτη, συνέπεια της αποστέρησης από τον εργάτη των μέσων της εργασίας του και της περιέλευσής τους στον κάτοχο των μέσων παραγωγής. Χωρίς αυτόν τον χωρισμό, χωρίς αυτήν την περιέλευση, δεν θα ήταν δυνατή η άρνηση της εργασίας σαν δικαιώματος και η αντικατάστασή της από το αντίθετό της:  από τον καταναγκασμό στην απλήρωτη εργασία ή στην ανεργία. Το δικαίωμα στην εργασία βρίσκεται σε αντίθεση με τον καταναγκασμό στην υποδούλωση: χωρίς την άρνηση του δικαιώματος στην εργασία δεν θα μπορούσε να υπάρχει καταναγκασμός στην υποδούλωση και μόνο από τον καταναγκασμό στην υποδούλωση μπορεί να προέλθει η άρνηση του δικαιώματος στην εργασία.

***

Η ταξική, εκμεταλλευτική κοινωνία στη θέση της ζωτικής ανθρώπινης ανάγκης, που με το δικαίωμα στην εργασία απαιτεί την ικανοποίησή της, εγκαθιστά τον ταξικό καταναγκασμό. Στη θέση της εργασίας σαν αναγκαίας φυσικής ελεύθερης κοινωνικής ανθρώπινης δραστηριότητας εγκαθιστά την εργασία σαν καταναγκαστική ταξική υποδούλωση.

Η κυρίαρχη ιδεολογία της ταξικής, εκμεταλλευτικής κοινωνίας περιφρονεί το δικαίωμα στην εργασία. Η εργασία γι’ αυτήν είναι άλλωστε «σήμα» του υπόδουλου. Για την κυρίαρχη ιδεολογία στην πρώτη θέση βρίσκεται το δικαίωμα στην αεργία που η εμπράγματη βάση και ολοκλήρωσή του συνίσταται στο δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής της κοινωνίας σαν όρο χρησιμοποίησης και εκμετάλλευσης ξένης εργασίας. Στην κορυφή της αξιακής κοινωνικής ιεραρχίας η κοινωνικά κυρίαρχη ταξική ιδεολογία δεν τοποθετεί το δικαίωμα στην εργασία αλλά, με την ονομασία «δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής», τοποθετεί το δικαίωμα στην αεργία και στην ιδιοποίηση της ξένης εργασίας, ως όρο αυτεπίγνωσης της κυρίαρχης τάξης και ταυτόχρονα ως όρο ιδεολογικής αλλοτρίωσης της υπόδουλης τάξης. Το δεύτερο στη βάση ήδη του γεγονότος ότι ο κοινωνικός καταναγκασμός με τη μορφή της υποδουλωμένης εργασίας επικαλύπτει και συγκαλύπτει την εργασία σαν πρωταρχική ανθρώπινη ζωτική ανάγκη, συνιστά άρνησή της.

Το δικαίωμα στην εργασία και η διεκδίκησή του βρίσκεται σε αντίθεση με την εμπράγματη και ιδεολογική αλλοτρίωση των εργαζομένων, των απαλλότριων από τα μέσα παραγωγής, των προλετάριων.

***

Το δικαίωμα στην εργασία βρίσκεται σε αντίθεση με το καθεστώς αγοραπωλησίας του εμπορεύματος «εργατική δύναμη»: Κανένα  εμπόρευμα δεν πωλείται «δικαιωματικά», δικαιωματικά απλώς διατίθεται προς πώληση, αλλά αυτή εξαρτάται από την προσφορά και την ζήτηση της «ανοιχτής αγοράς». Δικαίωμα στην εργασία σημαίνει τον κοινωνικό σχεδιασμό στη θέση της τυφλής κυριαρχίας της προσφοράς και ζήτησης των εμπορευμάτων, σημαίνει την πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης στη θέση της πολιτικής οικονομίας του κεφαλαίου.

ΓΕΦΥΡΑ-ΑΦΙΣΣΑ-1

κινητοποιηση-δουλεια-για-ολους-20170625

 

 

 


Ο Μαρξ για την εγκράτεια, την αποταμίευση, την εργατικότητα

15 χρόνια (1991-2005) καπιταλιστικής ανάπτυξης («πλαστής ευμάρειας» σύμφωνα με την εκκλησία και με τις συνεντεύξεις των περισσότερων διανοουμένων, καλλιτεχνών κλπ) έχουν δώσει τη θέση τους σε ήδη 6 χρόνια καπιταλιστικής κρίσης («κρίσης πρωτίστως ηθικής» σύμφωνα με τους παραπάνω). Το κείμενο του Μαρξ που ακολουθεί, εμφανίζεται στις συνθήκες αυτές ιδιαίτερα επίκαιρο (από άποψη οικονομική όσο και… ηθική): Από την εποχή των «ελληνάδικων», του «σήκωσέ το το τιμημένο» και του καταναλωτικού δανεισμού (αντί για μισθό) έως τους πανηγυρισμούς του «μιλένιουμ» και της «καλύτερης ολυμπιάδας στην ιστορία», από το άδοξο τέλος του χρηματιστηριακού τζόγου έως τον ΕΝΦΙΑ, τα τεκμήρια διαβίωσης, τη δαμόκλειο σπάθα  των πλειστηριασμών και το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο – τερατούργημα, από το 8ωρο ως την «ευελφάλεια» και από τη «γενιά των 700 ευρώ» ως τη γενιά των 1,5 εκατομμυρίων ανέργων,  η διαφήμιση της απόλαυσης και της κατανάλωσης συμβαδίζει ή εναλάσσεται συνεχώς με το κήρυγμα της εγκράτειας, της λιτότητας, της στέρησης. Κι από ό,τι φαίνεται, μοντέρνο δεν είναι το περιεχόμενο αλλά μόνο οι μορφές. 

Το κείμενο είναι από: Karl Marx, ΒΑΣΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ (GRUNDRISSE) ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, τόμος Β΄, Στοχαστής, σελ. 210-213 (ο χωρισμός σε παραγράφους έγινε από το μπλογκ προς διευκόλυνση της ανάγνωσης).

======================

«…Σκοπός της ανταλλαγής για τον εργάτη είναι η ικανοποίηση των αναγκών του. Αντικείμενο της ανταλλαγής του είναι ένα άμεσο αντικείμενο της ανάγκης, και όχι η ανταλλακτική αξία σαν τέτοια. Εισπράττει βέβαια χρήμα, αλλά μόνο στον προσδιορισμό του νομίσματος· μονάχα δηλαδή σαν διαμεσολάβηση που αίρει τον εαυτό της και εξαφανίζεται. Αυτό λοιπόν που παίρνει με την ανταλλαγή δεν είναι η ανταλλακτική αξία, δεν είναι ο πλούτος, αλλά είναι μέσα διαβίωσης, αντικείμενα για τη συντήρηση της ζωτικότητάς του, για την ικανοποίηση των αναγκών του γενικά – φυσικών, κοινωνικών κλπ. Είναι ένα καθορισμένο ισοδύναμο σε μέσα διαβίωσης, σε αντικειμενοποιημένη εργασία, που μέτρο της είναι το κόστος παραγωγής της δικής του εργασίας. Αυτό που εκχωρεί είναι το δικαίωμα διάθεσης της εργασίας του.

Τώρα, είναι αλήθεια από την άλλη μεριά ότι ακόμα και μέσα στην απλή κυκλοφορία το νόμισμα εξελίσσεται σε χρήμα· και ότι, κατά συνέπεια, στο μέτρο που ο εργάτης εισπράττει στην ανταλλαγή νόμισμα, μπορεί να το μετατρέψει σε χρήμα συσσωρεύοντάς το κλπ., αποσύροντάς το από την κυκλοφορία· παγιώνοντάς το σαν γενική μορφή του πλούτου αντί για φευγαλέο μέσο ανταλλαγής. Απ’ αυτή την άποψη θα μπορούσε λοιπόν να ειπωθεί ότι στην ανταλλαγή του εργάτη με το κεφάλαιο το αντικείμενο που επιδιώκει ο πρώτος -άρα και το προϊόν της ανταλλαγής γι’ αυτόν- δεν είναι το μέσο διαβίωσης αλλά ο πλούτος, δεν είναι μια ιδιαίτερη αξία χρήσης αλλά η ανταλλακτική αξία σαν τέτοια.  Κατά συνέπεια, ο εργάτης θα μπορούσε να κάνει την ανταλλακτική αξία δικό του προϊόν μονάχα με τον μοναδικό τρόπο που και ο πλούτος μπορεί γενικά να εμφανιστεί σαν προϊόν της απλής κυκλοφορίας όπου ανταλλάζονται ισοδύναμα: θυσιάζοντας δηλαδή την ουσιαστική ικανοποίηση για τη μορφή του πλούτου, αποσύροντας δηλαδή – με την εγκράτεια, την αποταμίευση, την περικοπή της κατανάλωσής του – από την κυκλοφορία λιγότερα αγαθά απ’ όσα της δίνει. Αυτός είναι ο μόνος δυνατός τρόπος πλουτισμού που τοποθετεί η ίδια η κυκλοφορία.Η εγκράτεια θα μπορούσε τότε να εμφανιστεί και με την πιο ενεργητική μορφή, που δεν έχει τοποθετηθεί στην απλή κυκλοφορία: ο εργάτης να απαρνηθεί σε ανώτερο βαθμό την ηρεμία, γενικά το είναι του – σε διάκριση από το είναι του σαν εργάτη – και να υπάρχει όσο γίνεται αποκλειστικά σαν εργάτης· να ανανεώνει δηλαδή συχνότερα την πράξη της ανταλλαγής, ή να την επεκτείνει ποσοτικά, με την εργατικότητα.

Γιαυτό και στη σημερινή κοινωνία η απαίτηση για εργατικότητα και ιδιαίτερα για αποταμίευση, εγκράτεια απευθύνεται όχι στους καπιταλιστές αλλά στους εργάτες· και μάλιστα την απευθύνουν οι καπιταλιστές. Η σημερινή κοινωνία διατυπώνει ακριβώς την παράδοξη απαίτηση, να δείχνει εγκράτεια εκείνος για τον οποίο το αντικείμενο της ανταλλαγής είναι το μέσο για τη ζωή, και όχι εκείνος για τον οποίο αποτελεί τον πλουτισμό. Η αυταπάτη ότι τάχα οι κεφαλαιοκράτες πραγματικά «έδειξαν εγκράτεια» και μ’ αυτό τον τρόπο έγιναν κεφαλαιοκράτες – απαίτηση και αντίληψη που δεν είχε νόημα παρά μόνο στην πρώτη περίοδο, όταν το κεφάλαιο διαμορφώνεται μέσα από φεουδαρχικές κλπ. σχέσεις – έχει εγκαταλειφθεί απ’ όλους τους αξιόπιστους σύγχρονους οικονομολόγους. Ο εργάτης πρέπει να αποταμιεύει, και γίνεται μεγάλος θόρυβος για τα ταμιευτήρια κλπ. (Ωστόσο για τα τελευταία παραδέχονται και οι ίδιοι οι οικονομολόγοι ότι πραγματικός τους σκοπός δεν είναι ο πλούτος, παρά μόνο η ορθολογικότερη κατανομή των δαπανών· έτσι ώστε όταν οι εργάτες γερνούν, ή όταν έρχονται αρρώστιες, κρίσεις κλπ. να μην καταφεύγουν στα φτωχοκομεία, στο κράτος, στη ζητιανιά (μ’ ένα λόγο, να επιβαρύνουν την ίδια την εργατική τάξη, και συγκεκριμένα: όχι τους καπιταλιστές, φυτοζωώντας από την τσέπη τους)· η αποταμίευση υπάρχει λοιπόν για τους καπιταλιστές· μείωση γιαυτούς του κόστους παραγωγής των εργατών.)

Ωστόσο κανείς οικονομολόγος δε θα αρνηθεί πως αν οι εργάτες γενικά, δηλαδή σαν εργάτες (αυτό που κάνει, ή μπορεί να κάνει, ο ξεχωριστός εργάτης σ’ αντιδιαστολή προς το γένος του μπορεί να υπάρχει ακριβώς σαν εξαίρεση και μόνο, όχι σαν κανόνας, γιατί δεν ανήκει στον προσδιορισμό της ίδιας της σχέσης), αν δηλαδή κατά κανόνα ικανοποιούσαν αυτές τις απαιτήσεις (πέρα από τη ζημιά που θα προκαλούσαν στη γενική κατανάλωση – το έλλειμμα θα ήταν τεράστιο – άρα και στην παραγωγή, άρα και στον αριθμό και στον όγκο των ανταλλαγών που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν με το κεφάλαιο, άρα και στον εαυτό τους σαν εργάτες), τότε ο εργάτης θα χρησιμοποιούσε μέσα που αίρουν απόλυτα τον ίδιο τους το σκοπό, και που θα τον υποβίβαζαν αναγκαστικά στο επίπεδο του Ιρλανδού, στο επίπεδο του μισθωτού εργάτη που βλέπει το πιο ζωώδικο ελάχιστο όριο αναγκών, μέσων διαβίωσης, σαν μοναδικό αντικείμενο και σκοπό της ανταλλαγής του με το κεφάλαιο. Σκοπεύοντας λοιπόν να κάνει σκοπό του τον πλούτο αντί για την αξία χρήσης, ο εργάτης όχι μόνο δεν θα πλούτιζε παρά θάχανε κι από πάνω και την αξία χρήσης. Γιατί κατά κανόνα το ανώτατο όριο της εργατικότητας, της εργασίας, και η ελάχιστη κατανάλωση – γιατί αυτό είναι το ανώτατο όριο της εγκράτειας και της αποταμίευσής του – δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν τον εργάτη να παίρνει για το ανώτατο όριο της δουλειάς τον ελάχιστο δυνατό μισθό. Μ’ όλους τους κόπους του απλά θα είχε μειώσει το γενικό επίπεδο του κόστους παραγωγής της ίδιας του της εργασίας, και γιαυτό τη γενική της τιμή.

Μόνο σαν εξαίρεση μπορεί ο εργάτης με τη δύναμη της θέλησης, τη φυσική δύναμη και αντοχή, τη φιλαργυρία κλπ., να μετατρέψει το νόμισμά του σε χρήμα, σαν εξαίρεση από την τάξη του και τους γενικούς όρους της ύπαρξής του. Αν όλοι, ή οι περισσότεροι, δείχνουν εργατικότητα (στο μέτρο που η εργατικότητα αφήνεται καν στην προαίρεσή τους στη σύγχρονη βιομηχανία – πράγμα που δε συμβαίνει στους σημαντικότερους και τους πιο αναπτυγμένους παραγωγικούς κλάδους), τότε δεν αυξάνουν την αξία του εμπορεύματός τους παρά μόνο την ποσότητά του· άρα και τις απαιτήσεις που θα τεθούν πάνω σ’ αυτό σαν αξία χρήσης. Αν όλοι αποταμιεύουν, τότε μια γενική μείωση του μισθού δε θ’ αργήσει να τους ξαναφέρει στον ίσιο δρόμο, γιατί η γενική αποταμίευση θα έχει δείξει στον κεφαλαιοκράτη ότι ο μισθός τους είναι γενικά υπερβολικός, ότι εισπράττουν για το εμπόρευμά τους – την ικανότητα διάθεσης της εργασίας τους – περισσότερο από το ισοδύναμό του· αφού η ουσία της απλής ανταλλαγής – και σ’ αυτή τη σχέση βρίσκονται οι εργάτες προς τον κεφαλαιοκράτη – είναι ακριβώς ότι κανείς δεν προσθέτει στην κυκλοφορία περισσότερα απ’ όσα αποσύρει· αλλά και μπορεί να αποσύρει απ’ αυτή μόνο αυτά που της έδοσε. Ένας εργάτης, ατομικά, μπορεί να είναι εργατικός πάνω από το μέσο επίπεδο, πάνω απ’ όσο είναι υποχρεωμένος για να ζει σαν εργάτης, μονάχα επειδή κάποιος άλλος βρίσκεται κάτω από το μέσο επίπεδο, είναι πιο τεμπέλης· μπορεί να αποταμιεύει επειδή και όταν κάποιος άλλος σπαταλά. Το περισσότερο που μπορεί να πετύχει, κατά μέσο όρο, με την οικονομία του είναι: να μπορεί να υποφέρει καλύτερα τη διακύμανση των τιμών – πάνω και κάτω, τον κύκλο τους· άρα απλά και μόνο να καταμερίσει πιο ορθολογικά τις απολαύσεις του, όχι να αποκτήσει πλούτο.

Κι αυτή είναι και η πραγματική απαίτηση των καπιταλιστών. Οι εργάτες να αποταμιεύουν στους εύπορους καιρούς τόσα που να τους επιτρέπουν λίγο-πολύ να ζουν στις κακές περιόδους, να αντέχουν στην περικοπή των ωρών εργασίας ή την πτώση των μισθών κλπ. (τότε ο μισθός θάπεφτε ακόμα πιο χαμηλά.) Η απαίτηση είναι λοιπόν: οι εργάτες να περιορίζονται πάντα σ’ ένα ελάχιστο επίπεδο βιοτικών απολαύσεων και να διευκολύνουν τους καπιταλιστές στις κρίσεις κλπ.  Να διατηρούνται σαν καθαρές εργασιομηχανές και κατά το δυνατό να πληρώνουν οι ίδιοι τη φθορά τους. Πέρα από την καθαρή αποκτήνωση που θα σήμαινε κάτι τέτοιο – και τέτοια αποκτήνωση θα έκανε αδύνατη ακόμα και την απλή επιδίωξη του πλούτου σε γενική μορφή, σαν χρήμα, σαν συσσωρευμένο χρήμα – (και η συμμετοχή του εργάτη σε ανώτερες, πνευματικές επίσης απολαύσεις· η ζύμωση για τα δικά του συμφέροντα, οι συνδρομές σε εφημερίδες, η παρακολούθηση διαλέξεων, η ανατροφή παιδιών, η ανάπτυξη γούστου κλπ., η μοναδική του συμμετοχή στον πολιτισμό που τον ξεχωρίζει από τον δούλο, είναι οικονομικά δυνατή μόνο με την επέκταση του κύκλου των απολαύσεών του στους εύπορους καιρούς, τότε δηλαδή που η αποταμίευση είναι ως ένα βαθμό δυνατή), πέρα απ’ αυτά, αν ο εργάτης αποταμίευε ολότελα ασκητικά, συσσωρεύοντας έτσι βραβεία για το λούμπεν-προλεταριάτο, τους απατεώνες κλπ., που θα πλήθαιναν ανάλογα με τη ζήτηση, τότε θα μπορούσε να διατηρήσει και να κάνει αποδοτικές τις οικονομίες του – αν αυτές ξεπερνούν τους κουμπαράδες των κρατικών ταμιευτηρίων που του πληρώνουν ένα ελάχιστο τόκο για να βγάζουν οι κεφαλαιοκράτες μεγάλους τόκους από τις δικές τους ή για να του τις καταβροχθίζει το κράτος, κι έτσι ο εργάτης απλά να μεγαλώνει τη δύναμη των αντιπάλων του και την ίδια του την εξάρτηση – μόνο καταθέτοντάς τες σε τράπεζες κλπ. ώστε να χάνει ύστερα, σε καιρούς κρίσεων, τις καταθέσεις του, ενώ σε καιρούς ευημερίας αρνήθηκε κάθε απόλαυση της ζωής για να αυξήσει τη δύναμη του κεφαλαίου· αποταμίευσε λοιπόν από κάθε άποψη για το κεφάλαιο, όχι για τον εαυτό του.

Κατά τα άλλα – στο βαθμό που δεν πρόκειται συνολικά για υποκριτικές φράσεις της αστικής «φιλανθρωπίας», που όλη η ουσία της είναι να τρέφει τους εργάτες με «ευσεβείς πόθους» – κάθε καπιταλιστής απαιτεί βέβαια να αποταμιεύουν οι εργάτες του, αλλά μόνο οι δικοί του, επειδή στέκουν απέναντί του σαν εργάτες· όχι όμως, για το θεό, ο υπόλοιπος εργατικός κόσμος, γιατί αυτοί βρίσκονται απέναντί του σαν καταναλωτές. Παρόλες τις «ευσεβείς» ρητορείες, ο καπιταλιστής ψάχνει λοιπόν όλα τα μέσα για να παρακινήσει τους άλλους εργάτες σε κατανάλωση, να δόσει καινούριες χάρες στα εμπορεύματά του, να τους υποβάλει με την πολυλογία κανούριες ανάγκες κλπ. Αυτή ακριβώς η πλευρά της σχέσης κεφαλαίου και εργασίας αποτελεί ουσιαστικό εκπολιτιστικό στοιχείο, κι εδώ βασίζεται η ιστορική δικαίωση αλλά και η σημερινή δύναμη του κεφαλαίου. (Αυτή τη σχέση παραγωγής και κατανάλωσης να την αναπτύξουμε αργότερα, στον τίτλο Κεφάλαιο και κέρδος κλπ.) (ή και στο: Συσσώρευση και ανταγωνισμός των κεφαλαίων.) Ωστόσο όλες αυτές είναι εξωτερικές παρατηρήσεις, που έχουν θέση εδώ στο μέτρο που οι απαιτήσεις της υποκριτικής αστικής φιλανθρωπίας αποδείχνονται πως αυτοκαταργούνται, και άρα επιβεβαιώνουν αυτό ακριβώς που θέλουν να αναιρέσουν, ότι δηλαδή στην ανταλλαγή του εργάτη με το κεφάλαιο ο εργάτης βρίσκεται στη σχέση της απλής κυκλοφορίας, άρα δεν αποκτά πλούτο παρά μόνο μέσα διαβίωσης, αξίες χρήσης για την άμεση κατανάλωση…»

 


σας ληστέψαμε και καλό ψόφο

Και τι δεν είπε χθες στη ραδιοφωνική του εκπομπή ο Ν Χατζηνικολάου!

Τα ασφαλιστικά ταμεία βουλιάζουν! Και ποιος δεν θυμάται το PSI και τα δομημένα ομόλογα! Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο!

Πολύ ωραία…

Και στο δια ταύτα;

Στο δια ταύτα: Το κράτος, είπε, είναι ανίκανο, η ασφάλιση πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί, «θέλω το δικαίωμα να αγοράζω την ασφάλιση που επιλέγω», κι όσο για τους «αδύναμους», ας κόψουμε γι’ αυτούς ένα επίδομα ελεημοσύνης (εμείς οι δυνατοί)…

*

Δεν είναι πολιτικά (και κατ’ επέκταση ούτε και δημοσιογραφικά) έντιμες αυτές οι θέσεις.

Οι πολιτικές ευθύνες για την κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων είναι τεράστιες και διαχρονικές. δεν αφορούν μόνο το μνημονιακό PSI και τα καραμανλικά δομημένα ομόλογα, ούτε και μόνο (μαζί μ’ αυτά) το τζογάρισμα των αποθεματικών στο χρηματιστήριο κατά τα μέσα της οκταετίας Σημίτη. Αφορούν, οι τεράστιες και διαχρονικές πολιτικές ευθύνες,  τη συστηματική καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων σε ολη τη διάρκεια των μεταπολεμικών δεκαετιών, έως και τη χαριστική βολή που δέχθηκαν με το PSI.

Δεν είναι ούτε δημοσιογραφικά ούτε πολιτικά έντιμη η συγκάλυψη αυτών των πολιτικών ευθυνών και η αναγόρευση των συνεπειών τους ως τετελεσμένων μέσω αφορισμών περί δήθεν ανικανότητας του «κράτους» γενικά και αόριστα. Κι ακόμη περισσότερο που οι πολιτικές ευθύνες και οι συνέπειές τους αξιοποιούνται προς το σκοπό της κατάργησης της κοινωνικής ασφάλισης, της ιδιωτικοποίησής της, της μετατροπής της ασφάλισης σε εμπόρευμα.

Για να είμαστε συγκεκριμένοι.

1] Με τον αναγκαστικό  νόμο 1611/1950, η ισχύς του οποίου έληξε το 1994, επιβλήθηκε η κατάθεση των αποθεματικών των ασφαλιστικών Ταμείων στην Τράπεζα της Ελλάδας και ο ο καθορισμός του τόκου από την αρμόδια Νομισματική Επιτροπή. Οι τόκοι που ορίζονταν επί δεκαετίες ήταν αρκετά χαμηλότεροι του πληθωρισμού και του επιτοκίου τραπεζικών καταθέσεων.

Το επιτόκιο που ορίστηκε για τα αποθεματικά των ασφαλιστικών Ταμείων από την Νομισματική Επιτροπή για το χρονικό διάστημα 1955-1973 ήταν 4%, όταν τα επιτόκια των καταθέσεων κυμαίνονταν μεταξύ 5% και 9,5%.

Τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας 1967-1974 το επιτόκιο έμεινε στο 4%, ενώ ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 15,5% το 1973 και στο 26,8% το 1974. Μόνο στα δύο αυτά έτη τα πλεονάσματα των Ασφαλιστικών Ταμείων έχασαν το 1/3 της αξίας τους.

Παρομοίως, οι μεγαλύτερες απώλειες των Ταμείων προκλήθηκαν στην περίοδο 1974-1994, όταν ο πληθωρισμός αυξήθηκε δραστικά στο επίπεδο του 20% περίπου. Σε όλη αυτή την περίοδο, τα ειδικά επιτόκια της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν κατώτερα των τρεχόντων επιτοκίων καταθέσεων

Υπολογίζεται ότι μόνο για την περίοδο 1951-1975 οι απώλειες των ασφαλιστικών Ταμείων από αυτό το νομοθετικό – οικονομικό καθεστώς ανέρχονται σε 58 δισ. ευρώ.

Ταυτόχρονα όλες αυτές τις δεκαετίες, -και σε αυτό ακριβώς αποσκοπούσε το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς,- τα αποθεματικά των Ταμείων χρησιμοποιούνταν από τις αστικές κυβερνήσεις για την κρατική χρηματοδότηση (χαμηλότοκα θαλασσοδάνεια, δανεικά και αγύριστα) ιδιωτικών και δημόσιων «επενδύσεων». Με άλλα λόγια, για τη γιγάντωση μιας σειράς επιχειρήσεων που τα βάρη τους ως «προβληματικών» φορτώθηκαν στη συνέχεια  και πάλι οι εργαζόμενοι, με τους έως τότε ιδιοκτήτες τους ελεύθερους να επενδύουν κατ’ επιλογή τα συσσωρευμένα τους κεφάλαια: Τα πλούτη που σωρεύουν στην κάθε Ελβετία, είναι η ληστεία απ’ τα Ταμεια… Με άλλα λόγια επίσης, για την γιγάντωση του κρατικού παραγωγικού τομέα, που παραδίδεται σήμερα βορά στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, τέλος, συνολικά για την μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη: Όχι για την «ανάπτυξη» γενικά. Για την ανάπτυξη του κεφαλαίου σε βάρος των κοινωνικών αποθεμάτων των εργαζομένων (υπό τύπο «εσωτερικού δανεισμού» για την στήριξη της «εθνικής παραγωγής», όπως θα έλεγε και ο ηγετίσκος της νεοναζιστικής συμμορίας κατ’ ευφημισμό της καταλήστευσης των εργαζομένων από το κεφάλαιο). .

Αυτή η πολιτική, που με την συγκεκριμένη μορφή της διήρκεσε 44 χρόνια, υπηρετήθηκε από ολες τις αστικές κυβερνήσεις -«δημοκρατικές» και δικτατορικές- αυτών των δεκαετιών και οι πολιτικοί, ιδεολογικοί  (και δημοσιογραφικοί) εκπρόσωποι της αστικής τάξης δεν δικαιούνται να ομιλούν ούτε περί τετελεσμένων ούτε περί «ανικανότητας» ούτε περί του «κράτους» γενικώς και αορίστως…

2] Η δεύτερη πράξη της (ικανοτατης) κρατικής καταλήστευσης των ασφαλιστικών Ταμείων για την εξυπηρέτηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και «ανάπτυξης», υλοποιήθηκε με τη μέθοδο της τοποθέτησης των αποθεματικών τους στο χρηματιστήριο. Πρώτα με το νόμο 2076/1992 η κυβέρνηση  της ΝΔ (το «ανίκανο κράτος», κύριε Χατζηνικολάου!) έδωσε τη δυνατότητα να τοποθετούν οι διοικήσεις των ασφαλιστικών Ταμείων μέχρι και το 20% των αποθεματικών τους στο χρηματιστήριο. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με το νόμο 2676/1999 αύξησε το ποσοστό στο 23%. Επίσης, με μια σειρά άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις, διευρύνθηκε το τζογάρισμα των αποθεματικών και διευκολύνθηκε η ανάμειξη των τραπεζών στη «διαχείρισή» τους.

Υπολογίζεται ότι, εξαιτίας αυτού του νομοθετικού καθεστώτος, οι ζημιές των ασφαλιστικών Ταμείων στο χρηματιστήριο την τριετία 1999-2002 ήταν πάνω από 3,5 δισ. ευρώ, και περίπου άλλα τόσα ήταν κατά τη διετία 2008-2009, συνολικά δηλαδή περίπου 7 δισ. ευρώ,  ενώ είναι δύσκολο να υπολογιστεί το μέγεθος της ζημιάς από την απομείωση της αξίας των τίτλων που διαθέτουν τα Ταμεία έως και σήμερα.

3] Τρίτη πράξη της ληστείας, το λεγόμενο PSI (στην καθαρεύουσα) ή «κούρεμα» (στην δημοτική). Είτε στη δημοτική είτε στην καθαρεύουσα, το νόημα είναι το εξής:

Στη βάση ενός πλέγματος νομοθετικών ρυθμίσεων και πολιτικής διαχείρισης, τα χρηματικά αποθέματα των ασφαλιστικών Ταμείων μετατράπηκαν σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, δηλαδή σε δάνειο των Ταμείων προς το κράτος, δηλαδή σε κρατικό χρέος προς τα ασφαλιστικά Ταμεία. Το 2012 το κρατικό χρέος «κουρεύτηκε» με τη μέθοδο της καταστροφής (μείωσης της αξίας) των ομολόγων του δημοσίου. Έτσι το κράτος απαλλάχτηκε από ένα χρέος 13 δισ. ευρώ προς τα ασφαλιστικά Ταμεία και, ταυτόχρονα, τα ασφαλιστικά Ταμεία έχασαν 13 δισεκατομμύρια ευρώ από την περιουσία τους.

*

Για να κάνουμε μια σούμα:

Χωρίς να υπολογιστούν τα δισεκατομμύρια που οι αστικές κυβερνήσεις παρέλειψαν να καταβάλουν προς τα Ταμεία παρά τις νομοθετημένες κρατικές υποχρεώσεις προς αυτά, χωρίς να υπολογίζονται τα δισεκατομμύρια των εισφοροαπαλλαγών και ανείσπρακτων οφειλών του κεφαλαίου προς τα ασφαλιστικά Ταμεία, και υπολογίζοντας μόνο: τα 24 από τα 44 χρόνια υποχρεωτικής χαμηλότοκης κατάθεσης των αποθεματικών τους στην Τράπεζα της Ελλάδος, το χρηματιστηριακό τζογάρισμα των αποθεματικών τη δεκαετία 1999-2009 και το «κούρεμα» του 2012, το μέγεθος της ληστείας που πραγματοποιήθηκε από τις αστικές κυβερνήσεις σε βάρος των ασφαλιστικών Ταμειων για λογαριασμό του κεφαλαίου ανέρχεται στο ποσό των 78 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Ληστεία 78 δισεκατομμυριων ευρώ (στην πραγματικότητα πολύ περισσότερων), για να μπορεί τώρα ο κ. Χατζηνικολάου και ο κάθε κ. Χατζηνικολάου, ο κάθε ιδεολογικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης και απολογητής της κυβερνητικής πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, να ομιλεί για τετελεσμένα της κρατικής «ανικανότητας», για «έλλειψη βιωσιμότητας των Ταμείων», έμμεσα και κυνικά πετώντας κατάμουτρα στα ακροατήριά τους: Σας τα ληστέψαμε – καλό ψόφο νάχουνε, πάει και τέλειωσε, αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε.

πηγές: εδώ, εδώ κι εδώ


Μιά σκέψη γύρω από το ζήτημα της κατοικίας

Με αφορμή την κυκλοφορία από την «Σύγχρονη Εποχή» σε νέα έκδοση του βιβλίου του Φρήντριχ Ένγκελς για το «ζήτημα της κατοικίας», οι σκέψεις που ακολουθούν:

Καταρχήν να σημειώσω ότι το βιβλίο δεν το έχω διαβάσει, πέρα από κάποια σκόρπια αποσπάσματα του, όπως για παράδειγμα έναν δημοσιευμένο πρόλογο του Ένγκελς στην δεύτερη έκδοσή του   το 1887, ο οποίος μετά από μια γενικότερη ιστορική-θεωρητική τοποθέτηση του ζητήματος αναφέρεται κυρίως στο ζήτημα της οικιακής βιομηχανίας στη Γερμανία και στη σχέση της με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής, την μείωση του εργατικού μισθού κά.

Τα όσα γράφονται σε αυτό το ποστ δεν θίγουν τις καθαυτό οικονομικές παραμέτρους του ζητήματος που πραγματεύεται ο Ένγκελς. Εν μέρει  θίγουν ενδεχομένως ορισμένες πλευρές που σχετίζονται με τις χωροταξικές παραμέτρους του ζητήματος,  αλλά σε κάθε περίπτωση η έκδοση του βιβλίου αποτελεί απλώς μια αφορμή, και τα όσα ακολουθούν δεν αναφέρονται στο περιεχόμενό του.

Η όλη σκέψη βασίζεται σε μια σημαντική αλλαγή ορισμένων πραγματικών συνθηκών που ισχύουν όταν γράφεται το βιβλίο του Ένγκελς, οι οποίες διατηρούνται μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20 αιώνα.  Η αλλαγή αυτή συνίσταται στην ανάπτυξη των μέσων συγκοινωνίας και μεταφοράς, εξαιτίας της οποίας μεταβλήθηκε η χωροταξική σχέση ανάμεσα στον τόπο δουλειάς και στον τόπο κατοικίας.

Μέχρι ένα ορισμένο χρονικό σημείο που ποικίλει ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξης κάθε χώρας και κάθε περιοχής, ο τόπος δουλιάς και ο τόπος κατοικίας συναποτελούσαν μια ενότητα, καθώς οι εργάτες αναγκαστικά έπρεπε να μένουν δίπλα στον τόπο δουλιάς τους ώστε στον συντομότερο δυνατό χρόνο να διανύουν με τα πόδια τη διαδρομή από το σπίτι τους ως το εργοστάσιο. Κι αντίστροφα βέβαια, για τον ίδιο λόγιο τα εργοστάσια οικοδομούνταν σε περιοχές όπου υπήρχαν άφθονα διαθέσιμα εργατικά χέρια.

Σήμερα με την ανάπτυξη των μέσων συγκοινωνίας και μεταφοράς η βιομηχανική και η οικιστική χωροταξία έχουν σε καθοριστικά μεγάλο βαθμό διαχωριστεί μεταξύ τους. Ο εργάτης μπορεί να μένει σε μια πόλη και κάθε μέρα να πηγαίνει για δουλιά στη βιομηχανική ζώνη έξω από την πόλη αυτή, ή και σε άλλη πόλη και περιοχή που μπορεί να απέχει δεκάδες χιλιόμετρα από τον τόπο κατοικίας του. Κι ακόμα και μες στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι συχνά εξαιρετικά μεγάλες οι αποστάσεις που χωρίζουν τον τόπο δουλιάς από τον τόπο κατοικίας του κάθε εργάτη, όπως είναι μεγάλες και οι αποστάσεις ανάμεσα στους τόπους κατοικίας εργατών που δουλεύουν μαζί στον ίδιο χώρο δουλιάς.

Για τον ίδιο λόγο ο κανόνας σήμερα δεν είναι οι αμιγείς εργατικοί τόποι κατοικίας, αλλά οι λαϊκές συνοικίες όπου συμβιώνουν η εργατική τάξη και τα μικρά και μεσαία κοινωνικά στρώματα.

*

Η παραπάνω κοινωνική μεταβολή ως «διάρρηξη» της ενότητας ανάμεσα στον τόπο δουλιάς και τον τόπο κατοικίας, ενδεχομένως επιφέρει ορισμένες συνέπειες θεωρητικού – πολιτικού χαρακτήρα:

Στα χρόνια πριν από αυτήν, η πολιτική έκφραση της εργατικής εξουσίας στη βάση των οργάνων της που αναδεικνύονταν στον τόπο δουλιάς αποτελούσε ή ήταν ικανή να αποτελεί ταυτόχρονα έκφραση της εξουσίας της και στον τόπο της κατοικίας της, εφόσον οι δύο «τόποι» αποτελούσαν ουσιαστικά μια χωροταξική ενότητα.

Σήμερα η ίδια αυτή μορφή έκφρασης της εργατικής εξουσίας θα άφηνε τον τόπο κατοικίας της εργατικής τάξης, την μισή ζώη της, εκτός των ορίων της.

Αν λοιπόν στο παρελθόν η αντιπαράθεση γύρω από την «παραγωγική» ή την «τοπική αρχή» των πολιτικών μορφών της εργατικής εξουσίας αντανακλούσε ίσως από την μιά πραγματικές κοινωνικές  αλλαγές που συντελούνταν στην χωροταξική σχέση του τόπου δουλιάς και του τόπου κατοικίας, και από την άλλη επίσης αντανακλούσε ίσως μια αντιπαράθεση  ανάμεσα σε αστικές και προλεταριακές πολιτικές αντιλήψεις, δεν αποκλείεται σήμερα να αποδεικνύεται αναγκαία μια διπλή μορφή πολιτικής άσκησης της εξουσίας των εργαζομένων: μια φορά με την ανάδειξη των πολιτικών τους οργάνων στους τόπους δουλιάς και μια φορά με την ανάδειξη τους στους τόπους κατοικίας, με την παραπέρα οικοδόμηση των ενιαίων οργάνων τους από αυτή τη βάση σε κοινωνικό επίπεδο.

Κι αν η παραπάνω σκέψη μπορεί να θεωρηθεί άκαιρο μαγείρεμα σε κουζίνες του μέλλοντος, τότε αρκεί απλώς να υπογραμμιστεί η αξία που έχει, πάνω σε αυτήν την πραγματική βάση, η οργανωμένη παρέμβαση των εργαζομένων, τόσο στον τόπο δουλιάς όσο και στον τόπο της κατοικίας τους, την σημασία που έχει η ανάπτυξη της οργάνωσής τους με αφετηρία τόσο την μία όσο και την άλλη «αρχή».