Ο δείκτης της ωριμότητας

«Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος …» (Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, σελ. 214, ΣΕ 1995)

*

Περισσότερο «κλασική» κι από την παραπάνω κλασική φράση του Ένγκελς είναι η επιλεκτική της παράθεση και επίκληση  με την κάθε επαναλαμβανόμενη επικαιρική αφορμή, με άλλα λόγια στις παραμονές των εκάστοτε επικείμενων εκλογών, προκειμένου – κατά τις προθέσεις – να αντιπαρατεθεί σε ενδεχόμενες εκλογικές αυταπάτες των εργαζομένων, «καταντώντας» όμως κάποτε η απομόνωσή της από τα «συμφραζόμενα» να αναγορεύει σε «εκλογική αυταπάτη» την ίδια τη σημασία της εκάστοτε εκλογικής μάχης.

Η επιλεκτική απομόνωση της «φράσης» καταλήγει έτσι, στην καλύτερη περίπτωση, στο ερώτημα: τι αξία λοιπόν έχει το γενικό δικαίωμα ψήφου αν δεν είναι τίποτα άλλο παρά «ο δείκτης της ωριμότητας» και αν «περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ»; Και τι αξία έχει κι αυτή η – εκ των προτέρων εννοείται: παθητική – εκλογική αποτύπωση «του δείκτη ωριμότητας», αφού σε αυτήν αρχίζει και τελειώνει η όποια αξία του γενικού δικαιώματος ψήφου, που τίποτα περισσότερο δεν μπορεί να σημαίνει εκτός από αυτή την αποτύπωση, αν μάλιστα κι αυτή με τη σειρά της εξαντλείται στον ίδιο της τον εαυτό;

Πριν, όμως, από κάθε σχετικά εκτεταμένη θεωρητική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα, θα αρκούσε γι’ αυτό τον σκοπό να δοθούν απαντήσεις σε ορισμένα ερωτήματα περισσότερο «πρακτικά», προερχόμενα από την παλαιότερη και από την πιο σύγχρονη ιστορική πείρα.

Ερωτήματα όπως αυτά:

Υπήρξε το 1914 «παθητικός» έναντι της ταξικής πάλης ο δείκτης ωριμότητας της εργατικής τάξης όταν ένας μόνο βουλευτής, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ηρωικά εξέφρασε  αυτόν τον «δείκτη» καταψηφίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού στις απαρχές του Α΄ ιμπεριαλιστικού Παγκοσμίου Πολέμου;  Υπάγεται αυτή η «κοινοβουλευτική» στάση του στην, επί της ουσίας, ταυτολογική θεώρηση του «δείκτη ωριμότητας της εργατικής τάξης» ως «τίποτα παραπάνω από δείκτη ωριμότητας της εργατικής τάξης» ή, αντίθετα, αποτέλεσε ενεργητικό παράγοντα της  ταξικής πάλης, που διατηρεί ως και σήμερα άσβεστη την αξία του;

Θα ήταν ίδια η ανάπτυξη της ταξικής πάλης των εργαζομένων στην Ελλάδα, αν το 1963  ένας και μόνο βουλευτής, ένας και μόνο εκφραστής του «δείκτη της ωριμότητας της εργατικής τάξης», ο Γρηγόρης Λαμπράκης, δεν είχε σηκώσει στις πλάτες του ολόκληρη την Α΄ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης, προχωρώντας την ταξική πάλη 42 έστω χιλιόμετρα πιο μπροστά από το σημείο όπου βρισκόταν ως εκείνη τη μέρα;

Το 1992, η καταψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τους 7 βουλευτές του ΚΚΕ [1] εξέφρασε απλώς παθητικά έναν «δείκτη ωριμότητας» ή αποτέλεσε ενεργό, καταλυτικό όρο για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, εξακολουθώντας να επιδρά σ’ αυτήν και στη συνέχισή της μέχρι τις μέρες μας;

*

Θα μπορούσαν να προστεθούν κι άλλα παρόμοια ερωτήματα, αποσπασμένα καταρχήν από οποιαδήποτε θεωρητικολογία, και ικανά με τη σειρά  τους να θεμελιώσουν (στο έδαφος της πράξης) κάθε θεωρητικολογία ή, με άλλα λόγια, να  τοποθετήσουν  κάθε θεωρητικολογία στις πραγματικές, σωστές της  διαστάσεις.

Στις διαστάσεις της εκείνες που αναδείχνουν τη σημασία και την αξία του εκλογικού «δείκτη της ωριμότητας» της εργατικής τάξης, που με τη σειρά του τον ίδιο αυτό «δείκτη της ωριμότητας» τον αναδείχνουν σε κάτι περισσότερο,   σε παράγοντα ωριμάσματος: Σε «δείκτη» που, – δυνητικά ως την κορύφωση της ταξικής πάλης -, βρίσκεται σε αντιπαράθεση και έρχεται σε σύγκρουση με την «αναγνώριση του κοινωνικού καθεστώτος που υπάρχει σαν του μόνου δυνατού», σε αντιπαράθεση και σε σύγκρουση με τον προδιαγεγραμμένο ρόλο «ουράς της τάξης των καπιταλιστών», εντός του οποίου ρόλου οριοθετεί το εκλογικό δικαίωμα των εργαζομένων η αστική τάξη στις συνθήκες της δημοκρατίας «της».

Ή σύμφωνα με τα λόγια του Ένγκελς, σύμφωνα με ολόκληρο τον συλλογισμό:

«Και τέλος η ιδιοκτήτρια τάξη κυριαρχεί άμεσα μέσω του γενικού εκλογικού δικαιώματος [2]. Όσο η καταπιεζόμενη τάξη, δηλαδή στην περίπτωσή μας το προλεταριάτο, δεν είναι ακόμα ώριμο για την αυτοαπελευθέρωσή του, θα αναγνωρίζει στην πλειοψηφία του το κοινωνικό καθεστώς που υπάρχει σαν το μόνο δυνατό, και πολιτικά θα είναι ουρά της τάξης των καπιταλιστών, η άκρα αριστερή της πτέρυγα. Στο μέτρο όμως που ωριμάζει για την αυτοαπελευθέρωσή του, συγκροτείται σε δικό του κόμμα, εκλέγει τους δικούς του εκπροσώπους και όχι τους εκπροσώπους της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος, αλλά κι αυτό φτάνει. Την ημέρα που το θερμόμετρο του γενικού δικαιώματος ψήφου θα δείχνει στο σημείο του βρασμού ανάμεσα στους εργάτες, θα ξέρουν κι αυτοί, όπως και οι κεφαλαιοκράτες [3], τι να κάνουν» (Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, σελ. 214, ΣΕ 1995).

—————————————-

[1] Για την ιστορία, η Συνθήκη του Μάαστριχτ ψηφίστηκε το 1992 από τους βουλευτές της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ. Την καταψήφισαν οι 7 βουλευτές τότε του ΚΚΕ καθώς και η μοναδική βουλευτής των «Οικολόγων – Εναλλακτικών» (Κ. Ιατροπούλου), ενώ «παρών» ψήφισε ένας βουλευτής του ΠΑΣΟΚ (Σ. Βαλυράκης).

[2] Σημείωση δική μου: Ή με τα λόγια του Μαρξ: «Η  αστική κυριαρχία, σαν απόρροια και αποτέλεσμα του γενικού εκλογικού δικαιώματος, σαν εκφρασμένη πράξη της κυρίαρχης θέλησης του λαού – αυτό είναι το νόημα του αστικού συντάγματος» (Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, σελ. 153, ΣΕ 2000).

[3] Σημείωση δική μου: Όπου το γενικό εκλογικό δικαίωμα μετατρέπεται σε διακινδύνευση της αστικής κυριαρχίας και η αστική τάξη  «ομολογεί»: «Η δικτατορία μας κράτησε ως τώρα χάρη στη θέληση του λαού, και πρέπει τώρα να στερεωθεί ενάντια στη θέληση του λαού» (στο ίδιο).

Advertisement

1821-2021, 200 χρόνια: από την τουρκοκρατία στην πλουτοκρατία

Σχεδόν την τελευταία στιγμή, στο έβγα της επαιτείου, είπα κι εγώ να προσθέσω ένα νόημα παραπάνω ανάμεσα στα τόσα νοήματά της.

Βέβαια, όσο κι αν ο τίτλος μπορεί να διεκδικεί, και κατά την άποψή μου διεκδικεί την αλήθεια, άλλο τόσο μπορεί να προκαλεί ερωτήματα ως προς την επιστημονική ακρίβεια της ορολογίας του.

Μάλλον, όμως, είναι συνειδητή επιλογή η μικρή θυσία της επιστημονικότητας, προς χάρη της διεκδίκησης της αλήθειας.

Διότι, πράγματι, αρκεί άραγε η λέξη «τουρκοκρατία» για να περιγράψει τον οθωμανικό φεουδαρχικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό και το μερίδιο της εξουσίας που κατείχε σε αυτόν η εγχώρια – αν και εθνικά υποτελής – άρχουσα τάξη των κοτσαμπάσηδων και των μεγαλοκαραβοκυραίων σε αντίθεση προς την εκτατική ανάπτυξη των εμποροβιοτεχνικών στρωμάτων και τα αστικοδημοκρατικά τους αιτήματα, προς τη μάζα της αγροτιάς και τη δίψα της για γη και ελευθερία, προς την εργατική τάξη στις παραμονές ή τις πρώιμες απαρχές του σχηματισμού της σαν τέτοια;

Και εκτός από αυτά τα προχειρογραμμένα, μήπως έπαψε ποτέ η εξουσία να ανήκει στους κατόχους του πλούτου, είτε πριν είτε στη διάρκεια είτε κι αμέσως μετά την τουρκοκρατία, για να έρχεσαι σήμερα εσύ κύριε, και να μας λες «από την τουρκοκρατία στην πλουτοκρατία»;

Κι αυτό σωστό, μόνο που με έναν καπιταλισμό που πια δεν στέκεται πάνω στο έδαφος που «βρήκε», αλλά πάνω στο έδαφος και στα διαδοχικά στρώματα εδάφους που δημιούργησε η δική του ανάπτυξη, η εξουσία του πλούτου προβάλλει σαν συγκεντρωμένη, σαν συμπυκνωμένη στο καθαρό της απόσταγμα.

Δεν συσκοτίζεται ούτε από σχέσεις φυσικής κυριαρχίας του δυνατού πάνω στον αδύνατο, του δουλοκτήτη πάνω στον δούλο, του φεουδάρχη πάνω στον δουλοπάροικο, ούτε από σχέσεις κρατικής επικράτησης ενός έθνους πάνω σε άλλο.

Απομένει στην καθαρή της μορφή, αυτήν του διαχωρισμού ανάμεσα στην κοινωνική τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής και στην κοινωνική τάξη που, στερημένη από τα μέσα παραγωγής της ζωής της, την δίνει τροφή στο βωμό της αύξησης του ξένου πλούτου με μόνο αντάλλαγμα το μισθό της επιβίωσης κι αν.

Το θέμα θα μπορούσε να πάρει έκταση τόμων και τόμων, που στο κάτω-κάτω θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχουν ήδη γραφτεί. Εδώ δεν είναι αυτό το θέμα.

Το θέμα εδώ είναι η αποτίναξη του ζυγού εν έτει 1821 και η αποτίναξη του ζυγού εν έτει 2021, και ποιου.

Διότι τι είναι η αγγαρεία ενός χωριού για να σπαρθεί και να θεριστεί η γη του μπέη, αλλά και τι είναι η αγγαρεία μιας κοινωνίας ολόκληρης για να αυξάνεται ο πλούτος που συγκεντρώνεται σε μια χούφτα βιομηχανικά, εμπορικά, τραπεζικά μεγαθήρια.

Διότι τι είναι η υποδούλωση του έθνους σε ένα άλλο έθνος, αλλά τι είναι και η υποδούλωση του έθνους σε μια μικρή κοινωνική μερίδα του, που όλο και περισσότερο απομακρύνεται στον δικό της ξέχωρο υλικό, ηθικό, πνευματικό κόσμο τής χλιδής τής φτιαγμένης από το σώμα και το αίμα των πολλών, που σκάβουν τη γη και κινούνε τους γερανούς.

Και, με δυο λόγια, τι είναι τα χαράτσια της τουρκοκρατίας, αλλά και τι είναι και τα χαράτσια της πλουτοκρατίας.

Τι είναι τα μεν άραγε μπρος στα δε, και τι κόσμος, τι ανθρώπινος πολιτισμός, ποια ανθρώπινη ζωή αξίζει στις παρούσες σήμερα γενεές κι ακόμα περισσότερο στις μέλλουσες.


άμπρα κατάμπρα! η μαγική επίκληση της «δημοκρατικής νομιμοποίησης»

Σύμφωνα με τις τρέχουσες κατευθύνσεις της κυβερνητικής απολογητικής και της «κυρίαρχης ιδεολογίας», στο προσεχές μέλλον η ιστορία θα έπρεπε να είναι γραμμένη κάπως έτσι: «Στις 27 Ιανουαρίου 1945 αποκαλύφθηκε η ύπαρξη δομής φιλοξενίας αμάχων στο Άουσβιτς. Ολόκληρη η ανθρωπότητα ένιωσε αισθήματα φρίκης για την χωρίς κοινοβουλευτική νομιμοποίηση ίδρυση και λειτουργία αυτής της δομής. (Εν τούτοις η καθαριότητα ήταν υποδειγματική. Ούτε σταγόνα αίμα στους θαλάμους αερίων, ούτε αποτσίγαρο στους θαλάμους ανάπαυσης. Ενώ η απόλυτη μυστικότητα διασφάλιζε τα προσωπικά δεδομένα των φιλοξενούμενων κατά τον βέλτιστο τρόπο κλπ κλπ)».

*

Το παράδειγμα του Άουσβιτς χρησιμοποιείται εδώ σαν μια ιστορικά συγκεκριμένη «απόλυτη τιμή» ικανή να θέσει σε δοκιμασία το ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο μιας σειράς πρόσφατων επικλήσεων της «δημοκρατικής νομιμοποίησης» της αντιλαϊκής πολιτικής και της αντίληψης που αυτές εκφράζουν.

Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη η «δημοκρατική νομιμοποίηση» του εκάστοτε κυβερνητικού νομοθετήματος και της κυβερνητικής πολιτικής στο σύνολό της δεν συνίσταται παρά μόνο στην έγκρισή της από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151 βουλευτών.

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, λοιπόν, και τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης θα εξασφάλιζαν «δημοκρατική νομιμοποίηση», αν τύχαινε να τα ψηφίσουν 151 βουλευτές. Στο τέλος της ψηφοφορίας «η συζήτηση θα τελείωνε, θα είχαμε πια δίκαιο», όπως πριν μερικά χρόνια εξέφραζε ο Μ. Βορίδης τις γενικές αντιλήψεις του για την «έννομη τάξη» (όχι ειδικά για το Άουσβιτς, ας διευκρινίσουμε) ως υπουργός, τότε, της κυβέρνησης Σαμαρά.

Βρίσκεται όμως πράγματι σε αυτή την αντίληψη το «μυστικό» της «δημοκρατικής νομιμότητας»;

*

Αν παραμέναμε στο παράδειγμα του Άουσβιτς, θα λέγαμε ότι και 151 και 300 βουλευτές αν το ψήφιζαν, και το σύνταγμα αν προσαρμόζανε στις ανάγκες του νόμου τους και της «έννομης τάξης» τους, και δημοψήφισμα αν κάνανε και το κερδίζανε, η «δημοκρατική νομιμοποίηση» δεν θα βρισκόταν με το μέρος τους αλλά με το μέρος των ελάχιστων, με το μέρος του ενός ή και του κανενός, που θα όρθωναν το ανάστημά τους στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στον νόμο της και στην έννομη τάξη της, σε θεούς και σε δαίμονες.

Όμως, πριν φτάσουμε (λογικά και ιστορικά) ως την «απόλυτη τιμή» του συγκεκριμένου ή τυχόν άλλου μελλοντικού παραδείγματος, στη θέση του βρίσκεται η ίδια η κοινωνική ζωή, που με την ποικιλία των πλευρών της αλλά και με την ενότητα της διάρθρωσής της, βάζει σε συνεχή δοκιμασία τη «δημοκρατική νομιμοποίηση» της κυβερνητικής πολιτικής, ως «τιμή» – έστω – όχι απόλυτη (όπως του παραδείγματος) αλλά «σχετική».

Πρόκειται για την ιστορία και δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για να την σταματήσετε, πρόκειται για τις νομοτέλειές της και δεν μπορείτε με κανέναν τρόπο να τις καταργήσετε.

*

Το ότι η «δημοκρατική νομιμοποίηση» δεν είναι κάποιο παιχνιδάκι ανάμεσα σε πλειοψηφίες και μειοψηφίες, το μαρτυρούν οι ίδιοι οι ιστορικοί όροι επιβολής των δημοκρατικών πολιτικών αρχών, που δεν θεμελιώθηκαν ούτε με ψηφοφορία, ούτε με το σύνθημα «η (κοινοβουλευτική!) πλειοψηφία κερδίζει». Αλλά με το σύνθημα της ισότητας, της αδελφοσύνης και της ελευθερίας, που η υλοποίησή του και η υλοποίηση των ιστορικών του προϋποθέσεων εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο της κοινωνικής διεκδίκησης και πάλης.

Δεν είναι οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες αυτές που παρέχουν «δημοκρατική νομιμοποίηση» στην εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Είναι ο κοινωνικο-ιστορικός στόχος της ισότητας, της αδελφοσύνης, της ελευθερίας, αυτός που παρέχει ή που δεν παρέχει «δημοκρατική νομιμοποίηση» στις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, ανάλογα με το αν τα έργα τους, ο «νόμος και η τάξη» τους, η πολιτική τους, τον υπηρετούν ή τον αντιστρατεύονται, ανάλογα με το αν υπηρετούν ή αντιστρατεύονται τις προϋποθέσεις της εκπλήρωσής του.

*

Αποτελεί ερώτημα, αν χωρίς τα παραπάνω στη βάση της μπορεί μια φιλοσοφία του δικαίου να είναι φιλοσοφία του δικαίου, αν παραπέρα, χωρίς φιλοσοφία, μπορεί να υπάρξει εφαρμογή του δικαίου διαφορετική από τη μηχανική υπόσκαψη των ίδιων του των βάσεων, υπό τους ίδιους όρους με τους οποίους και η κοινοβουλευτική λειτουργία αποσπασμένη από τον αφετηριακό της προορισμό απογυμνώνεται σε μια μηχανή παραγωγής αντιλαϊκής νομοθεσίας, «δικαίου» και αυτή.

Βέβαια, η αφετηριακή έλλειψη ενός «πειραματικά» μετρήσιμου κριτηρίου της «δημοκρατικής νομιμοποίησης», όπως είναι ο αριθμός των ψήφων, ο σχηματισμός των πλειοψηφιών και των μειοψηφιών, μοιάζει σαν να ορθώνει το φάσμα του αδιεξόδου μπροστά στη «θετική σκέψη».

Ο παραμερισμός ενός τέτοιου κριτηρίου από το κριτήριο του ουσιαστικού περιεχομένου της ασκούμενης πολιτικής, ως του ιστορικά κρίσιμου και πρωταρχικού, θα μπορούσε να εγείρει, εκ μέρους της «θετικής σκέψης» ή ορισμένων εκδοχών της, αιτιάσεις για μετατροπή της κοινωνίας σε «ζούγκλα».

Σε «ζούγκλα», όμως, μετατρέπει την κοινωνία η πολιτική που υπηρετεί την οικονομική εκμετάλλευση της κοινωνικής πλειοψηφίας από μια χούφτα μονοπωλητών των μέσων της ύπαρξης και της παραγωγής της. Που υπηρετεί την καταπίεση αυτής της κοινωνικής πλειοψηφίας προς χάρη της διαιώνισης του συστήματος της εκμετάλλευσης. Σε «ζούγκλα» μετατρέπουν την κοινωνία η εκμεταλλευτική ηθική που αναβλύζει από όλους τους πόρους της, η αποσύνθεση του εκμεταλλευτικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και οι συνέπειές τους.

Η οργανωμένη πάλη ενάντια στην πολιτική της τάξης των εκμεταλλευτών και στο σύστημα της εκμετάλλευσης δεν μετατρέπει την κοινωνία σε «ζούγκλα». Μετατρέπει τη «ζούγκλα» σε κοινωνία. Κι αυτό μπορεί στην πραγματικότητα να το αναγνωρίσει και η «θετική σκέψη».

*

Η «δημοκρατική» και η «κοινοβουλευτική νομιμοποίηση» δεν αποτελούν μαγική φράση ικανή να προσδώσει νομιμότητα στην αντιλαϊκή πολιτική και στο μακρύ κατασταλτικό χέρι της.


1985: Η γαλλική διανόηση και οι ερευνητικές κατευθύνσεις των ΗΠΑ

Μια παραπομπή στη σελ. 127 της ΚΟΜΕΠ 1/2020 αποτέλεσε το έναυσμα για την ενασχόληση με την «εκκαθαρισμένη» και αποχαρακτηρισμένη (το 2011) «ερευνητική εργασία» (research paper) της CIA, χρονολογούμενη από τον Δεκέμβριο 1985, με τον τίτλο «Γαλλία: αποστασία των αριστερών διανοούμενων» [1].

Παρά τον τίτλο του, το εν λόγω έγγραφο ασχολείται συνολικά με τη γαλλική διανόηση, «αριστερή» και «δεξιά». Η ιδιαίτερη αναφορά του τίτλου στους «αριστερούς» και την «αποστασία» τους, οφείλεται μάλλον στην εκτίμηση του εγγράφου για την – συγκριτικά προς την παραδοσιακή «συντηρητική» διανόηση – «μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην υπονόμευση του Μαρξισμού» εκ μέρους «εκείνων των διανοούμενων που εμφανίστηκαν σαν αληθινοί πιστοί για να εφαρμόσουν τη Μαρξιστική θεωρία στις κοινωνικές επιστήμες αλλά τελείωσαν με τον αναστοχασμό και την απάρνηση   ολόκληρης της παράδοσης». Ή, με άλλα λόγια, στην εκτίμηση του εγγράφου για τον «ρόλο κλειδί» που έπαιξαν οι διανοούμενοι της «νέας αριστεράς» και της «νέας φιλοσοφίας» σε αυτό που το έγγραφο αποκαλεί «ιστορική μεταβολή» στη γαλλική πνευματική ζωή.

Η ιδιαίτερη σημασία που εξαρχής το έγγραφο της ΚΥΠ των ΗΠΑ αποδίδει στη γαλλική διανόηση, ανάγεται ακριβώς στις ιδεολογικές παραδόσεις της Γαλλικής Επανάστασης:   

«Η σημασία των διανοούμενων στη Γαλλία είναι ίσως η μεγαλύτερη απ’ ό,τι στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες» «Οι Γάλλοι διανοούμενοι (ο όρος συμπεριλαμβάνει δημοσιογράφους, καλλιτέχνες, συγγραφείς, και εκπαιδευτικούς) έχουν χαράξει για τον εαυτό τους τον ειδικό ρόλο των ερμηνευτών της πολιτικής παράδοσης, ιδιαίτερα των συνεπειών και επιπτώσεων (consequences and implications) της Γαλλικής Επανάστασης…».

Στην ολοκλήρωση της «έρευνας» γίνεται φανερό, ότι στο κέντρο των στόχων της βρίσκεται η εξάλειψη των επαναστατικών παραδόσεων ως την απώτατη αφετηρία τους…

Στις παραμονές των τελικών αντεπαναστατικών ανατροπών του 20ου αιώνα, οι «συνέπειες και επιπτώσεις» της Γαλλικής Επανάστασης, η «ερμηνεία» τους, αποκτούν κεντρική σημασία, που όμως δεν περιορίζεται στο «άμεσο καθήκον», την ανατροπή του σοσιαλισμού. Η αντεπανάσταση δεν περιορίζεται σε «ημίμετρα». Ο σύγχρονος καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός, σαν πολιτική «αντίδραση σε όλη τη γραμμή» [2], τραβάει την αντεπανάσταση ως το τέλος της, ως την ανατροπή των ίδιων των «δικών του» ιδεολογικών αφετηριών. Το γεγονός αυτό, που θα γίνει εμφανέστερο στη συνέχεια του κειμένου, ορίζει και το πλαίσιο επικαιρότητας του εγγράφου σε αυτή τη συνεχιζόμενη ιστορική διαδικασία, στον σημερινό της «σταθμό», 35 χρόνια μετά τη σύνταξή του.

*

Το έγγραφο καταπιάνεται με ιδεολογικά ζητήματα που βρίσκονταν και βρίσκονται στο επίκεντρο της κοινωνικής – ταξικής αντιπαράθεσης, εξεταζόμενα από τη σκοπιά των συντακτών και των αποδεκτών του υπό τους όρους ενός εσωτερικού εγγράφου που επιτρέπουν  σ’ αυτή τη σκοπιά να καθίσταται ιδιαίτερα έκδηλη.

Στην ανάλυσή του εντοπίζονται κρίκοι που διαχρονικά συναρθρώνουν την ιδεολογική στρατηγική των ΗΠΑ ως ηγεμονεύουσας δύναμης του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Πρόκειται, γενικότερα, για κρίκους της ιδεολογικής στρατηγικής του μονοπωλιακού κεφαλαίου, εκφραζόμενης εν προκειμένω από τις ΗΠΑ και για τις ΗΠΑ.

Την επικαιρότητα του εγγράφου επαυξάνει και ορισμένη διεθνής αναλογία ανάμεσα στο τότε και στο τώρα: Η επιθετικότητα του μονοπωλιακού κεφαλαίου με τους τοτινούς όπως και με τους τωρινούς όρους βρισκόταν και βρίσκεται σε φάση ολόπλευρης έξαρσης: Τότε ήταν ο Ρήγκαν και η Θάτσερ που προσωποποιούσαν την επιθετική επιδίωξη του κεφαλαίου να γκρεμίσει κάθε εθνικό και διεθνή φραγμό στην ανάπτυξή του. Τώρα είναι τα αποτελέσματα αυτής της «χωρίς φραγμούς» ανάπτυξης που, με τη μορφή της καπιταλιστικής κρίσης, έχουν μετατραπεί σε φραγμό της εντείνοντας (πάνω και στη βάση του σύγχρονου τεχνολογικού «άλματος»)  τις σύγχρονες μορφές επιθετικότητας του κεφαλαίου.

Τότε έμπαινε σε κίνηση η οριστική πράξη της αντεπανάστασης σε ΕΣΣΔ και ανατολική Ευρώπη. Τώρα βρίσκονται σε κίνηση οι «προληπτικές» μέθοδοι απέναντι στις λαϊκές αντιδράσεις που γεννιόνται από τα κοινωνικά αδιέξοδα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι μέθοδοι της κατάπνιξης, της αφομοίωσης, της εκτροπής τους από την κατεύθυνση της επαναστατικής ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου.

*

Πλάι στις διεθνείς αναλογίες δεν περνάνε απαρατήρητες και ορισμένες πολιτικές αναλογίες ανάμεσα στη Γαλλία του 1985 και την Ελλάδα του 2020: Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για χρονική συγκυρία (όπως ως προς το γαλλικό 1985 με αρκετή έμφαση στέκεται το έγγραφο της CIA), όπου μόλις έχει «αποτύχει» η «κυβέρνηση της αριστεράς» και όπου η «αποτυχία» αυτή επιχειρείται να μετατραπεί σε εφαλτήριο μιας αντιδραστικής «δεξιάς» αντεπίθεσης με όχι περιορισμένο αλλά με στρατηγικά ευρύ πολιτικό περιεχόμενο. 

Η υπηρέτηση αυτής της στρατηγικής, η υλοποίησή της στο παρόν και στο μέλλον, τότε όπως και τώρα, εκεί όπως και εδώ, συνδέεται αναγκαία με μια αναθεώρηση της ιδεολογικής και πολιτικής «παράδοσης» των κοινωνιών, ακόμα και της ίδιας της κυρίαρχης ιδεολογίας και των ιστορικών της αφετηριών.

Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για την αστική τάξη που «επανεκτιμά» τα μακρινά ίχνη του ιστορικά προοδευτικού παρελθόντος της από την οπτική γωνία του ιστορικά αντιδραστικού πλέον ρόλου της.

Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για σταθμούς της ιστορικής διαδρομής «από τη φεουδαρχία στην πλουτοκρατία», με τον ειδικό – στην ελληνική περίπτωση – ιστορικό τύπο της διαδρομής «από την τουρκοκρατία στην πλουτοκρατία». Και αν στην περίπτωση της γαλλικής ιστορικής παράδοσης (Γαλλική Επανάσταση) η «νοηματοδότηση» αυτής της διαδρομής προσδίδει στη γαλλική διανόηση εμφανώς ευρύτερο ιδεολογικό ρόλο, δεν παύει και η ελληνική διανόηση να κατέχει στα περισσότερο «στενά» όρια της επιρροής της τον ειδικό ρόλο που της αναλογεί ενόψει, μάλιστα, και των αναγκών «νοηματοδότησης» που θέτει η «στρογγυλή» 200στή επέτειος από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης [3].

*

Σημειώνεται ότι η αρκετά εκτεταμένη παρουσίαση δεν αποσκοπεί στην «υιοθέτηση» μιας ανάλυσης, που άλλωστε μπορεί να υιοθετηθεί κατά λέξη μόνο απ’ την οπτική γωνία από την οποία προέρχεται ή στην οποία απευθύνεται, με στόχο (της «ερευνητικής εργασίας») όχι μόνο να «περιγράψει» αλλά και να επιδράσει ενεργά στο αντικείμενο της περιγραφής, να το αφομοιώσει στις επιδιώξεις της.

Από τη γαλλική επανάσταση στην «αριστερή πνευματοκρατία»…

Σύμφωνα με την εισαγωγική αφήγηση του εγγράφου, από τον 19ο αιώνα ως και τις 3 πρώτες δεκαετίες του 20ου, στη Γαλλία, οι πνευματικές δυνάμεις παρέμεναν σε ισορροπία μεταξύ «αριστεράς» και «δεξιάς». Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος απαξίωσε τον γαλλικό συντηρητισμό, όχι μόνο για τον «ξενοφοβικό εθνικισμό, τον αντι-εξισωτισμό και την ερωτοτροπία του με το φασισμό στα προπολεμικά χρόνια, αλλά και για τη συμμετοχή πολλών ηγετικών εκπροσώπων του στο δοσιλογικό (collaborating) καθεστώς του Βισύ». Αντίθετα, η «αριστερά» [4] αντιτάχθηκε συντεταγμένα στον φασισμό και την κατοχή. Αποτέλεσε  «τη ραχοκοκαλιά και το μεγαλύτερο μπλοκ μαχητών της Αντίστασης, μεταξύ των οποίων οι Κομμουνιστές έπαιξαν ηγετικό ρόλο»«αν και συχνά αυτοαναφορικό (self-serving)» όπως θέλει το έγγραφο να «στιγματίσει» ειδικά τον ρόλο των κομμουνιστών στην Αντίσταση… Για την Αντίσταση η Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε λαμπρό παράδειγμα.  Τη στιγμή που η γαλλική «δεξιά» συντρίφτηκε πνευματικά από τον πόλεμο, η «αριστερά» βρέθηκε σε ετοιμότητα να διεκδικήσει τους καρπούς των επιτυχιών της στην Αντίσταση και «την πίστη όσων αγαπούσαν την ελευθερία και την ισότητα». Κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ενώ η «δεξιά» διατηρούσε την «εξουσία» (hold on power), η «αριστερά» βρισκόταν στη θέση της αντιπολίτευσης και οι αριστεροί διανοούμενοι έγιναν ειδικοί στην εκπόνηση «σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών συνταγών» μετασχηματισμού της γαλλικής κοινωνίας και στην αδιάκοπη κριτική της πολιτικής «επιτυχημένων συντηρητικών κυβερνήσεων». Μέσα από την εκδοτική τους δραστηριότητα και την συνδικαλιστική οργάνωση σε πανεπιστημιακή και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα «προσπάθησαν να εδραιώσουν αυτό στο οποίο μια πρόσφατη (σ.σ. 1985) κριτική έδωσε τον τίτλο τής αριστερής “πνευματοκρατίας” (“intellocracy”)».

*

Πρόκειται, βέβαια, για την απαρχή του ιδεολογήματος, που 30-35 χρόνια αργότερα βρήκε την ελληνική του μετάφραση στον τίτλο της «αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας»: Ίδιες αιτίες – ίδια αποτελέσματα, θα μπορούσαμε να πούμε, αν η παραπάνω διαπίστωση περί «αριστερής πνευματοκρατίας» αντικατόπτριζε επακριβώς την πραγματικότητα και δεν αποσκοπούσε «εργαλειακά» στη χειραγώγησή της.

Το τι είναι αυτό που, στην πραγματικότητα, ως το τέλος του, περιγράφει ο «τίτλος» της «αριστερής πνευματοκρατίας», θα το δούμε στη συνέχεια.

Για την ώρα αρκούμαστε στο ότι μέσω αυτού ήδη έχει τοποθετηθεί στο στόχαστρο, τότε όπως και τώρα,  το περιεχόμενο της πανεπιστημιακής και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η παιδεία, η συνδικαλιστική οργάνωση και τα δικαιώματα του σχολικού και πανεπιστημιακού εκπαιδευτικού προσωπικού, η ιστορική ερμηνεία και νοηματοδότηση, η κατανόηση του κοινωνικού παρόντος και της ιστορικής κίνησής του:  «…Η διαρκής δημόσια συζήτηση (debate) των διανοούμενων για το νόημα της ιστορίας τους αποτελεί για τους Γάλλους μια βάση κατανόησης της γαλλικής κοινωνίας», επισημαίνει το έγγραφο και τηρουμένων των αναλογιών η επισήμανση αφορά προφανώς κάθε κοινωνία και κάθε λαό. Και μάλλον, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, δικαιούμαστε να υποθέσουμε, ότι για τους συντάκτες και αποδέκτες της «ερευνητικής εργασίας» σε αυτό βρίσκεται ακριβώς και το πρόβλημα: Στην κατανόηση της κοινωνίας και στις βάσεις αυτής της κατανόησης [5].

…Και από την «ιστορική μεταβολή» στην πνευματική ύφεση (decline)

«Ο Ραϋμόν Αρόν εργάστηκε αρκετά χρόνια για να απαξιώσει τον παλιό του κολεγιακό συγκάτοικο Σαρτρ και, μέσω αυτού, το πνευματικό οικοδόμημα του Γαλλικού Μαρξισμού. Ακόμα πιο αποτελεσματικοί στην υπονόμευση του Μαρξισμού, όμως, ήταν εκείνοι οι διανοούμενοι που εμφανίστηκαν σαν αληθινοί πιστοί για να εφαρμόσουν τη Μαρξιστική θεωρία στις κοινωνικές επιστήμες αλλά τελείωσαν με τον αναστοχασμό και την απάρνηση   ολόκληρης της παράδοσης».

***

Στο έδαφος της, κατ’ αρχήν, αντικειμενικής ιστορικής ερμηνεία της αποκαλούμενης «αριστερής πνευματοκρατίας» ή (στα ελληνικά) «αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας», το έγγραφο αναζητά και βρίσκει αντερείσματα σε «ψυχολογικές» ερμηνείες.

 Το ενδιαφέρον του στρέφεται προς τον Ραϋμόν Αρόν, έναν «από τους λίγους σημαντικούς διανοητές που αντιστάθηκαν στην απορρόφηση, αποδοκίμασε  την έλξη των συνομηλίκων του προς την αριστερά».

Σύμφωνα με το έγγραφο, κύρια σημεία της κριτικής του Ρ. Αρόν στους αριστερούς διανοούμενους της γενιάς του, είναι: «δουλικότητα» (για την «αποδοχή τέτοιων αισχών όπως οι σταλινικές εκκαθαρίσεις και η συντριβή της ουγγρικής εξέγερσης») και «υποκρισία» (για την «υπεράσπιση ψευδών όπως η προσωπολατρία του Στάλιν»), ενώ κατά τον ίδιο το «φαινόμενο αιτιολογείται  με την επιτυχία της σύγχρονης αριστεράς, ιδίως των κομμουνιστών, να ικανοποιήσει δυο βαθιές εσωτερικές ανάγκεςεπιβεβαίωσε στους διανοούμενους την  αρμοδιότητά τους (relevance) στο πολιτικό προτσές, οργάνωσε και διοχέτευσε σε μια ορισμένη κοίτη (gave ful rein) την απεριόριστη ροπή τους στην κριτική» [6].

Στο σημείο αυτό οι ερμηνείες – ιστορικές ή ψυχολογικές – της «αριστερής πνευματοκρατίας» τελειώνουν και το έγγραφο, μπαίνοντας στο θέμα του, στέκεται σε αυτό που αποκαλεί «ιστορική μεταβολή» των προηγούμενων συσχετισμών:

*

Το 1981 «οι σοσιαλιστές αναλαμβάνουν την εξουσία» και εμφανίζεται η αδυναμία τους να προσεταιριστούν τους διανοούμενους. Η «σιωπή» της διανόησης είναι ανησυχητική για τις σχέσεις της κυβέρνησης με τους πνευματικούς της συμμάχους, ενώ μέρος της «αριστερής» διανόησης επικεντρώνει την κριτική της «ιδίως στην απόφαση της κυβέρνησης να εμπιστευτεί τέσσερα υπουργεία σε κομμουνιστές» [7]. Λίγοι μόνο διανοούμενοι με κάποιο κύρος (Μαξ Γκαλό, Ρεζί Ντεμπραί, Αντουάν Μπλανκά) δέχονται θέσεις που τους προσφέρονται στην κυβέρνηση Μιτεράν. Την «αποτυχία της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής» των σοσιαλιστών, ακολουθούν κυβερνητικές προσπάθειες προσέλκυσης της διανόησης σε έναν «δημόσιο διάλογο», όχι μόνο για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, αλλά και για τις «επιδόσεις της σε πολιτικά ζητήματα όπως η τρομοκρατία και το έγκλημα». Μέσα από τη «σιωπή» της η «αριστερή διανόηση» έδωσε την απάντηση ότι θα ήταν προτιμότερο για την κυβέρνηση να μην ανοίξει το στόμα της.

*

Ως σημαντικός λόγος για την κυβερνητική αποτυχία στην προσέλκυση της διανόησης, ξεχωρίζεται η επίδραση που είχε ασκήσει ένας «όμιλος νεαρών πνευματικών δαυλών», οι «αυτοαποκαλούμενοι “Νέοι Φιλόσοφοι”, οι οποίοι για περισσότερο από μια δεκαετία  είχαν κάνει πλατιάς δημοσιότητας προσηλυτισμό ανάμεσα στους αριστερούς αγωνιστές, επιτιθέμενοι στη γαλλική αριστερά ως επικίνδυνη και σιωπηρά ολοκληρωτική».

Το έγγραφο αναγνωρίζει τους «περισσότερους» από τους «νέους φιλόσοφους» ως «πρώην κομμουνιστές που έφυγαν από το κόμμα μετά τα τραυματικά γεγονότα του Μάη 1968»: Φοιτητικά οδοφράγματα και συγκρούσεις στο Παρίσι, 7 εκατομμύρια απεργοί εργάτες (που προχωρούν σε καταλήψεις εργοστασίων), κλονισμός της δεκάχρονης κυβέρνησης Ντεγκώλ… «…Οι μαρξιστές φοιτητές»κατά το έγγραφο«προσέβλεπαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα  για την ηγεσία και την ανακήρυξη προσωρινής κυβέρνησης, όμως οι ηγέτες του ΓΚΚ επιχειρούσαν ήδη την αναχαίτιση της εργατικής εξέγερσης και κατήγγελλαν τους ριζοσπάστες φοιτητές για αναρχική σύγχυση. Πολλοί φοιτητές συμπέραναν ότι το ΓΚΚ είχε έρθει σε συμφωνία με τον Ντεγκώλ, ο οποίος τελικά κατέστειλε τις ταραχές».

Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή, το πολιτικό τραύμα που μετέτρεψε τους «πρώην κομμουνιστές» σε «νέους φιλόσοφους» συνίσταται στο ότι ένα εξ ορισμού επαναστατικό κόμμα αποποιήθηκε τα επαναστατικά του καθήκοντα. Το αντιφατικό στοιχείο, στο σημείο αυτό, συνίσταται στις ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις που ανέπτυξε στη συνέχεια ο «όμιλος» της «νέας φιλοσοφίας», θέσεις κάθε άλλο παρά επαναστατικές, στην καλύτερη ίσως περίπτωση κριτικές θέσεις συχνά ασαφείς ή κοινωνικά περιορισμένες, ακόμη περισσότερο θέσεις που αποτέλεσαν συστατικό της κυρίαρχης ιδεολογίας. Το έγγραφο προσπερνά αυτή την αντίφαση, αρκείται στα όσα είναι ικανά να προσδώσουν στη «νέα φιλοσοφία» χαρακτηριστικά αριστερής αυθεντικότητας. Από την άποψη της «ιδεολογίας προς διάδοση» που φέρει το έγγραφο, αυτό είναι και το σημαντικό: Η «αποτελεσματικότητα στην υπονόμευση του Μαρξισμού» εκ των έσω, εξ οικείων, όπως θα λέγαμε.

Όσο για την ίδια την αντίφαση στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να αποτελεί ένα δείγμα μεταστροφής της «επαναστατικής απογοήτευσης» σε συντηρητισμό ή σε αντιδραστικές θέσεις. Δείγμα μεταστροφής σε θέσεις που, αν προϋπήρχαν, δεν θα δικαιολογούσαν κανενός είδους «επαναστατική απογοήτευση». Με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της άρχουσας τάξης πρόθυμους να «αγκαλιάσουν», να αφομοιώσουν αυτή τη μεταστροφή, ίσως ακόμα και να αφομοιωθούν από αυτήν.

*

Θα ήταν αντικείμενο άλλης μελέτης, όχι χωρίς ενδιαφέρον και πάντως «εκκαθαρισμένης» από τον τρόπο σκέψης των «εμπειρογνωμόνων» της CIA,  μια εκτίμηση των δεσμών ανάμεσα στο μαρξισμό και τη φιλοσοφία του Σαρτρ, που ο Ραϋμόν Αρόν – σαν εκπρόσωπος της παραδοσιακής συντηρητικής διανόησης – «εργάστηκε αρκετά χρόνια για να τον απαξιώσει» και «μέσω αυτού να απαξιώσει τον μαρξισμό», σύμφωνα με το έγγραφο.

Σημαντικότερη ως προς το θέμα του εγγράφου είναι η διαπίστωση για την ανώτερη αποτελεσματικότητα, στην υπονόμευση του μαρξισμού, εκείνων των διανοούμενων που εμφανίστηκαν σαν «αληθινοί πιστοί» για να «αποστατήσουν» στη συνέχεια.

Ακόμα σημαντικότερο είναι το πώς αξιολογούνται από το έγγραφο τα επιτεύγματα αυτής της «αποτελεσματικής υπονόμευσης».

Σχετικά με την ακρίβεια των εκτιμήσεων του εγγράφου για πρόσωπα και καταστάσεις, γενικά μπορεί (ή και – κατά περίπτωση – δεν μπορεί) να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις. Το «αποκαλυπτικό», σε τελική ανάλυση, βρίσκεται στην απαρίθμηση του οφέλους που αποκομίζουν οι ΗΠΑ από την περιγραφόμενη στο έγγραφο δραστηριότητα της «νέας φιλοσοφίας» και «νέας αριστεράς», σε συνάρτηση με την παράλληλη  δραστηριότητα της «νέας δεξιάς» κλπ.

Από γενική άποψη πρόκειται για αποτελέσματα της επίδρασης που ασκεί η διανόηση πάνω στην κοινωνική συνείδηση. Στην οποία επίδραση οι συντάκτες του εγγράφου αποδίδουν «πραγματιστικά» τη δέουσα αναγνώριση και σημασία, κατά τη θριαμβολογική απαρίθμηση των «αποτελεσμάτων της υπονόμευσης»:

α) Το ιδεολόγημα του «ολοκληρωτισμού». Αντισοβιετισμός.

Η «λεγόμενη νέα δεξιά», ως «ανανέωση της συντηρητικής πνευματικής δραστηριότητας» κατά το έγγραφο, διέθετε ήδη μια παράδοση «πολεμικής ενάντια στα ηθικά γυμνάσματα υπεράσπισης της ΕΣΣΔ από τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ» και «έκθεσης της ρηχότητας της Κομμουνιστικής πνευματικής ζωής».

«Τώρα» (σ.σ. 1985), οι εκπρόσωποί της ανέλαβαν «το μεγαλύτερο έργο να αναπροσανατολίσουν τον πνευματικό λόγο από την παραδοσιακή του εστίαση στο “δεξιά κατά αριστεράς” στο “ολοκληρωτισμός κατά ελευθερίας”».

*

Δεν πρόκειται, βέβαια, για τον «ολοκληρωτισμό» που δεσπόζει στη βάση των κοινωνικών σχέσεων του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ούτε για τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό «ολοκληρωτισμό». Πρόκειται, αντίθετα για τη γενική ερμηνευτική μαύρη τρύπα, την ικανή να καταπιεί και να εξαφανίσει μέσα της κάθε στοιχειακή πραγματική αντίθεση και, πρωταρχικά, την αντίθεση ανάμεσα στις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής και τους όρους εξάλειψής τους. Την ικανή, επίσης, να χρησιμεύσει  για την πλαστή ιδεολογική εξομοίωση της πιο απροκάλυπτης εκμεταλλευτικής βαρβαρότητας και του ιστορικού εγχειρήματος της οριστικής ανατροπής του  συστήματος της εκμετάλλευσης, για την – μέσω αυτής της εξομοίωσης – ιδεολογική νομιμοποίηση της πρώτης και ποινικοποίηση του δεύτερου.

Από τότε (1985) ως τώρα, όσο περισσότερο η πια «ανεμπόδιστη» καπιταλιστική ανάπτυξη έρχεται αντιμέτωπη με τα κοινωνικά αδιέξοδα που παράγει, τόσο περισσότερο το ιδεολόγημα της αντίθεσης μεταξύ «ολοκληρωτισμού και ελευθερίας» επανέρχεται σαν ιστορικός μπαμπούλας  και τόσο περισσότερο τα καπιταλιστικά κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα το οδηγούν σε χρεοκοπία.

*

Ο «αναπροσανατολισμός της συντηρητικής σκέψης» στη φιλοτέχνηση του «αντιολοκληρωτικού» ιδεολογήματος βρίσκει, κατά τη γενική περιγραφή του εγγράφου, το έδαφος προετοιμασμένο για πάνω από μια δεκαετία από τη «νέα φιλοσοφία» και κάποιους εκπροσώπους της:

«Ακαδημαϊκές σπουδές και έντυπη αρθρογραφία για τη χρεοκοπία του Μαρξισμού στη Γαλλία αξίωσαν τους Νέους Φιλόσοφους με έναν κεντρικό ρόλο στο να πειστεί μια ολόκληρη γενιά Γάλλων διανοούμενων ότι: 

— Το Σοβιετικό κράτος είναι απόδειξη πως “η Μαρξιστική Επανάσταση είναι μύθος”, κυνική απάτη, μακριά από το μαρασμό του κράτους, επιβάλλει μια τερατώδη αντιδραστική μηχανή.

— Το τελειότερο σημάδι πνευματικής διάκρισης και ελευθερίας στον σύγχρονο κόσμο είναι το να έχεις ένα αξιοπρεπές μίσος για τη Σοβιετική Ένωση»

Σε «δημοφιλή βιβλία» τους «δυο ηγέτες του 1968», οι Μπερνάρ-Ανρί Λεβί και Αντρέ Γκλουκσμάν, «υποστήριξαν ότι δεν υπήρχε σοσιαλισμός στη Γαλλία που να μην είναι σιωπηρά (implicity, ανεπιφύλακτα) μαρξιστικός και ότι όλη η μαρξιστική σκέψη είναι σε τελική ανάλυση ολοκληρωτική».

Ήδη στην εισαγωγική συνόψιση των κύριων σημείων του εγγράφου γίνεται λόγος για τον «ρόλο κλειδί» που «έπαιξαν οι αριστεροί διανοούμενοι για περισσότερο από μια δεκαετία … στη σκλήρυνση της στάσης του κοινού απέναντι στο μαρξισμό και τη Σοβιετική Ένωση», για την «απόρριψη του μαρξισμού και ανάπτυξη βαθειάς αντιπάθειας προς τη Σοβιετική Ένωση» εκ μέρους πολλών «Νέων Αριστερών»διανοούμενων «υπό την καθοδήγηση ομάδας αποστατών από τις κομμουνιστικές γραμμές που αυτοαποκαλούνται Νέοι Φιλόσοφοι». Ως αποτέλεσμα, «ο αντισοβιετισμός έγινε, πρακτικά, η λυδία λίθος της πνευματικής νομιμότητας».

Προς τεκμηρίωση, το έγγραφο επιστρατεύει και παραθέτει την τοποθέτηση του «Νέου Αριστερού Διανοητή και αποστάτη του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος Χόρχε Σεμπρούν»  που «καθρέφτισε τη σκέψη της σύγχρονης γενιάς απαντώντας σε ερώτηση του πνευματικού περιοδικού Le debat:

LD. Τι σημαίνει να είσαι αριστερός (διανοούμενος) στη Γαλλία σήμερα;

Σ. Σήμερα, η Λυδία λίθος της αριστερής σκέψης είναι μια κριτική στάση προς την ΕΣΣΔ, μια από τις συνέπειες της οποίας είναι η απόρριψη των κομμάτων που προέρχονται από την παράδοση της Κομιντέρν [το ΓΚΚ]… Το ουσιαστικό ζήτημα δεν είναι η βαρβαρότητα του Πινοσέτ, ούτε η κατεδάφιση της βιομηχανίας ατσαλιού της Λοραίνης, ούτε ακόμα κι η αυτοκρατορική ανασύνταξη του Ρήγκαν. Το θεμελιακό (fundamental) ζήτημα  είναι αυτό της στάσης απέναντι στην ΕΣΣΔ».

Η θριαμβολογία απογειώνεται με την «αναγνώριση» της κοινής συμβολής «νέας δεξιάς» και «νέας (“αριστερής”) φιλοσοφίας» (με «αποτελεσματικότερη» τη δεύτερη, σύμφωνα με το έγγραφο), στο να αποτελέσουν «ο αντι-μαρξισμός και ο αντι-σοβιετισμός μέρος της γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας».

Τόσο πολύ, ώστε μετά από αυτό, «οι Νέοι Φιλόσοφοι δεν φαίνονται πια να έχουν κάτι νέο να πουν»

*

Με αυτά και μ’ αυτά, εφόσον στη «σκέψη της σύγχρονης γενιάς» ξεκαθαρίζεται τι είναι και τι δεν είναι «πνευματική νομιμότητα και ορθοδοξία», ποιο δεν είναι και ποιο είναι «το θεμελιακό ζήτημα», το έγγραφο της CIA είναι σε θέση να συνοψίσει, «να κάνει τάλιρα» τα οφέλη της πολιτικής των ΗΠΑ από την αναγόρευση του αντισοβιετισμού σε μέρος της «γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας», σε «λυδία λίθο της αριστερής σκέψης»και, κατά συνέπεια, της «πνευματικής νομιμότητας» γενικά. Συνοπτικά:

—  Ένα «νέο κύμα πραγματικά φιλοαμερικανικού αισθήματος», στη Γαλλία.

— Σκλήρυνση της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της ΕΣΣΔ.

— Δημιουργία, διεθνώς, ευνοϊκών ιδεολογικών συνθηκών αποδοχής «της πολιτικής των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική, για παράδειγμα».

— Αποδυνάμωση του δυτικοευρωπαϊκού κινήματος ειρήνης, του κινήματος για τον αφοπλισμό, ενάντια στους πυρηνικούς εξοπλισμούς.

Όμως απέναντι σε κάθε τυπική συνόψιση, σαν την παραπάνω, η γλαφυρή γλώσσα του εγγράφου είναι ασυναγώνιστη:

***

«Ο αντισοβιετισμός» αποδυναμώνει «τον παραδοσιακό αντιαμερικανισμό των αριστερών διανοούμενων» και επιτρέπει «στην αμερικανική κουλτούρα – κι επίσης την οικονομία και πολιτική – να γνωρίσει μια νέα δημοφιλία»«Αντιμαρξισμός και αντισοβιετισμός επέτρεψαν στη νεώτερη γενιά των γάλλων διανοούμενων να υιοθετήσουν πιο ανοιχτή στάση προς τις ΗΠΑ. Αυτό με τη σειρά του μεγάλωσε ένα νέο κύμα πραγματικά φιλοαμερικανικού  αισθήματος, με ρίζες στην μόδα της αμερικανικής δημοφιλούς (popular) κουλτούρας, στο σεβασμό για την αμερικανική οικονομική ζωτικότητα του 80, και στο θαυμασμό για την νέα εικόνα αυτοπεποίθησης που προβάλλουν τώρα οι ΗΠΑ στον κόσμο»

Ενώ προηγουμένως, σύμφωνα με μια κάπως «στοχευμένη» ή «κατευθυντήρια» περιγραφή, «ο αντιαμερικανισμός … θεωρούνταν σημάδι πνευματικού στάτους, που διαχώριζε τους διανοητές από τον κοινό λαό (ο οποίος ήταν γενικά ύποπτος πως κρύβει καλή γνώμη για τις ΗΠΑ ακόμα και στην περίοδο του Βιετνάμ)», τώρα «μόνο το αντίθετο είναι αληθές.. η ανεύρεση αρετών στην Αμερική – ακόμα και η αναγνώριση καλών πραγμάτων στην κυβερνητική πολιτική των ΗΠΑ  – αντικρίζεται   ως ένδειξη οξυδέρκειας»… Ο αντιαμερικανισμός «δεν είναι πια της μόδας». Ιδίως «ο σπασμωδικός αντι-αμερικανισμός – που οι διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς αποκαλούσαν “πρωτόγονο αντι-αμερικανισμό”  – τώρα ταυτίζεται με την καθημερινή Κομμουνιστική Ουμανιτέ και θεωρείται κακή μορφή (bad form… Το «νέο κλίμα στη γνώμη της γαλλικής διανόησης», το «πνεύμα αντιμαρξισμού και αντισοβιετισμού, … κάνει δύσκολη την κινητοποίηση αξιοσημείωτης πνευματικής αντίθεσης προς την πολιτική των ΗΠΑ»«Οι απόπειρες κάποιων να αναβιώσουν σημαντική και ευρεία κριτική κατά της πολιτικής των ΗΠΑ θεωρούνται ως διαφανείς προσπάθειες εκτροπής της κριτικής από τον νόμιμο στόχο τους, τις δραστηριότητες της Σοβιετικής Ένωσης».

*

Στο πεδίο άσκησης της γαλλικής πολιτικής, «αν και η αμερικανική πολιτική ποτέ στη Γαλλία δεν είναι απρόσβλητη στην κριτική, είναι καθαρά η Σοβιετική Ένωση αυτή που τώρα αμύνεται στους διανοούμενους της Νέας Αριστεράς – και είναι πιθανό ότι θα παραμείνει σε αυτή τη θέση τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Η αξιοσημείωτη ψυχρότητα του Προέδρου Μιτεράν προς τη Μόσχα εκπορεύεται, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, από αυτή τη διαβρωτική (pervasive) στάση»«Αυτό το αντιολοκληρωτικό και αντισοβιετικό συναίσθημα μεταξύ των Γάλλων διανοουμένων θα αντιστρατευτεί κάθε σημαντική τροποποίηση της ήδη σκληρής κυβερνητικής γραμμής έναντι της Μόσχας. Ήδη, πρακτικά, οι περισσότεροι σοσιαλιστές ηγέτες πρέπει να υπολογίσουν ότι μια σκληρή γραμμή έναντι Μόσχας και ΓΚΚ είναι ο μόνος τρόπος για να γαλβανίσουν την υποστήριξη των διανοούμενων στις βουλευτικές εκλογές του 1986. Οι διανοούμενοι επίσης θα καταστήσουν και για  κάθε δεξιά κυβέρνηση δύσκολο το να κατασκευάσει μια επανάληψη της “ειδικής σχέσης” με την Μόσχα που χαρακτήριζε την προεδρία του Βαλερί Ζισκάρ Ντεσταίν».

*

Ως προς το πεδίο της διεθνούς πολιτικής, «στη μεταπολεμική περίοδο, οι Γάλλοι διανοούμενοι βοήθησαν σημαντικά στη δημιουργία και το σχηματισμό μιας διεθνούς εχθρότητας στην πολιτική των ΗΠΑ σε Ευρώπη και Τρίτο Κόσμο. Από τη Βυρηττό ως τη Λισαβόνα και το Μέξικο Σίτυ, διανοούμενοι με επιρροή άκουγαν και μιμούνταν τη σκέψη και τις προκαταλήψεις σοφών (savants) του καφενείου όπως ο Ρεζί Ντεμπραί».

Πια, «αυτό το κλίμα πνευματικής γνώμης σχεδόν σίγουρα θα καταστήσει για οποιονδήποτε πολύ δύσκολο το να κινήσει σημαντική αντίθεση μεταξύ των πνευματικών ελίτ για την πολιτική των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική, για παράδειγμα» [8]

Επιπλέον, «οι Γάλλοι διανοούμενοι δεν είναι πιθανό να παραχωρήσουν το κύρος τους, όπως έκαναν πριν, σε άλλους δυτικοευρωπαίους συναδέλφους τους που βρέθηκαν σε εχθρότητα προς τις ΗΠΑ για μείζονα ζητήματα όπως ο αφοπλισμός»«Αυτό το κλίμα πνευματικής γνώμης … πιθανό να στερήσει από τους άλλους Ευρωπαίους διανοούμενους – ιδιαίτερα σε Σκανδιναβία και Δυτική Γερμανία –  εχθρικούς προς την πολιτική και τα συμφέροντα των ΗΠΑ – την ισχυρή ηγεσία που προηγουμένως απολάμβαναν από τους Γάλλους (στην περίοδο της ανάμιξης [σ.σ. sic] των ΗΠΑ στο Βιετνάμ) και την υποστήριξη που χρειάζονται τώρα για την οικοδόμηση μιας κοινής Δυτικοευρωπαϊκής συναίνεσης σε διεθνή ζητήματα όπως ο αφοπλισμός. Η εξημμένη (heated) δημόσια συζήτηση στη Δυτική Γερμανία μεταξύ του Γκλουκσμάν και ηγετικών Γερμανών διανοούμενων για τον φιλειρηνισμό και την Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις (INF basing) παρείχε παραστατικές αποδείξεις για την απόσταση μεταξύ των δυο πλευρών και για την ικανότητα και ετοιμότητα [σ.σ. !!!] των Γάλλων διανοούμενων της Νέας Αριστεράς στην πειστική αμφισβήτηση στάσεων που εξυπηρετούν (play into the hands) τους Σοβιετικούς».

β) Αντιμαρξισμός

Αντισοβιετισμός και αντιμαρξισμός «πάνε μαζί» στα περισσότερα σημεία του εγγράφου, οπότε τα γενικά ζητήματα που αφορούν τον «αντιμαρξισμό» έχουν ήδη περιγραφεί.

Ωστόσο, ο αντιμαρξισμός διατηρεί στο έγγραφο ορισμένη διακριτή υπόσταση. Και, αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η θριαμβολογία για τον αντισοβιετισμό περιοριζόταν σε «γεωπολιτικού» τύπου αντιθέσεις  μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, η ξεχωριστή ικανοποίηση για τον αντιμαρξισμό ως συστατικό της «γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας» υποδηλώνει κάτι διαφορετικό: Εδώ δεν πρόκειται για «γεωπολιτικά ζητήματα» αλλά για στοχοπροσήλωση  ενάντια στην θεωρητική και πρακτική άρνηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, για την ιδεολογική «νομιμοποίηση» των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, πράγμα που στη συνέχεια θα επιχειρηθεί να επισφραγιστεί σε ακόμα μεγαλύτερο ιστορικό και ιδεολογικό βάθος…

*

Οι συντάκτες της έκθεσης εστιάζουν στο περιεχόμενο των πανεπιστημιακών σπουδών και επιχαίρουν για την «εξάλειψη (defunct) των Μαρξιστικών Σπουδών (scholarship) στις Κοινωνικές Επιστήμες».

Επιχαίρουν για την «απάρνηση της μέχρι σήμερα μαρξιστικής θεωρίας της ιστορικής προόδου», για την επίκληση της «μαρξιστικής παράδοσης» μόνο ως  «κριτικού αφετηριακού σημείου για την ανακάλυψη των πραγματικών μοτίβων της κοινωνικής ιστορίας», για την «εκτέλεση της ίδιας αποστολής» από την «σημαντικής επιρροής (influential) στρουκτουραλιστική σχολή συνδεμένη με τους Κλωντ Λεβί-Στρώς, Φουκώ και άλλους, στο πεδίο της ανθρωπολογίας», για την «κριτική κατεδάφιση της Μαρξιστικής επιρροής στις κοινωνικές επιστήμες», που «είναι πιθανό να διαρκέσει ως μια βαθιά συνεισφορά στις σύγχρονες σπουδές τόσο στη Γαλλία όσο και αλλού στην Δυτική Ευρώπη».

Το έγγραφο, όμως, δεν επιχαίρει μόνο για την «εξάλειψη των μαρξιστικών σπουδών από τις κοινωνικές επιστήμες». Επιχαίρει για την αποδυνάμωση των κοινωνικών επιστημών γενικά,  για την εγκατάλειψη των κοινωνικών επιστημών ως επιλογής σπουδών από τη γαλλική νεολαία: «Η Γαλλική νεολαία, που κάποτε συμμετείχε σε κάθε πρόσκαιρη πνευματική μόδα (fad), τώρα σκέφτεται καριέρες σε θετικές επιστήμες και επιχειρήσεις»

Επιχαίρει, με άλλα λόγια, το έγγραφο, για τον αυξημένο βαθμό απομάκρυνσης της νεολαίας από τις «βάσεις κατανόησης»  της κοινωνίας και της ιστορίας όπου μετέχει, για την κατεύθυνσή της να αποτελέσει γρανάζι μιας κοινωνίας και μιας ιστορίας που δεν κατανοεί. Είδαμε παραπάνω [5] και τη σύγχρονη, εγχώρια αναπαραγωγή αυτής της κατεύθυνσης.

«…Η διαρκής δημόσια συζήτηση (debate) των διανοούμενων για το νόημα της ιστορίας τους αποτελεί για τους Γάλλους μια βάση κατανόησης της γαλλικής κοινωνίας», εκτιμούσε το έγγραφο στις εισαγωγικές του γραμμές… Πλέον, η «εξάλειψη του μαρξισμού» και η εγκατάλειψη των κοινωνικών επιστημών, συνιστά μια ενθαρρυντική «βάση» για μια πιο περιορισμένη κατανόηση της γαλλικής κοινωνίας από τους Γάλλους και, γενικότερα, της κάθε κοινωνίας από τον κάθε λαό, θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε.

*

Και, μετά τη συντριβή του μαρξιστικού υλισμού, σειρά στο έγγραφο έχει «η Ιδέα», ακόμη κι αυτή που έχει στην ιστορία καταγραφεί ως «αστική».

γ) Αντιεξισωτισμός (antiegalitarianism)…

Ο περιορισμός των θριαμβολογιών του εγγράφου της CIA στον αντισοβιετισμό θα μπορούσε να αποδοθεί, απλώς, στις γεωπολιτικές αντιθέσεις του «ψυχρού πολέμου». Η επέκταση της θριαμβολογίας στον «αντιμαρξισμό» προδίδει βαθύτερους και απώτερους κοινωνικοπολιτικούς στόχους, αφορά τον ιδεολογικό (και οργανωτικό, πρακτικό) αφοπλισμό των εργαζομένων απέναντι στο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Όταν φτάνουμε στον «αντιεξισωτισμό» οι στόχοι ολοκληρώνονται. Στο κέντρο τους βρίσκεται η προάσπιση του εκμεταλλευτικού συστήματος «γενικά και αφηρημένα», όχι μόνο η υλιστική του αμφισβήτηση αλλά και η «ιδεαλιστική». 

Οι πνευματικές ανησυχίες της αστικής διανόησης δεν την αφήνουν να εφησυχάσει με την επικράτηση του αντισοβιετισμού και του αντιμαρξισμού ως «λυδίας λίθου της αριστερής σκέψης», της «πνευματικής νομιμότητας», ως «μέρους της πνευματικής ορθοδοξίας» [9]. Κάπου «βαθύτερα» πρέπει να αναζητηθεί το «λάθος»… Η σύγχρονη αντιδραστική μονοπωλιακή – ιμπεριαλιστική αστική τάξη ανακαλύπτει το «λάθος» στην ίδια την ιστορία «της»… Και η διανόησή της, αυτή που στη Γαλλία  «έχει χαράξει για τον εαυτό της τον ειδικό ρόλο του ερμηνευτή της πολιτικής παράδοσης, ιδιαίτερα των συνεπειών και επιπτώσεων της Γαλλικής Επανάστασης», πραγματοποιεί για λογαριασμό της πρώτης την μεγάλη πνευματική κατάδυση αντιμέτωπη πλέον με τις «συνέπειες» και «επιπτώσεις» της «πολιτικής της παράδοσης», της Γαλλικής Επανάστασης…

*

Είδαμε ότι η απόρριψη του «ολοκληρωτισμού» αποτέλεσε κοινό τόπο της γαλλικής «νέας δεξιάς» και «νέας αριστεράς».

Αποστολή που εκτέλεσε η δεύτερη, σύμφωνα με τα εύσημα που αποδίδει το έγγραφο της CIA, ήταν η ταύτιση της ΕΣΣΔ και του μαρξισμού με την έννοια του «ολοκληρωτισμού» και η αναγόρευση αυτής της θέσης σε «αριστερή» ιδεολογική «λυδία λίθο», σε «μέρος της γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας» και της «πνευματικής νομιμότητας». Το ότι αυτή της η υπηρεσία κατέστησε και την ίδια τη «νέα αριστερά» και «νέα φιλοσοφία» τμήμα αυτής της «πνευματικής ορθοδοξίας», δηλαδή της αστικής, κυρίαρχης ιδεολογίας, συνιστά και ερμηνευτική πτυχή της διαπίστωσης του εγγράφου, ότι αν και η επίδρασή της θα είναι σχετικά μακρόχρονη, δεν έχει ωστόσο και κάτι άλλο να πει.

Όσο για τη «νέα δεξιά» διανόηση, επιχειρώντας, στο παράδειγμα του Ρήγκαν και της Θάτσερ (αρχές δεκαετίας ’80), να επεξεργαστεί τον γαλλικό δρόμο αλλά και τη… γενική «ουσία» του φιλελευθερισμού, έφτασε να ανακαλύψει το κέντρο του   προβλήματος γενικά: Η ΕΣΣΔ και ο μαρξισμός ως «απλές παραστάσεις της εμπειρίας», θα λέγαμε, ίσως δεν της αρκούσαν. Το λάθος έπρεπε να βρεθεί στην Ιδέα:

Η «οικονομικά επεκτατική» τριετία της κυβέρνησης Μιτεράν απέδειξε την «αποτυχία του σοσιαλισμού» [10]. Το «ελιξίριο που χρειαζόταν η Γαλλία για να αναρρώσει από τη σοσιαλιστική κακοδιαχείριση» ήταν η «αναβίωση του κλασικού φιλελευθερισμού (liberalism. Η «συντηρητική ιατρική συνταγή για τις νόσους της γαλλικής κοινωνίας» ήταν η «μείωση του ρόλου της κυβέρνησης και η ώθηση των ανθρώπων (people) να γίνουν πιο αυτάρκεις». «Οι νεαροί συντηρητικοί πολιτικοί έπιασαν το ρεφρέν, υποστήριξαν στον τύπο και σε συζητήσεις με διπλωμάτες των ΗΠΑ ότι η δεξιά θα έπρεπε να οδηγήσει τους Γάλλους σε μεγαλύτερη αυτονομία». «Πρωταρχικό έργο μιας συντηρητικής κυβέρνησης θα ήταν να συρρικνώσει τον δικό της ρόλο – είτε φορολογικό είτε διαχειριστικό, διοικητικό, διευθυντικό είτε ως προς τις δαπάνες. Σύμμαχοι σε αυτή την κυβερνητική αντίληψη, οι νέοι φιλελεύθεροι επιδοκιμάζουν την αποκέντρωση των συμπαγώς συγκεντρωτικών δυνάμεων και πόρων της Γαλλικής Κυβέρνησης σε περιφερειακές (subnational) κυβερνήσεις [11], μια αργή διεργασία που πρόσφατα κέρδισε δυναμική και στους σοσιαλιστές».

«Αυτάρκεια των ανθρώπων», «αυτονομία των Γάλλων», (άλλο θέμα ότι για τους εργαζόμενους αυτονομία μπορεί να υπάρχει μόνο εφόσον οι ίδιοι είναι κάτοχοι των κοινωνικών όρων της ύπαρξής τους δηλαδή των μέσων παραγωγής), είναι το ελκυστικό ιδεολογικό περιτύλιγμα της στρατηγικής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια (όχι μόνο στη Γαλλία), έχοντας βέβαια στην άλλη της όψη τη στρατηγική αποδιάρθρωση των εργαζομένων. Είναι η γαλλικά «ελκυστική» εκδοχή του θατσερικού δόγματος ότι «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα και οικογένειες».

Παραπέρα, από εκπροσώπους της «νέας δεξιάς» υποστηρίχτηκε «ότι η πολιτισμική ύφεση στην Γαλλία συνδέεται άμεσα με τον εξισωτισμό (egalitarianism) – με τη, θεωρούμενη ως ανόητη, άρνηση της ουσιαστικής υπεροχής κάποιων ανθρώπων και την επιβολή της δρομαίας (maninthestreet) μετριοκρατίας (mediocracy) στη Γαλλική κοινωνία». Η δε «προτίμηση της Νέας Δεξιάς για τον κλασικό φιλελευθερισμό» [12] συνίσταται, κατά το έγγραφο, «στο όραμα μιας κοινωνίας στην οποία η κυβέρνηση αρνείται να επιβάλει μια τεχνητή ισότητα στους πολίτες και στην οποία τα άτομα είναι ελεύθερα να πραγματώσουν τα πλήρη πλεονεκτήματα των ταλέντων τους».

Η κοινωνική ανισότητα, λοιπόν, η «ουσιαστική υπεροχή κάποιων ανθρώπων» και η μειονεκτική θέση των υπόλοιπων, είναι ζήτημα ατομικών «ταλέντων».  Κάθε μετριασμός της ανισότητας είναι «τεχνητός», πόσο μάλλον οι προϋποθέσεις της κατάργησής της. Δεν είναι η ισότητα «φυσική», αλλά «φυσική» είναι η ανισότητα. Στο σημείο αυτό η πνευματική δραστηριότητα φτάνει στο τέλος της:

 «Κάποιοι Νέοι Δεξιοί διανοούμενοι υποστηρίζουν επίσης ότι, επειδή η ισότητα είναι τεχνητή, απαιτεί από την κυβέρνηση έναν ισχυρό ρόλο εξαναγκαστικής επιβολής. Αυτό, πιστεύουν, είναι η πηγή του ολοκληρωτισμού».

Επιτέλους βρέθηκε. Ακολουθώντας ανάποδα, προς τα πίσω, την ιστορική πλημμυρίδα του «ολοκληρωτισμού», φτάσαμε στην πηγή της: την ισότητα [13].

*

Στο πλαίσιο του «αντιολοκληρωτικού» κοινού τόπου «νέας αριστεράς» και «νέας δεξιάς», όπως φαίνεται στο έγγραφο, η πρώτη έκανε αρκετή προσπάθεια για την ιδεολογική «καθιέρωση» της ταύτισης κομμουνισμού – φασισμού, ΕΣΣΔ – χιτλερικής Γερμανίας, Στάλιν – Χίτλερ, μέχρι που πια «δεν είχε κάτι άλλο να πει».

Η «νέα δεξιά», κοιτώντας πραγματικά τη δουλειά της, ικανή για ακόμα ένα βήμα στη «σκέψη» της πριν την τελική της αυτοκατάργηση, αναγορεύει σε πηγή του ολοκληρωτισμού την ισότητα.

Τι σχέση έχει όμως με την ισότητα ο φασισμός, ο ναζισμός, ο χιτλερισμός, η «ιδεολογία» της ανώτερης φυλής που θέλει να εγκαθιδρυθεί ως η «ιδεολογία» της ανώτερης κοινωνικής τάξης, της κοινωνικής ταξικής διαίρεσης και εκμετάλλευσης, ως η «ιδεολογία» της εξαναγκαστικής επιβολής των όρων της κοινωνικής ανισότητας σε συνθήκες διακινδύνευσης της «φυσικής» τους διατήρησης;

Εδώ οι δυνατές απαντήσεις είναι δυο: Είτε η ιστορική διαστρέβλωση που, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, θα εμφανίζει τον ναζισμό ως «εξισωτικό κίνημα» είτε η αναγόρευση του «ολοκληρωτισμού» ως αποκλειστικά κομμουνιστική ιδιότητα.

«Στα δημοφιλή βιβλία τους οι Γκλουκσμάν και Λεβί υποστηρίζουν ότι η μηχανή τρέφεται από την εύπιστη ανθρωπότητα εν μέρει μέσω των σοφιστειών διεφθαρμένων διανοούμενων. Στην πραγματικότητα, λέει ο Λεβί, “Η μόνη επιτυχής επανάσταση αυτού του αιώνα είναι ο ολοκληρωτισμός”, του οποίου το Σοβιετικό κράτος αποδείχθηκε ο ανθεκτικός και τέλειος κύριος. Ως εκ τούτου, επίσης, η εξίσωση των Νέων Φιλοσόφων εκλαϊκεύτηκε από τον Γκλουκσμάν, “Χίτλερ = Στάλιν, Στάλιν = Χίτλερ.”»

Όπως φαίνεται, ο Χίτλερ δεν γνώριζε την  μυστική πηγή του «ολοκληρωτισμού», την ισότητα, γι’ αυτό και δεν κατάφερε να μακροημερεύσει. Αντίθετα με την ΕΣΣΔ, που χάρη στην επίγνωση αυτού του μυστικού όπλου είχε φτάσει μετά από σχεδόν 60 χρόνια ύπαρξης (και τι ύπαρξης) να αναγορεύεται από την «νέα φιλοσοφία» ως «ο ανθεκτικός και τέλειος κύριος του ολοκληρωτισμού».

Στην οικονομική και κοινωνική ισότητα των ανθρώπων πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσουν την «ανθεκτικότητα και τελειότητά» τους οι μελλοντικές επαναστάσεις (οι, επομένως, εξ ορισμού «ολοκληρωτικές», τουλάχιστον σύμφωνα με τα πορίσματα της γαλλικής «νέας δεξιάς»), ενάντια στην «ουσιαστική υπεροχή κάποιων»: υπεροχή όχι λόγω «ταλέντου», βέβαια, αλλά λόγω της ιδιοποίησης του κοινωνικού παραγωγικού πλούτου. Ενάντια σε αυτή την «ουσιαστική υπεροχή κάποιων», η οποία αποτελεί (τι να κάνουμε;) την κοινή «ηθική» αρχή τόσο της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας όσο και του φασισμού, τον κοινό «ηθικό» παρονομαστή των δυο αυτών ιστορικών πολιτικών μορφών της δικτατορίας του κεφαλαίου στην εποχή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού.

***

Η Γαλλική Επανάσταση αντιμετώπισε την εκκλησία και τη θρησκεία σαν πνευματική εγγύηση της φεουδαρχικής ανισότητας. Η σύγχρονη αστική τάξη, στον «κολοφώνα» της σκέψης της, -πληροφορούν οι συντάκτες του εγγράφου τους αποδέκτες του -, μέσω εκπροσώπων της «νέας δεξιάς» διανόησης τίθεται αντιμέτωπη με τον χριστιανισμό ως «πηγή της εξισωτικής (egalitarian) εξασθένισης του ευρωπαϊκού πολιτισμού»

Για τον δουλοπάροικο αγρότη του 18ου αιώνα η χριστιανική ισότητα των ανθρώπων έναντι του «θεού» αποτελούσε εμπόδιο για την πραγματική κοινωνική ισότητα που, τότε, ταυτιζόταν με την απαλλοτρίωση της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας. Για την σύγχρονη μονοπωλιακή, ιμπεριαλιστική αστική τάξη η χριστιανική ισότητα έναντι του «θεού» αποτελεί ανεπιθύμητο ιδεολογικό ίχνος που της φέρνει στον νου την μελλοντική της εξαφάνιση. Όντως διδακτικό για το περιεχόμενο των «αστικών εκσυγχρονισμών» στην αναντίστρεπτα αντιδραστική εποχή της αστικής τάξης… Διδακτικό για το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης και των συμβιβασμών του σκοταδιστικού πλέον, ψευδοεπιστημονικού «ορθολογισμού» της με τους μηχανισμούς του ανορθόλογου θρησκευτικού σκοταδισμού [14].

Ο οποίος τελευταίος, άλλωστε, κατά έναν τρόπο προβάλλεται ταυτόχρονα ως πηγή πολιτισμικής αναγέννησης:

 «Η πιο εσωτερική (esoteric) πλευρά της διανόησης της Νέας Δεξιάς επικέντρωσε εκπληκτική ενέργεια σε αναζήτηση μιας πολιτισμικής ανανέωσης, υποστηρίζοντας πως ό,τι είναι ουσιαστικά λάθος στη Γαλλία, είναι πως ο πολιτισμός της (culture) διαβρώθηκε από εξωτερικές επιρροές και υποβαθμίστηκε λόγω παραμέλησης. Συντηρητικοί συγγραφείς, πολλοί από αυτούς συνδεδεμένοι με τα Group for Research and Study of European Civilization (GRECE) και Horloge Club [15]  … ενθάρρυναν την δεξιά ανθρωπολογία, η οποία πέρα από την Επανάσταση βλέπει τον Χριστιανισμό ως πηγή της εξισωτικής (egalitarian) εξασθένισης του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι Πάουελς και Μπενουά πολλές φορές εγκωμίασαν τον “οξυδερκή (perceptive) ελιτισμό” των προχριστιανικών Ευρωπαϊκών κοινωνιών ως πηγή πολιτισμικών (cultural) αρετών στις οποίες οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να στραφούν για αναβίωση (revival) και ανανέωση».

*

Η μάχη είναι, βέβαια, σκληρή: «Ο ελιτισμός [16] στη σκέψη της Νέας Δεξιάς είναι σχεδόν σίγουρα ένας σημαντικός λόγος που λίγοι διανοούμενοι έκαναν τη διαδρομή από την αριστερά στην GRECE. Κατά την άποψή μας, υπάρχει μικρή πιθανότητα να την κάνουν πολλοί στο μέλλον, παρά τις περιστασιακές ομοιότητες και συμμαχίες ως προς την οπτική γωνία. Πρόσφατα, διανοούμενοι της Νέας Δεξιάς υποβάθμισαν τα αντιεξισωτικά και ακόμα και αντίχριστιανικά στοιχεία της σκέψης GRECE/Horloge, αλλά οι αριστεροί διανοούμενοι και οι συντηρητικοί όπως ο Ρεβέλ που θεωρούν τους εαυτούς τους “ανθρώπους της αριστεράς” είναι ακόμα σφιχτά δεμένοι με την ισότητα ως την ουσία της δημοκρατικής-ρεπουμπλικανικής παράδοσης στη Γαλλία. Οι συντηρητικοί πολιτικοί αποφεύγουν ευκαιρίες ευαρέσκειας προς τους πιστούς των λειτουργιών της Horloge, και ακόμη και ο Πάουελς σπάνια τώρα αναμασά τις αρετές του παγανισμού και των ελίτ».

 «Ο Ραϋμόν Αρόν, ο σεβαστός πρύτανης της σύγχρονης φιλοσοφικής σκέψης στη Γαλλία, εξέφρασε απέχθεια κατά των διανοούμενων της Νέας Δεξιάς, συχνά εξισώνοντας τον ελιτίστικο αντιεξισωτισμό τους με τις χειρότερες αντιδημοκρατικές τάσεις στον Γαλλικό συντηρητισμό. Η Άνι Κρίγκελ συνενώθηκε με τον Αρόν στον φόβο ότι  ελλοχεύουν ρατσιστικά και φασιστικά συναισθήματα στην εχθρότητα της Νέας Δεξιάς προς τις ξένες πολιτισμικές (cultural) επιρροές και στη σκέψη τους για τη γενετική, την κληρονομικότητα, την εθνολογία…»

Τίποτα, ωστόσο, δεν κρίθηκε ακόμη: «…Αλλά ο Αρόν είναι νεκρός, ο Ντεμπραί [17] δεν λαμβάνεται στα σοβαρά ως διανοητής, και η Κρίγκελ δεν κατάφερε ποτέ να την ακολουθήσει ένα μεγάλο κοινό. Εναντίον αυτών των κριτικών οι Νέοι Δεξιοί μπορούν να επικαλεστούν τη δόξα του Μισέλ Φουκώ, του εμβριθέστερου και με την μεγαλύτερη επιρροή διανοητή της Γαλλίας. Ο  Φουκώ τους εγκωμίασε για το ότι, μεταξύ άλλων, υπενθύμισαν στους φιλόσοφους τις “αιματηρές” συνέπειες που έρρευσαν από την ορθολογιστική κοινωνική θεωρία του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα και της Επαναστατικής περιόδου».  

Με άλλα λόγια, ο αντιεξισωτισμός δεν έχει αποτελέσει συστατικό της γαλλικής «πνευματικής ορθοδοξίας» και «νομιμότητας», όμως ποτέ δεν είναι αργά.

***

Πέρα από την γενική περιγραφή της αδυναμίας ιδεολογικής επικράτησης ενός θεωρητικού – πολιτικού λόγου που όχι απλώς θα ήταν αλλά και θα φαινόταν ότι είναι «δεξιός», η «εργαλειακή» χρησιμότητα της ορολογίας περί «αριστερής πνευματοκρατίας» ή «αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας»  αφορά σε πρώτο πλάνο ανάγκες της «εντός των τειχών» διπολικής ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης και, σε δεύτερο πλάνο, – όχι πάντως «δεύτερο» με την ειδική έννοια της χρονικής διαδοχής -, στοχεύει τον ιδεολογικό-πολιτικό λόγο που απειλεί τα ίδια τα «τείχη» της εξουσίας του κεφαλαίου.

Όμως, σαν αποτέλεσμα όλης της παραπάνω ανάπτυξης, οι συντάκτες του εγγράφου (για λογαριασμό και χρήση των αποδεκτών του), διαπερνώντας τα περιβλήματα των «ευκαιριακών», «συγκυριακών» πολιτικών μορφών και χρήσεων του ιδεολογήματος,  φτάνουν στον πυρήνα της «πνευματοκρατίας» που τους απασχολεί: στον «εξισωτισμό», το τελευταίο της προπύργιο…

Η «ερευνητική εργασία» αρχίζει με τη γαλλική επανάσταση και τον «ειδικό ρόλο» που λόγω αυτής κατέχει η γαλλική διανόηση, και καταλήγει με την τοποθέτηση της γαλλικής επανάστασης και των κεντρικών ιδεολογικών αρχών της στο στόχαστρο.

*

Το καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης επιδιώκει την οριστική ιδεολογική του ασφάλεια με τη νομιμοποίηση και αποδοχή της κοινωνικοοικονομικής ανισότητας που αποτελεί βάση και προϊόν των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Επιδιώκει να ξεριζώσει από την κοινωνική συνείδηση την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι «γεννιούνται ίσοι», ότι ο βαθμός της μεταξύ τους ανισότητας αποτελεί μέτρο ιστορικής παρέκκλισης από το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και δραστηριότητας, ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα αποσκοπεί στην πραγματοποίηση των κοινωνικοοικονομικών προϋποθέσεων της ισότητας των ανθρώπων.

Αυτή η συγκεκριμένη, η εξισωτική «πνευματοκρατία», αυτή η «ιδεολογική ηγεμονία» του «εξισωτισμού», αποτελεί  τελική ουσία και τελικό στόχο των επιτυχιών του «αντισοβιετισμού» και του «αντιμαρξισμού», αναγορευόμενη για τις ανάγκες της πνευματικής «ορθοδοξίας και νομιμότητας» σε πηγή του «ολοκληρωτισμού».

Αυτή, επίσης, αποτελεί την πηγή κάθε πνευματικής ζωτικότητας και η άρνησή της έχει ως «ανεξήγητη» συνέπεια την πνευματική «ύφεση».

δ) …και ύφεση (decline) της πνευματικής ζωής

Το έγγραφο χρησιμοποιεί σαν προμετωπίδα την φράση:

«Υπάρχει ένας λήθαργος στην πνευματική ζωή αυτής της χώρας, και μάλιστα θεαματικός. Ποτέ πριν δεν γνώρισα τέτοια σιωπή, τέτοιο κενό. Είναι σαν οικογένεια στην όποια πέθανε κάποιος. Αλέν Τουρέν»

Συμπτώματα αυτού του «λήθαργου» περιγράφονται στο έγγραφο εκτενώς.

Ανάμεσά τους  μπορούμε να εντάξουμε και την επισήμανση της ουσιαστικής εξάντλησης του λόγου των «νέων φιλοσόφων» στον αντιμαρξισμό και τον αντισοβιετισμό: Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 «άνοιγαν δρόμο», αλλά από τότε, αντιμαρξισμός και αντισοβιετισμός «συνέχισαν τη δική τους ζωή και έγιναν τόσο πολύ μέρος της Γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας που οι Νέοι Φιλόσοφοι (σσ. ως Νέοι Ορθόδοξοι πλέον…) δεν φαίνονται πια να έχουν κάτι νέο να πουν».

*

Οι «νέοι φιλόσοφοι», κατά τα άλλα, «αντιστάθμισαν τον συχνά δυσνόητο λόγο τους με το να γίνουν συναρπαστικές προσωπικότητες των μμε, υπερασπιζόμενοι τις απόψεις τους στα πολύωρα πνευματικού περιεχομένου τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα που ορέγονται οι Γάλλοι». Εκτός από τον αντιμαρξισμό και τον αντισοβιετισμό, την «σαρωτική καταγγελία της τυφλότητα της αριστεράς, όπως την αποκάλεσε ο Λεβί», δεν έπαυαν να πρεσβεύουν «συνεχή αντιπάθεια για τον Γκωλισμό και μια αποδοχή του καπιταλισμού μόνο ως το μικρότερο κακό», ωστόσο «η επιρροή τους ήταν πρωτίστως αρνητική, από τη στιγμή που λίγα είχαν να προσφέρουν με μορφή πρακτικών προτάσεων για ένα νέο πρόγραμμα».

Αναφορικά προς την παρουσία τους στα μμε,  ο Ρεζί Ντεμπραί, στις «διατριβές του εναντίον των σύγχρονων πνευματικών αποστατών, τους καταλογίζει εγκατάλειψη του γραπτού λόγου προκειμένου να γίνουν ετοιμόλογες προσωπικότητες των μμε (glib media personalities) (mediatics). Κατηγορεί ειδικά τους αριστερούς Νέους Φιλόσοφους ότι έχουν αναμορφωθεί πνευματικά από την TV σε ρηχές ομιλούσες κεφαλές ανίκανες για ακριβολογημένη φιλοσοφική συγγραφή».

*

Δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι το έγγραφο επιχαίρει για ορισμένα συμπτώματα του «λήθαργου», της «ύφεσης της πνευματικής ζωής».

— Σαφώς επιχαίρει όταν, μάλλον ως «έμφαση στο δευτερεύον», περιλαμβάνει σε υποσημείωση την πληροφορία, ότι «η πλατιάς δημοσιότητας επίθεση του Λανγκ στον “αμερικάνικο πολιτιστικό ιμπεριαλισμό” το 1981 και κατόπιν η σύγκληση μιας διεθνούς διάσκεψης  αριστερών διανοουμένων, επέσυρε αιχμηρές κριτικές, ιδιαίτερα από την Wall Street Journal, για την παρούσα ένδεια της γαλλικής πολιτιστικής παραγωγής, ειδικά σε σύγκριση με τα αμερικανικά επιτεύγματα. Αυτές οι κατηγορίες προκάλεσαν μια μεγάλη προσφορά αυτοκριτικής εκ μέρους Γάλλων διανοούμενων, όπως οι Μπεζανσόν και Ριγκλέ». Η «πνευματική ύφεση» οδήγησε μέρος της γαλλικής διανόησης στα πρόθυρα της μετάνοιας…

— Επιχαίρει, επίσης, για τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών, από τις οποίες εκλέχτηκε μεγάλος αριθμός «μη-ιδεολογικοποιημένων είτε συντηρητικών» εκπροσώπων.

— Παρομοίως, για τον δείκτη αυξανόμενης αβεβαιότητας ως προς την επαγγελματική αποκατάσταση των εκπαιδευτικών: «Η επαγγελματική σταδιοδρομία των διανοούμενων, στο παρελθόν σχεδόν εγγυημένη για όσους φοιτούσαν σε σχολές της ελίτ, καθώς φαίνεται δεν είναι πια διασφαλισμένη. Η κυβέρνηση Φαμπιούς, για παράδειγμα, εξήγγειλε πρόσφατα ένα πρόγραμμα ανεύρεσης εργασίας στα τοπικά και εθνικά κυβερνητικά όργανα  (local and national governments) και στις επιχειρήσεις για τους άνεργους απόφοιτους της ENS», δηλαδή της «Ecole Normale Superieure», της «γαλλικής σχολής με το μεγαλύτερο γόητρο για την εκπαίδευση διδασκόντων και διανοητών». «Οι σοσιαλιστές επίσης κινήθηκαν για τον αποκλεισμό των αλλοδαπών κατοίκων από εκπαιδευτικά επαγγέλματα χαμηλής βαθμίδας, κατά πάσα πιθανότητα για να ελευθερώσουν δυσεύρετες θέσεις για Γάλλους δασκάλους».

— Τη ίδια στιγμή, «οι νεώτεροι αδελφοί και αδελφές των ταραχοποιών ξεχειλίζουν τις αίθουσες διδασκαλίας των επιχειρηματικών σπουδών και των θετικών επιστημών ακόμα και σε πρώην κόκκινα πανεπιστήμια…».

«Άλλωστε, υπήρξε μια δημοφιλής τάση φυγής από την ιδεολογία προς μια πιο πραγματιστική (pragmatic) προσέγγιση των πολιτικών προβλημάτων, κι αυτό έτεινε να υπονομεύσει το ανάστημα των διανοουμένων κάθε κατεύθυνσης» [18].

— Φυσικό, κατά τα άλλα, να επιχαίρει το συγκεκριμένο έγγραφο, για την εκτίμησή του, ότι «η αποστασία των νέων διανοουμένων από το Μαρξισμό και το ΓΚΚ άφησε τους ηλικιωμένους Μαρξιστές μανδαρίνους μόνο στήριγμα της παράδοσης. Οι Σαρτρ, Ρολάν Μπαρτ, Ζακ Λακάν, Λουί Αλτουσέρ – η τελευταία κλίκα Κομμουνιστών  σοφών [19] – βρέθηκαν υπό τα αμείλικτα πυρά των πρώην προστατευόμενων, αλλά κανείς δεν είχε τα κότσια για μια άμυνα οπισθοφυλακής υπέρ του Μαρξισμού. Οι κριτικοί – με προεξέχοντες μεταξύ τους τούς Νέους Φιλοσόφους – είχαν μεγάλη επιτυχία στο να πείθουν την παρούσα γενιά για την “ανοησία” (foolishness) του Σαρτρ, τα κακά του Μαρξισμού και τη βαρβαρότητα του Σοβιετικού Κομμουνισμού …». Ως αποτέλεσμα, η Κομμουνιστική Νεολαία  αποδυναμώνεται, ακόμα και στα πανεπιστήμια. «Τώρα, κανένας διανοούμενος κύρους δεν ανήκει και δεν στηρίζει το ΓΚΚ» [20].

*

Οι συζητήσεις των Γάλλων διανοούμενων, πλέον (1985), αν πιστέψουμε το έγγραφο, περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους και την αδυναμία τους να παραγάγουν πνευματικό λόγο. Οι ερμηνείες που δίνονται διάφορες: Ένα «είδος νωθρότητας» πολλών αριστερών διανοούμενων χαρακτηρίζεται (από το έγγραφο) ως επακόλουθο της εκ μέρους τους «σθεναρής απόρριψης της ιδεολογίας και του κομματικού δεσμού»

Η «γενική πτώση του πνευματικού αναστήματος» αποδίδεται από κάποιους διανοούμενους «στην άνοδο μιας τεχνολογικά υψηλής οικονομίας και κοινωνίας στη Γαλλία», παρά τα πάσης φύσεως ιδεολογικά ζητήματα που γεννά η άνοδος της τεχνολογίας, σημειώνουμε.

Ενώ κάποιοι διανοούμενοι υποστηρίζουν ότι η διανόηση (κυρίως η «αριστερή») απλώς «γεμίζει μπαταρίες», άλλοι «σημειώνουν ύφεση (decline)  της πνευματικής ζωτικότητας» και (σ.σ. μάλλον ταυτολογικά) αποδίδουν την αδυναμία των Γάλλων διανοούμενων «να κινητοποιηθούν και να συμμετέχουν σε μια ζωντανή συζήτηση», στο ότι «δεν είναι πια τόσο ικανοί όσο κάποτε» ως αποτέλεσμα «μιας δεκαετούς πολιτισμικής αδράνειας που ήρθε να χαρακτηρίσει τη Γαλλία», «ενός κύκλου πολιτισμικής ύφεσης (decline)», αφού «πράγματι δεν υπάρχουν Φλωμπέρ, Προυστ, Μποντλαίρ» και «δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε τέτοιους σύντομα»

 «Τον περασμένο χρόνο στο Παρίσι ένα συνέδριο, οργανωμένο για να εξεταστεί το ζήτημα της “Γαλλικής ταυτότητας”, γρήγορα στράφηκε στον λήθαργο των Γάλλων διανοούμενων και τις επιπτώσεις του στον μελλοντικό πολιτικό ρόλο τους». Υπήρξε γενική συμφωνία – αριστερών και δεξιών – ότι δεν βλέπουν μέλλον. Απογοητευμένοι μαρξιστές οδηγήθηκαν σε «ουδετερότητα» ενώ και οι φιλελεύθεροι («λιγότερη κυβέρνηση – περισσότερη ατομική αυτάρκεια») δεν πολυεπηρεάζουν την πνευματική είτε την κοινή γνώμη, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις και αναφορές των μμε [21].

*

Όλα τα περιγραφόμενα συμπτώματα της «πνευματικής ύφεσης» συνιστούν, ουσιαστικά, την διάδοχη κατάσταση αυτής «που μια πρόσφατη κριτική την αποκάλεσε αριστερή πνευματοκρατία».

Είναι όμως παράδοξο που την λεγόμενη «αριστερή πνευματοκρατία», κάτω από τον τίτλο της οποίας εννοείται εν προκειμένω επίσης μια ιστορική περίοδος όπου ο μαρξισμός και η υπεράσπιση της ΕΣΣΔ δεν είχαν υπαχθεί  εκτός πνευματικής «ορθοδοξίας και νομιμότητας», διαδέχθηκε η «πνευματική ύφεση»;

Η έκθεση, στα εισαγωγικά «κύρια σημεία» της, επισημαίνει μια (εμφανιζόμενη ως) χρονική σύμπτωση που όμως δεν είναι απλώς χρονική και δεν είναι απλώς σύμπτωση:

«Η ευρεία αποδοχή αυτής της περισσότερο κριτικής προσέγγισης στο μαρξισμό και τη Σοβιετική Ένωση συνοδεύτηκε από μια γενική ύφεση (decline)  της πνευματικής ζωής στη Γαλλία…».

Η σύνδεση, έστω αθέλητα διατυπωμένη, είναι σαφής.

Αντιμαρξισμός και αντισοβιετισμός, ως συστατικά της πνευματικής «ορθοδοξίας και νομιμότητας», αποτελούν την ονομαστική μορφή του αποκλεισμού – από αυτήν την «ορθοδοξία και νομιμότητα» – του κεντρικού ιστορικού προβλήματος της εποχής: της απελευθέρωσης της εργασίας και του κόσμου από τον ζυγό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Τι πιο φυσικό, όμως, από την πνευματική παρακμή, όταν το «πνεύμα» αποστρέφεται  το κεντρικό ιστορικό πρόβλημα  της εποχής του, με όλες τις θεωρητικές, ιδεολογικές, ηθικές ή όποιες άλλες «πνευματικές» προεκτάσεις του;

Αντισοβιετισμός και αντιμαρξισμός δεν μπορεί παρά να αποτελούσαν και να αποτελούν κεντρικά συστατικά της κυρίαρχης, αστικής ιδεολογίας και της «πνευματικής ορθοδοξίας» της, μόνο που πέρα από αυτά τα συστατικά δεν υπάρχει ουσιαστικός πνευματικός λόγος ικανός να αρθρωθεί. Παραφράζοντας ελαφρά  μια πρόταση του εγγράφου, πέρα από αυτά τα συστατικά, «δεν φαίνεται πια να υπάρχει κάτι νέο να ειπωθεί». 

Πέρα από αυτά τα συστατικά μένει μόνο, αφενός, ο τετραγωνισμός του κύκλου: η «παραδοσιακή» ιδέα της ισότητας πάνω στο πραγματικό έδαφος των σύγχρονων εκμεταλλευτικών σχέσεων, έστω και «αποδεκτών μόνο ως το μικρότερο κακό».

Μένει, αφετέρου, ως ασφαλιστική δικλείδα της οριστικής αυτοαναίρεσης του πνεύματος, η συνεπάγωγη ρητή ή άρρητη απόρριψη της ίδιας του της ιστορικής «ιδεαλιστικής» αφετηρίας: της ισότητας, έχοντας το «πνεύμα» ανακαλύψει σε αυτήν την αιτία της «εξασθένισής» του…

Δυστυχώς για την πνευματική ζωή που περιγράφει το έγγραφο της CIA, ευτυχώς για την πνευματική ζωή γενικά, εκεί που πεθαίνει το πνεύμα της ισότητας, εκεί που αρχίζει η απολογητική των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, ακόμα και με τη μορφή του «μικρότερου κακού», εκεί πεθαίνει το πνεύμα γενικά. Εκεί που δεν επικρατεί αυτό το πνεύμα, δεν υπάρχει κανένα άλλο πνεύμα παρά μόνο το «πνεύμα» της αντιπνευματικότητας για να επικρατήσει.

———————————————-

[1] –>https://www.cia.gov/library/readingroom/docs/CIA-RDP86S00588R000300380001-5.PDF

[2] Λένιν, Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, σελ. 129, ΣΕ

[3] Εύλογο, επομένως, και το σύγχρονο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την ελληνική επανάσταση και τη «νοηματοδότησή» της:

Ριζοσπάστης 21-8-2020: «…ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζ. Πάιατ, …συναντήθηκε και με την υπουργό Πολιτισμού, Λ. Μενδώνη, με θέματα τις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821…».

–>https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10899007

 [4] Με τον όρο «αριστερά» το έγγραφο εννοεί βασικά τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές.

Πέρα από το τι εννοεί το έγγραφο, τότε ακόμα (1985), η διάκριση ως ένα βαθμό εξακολουθούσε, τουλάχιστον θεωρητικά-τυπικά, να διατηρεί την «παραδοσιακή» της έννοια, αντιπροσωπεύοντας αντίστοιχα τη ρεφορμιστική και την επαναστατική ιδεολογία και πολιτική στο εργατικό κίνημα.

Ωστόσο, επίσης σε έναν βαθμό, οι έννοιες είχαν σημειώσει ορισμένη «υποχώρηση»: Η δεκαετία του ’80 ήταν ίσως αυτή στην οποία ο «ρεφορμισμός», τουλάχιστον στην Ευρώπη,  ταυτίστηκε οριστικά – μέχρις σημείου εξαφάνισής του «ως τέτοιου» – με έναν από τους πόλους διαχείρισης του καπιταλισμού. Ενώ την ίδια ώρα, με τη συμβολή και του «ευρωκομμουνισμού», η έννοια της σοσιαλιστικής επανάστασης διαποτιζόταν θεωρητικά και πολιτικά από τη δογματική «βουλησιαρχία» του «ειρηνικού δρόμου».

[5] Ο πρόσφατος περιορισμός και κατάργηση του μαθήματος της κοινωνιολογίας (όπως άλλωστε και των καλλιτεχνικών μαθημάτων) από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αποτελεί δείγμα της επίθεσης στο περιεχόμενο των σπουδών, σε «αρμονία» με την ιδεολογική  στρατηγική που εκπορεύεται από το έγγραφο της ΚΥΠ των ΗΠΑ.

Η επίθεση στην «βάση της κατανόησης της κοινωνίας», δηλαδή – σύμφωνα με το έγγραφο της CIA – η επίθεση στο «νόημα της ιστορίας», συμπληρώνεται με  τη σχετικά πρόσφατη (2018) «αποκήρυξη», από τον σημερινό πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, του ενδιαφέροντος της νεολαίας για την ιστορία: «Πείτε μου τώρα, το παιδί των 17 ετών που θα ψηφίσει για πρώτη φορά, που τον ενδιαφέρει πως θα είναι η Ελλάδα το 2030. Αν τον ενδιαφέρει το τι έγινε το 1963».

–>https://nd.gr/nea/synenteyxi-toy-proedroy-tis-nd-k-kyriakoy-mitsotaki-ston-tileoptiko-stathmo-skai-0

Αλλά και  η εξαγγελία εισαγωγής στο νηπιαγωγείο, όχι της γνωριμίας με την ύπαρξη ξένων γλωσσών και ξένων πολιτισμών γενικά, όχι της γνωριμίας με τη μητρική γλώσσα του τυχόν μετανάστη και πρόσφυγα συμμαθητή των μικρών παιδιών, αλλά της διδασκαλίας τής μιας και μόνης παιδαγωγικά «κατάλληλης» για το νηπιαγωγείο ξένης γλώσσας: της αγγλικής, επιτείνει την «εντύπωση» ότι η εξεταζόμενη «ερευνητική εργασία» θα μπορούσε να χρησιμεύει σαν κυβερνητικό εγχειρίδιο για την υλοποίηση μιας ιδεολογικής – πολιτισμικής στρατηγικής όχι απλώς του κεφαλαίου γενικά, αλλά και των ΗΠΑ ειδικότερα.

[6] Ο σύγχρονος εγχώριος ψυχολογισμός, σε μια εμφανή έκπτωσή του συγκριτικά με τον γαλλικό των δεκαετιών του ’50 – ’60, για τις ανάγκες αντιμετώπισης του «φαντάσματος» της «αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας», εκτός από παρόμοια αναμασήματα, καταφεύγει (από… εντελώς ανιδεόληπτες και ψυχικά στέρεες θέσεις) στο «ερμηνευτικό» σχήμα των «αριστερών ιδεοληψιών» ή ακόμα και της «ψυχικής νόσου» π.χ. των αντιχουντικών αγωνιστών.

Σύμφωνα με την, σημερινή, Υφυπουργό Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου (29-3-2018):

 «Είχαμε μια αγιοποίηση του αγώνα, του αγώνα της δικτατορίας, η οποία ουσιαστικά έγινε επειδή δεν έγινε ο αγώνας την ώρα που έπρεπε να γίνει. Άρα τι έχουμε; Έχουμε μια σχέση η οποία καταρρίπτει τις διαστάσεις που της ανήκουν, αυτή της αντίστασης, και παίρνει διαστάσεις υπερβολής όπως αυτή της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου. Το δεύτερο κομμάτι της πρότασης …  έχει σχέση με τη μετατροπή σε βαθιά ψυχική νόσο, οποία πολύ φοβάμαι ότι είναι μια μετατροπή σε μια συλλογική ψυχική νόσο … διότι έχει δημιουργηθεί αυτό το συλλογικό αφήγημα μέσα από τη συλλογική μνήμη, αυτής της ιστορικότητας. Ακούω συνέχεια, «ιστορικό στέλεχος της αριστεράς», «ιστορικός αγώνας», κι αναρωτιέμαι, για ποια ιστορία μιλάμε; ποιος έγραψε αυτή την ιστορία; Την έγραψαν αυτοί οι άνθρωποι των οποίων η απώλεια του αισθήματος της δικτατορίας είναι αντίστοιχο με μια απώλεια δικού τους ανθρώπου; Και ποιοι; Αυτοί ακριβώς οι οποίοι είναι οι ψυχικά νοσούντες; … Η έκβαση αυτή της συλλογικής μνήμης φοβάμαι ότι φανερώνει μια συλλογική ψυχική νόσο παρά μια μεμονωμένη».

–>https://www.dailymotion.com/video/x7cybou

Ενδιαφέρουσα, στα παραπάνω, και η «επιμελώς» μονόπλευρη θεώρηση της Ιστορίας ως «γραφής», όχι ως πράξης…

 [7] Η πολιτική αντίθεση προς την «ενότητα της αριστεράς» και την κυβερνητική συνεργασία  σοσιαλιστών – κομμουνιστών αναδείχνει ένα ζήτημα πολιτικών «συνωνύμων»:

Αφενός, εν προκειμένω, πρόκειται για την πολιτική θέση που καταδικάζει το σοσιαλιστικό κόμμα γι’ αυτή τη συνεργασία. Η οποία θέση συναντά την αμερικανική επιδοκιμασία χωρίς άλλους, εμφανείς στο έγγραφο, υπολογισμούς για τις συνέπειες αυτής της «ενότητας» και συνεργασίας στα συνεργαζόμενα κόμματα και τους γενικούς πολιτικούς συσχετισμούς. Στη θέση τέτοιων πολιτικών υπολογισμών βρίσκεται στο έγγραφο η ίδια η περιγραφή της ονομαζόμενης «ιστορικής μεταβολής».

Αφετέρου, πρόκειται για την πολιτική αντίθεση από την άποψη του συνεπούς ρόλου ενός ΚΚ που δρα σε καπιταλιστική χώρα.

Είναι δυο διαφορετικά πράγματα η κριτική στους «σοσιαλιστές» για τη συμμετοχή κομμουνιστών στην κυβέρνησή τους και η κριτική στους κομμουνιστές για τη συμμετοχή τους σε μια «σοσιαλιστική» κυβέρνηση. 

Η κριτική της «αριστερής διανόησης» και της «νέας φιλοσοφίας», όπως εμφανίζεται στο έγγραφο, προέρχεται από την πρώτη αφετηρία.

[8] Ενδεικτικά, ως προς την πολιτική των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική, μόλις πριν δυο χρόνια, 1983, είχε γίνει η στρατιωτική εισβολή των ΗΠΑ στη Γρενάδα, ενώ όλη τη δεκαετία του ’80 βρίσκεται σε εξέλιξη η πολιτική και υλική επεμβατική ενίσχυση (συνδεμένη και με το γνωστό σκάνδαλο «Ιρανγκέιτ») του πολέμου των «κόντρας» ενάντια στην επανάσταση των σαντινίστας στη Νικαράγουα.

Τα σχετικά αποσπάσματα του εγγράφου προϊδεάζουν για το τι εκτιμήσεις θα μπορούσε να διαβάζουμε μετά από λίγες δεκαετίες σε αποχαρακτηρισμένα έγγραφα που γράφονται σήμερα, για το βαθμό διευκόλυνσης που παρέχει π.χ. η στάση της ελληνικής διανόησης στην πολιτική των ΗΠΑ σε Μέση Ανατολή, ΝΑ Μεσόγειο, Βαλκάνια, ΒΑ Ευρώπη και, βεβαίως, Ελλάδα.

[9] Δεν είναι αβάσιμες, βέβαια, οι θριαμβολογίες του εγγράφου της ΚΥΠ των ΗΠΑ για το «νέο» στίγμα της «γαλλικής πνευματικής ορθοδοξίας» και την «λυδία λίθο της πνευματικής νομιμότητας», ούτε και αφορούν αφηρημένα την «σκέψη». Οι καρποί αυτής της «πνευματικής ορθοδοξίας» και «νομιμότητας» έγιναν εμφανείς στη διάρκεια των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας, όταν η «νέα» γαλλική διανόηση, «αριστερή» και «δεξιά», στήριξε την ιμπεριαλιστική επίθεση έως το βαθμό της ιδεολογικής κακοποίησης των «συναδέλφων» της που αντιτάχθηκαν στη ΝΑΤΟϊκή επέμβαση.

Σύμπτωμα αυτής της «ορθοδοξίας» και «λυδίας λίθου» συνιστά και η αντιμετώπιση που δέχθηκε ο Ιγνάσιο Ραμονέ μετά την έκδοση του βιβλίου του «Φιντέλ Κάστρο. Βιογραφία σε δύο φωνές ή Εκατό ώρες με τον Φιντέλ»,  καρπός πέντε χρόνων καταγραφής και δουλειάς, και εκατοντάδων ωρών συζητήσεων με τον ηγέτη της κουβανικής επανάστασης. Ύστερα από τη γαλλική έκδοση του βιβλίου (2007), και απροσχημάτιστα εξαιτίας αυτής,  τερματίστηκε το ραδιοφωνικό του πρόγραμμα στη δημόσια γαλλική ραδιοφωνία, παύτηκε από διδάσκων στο πανεπιστήμιο Παρίσι 7, διώχθηκε από τη διεύθυνση της Le  Monde diplomatique και διακόπηκε γενικά η συνεργασία του με αυτήν. Έναν χρόνο πριν, μετά την πρώτη (ισπανική) έκδοση του βιβλίου (2006) είχε για τον ίδιο λόγο διακοπεί η συνεργασία του από τις εφημερίδες El Paíκαι Φωνή της Γαλικίας. Το ότι ο ίδιος ο Ιγνάσιο Ραμονέ αμύνεται απέναντι στους διώκτες του χαρακτηρίζοντας «σταλινικές» τις πρακτικές τους, ενδεχομένως πιστώνεται στους ίδιους ως μια ακόμη ιδεολογική «νίκη», αποτελώντας πτυχή της ίδιας «πνευματικής ορθοδοξίας», μέσω της οποίας το -περιβεβλημένο με δημοκρατικό τύπο – καθεστώς της δικτατορίας του  μονοπωλιακού κεφαλαίου πραγματώνεται στο πεδίο της ιδεολογίας.

Βλ., Ραμονέ: Ακριβά το πλήρωσα που έδωσα φωνή στον Φιντέλ Κάστρο

–>http://prensa-rebelde.blogspot.com/2016/12/blog-post_70.html

Ignacio Ramonet, Caro pagué por dar voz a Fidel Castro, Periódico La Jornada
Viernes 9 de diciembre de 2016, p. 48

–>https://www.jornada.com.mx/2016/12/09/mundo/048n1mun

[10] Τρία χρόνια (1981-1984) χρειάστηκε ο «σοσιαλισμός» για να «αποτύχει» στη Γαλλία. Στην Ελλάδα «απέτυχε» αυθημερόν (στις 18 σοσιαλισμός!) αν και η ζωή του παρατάθηκε για περίπου 30 χρόνια (1981-2010) με μικρά «καπιταλιστικά» διαλείμματα. Ενώ και η «αριστερά» της «1ης φοράς» χρειάστηκε μόνο λίγους μήνες από τον Ιανουάριο ως τον Αύγουστο του 2015 για να περάσει από τις «αυταπάτες» του «σχισίματος των μνημονίων με τη συμφωνία των εταίρων» στον πραγματισμό του 3ου μνημονίου και της επισφράγισης των δυο προηγούμενων, βοηθούμενη από την κοινοβουλευτική «αστική ευγένεια» των δεξιών «αντιπάλων» της.

[11] Στην κατεύθυνση της περιφερειακής («υποεθνικής» κατά το έγγραφο) διοικητικής («κυβερνητικής») κατάτμησης των εθνικών κρατών εντάσσονται και οι εγχώριες μεταρρυθμίσεις «Καποδίστριας», «Καλλικράτης» κλπ. Αυτή η «υποεθνική» κατάτμηση αποτελεί, ταυτόχρονα, οργανικό εξάρτημα της «υπερεθνικής»  πολιτικής κυριαρχίας των μονοπωλίων μέσω διακρατικών ιμπεριαλιστικών ενώσεων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.ά.

[12] Βέβαια ο «κλασικός» φιλελευθερισμός – της εποχής του ελεύθερου καπιταλιστικού συναγωνισμού – δεν είναι καθόλου «κλασικός» στην εποχή των μονοπωλίων. Η αντιγραφή και επικόλλησή του από τη μια εποχή στην άλλη ουσιαστικά συνεπάγεται ένα κοινωνικό τέρας που συνδυάζει την απάλειψη των κοινωνικών «πλεονεκτημάτων» του με τη διόγκωση των κοινωνικών αδιεξόδων του.

[13] Το ζήτημα αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία και από το γεγονός ότι η «νέα» (αν και… προπολεμική σύμφωνα με την εισαγωγική αφήγηση του εγγράφου) γαλλική «σκέψη» του 1985 αποτελεί και τη «σύγχρονη», «φρέσκια», «άφθαρτη», «νέα» κυβερνητική «σκέψη» της Ελλάδας του σήμερα.

Από το βήμα της 82ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, το 2017, ο (σημερινός πρωθυπουργός) Κυριάκος Μητσοτάκης,  αφού χαρακτήρισε «τεράστια πληγή» την «διεύρυνση των ανισοτήτων τα τελευταία χρόνια», αμέσως στη συνέχεια αναγόρευσε τις ανισότητες σε συστατικό της ανθρώπινης φύσης, λέγοντας επί λέξει:  «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση και όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη Δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα». Ιδού λοιπόν ο «εξισωτισμός» (το ιδεολογικό θεμέλιο της Γαλλικής Επανάστασης, το ουσιαστικό συστατικό κάθε δημοκρατίας που δεν έχει μετατραπεί σε άδειο κοινοβουλευτικό πουκάμισο) ως πηγή του «ολοκληρωτισμού».

–>https://nd.gr/nea/omilia-toy-proedroy-tis-neas-dimokratias-k-kyriakoy-mitsotaki-stin-82i-deth

Για μια ακριβέστερη καταγραφή των πραγματικών πολιτικο-ιδεολογικών συσχετισμών, σημειώνουμε ότι σε απάντησή του ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν αμφισβήτησε τον ουσιαστικό πυρήνα του ιδεολογήματος Μητσοτάκη («δε ξέρω που το ‘χουν βρει αυτό γραμμένο»), αλλά υπεραμύνθηκε των «κατακτήσεων του σύγχρονου πολιτισμού μας» όπως «η αναδιανομή του πλούτου, η κοινωνική προστασία, η στήριξη των μικρών απέναντι στους μεγάλους, των ανίσχυρων απέναντι στους ισχυρούς».

–>https://www.avgi.gr/arheio/253719_al-tsipras-eimaste-edo-gia-na-kinisoyme-pros-ta-mpros-ton-troho-tis-istorias-video

Τον είχε όμως προλάβει ο αντίπαλός. Την «αντιεξισωτική» διακήρυξή του ο κ. Μητσοτάκης είχε αμέσως συμπληρώσει με την «διευκρίνιση» ότι «το μέρισμα ευημερίας πρέπει να μοιραστεί με όσο το δυνατόν πιο δίκαιο τρόπο», με διαβεβαιώσεις ότι «για εμάς η αλληλεγγύη είναι η άλλη όψη της ελευθερίας» και για την «αναγνώριση της κοινής μοίρας που δένει όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες»: μικρούς και μεγάλους, ανίσχυρους και ισχυρούς, όπως θα έλεγε και ο κ. Τσίπρας. Η κοινωνικοοικονομική ισότητα «αντίθετη στην ανθρώπινη φύση», καταστατικός κοινωνικός θεσμός επομένως «οι μικροί και οι μεγάλοι», οι «ανίσχυροι και οι ισχυροί»… Δε μένει παρά η δήθεν αντιπαράθεση για την «προστασία» και τη «στήριξη» των δε απέναντι στους μεν, για την «αλληλεγγύη» των δεύτερων προς τους πρώτους…

Απομένει επίσης το ερώτημα του κ. Τσίπρα,  «που το ‘χουν βρει αυτό γραμμένο». Ενδεχομένως το έχουν βρει γραμμένο στην έκθεση της CIA του 1985 για τη γαλλική διανόηση. Στη συνέχεια της οποίας, μάλιστα, εμφανίζονται ορισμένες επιφυλάξεις για τον «ελιτισμό» μιας ευθείας διακήρυξης του «αντιεξισωτισμού». Ωστόσο, στην κοινωνικο-οικονομική «ελίτ» απευθυνόταν ο κ. Μητσοτάκης με τη συγκεκριμένη ομιλία του στη ΔΕΘ. Επομένως, και «ολίγος ελιτισμός» εν προκειμένω δεν αντενδείκνυται.

[14] Στο περιεχόμενο μιας τέτοιου είδους αντιπαράθεσης, συνδεμένης με εντεινόμενες ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και επιδιώξεις, εντάσσεται πρόσφατα και η ηχηρή στοχοθέτηση θρησκευτικών αισθημάτων των μουσουλμανικών πληθυσμών εντός και εκτός Γαλλίας.

Η γαλλική άρχουσα τάξη, ενώ εξοστρακίζει την ισότητα από την πνευματική της «ορθοδοξία» και «νομιμότητα», ανεμίζει υπό όρους φάρσας τη σημαία της «ελευθερίας του (“ορθόδοξου” και “νόμιμου”) λόγου», εφόσον βέβαια δεν πρόκειται για  την εναντίωση στον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας ή για τις συζητήσεις με το Φιντέλ.

Η κατασκευή του χρήσιμου εχθρού κρίνεται προφανώς «ωφέλιμη» για την προώθηση των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων στο εξωτερικό και την ένταση της αντιλαϊκής, αντεργατικής (αντιεξισωτικής!) καταστολής στο εσωτερικό.

Η «έμψυχη», – άθρησκη ή θρησκευόμενη, χριστιανική ή μουσουλμανική -, πρώτη ύλη της βιομηχανίας του ιμπεριαλιστικού πολέμου,  πρέπει να πειστεί, ότι ο καυγάς δεν αφορά ενεργειακά κοιτάσματα και αγωγούς, αλλά τα γένια του προφήτη και τη ζωγραφική τους. Ότι πρόκειται για αναβίωση του πολέμου μεταξύ εικονολατρίας και εικονομαχίας, κι όχι για την αρπαγή των πηγών του κοινωνικού πλούτου.

[15] «Ομάδα Έρευνας και Μελέτης Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» και «Λέσχη του Ρολογιού». Οργανισμοί της «νέας δεξιάς» διανόησης προσδιοριζόμενοι ως «δεξαμενές σκέψης» με ακροδεξιό (αν και «μεταμοντέρνο») θεωρητικό λόγο και πρακτική «εισοδισμού» στα κέντρα άσκησης της αστικής πολιτικής.

[16] Εν προκειμένω, όταν διαβάζουμε «ελιτισμός» μπορούμε να εννοήσουμε και τα μη ελκυστικά για τις μάζες ιδεολογήματα, τα οποία ναι μεν εκφράζουν την ταξική αλήθεια των εκφραστών τους, αλλά δημιουργούν ορισμένη δυσκολία στην ιδεολογική ενσωμάτωση των εργαζομένων καθώς και του τμήματος της διανόησης που υπηρετεί – με τις απόψεις του – τη λειτουργία αυτής της ενσωμάτωσης.

Έτσι και στη συνέχεια του κειμένου, η μεταφυσική χριστιανική ισότητα ενώπιον του Θεού δεν προκαλεί πρακτικές πολιτικές δυσκολίες, επομένως δεν συντρέχει άμεσος λόγος μεταφυσικών ιδεολογικών μετώπων που ενδεχομένως προσκρούουν σε «προλήψεις» του βασικού συντηρητικού target group, παρότι, στο δευτερεύον «αριστερό» target group ενδεχομένως θα ασκούσαν μια απατηλή γοητεία.

Συχνά, άλλωστε, είναι για τον κυρίαρχο αστικό λόγο αποδοτικότερη η ανάπτυξη των θεωρητικών ιδεολογημάτων στη βάση ενός σιωπηρού αλλά ήδη διατυπωμένου θεμελιακού υπόβαθρου, παρά η εξασθένηση της επίδρασης των ιδεολογημάτων χάριν επαναλαμβανόμενης εμμονής στο υπόβαθρο που προκαλεί δυσάρεστα ιδεολογικά αντανακλαστικά.

Κατά τα άλλα ο «τελικός στόχος» είναι διατυπωμένος: κάποιοι «υπερέχουν ουσιαστικά» από τους υπόλοιπους, πράγμα το οποίο η κοινωνία οφείλει να  αναγνωρίσει πολιτικά. Η «ουσιαστική υπεροχή» της «ελίτ» στο κοινωνικό βασίλειο, δεν προτίθεται πάντως να αφήσει χάρισμα στα κατώτερα όντα ούτε την «βασιλεία των ουρανών»: Όχι η «τεχνητή ισότητα» αλλά η «ουσιαστική υπεροχή κάποιων» οφείλει να εξουσιάζει τόσο την πολιτική και την οικονομία όσο και το κοινωνικό πνεύμα…

[17] Στο προηγούμενο παράθεμα, πριν την αναφορά στον Ρ. Αρόν, αφαιρέσαμε μια αναφορά του εγγράφου στον Ρ. Ντεμπραί κρίνοντάς την, στο σημείο εκείνο, εμβαλωματική και ικανή να προκαλέσει σύγχυση, αφού η κριτική του Ντεμπραί αφορά όχι τη «νέα δεξιά», που είναι εκεί το θέμα, αλλά τη «νέα αριστερά» και τους «νέους φιλοσόφους» της. Την παραθέτουμε στο μέρος το σχετικό με την «ύφεση της πνευματικής ζωής».

[18] «Εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει κι η μοναξιά», ήταν η ελληνική (ορθόδοξη και «πνευματώδης») εκδοχή της «φυγής από την ιδεολογία» την ίδια χρονική περίοδο, στην οποία αναφέρεται το έγγραφο. Η αντίστροφη τοποθέτηση, «εκτός από τη μοναξιά υπάρχει κι ο ιμπεριαλισμός», προφανώς δεν διέθετε ποτέ «ορθόδοξα» πιστοποιητικά, τουλάχιστον από αυτά που εκδίδουν έγγραφα σαν και αυτό. Φυσικά, την «φυγή από την ιδεολογία» ακολουθεί είτε, κατ’ εξαίρεση, ο ατομικός αναχωρητισμός είτε, κατά κανόνα, ο «πραγματισμός» της ατομικής προσαρμογής και της (επιτυχούς ή ανεπιτυχούς) επιδίωξης ατομικού οφέλους από την πραγματικότητα, όποια κι αν είναι αυτή. 

[19] «Σοφοί», «savants», με πλάγια έμφαση στο πρωτότυπο, όπως και στα σημεία όπου υπάρχουν αναφορές στον Ρεζί Ντεμπραί. Διακινδυνεύοντας μια ερμηνεία,  ίσως να πρόκειται για επιτηδευμένη εννοιολογική απόχρωση της αγγλικής ή της αμερικάνικης αγγλικής, μια απόχρωση (savant) πολιτισμικά πιο «αρχαϊκή» από ό,τι του διανοούμενου (intellectual), και η έμφαση να ανταποκρίνεται στον ενεργό ιδεολογικό ρόλο του εγγράφου: Οι κομμουνιστές, οι αντίπαλοι του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού,  μπορούν να είναι «πολύξεροι», μπορούν να είναι «σοφοί του καφενείου», το να κατέχουν όμως τον «υψηλό» τίτλο του «διανοούμενου» προσκρούει στην «πνευματική ορθοδοξία και νομιμότητα» που «λυδία λίθος» και μέρος της είναι ο αντικομμουνισμός, ο αντισοβιετισμός, ο «αντιολοκληρωτισμός».

[20]. Παρά το συζητήσιμο πλευρών αυτού του σημείου, όπως και άλλων στο έγγραφο, στις πραγματικές αιτίες των πραγματικών φαινομένων, θα πρέπει, πέραν και της ιδεολογικής «πίεσης» που σημασιοδοτούν οι όροι πνευματική «ορθοδοξία» και «νομιμότητα»,   να υπολογιστούν και άλλοι παράγοντες,  όπως ο οπορτουνισμός, η τάση «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» μέσω του ευρωκομμουνισμού, επομένως ορισμένος βαθμός άρρητης οικειοποίησης των βάσεων της πολεμικής.

[21] Το έγγραφο δεν παραλείπει μια εκτίμηση για «ζητήματα που μπορούν να κρατήσουν τους διανοούμενους σε τριβή»: Τέτοια είναι: Η ανάμιξη στην πολιτική – χαρακτηριστικό των αριστερών – αλλά όχι κομματική ή ιδεολογική ανάμιξη. Το ιδεολογικό ζήτημα της Γαλλικής πολιτιστικής ταυτότητας, «στενά δεμένης με τα συναισθηματικά ζητήματα των ξένων επιρροών στη Γαλλία, της μετανάστευσης και του ρατσισμού»«Αντι-μεταναστευτική ρητορική και ρατσισμός συνδεμένα με την άνοδο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου γαλβάνισαν  πολλούς αριστερούς διανοούμενους στη δράση, κυρίως σε διαμαρτυρίες στους δρόμους οργανωμένες από μια αντιρατσιστική ομάδα αποκαλούμενη ΣΟΣ Ρατσισμός».

Κατά τα άλλα (το έγγραφο) ψυχρά παραθέτει τι μπορεί να ενδιαφέρει την πολιτική των ΗΠΑ σε σχέση με τη γαλλική πολιτική και την μελλοντική επιρροή της «νέας αριστεράς» σ’ αυτήν: Στήριξη προσπάθειας μετριοπαθών σοσιαλιστών για κεντροαριστερή συμμαχία και αντίθεση σε κάθε προσπάθεια σκληρής γραμμής σοσιαλιστών για «ενότητα της αριστεράς» (εντός εισαγωγικών στο πρωτότυπο) με το κομμουνιστικό κόμμα στις επικείμενες εκλογές. Η δραστηριότητα της νέας αριστεράς πιθανά θ’ αυξήσει τις διαφωνίες μεταξύ των δυο αριστερών κομμάτων και στο εσωτερικό του  Σοσιαλιστικού Κόμματος καθώς και την εκλογική αποστασία από αμφότερα τα στρατόπεδα, σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό.


1821-2019: «…και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν»

«…Το 1817 ένας Έλλην φίλος μου εταξίδευσε εις την Μακεδονίαν, συνοδευόμενος από έναν καλόγηρον. Όταν έφθασαν εις ένα χωρίον, του οποίου λησμονώ το όνομα, εσταμάτησαν δια να αναπαυθούν και να δροσισθούν εις το κατάστημα ενός αρτοποιού, ο οποίος ήτο συγχρόνως και ο ξενοδόχος του τόπου. Εις το κατάστημα ευρίσκετο ένας μικρός βοηθός του αρτοποιού με περίεργον παρουσιαστικόν. Ήτο ένας μικρός Ηπειρώτης υψηλού αναστήματος, με ωραίον και υπερήφανον πρόσωπον και του οποίου οι βραχίονες, το στήθος και αι γυμναί κνήμαι θα μας έδιδον συνδυασμένον τον τέλειον τύπον της κομψότητος και της ανδρικής ρώμης. Παρατηρεί κατ’ αρχάς προσεκτικά τους δύο ταξιδιώτας και στρεφόμενος προς τον κοσμικόν της συντροφιάς∙ «Γνωρίζετε να διαβάζετε;» τον ερωτά. «Ναι», απαντά αυτός. Τότε το Ηπειρωτόπουλον τον παρακαλεί να τον ακολουθήση εις τον γειτονικόν αγρόν. Ο ταξιδιώτης αποδέχεται, ακολουθεί τον νεαρόν αρτοποιόν εις ένα κατά το όνομα μόνον κήπον ή μάλλον εις ένα περίφρακτον χώρον∙ κάθηνται και οι δυο επί ενός σωρού πετρών, πλησίον ενός αγρού σπαρμένου με σίτον. Ο νέος βάζει το χέρι του εις το στήθος και σύρει κάτι προσδεδεμένον εις την άκρην ενός σπάγγου περασμένου εις τον λαιμόν του. Ήτο ένα μικρόν βιβλίον, το οποίον επέδειξε εις τον ταξιδιώτην, παρακαλών αυτόν συγχρόνως να του διαβάση κάτι, και το μικρόν αυτό βιβλίον ήσαν τα τραγούδια του Ρήγα. Ο ταξιδιώτης το πήρε και ήρχισε, όχι να τραγουδά τους ύμνους, αλλά απλώς να τους διαβάζη με κάποιαν απαγγελίαν. Μετ’ ολίγον ύψωσε τους οφθαλμούς του προς τον ακροατήν του∙ αλλά ποία η έκπληξίς του; ο ακροατής του είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Τώρα το πρόσωπόν του φανερώνει συγκίνησιν και όλα τα χαρακτηριστικά του καθρεφτίζουν την έξαψίν του∙ τα μισάνοιχτα χείλη του τρέμουν, δύο καταρράκται δακρύων πίπτουν από τους οφθαλμούς του και όλον το τρίχωμα, το οποίον σκεπάζει το στήθος του, ανορθούται, ανακινείται και συσπάται ζωηρώς προς όλας τας διευθύνσεις. «Δια πρώτην φοράν ακούεις να αναγιγνώσκεται το μικρόν αυτό βιβλίον;» ερωτά ο ταξιδιώτης. «Όχι», απαντά∙ «παρακαλώ κάθε ταξιδιώτην, ο οποίος διέρχεται από το χωρίον να μου διαβάση κάτι∙ και τα έχω ακούσει όλα αυτά». «Και πάντα με την αυτήν συγκίνησιν;» προσέθεσε ο πρώτος. «Με την αυτήν συγκίνησιν» προσέθεσε ο νέος. Εάν ο μικρός αρτοποιός ζη ακόμη σήμερον, θα εστοιχημάτιζον με προθυμίαν ότι δεν ευρίσκεται εις ένα μικρόν κατάστημα και δεν ζυμώνει άρτους∙ οι βραχίονές του εκτελούν κάποιο άλλο έργον» (Fauriel, Chants populaires de la Grece modern, Paris 1824-25, σσ 206-207) [1]

Το παραπάνω μικρό περιστατικό του 1817 περιγράφει ο Γάλλος φιλέλληνας Fauriel στα 1824-1825, οπότε εκδόθηκε η συλλογή του των «λαϊκών τραγουδιών της σύγχρονης Ελλάδας». Ο ίδιος δεν παρέλειψε να συμπεριλάβει στην συλλογή του αυτή και το κείμενο του Θούριου του Ρήγα [2], για την ακρίβεια 93 στίχους από τους 126 της αυθεντικής του έκδοσης [3]. Ανάμεσα στους στίχους που παραλήφθηκαν από τον Fauriel είναι και ορισμένοι, όπως οι ακόλουθοι, που προσέδιδαν στην έμμετρη επαναστατική διακήρυξη του Ρήγα ένα περιεχόμενο πολύ βαθύτερο και πλατύτερο από αυτό που αποτύπωσε στην ιστορία η «εθνική» επανάσταση του 1821, η ίδια αυτή επανάσταση την οποία ενέπνευσαν οι στίχοι του Θούριου με τον τρόπο που περιγράφει ο Fauriel στο πρόσωπο του «μικρού βοηθού αρτοποιού»:

«Στην πίστιν του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη, / στην δόξαν του πολέμου να τρέξωμεν μαζί»…

…»Να σφάξωμεν τους λύκους, που τον ζυγόν βαστούν, / και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν».

Ίσως βέβαια τον καιρό που εκδόθηκε η συλλογή του Fauriel, η ίδια η ζωντανή ιστορική πράξη να είχε θέσει στο περιθώριο, ή στα βαθύτερα στρώματα της κοινωνικής συνείδησης, στίχους σαν κι αυτούς… Ωστόσο, ποιος  μπορεί να πει ότι μέσω της γραφίδας του Ρήγα η ανθρωπότητα δεν είχε ήδη θέσει στον εαυτό της το πρόβλημα και μάλιστα ότι δεν το είχε θέσει με δεδομένο το ότι: «Η ανθρωπότητα θέτει έτσι στον εαυτό της μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει, αφού η εγγύτερη εξέταση θα δείξει πάντα πως το ίδιο το πρόβλημα ανακύπτει μονάχα όταν υπάρχουν ήδη, ή τουλάχιστον βρίσκονται στη διαδικασία της διαμόρφωσής τους, οι υλικοί όροι για τη λύση του»; [4]

Ποιητική αδεία ή όχι, και με αυτό εννοώ το ερώτημα όπως διατυπώνεται στην προηγούμενη παράγραφο, το ίδιο αυτό ερώτημα μπορεί να μην απαντήθηκε από την ιστορική πράξη της ελληνικής επανάστασης, αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι δεν τέθηκε σε αυτήν, έστω και με έναν κάπως ιδιόμορφο τρόπο, όπως θα φανεί στη συνέχεια…

*

Γράφει στα απομνημονεύματά του ο Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), ο 23χρονος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη κατά τη διάρκεια της επανάστασης, αναφερόμενος στην πολιορκία των Πατρών την άνοιξη του 1822:

«Όταν επολιορκούμεν τας Πάτρας οι εντόπιοι Τούρκοι και οι Λαλαίοι ήρχοντο εις ομιλίαν συνεχώς με τους Έλληνας, διότι είχαν την άδειαν του αρχηγού. Ένας Τούρκος είπεν ό,τι λέγομεν τώρα, ότι δηλαδή είναι αδιόρθωτα τα πράγματα, και ότι καλόν είναι να πιάσωμεν ημείς τους μεγαλειτέρους μας Αγάδες και εσείς τους ιδικούς σας και να τους σκοτώσωμεν δια να γλυτώσωμεν ύστερον από τους Φράγκους. Αυτήν την ένωσιν θέλομεν, διότι αυτοί δεκατίζουν και τα αυγά ακόμη οι χουρσούζηδες και αχαΐρευτοι αφεντάδες». [5]

Και επίσης, αναφερόμενος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς ένα χρόνο νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1821:

«Οι Έλληνες ήσαν ακόμα απλοί και αδιαβόλευτοι κι όσα τους έλεγαν να κάμουν κατά των πολιορκουμένων Τούρκων τα επίστευαν. Ήλθαν δηλαδή άνθρωποι ενόσω εδιαρκούσεν οι πολιορκία και μας υπόσχοντο να κάψουν την πόλιν δια διαφόρων μηχανών∙ και άλλοι μας εζήτουν γάταις ή σκύλους δια να δέσουν εις της ουραίς των πράγματα κατασκευασμένα ωσάν ρουκέταις και να της απολύσουν εις την πόλιν μέσα να την κάψουν, άλλοι πάλιν να τους δώσωμεν δοκάρια μακρά ελάτινα δια να δέσουν εμπρός μίαν ρουκέταν από ύλην καυστικήν, την οποίαν την έλεγαν άσβεστον πυρ, και να της ρίψουν επάνω εις τα σπίτια της πόλεως και να την κάψουν∙ μας επαράσταιναν ακόμη, ότι δεν σβύνει και όπου πέσει καίει τον τόπον και της πέτραις λυώνει.

Εις αυτούς εδώκαμεν την ύλην και αυτοί έκαμαν κάτι πράγματα ωσάν προσκέφαλα, τα έδεσαν εις την άκρην των δοκαριών και τα έρριψαν, αλλ’ αντί να υπάγουν εις το φρούριον εγύρισαν οπίσω εις της καλύβαις των στρατιωτών. Αυτά οι Τούρκοι τα είδαν, ότι τα εκάμαμεν την νύκτα∙ μας επεριγελούσαν και μας έλεγαν, ότι ο Θεός θα μας κάψη ως απίστους, διότι επατήσαμεν το ψωμί του αφέντη μας Σουλτάνου∙ επειδή μας άφησε και ζούμεν από πολλήν του ευσπλαχνίαν, οι δε Έλληνες πάλιν ωμίλουν κάθε ημέραν με τους Τούρκους, και τους αναγελούσαν βλέποντας αυτούς να αλωνίζουν εις την κάψαν, διότι ήσαν ασυνείθιστοι. Μάλιστα τους ενθύμιζαν τον καιρόν, όπου τους έβαλλαν αγγάρια, και τους ερωτούσαν, πώς τους φαίνεται τώρα το αλώνισμα και το λύχνισμα, και τους έλεγαν διατί μας ετυραννούσατε; Οι δε Τούρκοι απεκρίνοντο∙ τι να σας ειπούμεν, έχετε δίκαιον, τώρα το βλέπομεν και ημείς ότι το επαρακάναμεν, διότι σας αδικούσαμεν και ο Θεός θα μας παιδεύση δια τούτο. Αλλά τώρα ελάτε να ενωθώμεν, και σας δίδομεν τα χωράφια μας μισακά, και σας κάμνομεν αδέλφια έξω από την πίστιν μας, και εις το εξής θα ζήσωμεν πολύ καλά αν θέλετε να μας ακούσετε, διότι άλλως θα πέσετε εις των Φράγκων τα χέρια, και θα σας δεκατίζουν και τα αυγά της κότας, και τότε θα μας ενθυμηθήτε και δεν θα μας εύρετε, και δια να συμβιβασθούν τα πράγματα μεταξύ μας, ιδού τι να κάμωμεν∙ εσείς και εμείς να πιάσωμεν τους ανωτέρους μας να τους σκοτώσωμεν και έπειτα μόνοι μας συμφωνούμεν». [6]

Να λοιπόν και εδώ η ανθρωπότητα, που – όχι με τη μορφή του έμμετρου λόγου, αλλά με τη μορφή, ας πούμε, της λαϊκής διπλωματίας – «θέτει στον εαυτό της το πρόβλημα εκείνο που μπορεί να λύσει», πράγμα που δεν αλλάζει καθόλου από το γεγονός ότι δεν το έλυσε τότε, που το έθεσε, και από το γεγονός ότι δεν το έχει λύσει ακόμα έως τώρα, όπου από τότε έχει τεθεί και ξανατεθεί αρκετές φορές…

Φυσικά μπορεί κανείς να αντιτείνει, ότι τα παραπάνω περιστατικά λαβαίνουν χώρα σε στιγμές όπου πια το νερό έχει μπει στ’ αυλάκι με τον τρόπο που έχει μπει και ότι ήταν πλέον αδύνατο να κυλήσει σε διαφορετική κοίτη. Ή ότι οι προτροπές αυτές και προτάσεις των πολιορκημένων Τούρκων διατυπώνονται εξαιτίας της μειονεκτικής θέσης στην οποία βρίσκονται στις δοσμένες στιγμές, πράγματα δηλαδή που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.

Όμως το σημαντικότερο στα δύο παραπάνω περιστατικά, που ο Φωτάκος θέωρησε τόσο αξιοσημείωτα ώστε να τα καταγράψει στα απομνημονεύματά του, αυτό που διατηρεί ανόθευτη την αξία του, την επικαιρότητά του ως και σήμερα, είναι η στιγμιαία έκφραση των πιο βαθιών αμοιβαίων λαϊκών πόθων, των πόθων που αβίαστα γίνονται αμοιβαία αναγνωρίσιμοι ανάμεσα στους λαούς, τόσο ώστε – εν προκειμένω – να αποτελέσουν διαπραγματευτικό όπλο ανάμεσα σε πολιορκημένους και πολιορκητές που στην πραγματικότητα χωρίζονται μόνο από «εθνικά» τείχη…

…Τα οποία όμως τείχη σε συνθήκες εθνικής καταπίεσης δεν είναι απλώς ιδεατά, όπως στο προηγούμενο περιστατικό μαρτυρεί και το «αναγέλασμα» των μέχρι χθες ραγιάδων προς τους πολιορκημένους, τους αναγκασμένους τώρα «εις την κάψαν» να αλωνίζουν και να λυχνίζουν οι ίδιοι, «ασυνείθιστοι» και στερημένοι από την «αγγάρια» των πρώτων, κι ας μην αποτελούσαν κι εκείνοι παρά το κατώτερο κοινωνικό στρώμα του οθωμανικού πληθυσμού, το ομόλογο ας πούμε στρώμα του ένοπλου λαού που τους πολιορκούσε  – αν ήταν κάτι «ανώτερο» δεν θα αλώνιζαν και δε θα λύχνιζαν  οι ίδιοι ούτε από τη θέση του πολιορκημένου…

Και αποτελεί με τον τρόπο της αυτή η υλική διάσταση της εθνικής καταπίεσης μια εξήγηση – μεταξύ και άλλων – για τους λόγους που σε εκείνες τις συνθήκες παρέπεμψαν στο «άγνωστο μέλλον» τη λύση του προβλήματος που έθεταν οι στίχοι του Ρήγα. Μια εξήγηση για τους λόγους που το «εθνικό ζήτημα» – αν και προϋπόθεσή της αλλά και ακριβώς γι’ αυτό – αποτέλεσε ταυτόχρονα και την τροχοπέδη της κοινωνικο-πολιτικής εξέλιξης στην περίπτωση της ελληνικής επανάστασης.

—————

[1] Το Σύνταγμα και ο Θούριος του Ρήγα. Το αρχικό και το τελικό κείμενο. Κριτική έκδοση. Ε.Σ. ΣΤΑΘΗΣ. Εκδόσεις Αρμός. Σελ. 301-302.

[2] Στο ίδιο σελ. 308-311.

[3] Στο ίδιο σελ. 279-284.

[4] Μαρξ, Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας.

[5] Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Ι, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, 1977, σελ. 211.

[6] Στο ίδιο, σελ. 139-140.

(Στα παραθέματα, με μόνη διαφορά το μονοτονικό, τηρείται η σύνταξη και ορθογραφία του πρωτότυπου. Τα αραιά στοιχεία της έκδοσης έχουν αντιγραφεί σε πλάγια).

 


Εκπομπή της «Φωνής της Αλήθειας» με τραγούδια του αντιδικτατορικού αγώνα

Επετειακά καθυστερημένος εφέτος, δανείζομαι έστω την τελευταία στιγμή από τον 902gr, μέσω του οικοδόμου, το αφιέρωμα που ακολουθεί.

Στο ίδιο μπλογκ, εδώ, μπορείτε και αξίζει να δείτε ένα ακόμα αφιέρωμα που φιλοξενεί:  ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΄73: Έξι αφίσες, έξι ποιητές και πολλαπλάσιες μνήμες.

*

*

Τι μπορεί καλύτερα να μεταδώσει το κλίμα μιας εποχής εκτός από τη φωνή της; Πώς μπορεί να γεφυρωθεί το παρόν με το παρελθόν; Να συνδεθούν και να γίνουν αυτό που είναι; Μια αδιάσπαστη πορεία που δεν τελειώνει ποτέ; Αυτό το κλίμα, την αγωνιστική ανάταση που επικρατούσε στους κόλπους του λαού, αποτυπώνει το ντοκουμέντο που πρωτοδημοσιεύτηκε πέρσυ, από το πόρταλ «902.gr».

Πρόκειται για τα κείμενα μιας εκπομπής του ραδιοσταθμού του ΚΚΕ «Η Φωνή της Αλήθειας» που βγήκε στον «αέρα» των βραχέων στις 5 Σεπτέμβρη 1973. Αυτά τα κείμενα προλογίζουν έξι τραγούδια που μεταδόθηκαν τότε από το σταθμό. Έξι ξεχωριστά τραγούδια που γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν από μέλη της ΚΝΕ μέσα στην πιο σκληρή και αδυσώπητη χρονική περίοδο της δικτατορίας. Όταν έβλεπε το λυκόφως της εξουσίας της.

Ηχογραφήθηκαν και στάλθηκαν όπως λέει ο ένας από τους δύο εκφωνητές «σε μια λιλιπούτεια ταινία μαγνητοφώνου, τυλιγμένη σε ένα χιλιοτσαλακωμένο χαρτί» Και οι κνίτες υπόσχονται να στείλουν και άλλες και με σεμνότητα που διακρίνει τους κομμουνιστές, ακόμα και στις πιο ηρωικές τους στιγμές, ζητούν τη γνώμη των ακροατών, την κρίση τους.

Τα τραγούδια συνόδεψαν και συνοδεύουν την πάλη του λαού. Το «Ήρωες», το «Εβίβα Λιμπερτά» και άλλα που συγκλονίζουν με την απλότητα που συνοδεύεται από την ομορφιά της απόφασης για αγώνα ασυμβίβαστο και ανυπότακτο, που παίρνεται μια για πάντα.

Αυτό το κείμενο με αυτά τα τραγούδια προσπαθήσαμε να διασκευάσουμε ηχογραφώντας το, με όλη την ευθύνη που περικλείει ένα τέτοιο εγχείρημα, γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να το παρουσιάσεις μικρότερο ή και μεγαλύτερο από αυτό που είναι. Το παρουσιάζουμε, ελπίζοντας ότι συμβάλαμε στη σκληρή προσπάθεια να κρατηθεί η μνήμη των αγώνων του χθες ζωντανή και να μιλήσει «σαν ζωντανή προς ζωντανούς» στους αγώνες του σήμερα.

Παρακάτω παρατίθενται τα κείμενα που εκφώνησαν οι παρουσιαστές στο σταθμό του ΚΚΕ και στο τέλος της σελίδας σε φωτογραφίες τα ντοκουμέντα από τα κείμενα της εκπομπής.

«5.9.73

Ταινία: Το μέρος των εγχόρδων που παίζει το μοτίβο «Εβίβα Λιμπερτά».

Εκφωνητής Α’:

ΕΒΙΒΑ ΛΙΜΠΕΡΤΑ

Εκφωνητής Β’:Ο ραδιοφωνικός σταθμός “Η Φωνή της Αλήθειας” σας παρουσιάζει ένα μουσικό πρόγραμμα με επαναστατικά τραγούδια που έγραψαν, που μελοποίησαν και τραγουδούν ανώνυμοι δημιουργοί: Οι νέοι αγωνιστές της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ) που αντιμάχονται γεμάτοι φλόγα και αυταπάρνηση τη νεοφασιστική τυραννία.

Εκφωνητής Α’:Τούτες τις μέρες έφτασε στα χέρια μας μια λιλιπούτεια ταινία μαγνητοφώνου, τυλιγμένη σ’ ένα χιλιοτσαλακωμένο χαρτί. Το περιτύλιγμα της ταινίας ήταν μαζί και γράμμα. Σας το διαβάζουμε.

Εκφωνητής Β’:“Αγαπητή Φωνή της Αλήθειας. Στη μικρή αυτή ταινία που σου στέλνουμε, μαζί με τους θερμούς αδερφικούς, επαναστατικούς μας χαιρετισμούς, είναι ηχογραφημένα και 6 τραγούδια. Στίχοι, μουσική και εκτέλεση είναι όλα έργο δικό μας: Των νέων αγωνιστών – μελών της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας.

Σε παρακαλούμε να τα μεταδώσεις, να τ’ ακούσουν οι ακροατές σου. Κι’ ελπίζουμε να τους αρέσουν. Πολύτιμη βοήθεια θα ‘ταν για μας η κρίση τους, η γνώμη τους.

Όσο για μας, σου υποσχόμαστε να σου στείλουμε σύντομα κι άλλα τραγούδια.

Και πάνω απ’ όλα σ’ ευχαριστούμε

Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς

Μέλη της ΚΝΕ».

Εκφωνητής Α’:Βάλαμε την ταινία στο μαγνητόφωνο να παίζει. Κι αναρριγήσαμε από χαρά και συγκίνηση. Οι νέοι της ΚΝΕ μας πρόσφεραν αυτή τη μεγάλη συγκίνηση. Η ταινία τους ήταν ένα πολύτιμο, ένα ανεκτίμητο δώρο.

Γιατί, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η πιο ζωοδότρα, η πιο παρήγορη κι ελπιδοφόρα φωνή που έχει κρατήσει στη μνήμη της η ιστορία στο μακραίωνο, πολύβουο και πολυτάραχο κλωθογύρισμά της είναι αυτή η ίδια κραυγή που μας στέλνουν και σήμερα οι νέοι της ΚΝΕ: “Εβίβα Λιμπερτά”.

Ταινία: Το τραγούδι “Εβίβα Λιμπερτά”

Εκφωνητής Α’: (απαγγέλλει):

“Χωριάτισσα μάνα, εργάτη Λαέ,
αγρότη πατέρα, νεκρέ αδερφέ,
το αίμα ως το γόνα, στα χέρια φωτιά
εμπρός στον αγώνα, εμπρός στη Λευτεριά…».

Εκφωνητής Β’:Απ’ τα πανάρχαια χρόνια ο Παιάνας συντρόφευε την κάθε έφοδο των λαών για τη Λευτεριά. Δε γίνεται μάχη χωρίς τραγούδι.

Κι είναι δεκάδες λαοί που τα παλιά θούρια των επαναστατικών παραδόσεών τους τα ‘χουνε κάνει σήμερα επίσημους εθνικούς ύμνους. Τι είναι η “Μαρσεγιές” των Γάλλων; Τι είναι το “Εμπρός της Γης οι κολασμένοι” για τα εκατοντάδες εκατομμύρια των κομμουνιστών όλου του κόσμου;

“Εμπρός στον αγώνα, εμπρός στη Λευτεριά”, – τραγουδούν, λοιπόν, σήμερα και οι νέοι της ΚΝΕ.

Ταινία: “Χωριάτισσα μάνα, εργάτη Λαέ”.

Εκφωνητής Α’:Ατόφιο τον επαναστατικό δυναμισμό των συνειδητών νέων του καιρού μας κι ακόμα τη φλόγα της ανυποχώρητης αυταπάρνησης για την ελευθερία του λαού που πυρπολεί τα στήθια τους εκφράζει και το επόμενο από τα 6 τραγούδια που μας έστειλαν οι νέοι της ΚΝΕ. Ακούστε το, αγαπητοί ακροατές!

Ταινία: “Στην κορφή του κόσμου θ’ ανέβω ψηλά”

Εκφωνητής Β’:Με τον πικρό συμβολισμό της “Εβδομάδας των Παθών” παρουσιάζουν το δράμα του λαού κάτω από την μπότα της δικτατορίας οι νέοι της ΚΝΕ στο επόμενο τραγούδι τους. Απ’ τη Μεγάλη Δευτέρα, που ο λαός βρέθηκε κάτω απ’ τη ρομφαία της τυραννίας, ως τη Μεγάλη Παρασκευή όπου τον καρφώσαν και με το καρφί της προδοσίας, -να ο Γολγοθάς μας σαν λαού και σαν έθνους.

Μα στην ψυχή των νέων κομμουνιστών δεν υπάρχει θέση για απαισιοδοξίες και μοιρολόγια. Απ’ τη Μεγάλη Τρίτη κιόλας η Λευτεριά αρχίζει “στη γειτονιά να σκάει μύτη”, ώσπου να φτάσει το Σαββάτο του λαού το αναστάσιμο.

Αυτό είναι το πρωτότυπο τραγουδάκι που σκαρώσανε με τη θαυμαστή έμπνευσή τους οι νέοι της ΚΝΕ.

Ας το ακούσουμε, λοιπόν.

Ταινία: “Μεγάλη Δευτέρα” κλπ.

Εκφωνητής Α’:Οι νέοι αγωνιστές της ΚΝΕ είναι από τους πιο φυσικούς και γνήσιους κληρονόμους των ηρωικότερων και των ιερότερων μαζί αγωνιστικών παραδόσεων αυτού του λαού.

Είναι η φύτρα που έλκει απ’ ευθείας, «εξ αίματος” την καταγωγή από την αθάνατη, την ηρωική δρακογενιά που ‘γραψε με το αίμα της και τη θυσία της την ένδοξη εποποιία της Εθνικής Αντίστασης.

Είναι η γενιά που έχει όχι μόνο στο αίμα της, μα και στην ψυχή της εκείνους τους μυριάδες επώνυμους και ανώνυμους ήρωες και μάρτυρες, που νίκησαν ακόμη και τον ίδιο το χάρο, καθώς ανυψώθηκαν άπαρτα, πελώρια κάστρα, γίγαντες “στην κορφή της αρετής φτασμένοι”, όπως τους είπανε κι οι ποιητές.

Αυτές τις μορφές των ζωντανών και των νεκρών ηρώων όλων των εθνικοαπελευθετικών και των κοινωνικών αγώνων του λαού μας ανακαλούν απ’ τον καιρό με το ακόλουθο τραγούδι τους οι νέοι της ΚΝΕ.

Ταινία: “Ήρωες, άπαρτα βουνά…”

Εκφωνητής Β’:Οι νέοι της ΚΝΕ είναι παιδιά της εργατικής τάξης, γόνοι της αδικημένης αγροτιάς, γέννημα και θρέμμα των πιο αγνών, των πιο προοδευτικών, των πιο πατριωτικών δυνάμεων αυτού του τόπου. Είναι η γενιά που εξ απαλών ονύχων μεστώνει με την παραδοσιακή διδαχή ότι το πιο ακριβοαγόραστο αγαθό της ζωής είναι η Ελευθερία.

Ταινία: “Έι οικοδόμοι, έι εργατιά».

Εκφωνητής: Ακούσατε μια σειρά από επαναστατικά τραγούδια που έγραψαν και τραγούδησαν νέοι αγωνιστές – μέλη της ΚΝΕ».

27538122753813275381427538152753816

902


Το «τείχος», η «ειρηνική συνύπαρξη» και η «άμιλλα των δυο συστημάτων»

25 χρόνια συμπληρώθηκαν αυτές τις μέρες από την πτώση του τείχους που χώριζε στα δυο το Βερολίνο, την πτώση που «σηματοδότησε» και «σηματοδοτεί» την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ. Με αφορμή αυτή την επέτειο, που τους αρνητικούς της καρπούς γεύονται καθημερινά οι λαοί, είπα να γράψω κι εγώ την άποψή μου, ή την αποψάρα μου – ανάλογα με το πώς θα την εκτιμήσει ο καθένας- ή, έστω, απλώς κάποιες σκέψεις.

Εισαγωγικά παραθέτω τους συνδέσμους προς τη σχετική αρθογραφία του προχθεσινού κυριακάτικου Ριζοσπάστη:

65 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΓΛΔ – 25 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Η σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα «στοιχειώνει» τους εφιάλτες των αστών!

Πώς φτάσαμε στις δύο Γερμανίες;

Η ανέγερση του «προστατευτικού τείχους»

Για τα θύματα του τείχους

Τα παραπάνω άρθρα δίνουν μια περιγραφή των πραγματικών ιστορικών – πολιτικών όρων που μεταπολεμικά οδήγησαν στις δυο Γερμανίες, στα δυο Βερολίνα και στην εδαφική ύπαρξη του ενός από αυτά όχι εντός της δικής του αλλά εντός της άλλης Γερμανίας, και στην ανέγερση το 1961 του τείχους ως αμυντικού  μέτρου της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας απέναντι στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα που ακατάπαυστα εκδηλωνόταν με στρατιωτικοπολιτικά και οικονομικά μέσα, και ως αυτονόητη θεμελίωση διακριτών κρατικών συνόρων από την πλευρά της.

Με τα παραπάνω το ζήτημα εξαντλείται στις βασικές του γραμμές τουλάχιστον από την άποψη του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας, από την άποψη μιας σειράς αναγκαίων όρων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης απέναντι στην ιμπεριαλιστική υπονόμευση και από την άποψη της αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας απέναντι στις διαστρεβλώσεις της τότε και της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας.

Έτσι όσα ακολουθούν σε αυτή την ανάρτηση προφανώς και δεν αφορούν τα παραπάνω που με την παρατιθέμενη αρθρογραφία εξαντλούνται στις βασικές τους γραμμές.

*

Στο σύνολό της η όποια άποψη εκφράζεται στις παρακάτω σειρές, έχει την αφετηρία της στην εκτίμηση του τείχους ως μιας λύσης απέναντι σε ένα πρόβλημα που παρουσιαζόταν με ένταση, αλλά ως μιας λύσης μη-βιώσιμης καθαυτής. Γιατί, φυσικά και η θεμελίωση διακριτών κρατικών συνόρων είναι αυτονήτη συνθήκη σε επίπεδο διεθνών – διακρατικών σχέσεων, για τη ζωή όμως του πληθυσμού μιας πόλης δεν είναι συνθήκη αυτονόητη και, με άλλα λόγια, δεν είναι συνθήκη αφομοιώσιμη η ύπαρξη ενός τείχους που σαν σύνορο χωρίζει την πόλη σε δυο διαφορετικά κράτη: Ουσιαστικά, βέβαια, από αυτό το τελευταίο (την κρατική διαίρεση της πόλης) προέρχεται και σε αυτό έγκειται εν προκειμένω το μη-αυτονόητο, όμως είναι το τείχος που του έδινε υλική μορφή.

Δε νομίζω ότι χρειάζεται επιχειρηματολογία για το μη-αφομοιώσιμο ενός «τείχους» στη ζωή μιας πόλης. Ούτε το θέμα περιορίζεται στις συγγενικές και φιλικές σχέσεις. Αρκεί κανείς να υποθέσει νοερά την περίπτωση μιας Αθήνας που λόγω της έκβασης του οποιουδήποτε κοσμοϊστορικού γεγονότος θα διαιρούνταν  στα δυο από ένα τείχος κατά μήκος πχ του άξονα Βουλιαγμένης – Βασιλίσσης Σοφίας – Κηφισίας. Ποιος θα μπορούσε να «αφομοιώσει» το γεγονός ότι κατοικώντας στους Αμπελόκηπους δεν θα μπορούσε πλέον να επισκεφτεί ξανά το Παγκράτι, παρά μόνο εκτός αν είχε εκεί συγγενείς αλλά και τότε με ειδικές διαδικασίες κλπ κλπ. Ποιος θα μπορούσε να αποδεχτεί σαν μόνιμη μια τέτοια τοπική συνθήκη στη ζωή της πόλης στο όνομα των ανώτερων γεωπολιτικών συνθηκών που την επιβάλλουν, στο όνομα της νομιμότητάς της από διεθνή άποψη κλπ.

Κι αν στο Βερολίνο του 1961 η ένταση βρισκόταν σε τόσο υψηλό σημείο ώστε μια κρίσιμη μάζα του λαού μπορούσε να αποδεχτεί το τείχος σαν άμεση λύση στα προβλήματα του παρόντος, πόσο θα μπορούσε χρονικά να διαρκέσει αυτή η αποδοχή, και ποιό θα μπορούσε να ειναι το ανώτατο χρονικό περιθώριο ως την αντικατάσταση της κρίσιμης μάζας αποδοχής από μια κρίσιμη μάζα αμφισβήτησης και αντίθεσης απέναντι στη συγκεκριμένη υλική συνθήκη. Κατά τη γνώμη μου, το χρονική αυτό περιθώριο δεν θα μπορούσε παρά με μαθηματική βεβαιότητα να είναι ελάχιστο. Πόσο μάλλον που με την ανέγερση του τείχους η ιμπεριαλιστική τακτική των προκλήσεων θα έδινε τη θέση της σε μια νέα τακτική προσαρμοσμένη όχι στην ανυπαρξία διακριτού συνόρου αλλά στην ύπαρξη του τείχους που στη ζωή του βερολινέζικου πληθυσμού εξ αντικειμένου θα ήταν για πάντα στοιχείο «παρά φύσει».

Από τη στιγμή λοιπόν που χτίστηκε το τείχος, το ερώτημα δεν ήταν αν κάποια μέρα θα έπεφτε. Το ερώτημα ήταν πότε και κάτω από ποιους όρους. Και εφόσον οι όροι αυτοί επέρχονταν (όπως και επήλθαν) κάτω από συσχετισμούς που θα «σηματοδοτούσαν» την αφετηρία της διαδικασίας ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος σε ανατολική Ευρώπη και ΕΣΣΔ, εφόσον -με άλλα λόγια ή από άλλη άποψη- οι όροι αυτοί καθιστούσαν (μεταφυσικά κατά τη γνώμη μου) το τείχος σε αγκωνάρι πάνω στο οποίο στηριζόταν η ύπαρξη ολόκληρου του σοσιαλιστικού συστήματος, τότε θα ήταν (και πράγματι ήταν) εξαιρετκά δυσανάλογη και εξαιρετικά ουτοπική η απαίτηση από τον λαό ή ευρύτερα τον πληθυσμό του Βερολίνου να σηκώσει σαν τιτάνας στους ώμους του ολόκληρο το σοσιαλιστικό στερέωμα αποδεχόμενος στωικά την ύπαρξη του τείχους εως τη στιγμή εκείνη όπου «νομοτελειακά» η «οικονομική άμιλλα» μεταξύ των δυο συστημάτων θα έγερνε την πλάστιγγα υπέρ του σοσιαλισμού.

*

Αντίθετα με μια άποψη που συχνά εκφράζεται, το πρόβλημα (το υποκειμενικό πρόβλημα) δεν εντοπίζεται ιστορικά στο σοσιαλιστικό κρατικό δόγμα της «ειρηνικής συνύπαρξης». Αυτό το δόγμα, στη γενικότητά του, αποτελούσε για το σοσιαλισμό αναγκαστικό μονόδρομο από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης της ΕΣΣΔ, αμέσως μετά την ήττα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης για το άμεσο πνίξιμο της επανάστασης. Και σαν δόγμα σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κρατικής πολιτικής δεν μπορούσε παρά να έχει την έννοια της ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα σε κράτη διαφορετικών συστημάτων έως τη στιγμή όπου η ανάπτυξη της ταξικής πάλης στις καπιταλιστικές χώρες (και κάτω από τις ευνοϊκές συνθήκες που συνιστούσε για αυτήν η ύπαρξη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου) θα οδηγούσε και σε αυτές στην εγκαθίδρυση του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής.

Είναι αργότερα, που ενώ το «δόγμα» της κρατικής πολιτικής έμεινε ονομαστικά το ίδιο, το περιεχόμενό του είχε ριζικά μεταβληθεί και πλέον κεντρική θέση σε αυτό δεν είχε η ταξική πάλη αλλά η «οικονομική άμιλλα» των δυο συστημάτων, άσχετα αν ονομαζόταν «ταξική πάλη» και αυτή.

Όμως έτσι, αν με το ένα ουσιαστικό περιεχόμενο του «δόγματος» η ταξική πάλη εύρισκε στην «ειρηνική συνύπαρξη» ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξής της, με την άλλη ουσιαστική έννοια η «ειρηνική συνύπαρξη» έτεινε να αποτελεί μια «ευνοϊκή συνθήκη» την οποία η ταξική πάλη υπήρχε φόβος να βλάψει…

Ριζική μετατροπή στο περιεχομενο της «γενικής έννοιας» ομολογουμένως σιωπηρή από πολιτική άποψη. Δεν γνωρίζω αν είναι δυνατόν να βρεθεί πολιτικό ντοκουμέντο που να τη διατυπώνει ρητά. Όμως, αφενός, η πράξη αποτελεί το «δοκιμαστήριο» και  την τελική αποτύπωση ή αποκρυστάλλωση κάθε θεωρίας. Και, αφετέρου, πώς αλλιώς αν όχι με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί η θεωρητική επεξεργασία ενός ανώτατου επιστημονικού φορέα της ΕΣΣΔ όπως το Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας, όταν στον 5ο τόμο της πεντάτομης «Πολιτικής Οικονομίας»  της Οικονομικής του Σχολής (έκδοση του Υπουργείου Παιδείας της ΕΣΣΔ, ελληνική έκδοση Gutenberg) το τελευταίο της κεφάλαιο έχει τον τίτλο «ΤΟ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΜΙΛΛΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ»;

Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί μια άποψη σαν αυτή, προερχόμενη εν προκειμένω από την ίδια τη ΓΛΔ, για το «άλμα από τον ψυχρό πόλεμο στη συνύπαρξη του Ελσίνκι»  ως «επίτευγμα των επαναστατικών δυνάμεων» και για τη συνακόλουθη «αντικατάσταση των οδοφραγμάτων από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

 Για να είμαι ξεκάθαρος και απέναντι σε ορισμένα «δευτερεύοντα» ζητήματα, τιμώ την μνήμη του πρόσφατα φευγάτου Μάνφρεντ Βέκβερτ, που το 1977 αποτέλεσε εκφραστή αυτής της -κάθε άλλο παρά προσωπικής υποθέτω- άποψης και επίσης δεν μπορώ να πω ότι με κάποιον τρόπο συμμερίζομαι την σημερινή πολιτική στάση του συμπατριώτη του Βολφ Μπίρμαν ούτε και ότι μπορώ να ταυτιστώ πλήρως με το σύνολο των αλλοτινών ποιητικών του θέσεων όπως τις γνωρίζουμε από τη μελοποίηση του Μικρούτσικου.

Παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να παραβλέψω, αλλά ούτε και να «τακτοποιήσω» λογικά – ακροβατικά, το γεγονός ότι η παραπάνω άποψη για «επαναστατικό επίτευγμα», «άλμα από τον ψυχρό πόλεμο στη συνύπαρξη», «αντικατάσταση των οδοφραγμάτων από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων» διατυπώνεται σε μια έκδοση του 1977, ενώ ένα χρόνο πριν ο Μπίρμαν (που σε «οριστική» διάσταση από τα παραπάνω τραγουδούσε «από τα στόμια βγαίνει η δύναμη κι όχι από τα στόματα») βρέθηκε «εγκλωβισμένος» εκτός ΓΛΔ.   Πόσο μάλλον: Ο Βολφ Μπίρμαν τραγουδούσε επίσης για την «πόλη που στα δυό έχει σχιστεί» ενώ ο Μάνφρεντ Βέκβερτ σαν φορέας της -ε όσο να ‘ναι επισημότερης από του Μπίρμαν- άποψης για «αντικατάσταση των οδοφραγμάτων από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων» φαινόταν σαν να μην βλέπει από πάνω του τη σκιά του μεγαλύτερου οδοφράγματος της ιστορίας, του οδοφράγματος των οδοφραγμάτων που έσχιζε στα δυο το Βερολίνο…

Σε ποια λοιπόν από τις δυο απόψεις, κρίνοντάς τες εντελώς αποπροσωποποιημένα (όπως σε τελική ανάλυση πρέπει να κρίνεται κάθε άποψη), βρίσκεται η ρεαλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας και σε ποια η «αιρετικότητα»; Σε αυτή που κάτω από το «τείχος» μιλά για «αντικατάσταση των οδοφραγμάτων από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων»  και στο τειχος δεν βλέπει κανένα «οδόφραγμα» ή σε αυτήν που υπενθυμίζει από πού «βγαίνει η δύναμη» και δεν ντρέπεται ρητά να στρέφει το βλέμμα προς το «τείχος» και το «σχίσιμο της πόλης στα δυό»;

Μια ερώτηση στην οποία ακόμα και η απάντηση του είδους «καμία από τις δυο απόψεις» απαιτεί πειστική αιτιολόγηση.

*

Όλα τα παραπάνω υποστηρίζουν μια άποψη (η οποία σίγουρα δεν στηρίζεται σε κανέναν «πραγματισμό»), ότι το αυτονόητο της ανέγερσης του τείχους εξαντλεί την ισχύ του στα όρια κατά τα οποία αποτελεί μια έγκυρη απάντηση στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα του «χθες» και στην ιμπεριαλιστική προπαγάνδα του «σήμερα». Ότι, δηλαδή, έξω από αυτά τα όρια και εντός του πεδίου που αφορά τους υποκειμένικούς όρους ύπαρξης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος μεταπολεμικά το ζήτημα τίθεται με διαφορετικούς όρους.

Εντός αυτού του πεδίου τα ερωτήματα που γεννιόνται όχι για την ανέγερση του τείχους, αλλά για το «γιατί καθυστέρησε από την πλευρά των Σοβιετικών και των Ανατολικογερμανών να θεμελιώσουν για τη ΓΛΔ το αυτονόητο, το δικαίωμα ύπαρξής της», τίθενται με διαφορετικό τρόπο.

Με τρόπο ο οποίος διατηρεί στο προσκήνιο των ιδεολογικών προβληματισμών (τουλάχιστον των δικών μου βέβαια) σαν πιθανή απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα για την «αργοπορια» αλλά και για την τελική απόφαση, την απάντηση που σχετίζεται τόσο με το πρωταρχικά (στο επίπεδο των «φυσικών νόμων της ζωής» ή ακριβέστερα στο επίπεδο των νόμων που διέπουν την κοινωνική ζωή μιας πόλης) μη αφομοιώσιμο αυτού του «θεμέλιου», όσο και (σε συνάρτηση με αυτό) με τους όρους τακτικής που επιβάλλει το ένα ή το άλλο ουσιαστικό περιεχόμενο του (στη γενικότητά του αναγκαίου) κρατικού δόγματος της «ειρηνικής συνύπαρξης».

Υποστηρίζουν, τα παραπάνω, την άποψη (ή τουλάχιστον υποστηρίζουν ότι το ιστορικό ερώτημα δεν είναι «λυμμένο»), ότι η ύπαρξη του «τείχους», όλο το «προτσές» από την ανέγερσή του ως την πτώση του, καθορίστηκε από τη στροφή και την εμπέδωση της «ειρηνικής συνύπαρξης» όχι ως δόγματος βασισμένου στην ταξική πάλη αλλά βασισμένου στο ιδεολόγημα της «οικονομικής άμιλλας» και της «αναπόφευκτης» έκβασής της. Διαφορετικά το «τείχος» είτε δεν θα είχε ανεγερθεί και θα είχαν επιλεγεί διαφορετικές (όχι ανώδυνες βέβαια, αλλά ούτε και το «τείχος» ήταν «ανώδυνο», ενώ το ποσοτικό μέγεθος του «πραγματισμού» είναι κάποτε αντιστρόφως ανάλογο προς το μέγεθος του ρεαλισμού: όσο λιγότερο από τον πρώτο τόσο περισσότερο από τον δεύτερο) μορφές αντιμετώπισης των προβλημάτων που προκαλούσε η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, είτε η πτώση του δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να «σημάνει» (ερήμην ακόμα και της πλειοψηφίας του πλήθους που πανηγύριζε) την αλυσιδωτή  διαδικασία ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος ελλείψει, πλέον, «θεμελίου»…

«Αποψάρα» σίγουρα: τόσο ως προς την ταπεινότητα του εκφραστή της όσο και ως προς (και πόσο μάλλον σε σύγκριση προς) το ιστορικό μέγεθος του αντικειμένου της.  Από μόνα τους αυτά, όμως, δεν είναι αρκετά και για να την αναιρούν.

*

ΥΓ1 Την πτώση του «τείχους» στο Βερολίνο την ακολούθησε η ανέγερση πολλαπλών εθνικών και ταξικών, ακόμα και ρατσιστικών, τοίχων και συρματοπλεγμάτων στην Ευρώπη και τον Κόσμο. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα: δίνεις ένα – παίρνεις δέκα από αυτά…

ΥΓ2 Σαν κατακλείδα: Προς όσους ως αριστεροί, δημοκράτες, εναλλακτικοί κ.ο.κ. πανηγύρισαν και εξακολουθούν να πανηγυρίζουν για την «πτώση του τείχους» και τη νίκη της δήθεν δημοκρατίας τους, μια υπενθύμιση της προτροπής που διατυπώθηκε καλλιτεχνικά έναν χρόνο πριν από από όλα αυτά. Προτροπή που, νομίζω, είναι ικανή να αναδείξει την τουλάχιστον αφέλεια αυτών των πανηγυρισμών:

Παιδιά, το Μανχάταν πρώτα, κι ύστερα το Βερολίνο…


Καθ’ οδόν προς τα τηλεπαράθυρα το «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο»

Το λεγόμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο,  το οποίο η κυβέρνηση είχε «παγώσει» για 4 μήνες, βρίσκεται ξανά από την Πέμπτη για συζήτηση στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης της Βουλής.

Ίσως ο τίτλος της ανάρτησης ξενίζει δίνοντας μια εντύπωση  υποτίμησης του προβλήματος του ρατσισμού και των μέτρων εναντίον του. Όμως δε θα έπρεπε να ξενίζει με δεδομένο το γεγονός ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν έρχεται να καλύψει κάποιο υποτιθέμενο νομικό κενό, αφού νόμος που τιμωρεί ποινικά πράξεις ή ενέργειες που αποσκοπούν σε φυλετικές διακρίσεις υπάρχει από το 1979.  Ενώ το σημερινό λεγόμενο «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο», όχι μόνο ως προς το υποτιθέμενο αντικείμενό του δεν προσθέτει τίποτα σε σχέση με τον ισχύοντα νόμο, αλλά αντίθετα: πρώτον, αφαιρεί από αυτόν την χωρίς περιστροφές καταδίκη της ρατσιστικής ρητορικής και, δεύτερον, κατά τρόπο αντιδραστικό και επικίνδυνο «παιχνιδίζοντας» ουσιαστικά με την ιδεολογία της εξομοίωσης των «άκρων» ποινικοποιεί τις «συμπεριφορές που εκδηλώνονται με αφορμή την επιδοκιμασία ή την κακόβουλη άρνηση ή τον ευτελισμό της σημασίας του Ολοκαυτώματος, των εγκλημάτων γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου ή αυτών του ναζισμού», ενσωματώνοντας σχετική Απόφαση – Πλαίσιο της ΕΕ.

Μια προσπάθεια ανάλυσης του νομοσχεδίου είχα κάνει πριν τέσσερις μήνες στην ανάρτηση που μπορείτε να δείτε εδώ. Συνοψίζοντας (και εν μέρει συμπληρώνοντας) το περιεχόμενο εκείνης της ανάρτησης, το ζήτημα έχει ως εξής:

1] Με τον ισχύοντα νόμο διώκεται αυτεπάγγελτα και τιμωρείται η προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων ή ομάδας προσώπων μόνο και μόνο για τη φυλετική ή εθνική καταγωγή τους ή τη θρησκεία τους. Επίσης η σύσταση ή συμμετοχή σε οργανώσεις που επιδιώκουν οργανωμένη προπαγάνδα και γενικά δραστηριότητα που τείνει σε φυλετικές διακρίσεις. Και, τέλος, η έκφραση ιδεών προσβλητικών κατά προσώπου, ή ομάδας προσώπων, μόνο και μόνο για τη φυλετική ή εθνική καταγωγή τους ή τη θρησκεία τους.

Αντίθετα, με το νομοσχέδιο (που συν τοις άλλοις απαλείφει το αξιόποινο των ρατσιστικών προσβολών, δηλαδή της έκφρασης ιδεών προσβλητικών μόνο και μόνο για τη φυλετική καταγωγή κλπ), το παραπάνω βασικό έγκλημα της προτροπής σε φυλετικές διακρίσεις, μίσος και βία αναγνωρίζεται σαν αξιόποινο, άν η προτροπή αυτή γίνεται “κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων”.

Για να το πούμε με άλλα λόγια, το λεγόμενο «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο» έρχεται να αναγνωρίσει σαν «νόμιμο» τον ρατσισμό αν «δεν εκθέτει» σε κίνδυνο τη «δημόσια τάξη» ή «δεν ενέχει» απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα. Δέχεται ότι υπάρχει ρατσιστική προτροπή σε διακρίσεις, μίσος και βία που μπορεί να «μην εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη» και αυτού του είδους τη ρατσιστική προτροπή τη νομιμοποιεί. Και ταυτόχρονα έμμεσα εξειδικεύει τη γενική νομική ρήτρα της «δημόσιας τάξης» αναγνωρίζοντας σαν συστατικό μέρος της τη ρατσιστική προτροπή σε διακρίσεις, μίσος και βία ως το μέτρο (λες και μπορεί να υπάρχει τέτοιο μέτρο!) που «δεν την εκθέτει σε κίνδυνο»!

Τόσο «αντιρατσιστικό»…

Αλλά φαίνεται ότι «μια σοβαρή Χρυσή Αυγή», σαν αυτή που επιθυμούν οι «σοβαροί» απολογητές της σύγχρονης κοινωνικής και ιστορικής αντίδρασης και οπισθοδρόμησης, πρέπει να συνοδεύεται κι από έναν εξίσου «σοβαρό» ρατσισμό, ο οποίος και θεσμοθετείται με το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο.

2] Εκτός όμως από την αποποινικοποίηση του ρατσισμού καθεαυτού και τον περιορισμό του αξιόποινου στη «διακινδύνευση» της «δημόσιας τάξης», το νομοσχέδιο προσθέτει και την πρόβλεψη τιμωρίας για τον “δημόσιο εγκωμιασμό ή άρνηση εγκλημάτων”, σε βάρος δηλαδή όποιου “επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται τη σοβαρότητα εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού και η συμπεριφορά αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή την αναπηρία κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος, ή ενέχει απειλητικό, ή προσβλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της”.

Σε αυτή την προσθήκη, ας σημειώσουμε, κανένας «νομοπαρασκευαστής»  δεν έσπευσε να βάλει σαν πρϋποθεση του αξιόποινου τη «διακινδύνευση της δημόσιας τάξης» κλπ, αντίθετα με την «πρεμούρα» που γίνεται εμφανής ως προς τη νομιμοποίηση των «ακίνδυνων» για τη «δημόσια τάξη» ρατσιστικών προτροπών.

Εδώ πολύ απλά και χωρίς περιστροφές, η ολοκληρωτική φρίκη του ναζιστικού ολοκαυτώματος χρησιμοποιείται πρόστυχα και ευτελιστικά προκειμένου να προωθηθεί η δια νόμου επιβολή της ιστορίας κατά τον τρόπο που θέλει να την γράψει σήμερα ο ιμπεριαλισμός, και για να επιβληθεί η ποινικοποίηση κάθε άποψης διαφορετικής από την άποψη του ιμπεριαλισμού για την ιστορία του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.

Θα έλεγε κανείς ότι μπορεί και να μην είναι έτσι. Όμως, εκτός των άλλων, η πολύ πρόσφατη (Νοέμβριος του 2013) θωράκιση του αντιλαϊκού νομικού οπλοστασίου με την ψήφιση του άρθρου 458Α του Ποινικού Κώδικα που προβλέπει ότι “Όποιος με πρόθεση παραβιάζει κυρώσεις ή περιοριστικά μέτρα, που έχουν επιβληθεί σε βάρος κρατών ή οντοτήτων ή οργανισμών ή φυσικών ή νομικών προσώπων, με κανονισμούς της Ε.Ε. τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών…”, δεν επιτρέπει  περιθώρια αμφιβολίας για το ποια ιστορικά γεγονότα θα απαγορεύεται να μην θεωρούνται   εγκλήματα γενοκτονίας, πολέμου και κατά της ανθρωπότητας και ποια ιστορικά γεγονότα θα απαγορεύεται να θεωρούνται ως τέτοια.

*

Κλείνω το θέμα εδώ, με ένα απόσπασμα από μια παλιότερη ανάρτηση του μπλογκ (πριν από σχεδόν ένα χρονο αλλά παρ’ όλα αυτά επίκαιρο):

«Στο εσωτερικό μέτωπο η [τότε] τρικομματική κυβέρνηση επιχειρεί να προβεί με το “αντιρατσιστικό νομοσχέδιο” σε εξωραϊσμό της παρθενοραφής της. Ποιός; Η κυβέρνηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης και του “ξένιου δία”, η κυβέρνηση που προΐσταται ενός κρατικόύ μηχανισμού τμήματα του οποίου αποτελούν πραγματικούς θύλακες του “δικτύου” που χρησιμοποιεί το ρατσισμό σαν πολιορκητικό κριό ενάντια στο εργατικό – λαϊκό κίνημα. Έτσι πλέον τα σύγχρονα ρατσιστικά “λάγκερ” θα συνοδεύονται από νομοθεσία ποινικοποίησης της “αμφισβήτησης του ολοκαυτώματος” μιας άλλης ιστορικής περιόδου, ώστε τα σημερινά ολοκαυτώματα (ρατσιστικά – ταξικά – αντιλαϊκά) να διαδραματίζονται κάτω από το αραχνοΰφαντο πέπλο της υποκριτικής πολιτικής τους “ορθότητας”. Ούτε λογος βέβαια, ότι μοναδικό “αντιρατσιστικό νομοσχέδιο” θα ήταν αυτό που θα νομιμοποιούσε τους μετανάστες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, που θα διασφάλιζε τα εργατικά και κοινωνικά τους δικαιώματα, που θα ακύρωνε τη Σένγκεν και τη Δουβλίνο ΙΙ, που θα καταργούσε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που θα δημιουργούσε χώρους υποδοχής δημοσιους και ανοιχτούς για τη διαβίωση, τη σίτιση, την ιατρική φροντίδα, τη νομική υποστήρξη των ναυαγισμένων του σύγχρονου ιμπεριαλιστικού κόσμου που φτάνουν στον τόπο μας ταξιδεύοντας πάνω στην κόψη των θεόρατων κι αλλεπάλληλων μεταναστευτικών και προσφυγικών κυμάτων, ένα “νομοσχέδιο” που θα συγκρούονταν συνολικά με τη στρατηγική των καπιταλιστικών μονοπωλίων επιβάλλοντας μια πολιτική οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης υποταγμένη στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών: ψωμί, δουλειά, μόρφωση, στέγαση, υγεία, εργατικά κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα, τέτοια πράγματα».


Κωστή Μοσκώφ, Ο ελληνικός κόσμος στα πρόθυρα της επανάστασης

Το (επετειακό) κείμενο της ανάρτησης «Ο ελληνικός κόσμος στα πρόθυρα της επανάστασης», του Κωστή Μοσκώφ, προέρχεται από την έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής»: Η Επανάσταση του Εικοσιένα, Επιστημονικό Συμπόσιο 21-23 Μάρτη 1981, Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών.

Στην ανάρτηση το πολυτονικό μετατράπηκε σε μονοτονικό και κατά τα άλλα διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου.

Πέρα από την αξία του κειμένου που ακολουθεί, την οποία ο καθένας μπορεί να εκτιμήσει ή να αμφισβητήσει, από την πλευρά μου θεωρώ σκόπιμη μια έμφαση στο ότι θα ήταν αποπροσανατολισμένη και αποπροσανατολιστική η ανάγνωσή του μέσα από τους «φακούς» των σημερινών κοινωνικών – οικονομικών σχέσεων, όπως και αντίστροφα, μια ανάγνωσή του η οποία θα μετέφερε μηχανιστικά στο παρόν την περιγραφή και τα συμπεράσματα του συγγραφέα για την εποχή που εξετάζει.

***

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΑ ΠΡΟΘΥΡΑ ΤΗΣ  ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

 ΚΩΣΤΗ ΜΟΣΚΩΦ 

Ιστορικού

 

     1. ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

     Ο χώρος αποτελεί στοιχείο του χρόνου – της ιστορίας, κινείται μέσα της με τη δική του βέβαια αργόσυρτη ταχύτητα. Ο ελλαδικός χώρος όπως υπάρχει την εποχή της Επανάστασης του 1821 είναι προϊόν των ανακατατάξεων της ελληνικής κοινωνίας που πηγάζουν από την μεγάλη αυτή φεουδαρχική αντεπίθεση που αποτελεί τη βαθύτερη έκφραση της οθωμανικής κατάκτησης. Η Ελλάδα από τα 1500 και ως τα μέσα ακόμα του περασμένου αιώνα δεν έχει επίκεντρο τα παράλια, τη θάλασσά της, αλλά τον άλλο πόλο της διαλεκτικής του χώρου της, το βουνό. Ο ελλαδικός πληθυσμός εκεί έχει μετοικήσει – εποικίζοντας τις χέρσες ή δασοσκεπείς τους εκτάσεις, εγκαθιστώντας μακριά από τη νο­μική ανασφάλεια και τις επαχθείς φεουδαλικές παραγωγικές σχέσεις έναν κόσμο καινούργιο που συνεχίζει την βασική, κοι­νωνική δομή του παραδοσιακού ελληνικού χώρου – τον βασισμένο στον κοινωνικό εμπορευματικό χαρακτήρα της οικονομίας του, στην εκμετάλλευση των προϊόντων, τη διαφοροποιη­μένη του υπόσταση που επιτάσσει την ανταλλαγή και την διαλεκτική έτσι εντατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων…

     Οι ευρωπαίοι περιηγητές, οι μεγάλοι αυτοί κοινωνιολόγοι του καιρού τους- αν και πράκτορες συχνά της ηγεμονίας και των συμφερόντων της πατρίδας τους- διαβλέπουν με οξυδέρκεια την τέτια πραγματικότητα-οι κάμποι έχουν ερημωθεί και οι κοιλάδες ή χώρα που περιγράφουν είναι μιά έρημη στεπώδης χώρα… Με­ταξύ Πόλης και Ανδριανούπολης σε μιά έκταση 300 χλμ. ο ταξιδιώτης συναντά δυό μικρές πολιτείες και επτά χωριά, μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βέροιας, σε μιά απόσταση 80 χλμ. συναντά τέσσερις συνοικισμούς, εννέα ανάμεσα στα 200 τόσα χλμ. που χωρίζουν τη Λάρισσα από τη Θεσσαλονίκη.

     Κόσμος του βουνού, ναι αλλά όχι και ενιαίος κόσμος. Το πρώτο κίνητρο των πληθυσμών πού καταφεύγουν στα ορεινά είναι η ασφάλεια, το δυσπρόσιτο από τους μεγάλους δρόμους, η κρυμμένη πλαγιά του ψηλού λόφου-σε δεύτερη μοίρα έρχεται η ευφορία της γης όχι όμως και η ανυπαρξία του νερού, νερού πόσιμου για τον εαυτό τους και τα ζώα, αλλά ιδίως νερού βιομηχανικού, κύρια πηγή ενέργειας για τη βιοτεχνία του καιρού αυ­τού, επίσης πηγή άρδευσης και προώθησης μιας εντατικής ακρι­βού προϊόντος καλλιέργειας…

     Στην περίπτωση δυνατότητας επιλογής προτιμούνται οι με­σημβρινές αποκλίσεις για την ηλιοφάνειά τους στα όρια μεταξύ του δάσους και της ήδη από παλαιότερη βοσκή ή άλλη χρήση αποψιλωμένης πλαγιάς – το δάσος εκτός από ένα πρόσθετο κατα­φύγιο προσθέτει τα δικά του προϊόντα – ξυλεία, κάστανα, κυνήγι… Η πρώτη γενιά που εποικίζει το βουνό αποδεκατίζεται ως να το εκχερσώσει – ακόμα όμως οι νέοι πληθυσμοί θα έχουν εγκλιματιστεί και θα κινητοποιήσουν στο έσχατο όριό τους τις διαθέ­σιμες ποικίλες παραγωγικές δυνατότητες, ενώ η ελευθερία από τον ανατολικό δεσποτισμό και από τη φεουδαρχική καταπίεση θα δόσουν δυνατότητες μιάς κεφαλαιουχικής συσσώρευσης δυναμι­κής.

     Η πείνα ενδημεί στην Ελλάδα του 16ου  αιώνα, αλλά από το 17ο αιώνα πραγματοποιείται ήδη μιά πρώτη οικονομική απογείωση, στηριγμένη στη διαφοροποίηση της παραγωγής, στην ανάπτυξη της ανταλλαγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ορεινή παραθαλάσσια χώρα από το Τρίκερι ως τον Κίσαβο – όπου η καλλιέργεια της ελιάς ανύπαρκτη ως τα 1600 γενικεύεται μετά τα 1650 — το λάδι γίνεται το πρώτο εισόδημα μιας δασοσκέπαστης πριν και αραιά κατοικημένης περιοχής. Έναν αιώνα αργότερα το λάδι θα δόσει την κυριαρχική θέση του στην καλ­λιέργεια της μουριάς, και στη συνακόλουθη παραγωγή μεταξιού.

     Ανάλογα με την ταχύτητα του εποικισμού που κορυφώνεται γύρω στα 1800 η καλλιεργημένη γη θα εκτείνεται σε απόσταση μισής ως και μιάς ώρας από το χωριό καλύπτοντας από 2.000 ως 10.000 κάποτε και ως 20.000 στρέμματα τόπου, μοιρασμένα ανά οικογένεια κατά 30-40 στρέμματα, δημητριακών, όπου ανάλογα με την υφή τού τόπου προστίθενται οι καστανιές ή οι ελιές, το περιβόλι με τις μουριές, δύο τρία στρέμματα αμπέλι, μισό στρέμμα περιβόλι για λαχανικά. Μέσα στα όρια του σημερινού ελληνικού κράτους παράγονται μια γενιά ήδη πριν την επανάσταση. 300.000 τόννοι σιτηρά, 12.000 εκατόλιτρα σταφίδας, 9.000 τόννοι καπνού, 3.000 τόννοι μεταξιού, 10.000 τόννοι ελαιολάδου, θρέφονται 12.000.000 γιδοπρόβατα – και ίσως το κυριότερο – έχει αναπτυχθεί μιά βιοτεχνία νημάτων και υφασμάτων βασισμένη στη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή του τόπου.

     Τα 70% της παραγωγής αυτής πραγματοποιείται στα ορεινά, εδώ έχει καταφύγει το 70% του πληθυσμού της χώρας (κεφάλαιο περισσότερο από 50 εκ. χρ. φρ., προϊόν κάπου 30 εκ. χρ. φρ. το χρόνο – τα 20% της συνολικής παραγωγής του ελλαδικού κό­σμου, μιά διάρθρωση ανάλογη με κείνη της Μεσευρώπης της ίδιας εποχής).

     Στην Πελοπόννησο ο ορεινός και ημιορεινός πληθυσμός αποτελεί τα 60% του συνολικού, στη Ρούμελη τα 65%, στη Θεσ­σαλία τα 70%, στην Ήπειρο τα 90%, στη Μακεδονία τα 60%.

     Τα νησιά είναι ο άλλος στόχος της φυγής αλλά και της νεοελληνικής αναγέννησης. Άλλα στο χρώμα της ώχρας του ξηρού τοπίου τους, άλλα πιό εύφορα αυτά στο χρώμα της ελιάς, θα λειτουργήσουν με τον ίδιο με τα βουνά τρόπο. Η Σάμος π.χ. κατοικείται από λίγους μόνο βοσκούς στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, η Λέσβος του αθηναϊκού λαδιού, η Ρόδος επίκεντρο του ελληνιστικού κόσμου θα κατοικούνται στον ίδιο αυτό 16ο  αιώνα από 10.000 πανόμοιους αγρότες.

     Η κατάσταση μέσα από τον εποικισμό θα αλλάξει το 18ο αιώνα… Δεν θα είναι ωστόσο τα πλούσια αυτά ελαιοφόρα νησιά αλλά τα άλλα, τα ξεχασμένα ως τότε, πού θα βγουν τώρα θριαμβευτικά στο προσκήνιο της ιστορίας. Η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, αλλά και ο Πόρος, και η Μύκονος, και η Σύμη και η Σκιάθος, όλα τα βράχια του Μυρτώου και του Αιγαίου ακατοίκητα, συγκεντρώνουν στα 1800 έναν πληθυσμό που φτάνει στα 30% του συνολικού ελλαδικού, και όπου αντίστοιχα με τη βιοτεχνία του ορεινού κόσμου, έχει αναπτυχθεί μιά ναυτιλία που απασχολεί περισσότερο από 300 καράβια, συνολικού εκτοπίσματος 61.500 τόννων στα 1820, κεφάλαια 100 εκ. χρ. φρ. επενδυμένα τα μισά σε εμπόρευμα και χρήμα, τα μισά στα καράβια.

     Ένας άλλος ελάσσων πόλος της νεολληνικής ανάπτυξης είναι ό φεουδαρχικός και εμπορευματικός αυτός κόσμος που απλώνεται σε όλη τη βόρεια και τη δυτική πλευρά της Πελοπον­νήσου από την Κόρινθο ως την Καλαμάτα. Ο παράκτιος κάμπος, αλλού στενός, όπως από το Κιάτο ως την Πάτρα, όπου το πλάτος του δεν ξεπερνάει τα Ι-3 χλμ. αλλού πλατύτερος όπως στην Αχαΐα, την Ήλιδα, τη Μεσσηνία ή κυματιστός και λοφώδης όπως στην Τριφυλία όπου το πλάτος του φτάνει τα 20-30 χλμ., είναι στα χρόνια αυτά του ‘2Ι, πυκνό δάσος από πεύκα στα ξηρό­τερα, από πλατάνια στα πιό υγρά εδάφη – η δεντρώδης αυτή βλάστηση διακόπτεται υπό βάλτους και έλη – σποραδικά μόνο συναντά κανείς ένα ξέφωτο ξεχερσωμένο στις δραστήριες στιγ­μές κάποιου τσιφλικά.

     Οι καλλιέργειες αρχίζουν στα ενδότερα – στους πρόποδες των βουνών όπου το έδαφος είναι πιό υγρό και πρόσφορο – και όπου η ελιά, το αμπέλι, η συκιά δίνουν σταδιακά τη θέση τους στη σταφίδα – τα 5 ή 6 καράβια φόρτωμα που αποτελούν την παραγωγή στο 17ο αιώνα γίνονται εκατοντάδες, εκατό χρόνια μετά, στα Ι800 ένα προϊόν αξίας 4.000.000 χρ. φρ. κατευθύνεται κάθε χρόνο προς τα ευρωπαϊκά λιμάνια και τα βρετανικά νησιά.

     Κυρίαρχος εδώ είναι ο χριστιανός ή μουσουλμάνος κοτζαμπάσης-γαιοκτηματίας, έμπορος και φοροεισπράκτορας μαζί, σαράφης και προύχοντας της κοινότητάς του. Στα 1820 μετριούνται σε εκατοντάδες οι πλούσιοι αυτοί εμπορευματικοί φεουδαρχικοί άρχοντες στο δυτικό Μωριά – μεταξύ τους μοιράζονται κεφάλαια αξίας πάνω από 20.000.000 χρ. φρ., η Πελοπόννησος αυξάνει κατά 250% τον πληθυσμό, τριπλασιάζει το εισόδημα της – ανάμεσα 1687 και 1719 στα χρόνια που αποσείει τις ανατολικές φεουδαρχικές δομές με τη βενετική κατοχή – η αύξηση συνεχίζε­ται μέσα στο 18ο αιώνα για να φτάσει από τα 97.118 άτομα του 1687 στα 504.000 άτομα στα 1820.

     Η γεωργία δίνει τα 64% του εισοδήματος από τα οποία το μισό περίπου εiναι εμπορευματοποιημένο, η κτηνοτροφία άλλα 20%, η βιοτεχνία κάπου από 20% στην Πελοπόννησο του 1800 – ­το συνολικό προϊόν αξίας 200 εκ. χρ. φρ. στα Ι800 από αυτό το δημόσιο ιδιοποιείται τα 13%, η μεγάλη γαιοκτησία τα 12%, η χριστιανική εκκλησία τα 3%, άλλα 5% οι κεφαλαιούχοι – στον παραγωγό μένει το 60-65% του προϊόντος του. Μιά τέτια κατά­σταση ωστόσο δεν είναι ομοιογενής – στο φεουδαλικό κάμπο, στην Κ. Μακεδονία, στην Α. Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στους κάμπους του Μωριά και της Ρούμελης η θέση της γαιοκτησίας είναι πολύ πιό ενισχυμένη – απορροφά το 20-35%, του προϊόντος.

     Μιλήσαμε για πολλούς ελλαδικούς κοινωνικούς κόσμους – τον κόσμο του εποικισμένου βουνού που βασίζεται στην ισόμετρη ανάπτυξη της αγροτικής, της βιοτεχνικής παραγωγής και του εμπορίου στον όμοιας γένεσης κόσμο των ναυτιλιακών νησιών όπου πρυτανεύει η ναυτιλία και το εμπόριο, στον κόσμο του εμπορευματικού φεουδαρχικού κόσμου της δυτικής `Ελλάδας, στον φεουδαρχικό κόσμο των μεγάλων κάμπων του κέντρου και του βορρά, στον καθυστερημένο παλιό ορεινό χώρο ακόμα των πατριαρχικών σχέσεων. Την ελλαδική κοινωνία την συνθέτουν όλοι αυτοί οι κόσμοι στην αλληλοσύνδεση – την ενότητα που εiναι ωστόσο και η ετερότητά τους. Και ακόμα η σχέση της με τον άλλο ελληνικό κόσμο της Διασποράς…

     Τίποτα δεν χαρακτηρίζει τόσο την διάχυση της ελληνικής δομής από την ανάπτυξη πού παίρνει η παροικιακή εξάπλωση του ελληνισμού σε όλο το χώρο της οικονομικής του δράσης – ανάπτυξη που παρακολουθεί την ελληνική οικονομική απογείωση του 18ου αιώνα. Το φαινόμενο δεν αποτελεί βέβαια παρά έξαρση μιάς κατάστασης που ενυπάρχει στις ελλαδικές κοινωνίες από τον πρωταρχικό σχηματισμό τους, φτάνει όμως τη φορά αυτή σε τέτιο μέγεθος που τείνει να γίνει ένα από τα κυριαρχικά στοιχεία του ελλαδικού κοινωνικού συστήματος στα μετά τα 1750 χρόνια…

     Η παροικία στην αρχή είναι το αποτέλεσμα μιάς φυγής – άλλη μορφή στο ίδιο φαινόμενο που προκαλεί τον εποικισμό του ελλαδικού βουνού. Με την ανάπτυξη των αστικών παραγωγικών σχέσεων η λειτουργία της παροικίας θα αλλάξει ωστόσο – τα μέλη της γίνονται οι προσωπικοί φορείς της επαφής της ελληνικής αγοράς με τον εξωτερικό χώρο, αλλά και οι φορείς της ακτινοβολίας προς τον εσωτερικό χώρο του «νεωτερικού πνεύμα­τος»…

     Παροικίες της Βόρειας ‘Ιταλίας, της Μεσευρώπης, της Μαύρης Θάλασσας οι αιγυπτιώτικες παροικίες ακόμα δεν έχουν αναπτυχθεί αυτά τα χρόνια – ό παροικιακός ελληνισμός είναι μια ενότητα και πάλι ωστόσο στην έντονη ετερότητά της.

     Στα βορεινά Βαλκάνια, στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας και στο εσωτερικό της Μικρασίας – οι ακτές της αυτή την εποχή αποτελούν ακόμη εθνικό χώρο του ελληνισμού – η παροικία αποκτά μια λειτουργία διττή, πρακτορεύει, διαμεσοποιεί, από τη μία πλευρά, τις ανταλλαγές με τον ελλαδικό χώρο αλλά από την άλλη πλευρά γίνεται ο διοργανωτής της αγοράς μέσα σε κοινω­νίες ακόμα οικονομικά καθυστερημένες, που διανύουν το πα­τριαρχικό ή το πρώτο φεουδαρχικό τους στάδιο ανάπτυξης…

     Και ακόμα. Οι παροικίες δημιουργούνται λίγο πολύ από πάροικους κοινής τοπικής προέλευσης. Το μικροπολιτιστικό φορτίο που θα μεταφέρει από τις ιδιομορφίες του γενέθλιου τόπου του, το πολιτιστικό κλίμα της χώρας όπου θα λειτουργήσει σαν πάροικος, η οικονομική του τοποθέτηση και υπόσταση θα διαφοροποιήσουν παραπέρα τη λειτουργία του.

     Έτσι στα πριν από την επανάσταση χρόνια το παροικιακό είναι ακόμα ένα νέο φαινόμενο – οι παλαιότεροι πάροικοι – προσφυγικής γένεσης – μόνο μετά τα 1750 θα αποκτήσουν μιά οικονομική υπόσταση, θα λειτουργήσουν έτσι μέσα στο συλλο­γικό ελληνικό χώρο. Ως τις αρχές του 19ου αιώνα και καθώς η εγκατάσταση καινούργιων παροίκων ή η δημιουργία καινούρ­γιων παροικιών συνεχίζεται – οι πάροικοι ανήκουν γενικά στο στρώμα των μικρεμπόρων, φορείς γενικότερα ενός νεωτερικού πνεύματος, πού βρίσκεται ωστόσο τόσο περισσότερο διαφοροποιημένο όσο διαφορετικής γεωγραφικής προέλευσης είναι οι παροικιακοί πληθυσμοί.

     Έτσι στα λιμάνια της Αδριατικής – Βενετία, Τεργέστη, Αγκώνα – οι παροικίες αποτελούνται κατά κύριο λόγο από Επτανησιώτες ή Μεσολογγίτες, στις μεσευρωπαϊκές πόλεις – Λειψία, Βιέννη, Βουδαπέστη, Ζέμουν από Μακεδόνες – στις παραδουνάβιες χώρες από Ελληνοβλάχους, ενώ οι Χιώτες θα αποτελέσουν ιδιαίτερη παροικία μέσα στον κατά μεγάλο μέρος παλιό ελληνικό πληθυσμό της Σμύρνης… Οι Πόντιοι πάλι, ιδίως των περιοχών δυτικά της Τραπεζούντας, θα εγκατασταθούν στα­διακά σε όλα τα παράλια του Καυκάσου, της Αζοφικής και της Κριμαίας, ενώ στα πιό μεγάλα κέντρα βέβαια – στην Οντέσσα π.χ. οι πάροικοι θα είναι μικτής προέλευσης.

     Από το 1800 ήδη μπορούμε να διακρίνουμε διαφορετικές τάσεις στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης αυτού του κόσμου των παροικιών, οι πιό δυτικές παροικίες – οι ιταλικές, οι προβιγκιανές, της Τεργέστης-ηγεμονεύονται ιδεολογικά από το Παρίσι, μέσα από τον κύκλο που δημιουργείται γύρω στον Κο­ραή – η επίδραση της γαλλικής πολιτικής και πολιτιστικής ζωής θα είναι άμεση αλλά και μηχανιστική και άκριτη… εδώ θα είναι το προπύργιο της νεωτερικής τάσης στα ελληνικά πράγματα, όχι όμως και του αστικού ριζοσπαστισμού. Αντίθετα στις πιό ανα­τολικές παροικίες – της Μεσευρώπης, της Μαύρης Θάλασσας, ηγεμονεύει το Βουκουρέστι – αν και λιγότερο αποκλειστικά απ’ ό,τι στις δυτικοευρωπαϊκές παροικίες το Παρίσι…

     Αλλά και εδώ, στον πιό ανατολικό αυτό παροικιακό κόσμο η διαμόρφωση τόσο της βάσης όσο και του εποικοδομήματος δεν θα είναι ομοιόμορφη. Τα Βαλκάνια, οι μαυροθαλασσιώτικες ακτές, η Ανατολία ζούσε τότε ακόμα, μέσα στον συγχρωτισμό, στον ίδιο χώρο, διαφορετικής προέλευσης και ιστορίες λαοτή­των, συναγελάζονται έτσι ταυτόχρονα πολλές κοινωνικοοικονο­μικές εποχές… Το παρόν, το μέλλον, το παρελθόν, διαχέονται στον ίδιο τόπο – δεν έχεις παρά να μετακινηθείς από το ένα χωριό στο άλλο, στις πόλεις από τη μιά γειτονιά στην άλλη για να βρεθεί από το ένα στάδιο ιστορικής εξέλιξης σε ένα άλλο – στο καθένα το άτομο, συχνά ακόμα και αν ανήκει στην ίδια εθνότητα, κρατά ωστόσο διαφορετική πολιτιστική στάση. Η παροικία κάτω από μιά τέτια αλληλοεπίδραση πάνω στο σύνολο της των τόσο διαφοροποιημένων μερικών καταστάσεων που την αθροί­ζουν λειτουργεί συχνά δίχως ομοιογένεια, επηρεάζοντας με διαφορετικούς τρόπους το σύνολο του κοινωνικού μας γίγνεσθαι…

     2. ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ

     Ωστόσο από τις αρχές ήδη του 19ου αιώνα οι παροικίες έχουν πιά ενοποιηθεί λειτουργικά, σε σχέση με τον ελλαδικό χώρο ανεξάρτητα από τον τρόπο της γένεσης και την αρχική – άλλοτε μεταπρατική, άλλοτε ριζοσπαστική κοινωνική της επίδραση, τώρα, μετά το 1800, η παροικία τείνει να καταστεί φορέας μιάς μεταπρατικής ιδεολογικής επίδρασης – από αυτές θα ξεκινήσουνε στα χρόνια του αγώνα χιλιάδες οι πάροικοι με τις πιό καλόβουλες προθέσεις – εδώ θα γεννηθεί το γιακοβίνικο πνεύμα, το πνεύμα της Φιλικής – ωστόσο εδώ θα κυριαρχήσει γρήγορα το μεταπρατικό, κοσμοπολίτικο πνεύμα, εδώ θα γεννηθεί η κατε­στημένη λεβαντίνικη ιδεολογία που θα επιβληθεί σε συγχρονισμό με τούς ελλαδικούς μεταπρατικούς κύκλους σαν ηγεμονική ιδεολογία του αγώνα για να κυριαρχήσει πλήρως μετά το 1832…

     Ο Κοραής και ο κύκλος του, ο Α. Γαζής και ο δικός του παράλληλος κύκλος της Βιέννης, οι Σμυρνιοί έμποροι-χιώτικης ή καραμανλίδικης οι περισσότεροι προέλευσης – ο κύκλος της «Νέας Ημέρας» της Τεργέστης, οι Ψυχάρηδες, οι αιγυπτιώτες βαμβακέμποροι μιά γενιά μετά θα είναι οι κυρίαρχοι και πιό εξελιγμένοι φορείς μιάς τέτιας πνοής που θα οικοδομήσει την Ελλάδα σαν μιά κοινωνία εξαρτημένη…

     Ποιός είναι όμως ο «Έλληνας του 1820» – πώς «υπάρχει» ο ελλαδικός άνθρωπος στις παραμονές του μεγάλου σηκωμού; Μνήματα υπάρχουν πολλά της τότε του συνείδησης – το πλούσιο δημοτικό του τραγούδι, την ισχνή ακόμα λόγια ιδεολογική του παραγωγή, την αρχιτεκτονική, την Πράξη μέσα στην ιστορία του – την συνείδηση του όπως διατυπώνεται στο κυρίαρχο ιδεολο­γικό σχήμα της εποχής, τη λαϊκή ανάγνωση της θρησκείας.

     Πάνω σε μιά τέτια διαφοροποιημένη Ελλάδα συγκροτούμενη από τέσσερις ή πέντε διαφορετικής διάρθρωσης κοινωνίες όπου ο ρόλος των γενούμενων αστικών σχέσεων είναι συχνά όχι μόνο διαφορετικός αλλά και εσωτερικά αντιμαχόμενος – πάνω σ’ αυτή την ενότητα ετεροτήτων – οι νέες και οι παλιές παράλληλες διαφοροποιήσεις θα συντρίβουν παραπέρα την κοινωνική ενότητα σε ελάσσονες iαντιθέσεις υποτελείς. Η Ελλάδα του νεοαποικισμένου ορεινού κόσμου ναι αλλά ποιά Ελλάδα – ήδη υπάρχει στα 1800 ο μεγάλος και ο μικρός βιοτέχνης ήδη υπάρχει μιά εργατική δύναμη μικρή βέβαια που πουλά την εργασία της. Η Ελλάδα των παροικιών, η μεταπρατική Ελλάδα των σταφι­δοπαραγωγικών κέντρων, η ναυτιλιακή Ελλάδα, η Ελλάδα του εμπορευματικού συνάμα και φεουδαλοποιημένου κάμπου, η Ελ­λάδα της κλειστής οικονομίας των πιό καθυστερημένων περιοχών, η άλλη Ελλάδα ακόμα των Επτανήσων όπου η ανατολική φεουδαρχία δεν εισήλασε, η Ελλάδα των μεγάλων αστικών κέν­τρων κλπ. όπου συνυπάρχουν οι άλλες όλες μαζί – η Ελλάδα της Κωνσταντινούπολης, η Ελλάδα της Θεσσαλονίκης… παντού η διαφοροποίηση εκτείνεται ήδη, παντού υπάρχουν τα ανώτερα, μεσαία, λαϊκά στρώματα διαφοροποιώντας παραπέρα την κοινω­νία στο εποικοδόμημα όπως και στη βάση.

     Η λαϊκή ιδεολογία έχει ωστόσο κάποια ενότητα βασισμένη στα ιδεολογικά σχήματα πού κατασκευάζει με όλο το φορτίο των χιλιάδων χρόνων του ελλαδικού πολιτισμού, με όλες τις πολιτιστικές μνήμες πού κουβαλάν οι αιώνες πού πέρασαν και όπου το παρόν αντιπαραθέτει τις δικές του καταστάσεις… Επίκεντρο της ιδεολογίας αυτής είναι η διατυπωμένη με τον προφιλοσοφικό τρόπο, δηλαδή τη θεολογική συμβολική, παρουσία τού ανθρώ­που ως συμπράκτη μέσα στην ιστορία – η χριστοκεντρική διατύ­πωση της χριστιανικής ιδεολογίας σε αντίθεση με τη θεοκεν­τρική διατύπωση του κατεστημένου. Πάνω σ’ αυτό το ανθρωποκεντρικό επίκεντρο που στηρίζεται στην ανθρώπινη πράξη με επίκεντρο την προσδοκία μιάς ριζικής αλλαγής θεολογικά ακόμα διατυπωμένη σαν Λαμπρής μιάς και ακόμα δεν μπορεί να διατυ­πωθεί σαν επανάσταση – επιδρούν βέβαια οι γιακοβίνικες επιδράσεις της γαλλικής επανάστασης αλλά και οι διεργασίες πού φέρνει στην ιδεολογία στο επιτόπιο ελλαδικό γίγνεσθαι…

     Το ενιαίο της ιδεολογίας είναι ήδη διασπασμένο κάτω από διαφορετικές αναγνώσεις που πραγματοποιούν τα κοινωνικά στρώματα – η θρησκεία είναι πάντοτε ο προμηθευτής των συμβό­λων της νόησης αλλά η εκκλησία – η κατεστημένη της διατύ­πωση – όλο και πιό συχνά γίνεται το αντικείμενο κριτικής ιδίως μετά τη συντηρητική συσπείρωση που προκαλεί η εγκατάλειψη του διαλόγου με τον Διαφωτισμό που είχε αρχίσει η προστάτις του Πατριαρχείου Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας – για κάποιο διά­στημα το ορθόδοξο κατεστημένο ενστερνίζεται έτσι τις πιό ανώδυνες ροπές τού ευρωπαϊκού διαφωτισμού στο έργο π.χ. του Κύ­ριλλου Λούκαρι.

     Μετά τη στροφή αυτή οι νεωτερικές συνειδήσεις θα αμυνθούνε – είτε από τον πιό ριζοσπαστικό κύκλο των παραδουνάβιων παροίκων – τον κύκλο τού Κανταρτζή – προέρχονται, είτε από τον παρισινό κύκλο του Κοραή-βασικός στόχος όπως δείχνει και ο ανώνυμος Ρωσσοαγγλογάλλος θα είναι το εκκλησιαστικό κατεστημένο και οι κοτσαμπάσηδες.

     Ο λαϊκός άνθρωπος θα υποστεί γρήγορα τις νεωτερικές διεργασίες που επιταχύνει η γαλλική επανάσταση: «μάς άνοιξε τα μάτια, την αισθανθήκαμε ωσάν την σάλπιγκα της Αποκάλυψης, αγγέλουσα όπου τυραννία η ώρα της  Ελευθερίας έφθασε», θα πει ο αρχικαπετάνιος του Μωριά Θόδωρος Κολοκοτρώνης. Προπύργια του νεωτερικού πνεύματος θα γίνουν τα βιοτεχνικά κέντρα από τη μιά πλευρά, οι παροικίες από την άλλη, σπάνιες θά είναι οι νεωτερικές εξάρσεις στα ναυτιλιακά κέντρα ή στα μεταπρατικά αστικά κέντρα του Μωριά ή της Ρούμελης… Οι ελλαδικοί «κόσμοι» θα αντιδράσουν έτσι διαφορετικά…

     Στα βιοτεχνικά κέντρα ή εξέλιξη θα είναι πιό γρήγορη – η λαϊκή ιδεολογία απελευθερωμένη από τον χριστιανικό και τον οθωμανικό φεουδαλισμό έχει συντρίψει νωρίς τη συντηρητική διατύπωση στην ιδεολογία της – είναι ήδη μιά ιδεολογία ανθρωποκεντρική, της Πράξης… στον μεταπρατικό κόσμο ωστόσο ακόμα ιδιότυπα φεουδαλοποιημένο κάτω από την εξουσία του γαιοκτήμονα εμπόρου κοτσαμπάση ή στα ναυτιλιακά νησιά όπου οι δυό γενιές της οικονομικής άνθησης δύσκολα εξωβέλισαν το πατριαρχικό πολιτιστικό εποικοδόμημα που κυριαρχούσε στις ελληνοαρβανίτικες αυτές κοινωνίες – η ταχύτητα ανάμεσα στο νοείν και στο είναι, στην ιδεολογία και στη βάση, θα είναι πολύ διαφοροποιημένη η εξέλιξη θα είναι αργόσυρτη.

     Η δίψα για την απελευθέρωση – όχι μόνο από τον ξένο δυνάστη – θα είναι φανερή στον βιοτεχνικό κόσμο. Στα επίκεντρά του θα έχουν διοργανωθεί τα πρώτα σημαντικά σχολειά – στο Καρπενήσι στα 1642, στα Γιάννενα στα 1677, στον Τύρναβο στα 1702. Στα 40 σχολειά που υπάρχουν στα 1750 – δίπλα στα πατε­ρικά κείμενα θα διδάσκονται ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, οι φυσικές επιστήμες – ήδη – οι εκδόσεις 228 κείμενα από τα 1700 ως τα 1730 φτάνουν σε 290, από τα 1760 ως τα 1770, σε 310 από τα 1780 στα 1790- οι θρησκευτικές από τα 80% αρχικά μένουν τα 50% στο τέλος του 18ου  αιώνα…

     Ανάμεσά τους συγγράφονται ήδη τα πρώτα σημαντικά νεοελληνικά – π.χ. η Νεωτερική Γεωγραφία στα 1791 όπου οι συγγραφείς της – οι καλόγηροι Δημ. Δ. Φιλιππίδης και Γ. Κων­σταντάς διακηρύττουν πως «στην σωστή ζωή συμβάλουν πρώτα απ’ όλα οι σωστοί νόμοι» και τόνιζαν πως «η ανεξιθρησκία είναι αρετή»…

     Το γαλλικό θέατρο – παίζεται στα Αμπελάκια στα 1790 – στον ίδιο χώρο επίκεντρο της νεογέννητης -και βραχύβιας αλίμονο- ελληνικής αστικής τάξης, ανθούν δύο ελευθεροτεκτονικές στοές ενώ οι πιό σημαντικοί από τούς εμπόρους του είναι και οι εκδότες των κλασικών…

     Ο ριζοσπαστικός κόσμος των βιοτεχνικών κέντρων και της Διασποράς είδε έγκαιρα τη γιακωβίνικη ιδεολογία στην ουσιαστική της πλευρά σαν μιά ιδεολογία όπου πηγάζει από την απελευθερωτική πάλη ενάντια σε κάθε καταπίεση και επιζητεί να διοργανώνει την κοινωνία πάνω σε μιά νέα αυτόνομη από εξωτερικό και εσωτερικό κυρίαρχο τάση – σαν το ριζοσπαστικό ευαγγέλιο που επιτρέπει την προέλαση των δυνάμεων του ανθρώπου στην οικονομία, στην πολιτική, στην ιδεολογία μέσα στα μέτρα της εποχής αυτής όπου δεν υπήρχε ακόμα μέσα στην ιστορία ή εργατική τάξη και η καθολικά απελευθερωτική δική της παρου­σία.

     Η ελληνική αστική τάξη ωστόσο που τελικά ηγεμόνευσε στην εποχή δεν ήταν αυτή η ριζοσπαστική αστική τάξη του βιοτεχνικού κόσμου και των ανατολικών του παροικιών, δεν ήταν ο κόσμος της γιακοβίνικης Φιλικής. Αντίθετα ήταν ο άλλος πόλος, της αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, ο συμβιβασμένος τόσο στην κοινωνική βάση του όσο και στο εποικοδόμημά του μικτός μεταπρατικός κόσμος συνέταιρος της αναπτυγμένης Ευρώπης.

     Μέσα από τη διαλεκτική των αντιφάσεων του εξωτερικού και του εσωτερικού χώρου – των δύο Μεγάλων Δυνάμεων που κυριαρχούν στον εξωτερικό, των μεταπρατικών αστικών που κυριαρχούν στον εσωτερικό κόσμο στηριζόμενες στον εξωτερικό επικυρίαρχο – η αστική ιδεολογία θα πρυτανεύει στον ελλαδικό χώρο τελικά, μετά τα 1826 σαν μιά αστική ιδεολογία ανάπηρη…

     Ο μεταπρατικός αστικός κόσμος θα δει στον γιακοβινισμό μιά ιδεολογία απελευθέρωσης μόνο από τα δεσμά του οθωμανού κυριάρχου και των φεουδαλικών σχέσεων – θα του ξεφύγει όμως η βαθύτερη ύφη τού γιακοβινισμού σαν μιάς ιδεολογίας που αποβλέπει στην αναδιοργάνωση ενός εθνικού χώρου μέσα από την ανάπτυξη και ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς, και έτσι, των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου, για την οικοδόμηση μιάς πολιτείας που θα περικλείνει εντός της τους βασικούς παράγον­τες της παραπέρα τους ανάπτυξης…..

     Οι Φιλικοί – αυτοί οι μόνοι Έλληνες γιακοβίνοι – θα υποταχθούν γρήγορα στον ανάπηρο αστισμό του μεταπρατικοί κόσμου που θα κυριαρχήσει. Η διαλεκτική της ελληνικής ανεξαρτησίας πραγματοποιείται έκτοτε μέσα από την χρησιμοποίηση των αντιθέσεων του εξωτερικού χώρου, όπου πρωταγωνιστούν οι λεγόμε­νες προστάτιδες δυνάμεις από τις αντιθέσεις του εσωτερικού χώρου όπου πρωταγωνιστούν κόμματα και κοινωνικές τάξεις…

 

(Κατατέθηκε στο Προεδρείο του Συμποσίου)


άγγλοι σύμμαχοι…

Το έφεραν οι περιστάσεις και στις αναρτήσεις του μπλογκ δημιουργήθηκε ένας μικρός κύκλος που θεματολογικά αναφέρεται σε αυτό που λέει ο τίτλος: «Άγγλοι σύμμαχοι»:

Ζει ανάμεσά μας…………

Μια βραδιά στο Λονδίνο με τον Κρις Γουντχάουζ

“Μια βραδιά στο Λονδίνο”, μέρος δεύτερο. Αναλύοντας μια υπόθεση εργασίας

Με αφορμή το βιβλίο “ΟΠΛΑ Το τιμωρό χέρι του λαού” του Ιάσωνα Χανδρινού

Λέμε λοιπόν να κλείσουμε αυτόν τον μικρό κύκλο (αν και με αφορμή τα τεκταινόμενα γύρω από το νέο «Σχέδιο Ανάν» θα μπορούσαμε και να τον… διευρύνουμε), όπως τον ανοίξαμε. Με  ένα ακόμα μικρό περιστατικό από το βιβλίο “Καπετάν Μπουκουβάλας, Το αντάρτικο ιππικό της Θεσσαλίας” σε καταγραφή Αλέξη Σεβαστάκη (Β΄έκδ. Γ.Χ. Κανελλόπουλος) , σελ. 142-148, αφού πρώτα εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας στον βρετανικό λαό που αυτές τις μέρες πλήττεται από τις πλημμύρες:

«(…) Τέλος ’43 – αρχές ’44, οι Γερμανοί είχαν πολλούς λόγους να θέλουν να δημιουργήσουν ένοπλα στηρίγματα μέσα στον ντόπιο πληθυσμό. Το αντάρτικο κίνημα, ύστερα μάλιστα από τον αφοπλισμό των Ιταλών, είχε δυναμώσει και κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο αξιόμαχο. Γι’ αυτούς ήταν ο άμεσος, εσωτερικός, κίνδυνος. Έπρεπε, λοιπόν, να οργανώσουν σώματα Ελλήνων, να εξασφαλίσουν πληροφορίες και πλάτες. (…)

Επιπρόσθετα, εκείνη την εποχή, είχαν φοβερή αιμορραγία στις απέραντες ρωσικές εκτάσεις. Ήταν ανάγκη να εξοικονομούν από παντού δυνάμεις για να κλείνουν τα κενά. Έφτασαν να στέλνουν από τη Λάρισα ακόμα και τραυματίες, με ανοιχτές τις πληγές τους, στο ρωσικό μέτωπο. Πάνω από όλα όμως, η προσπάθεια των Γερμανών είχε ως κύριο στόχο την αρπαγή της επικείμενης σοδειάς. Το στάρι της Θεσσαλίας έπρεπε, με κάθε θυσία, να περάσει στα χέρια τους. Ήταν πιά η εποχή, που οι δυνατότητες εφοδιασμού τους σε σιτηρά είχαν πέσει κατακόρυφα. Ο ρωσικός σιτοβολώνας χάνονταν…

Καταλάβαιναν ότι, χωρίς τη βοήθεια ντόπιων συνεργατών, ήταν αμφίβολη η επιχείρηση της αρπαγής. Έτσι ξεκίνησε η οργάνωση της θεσσαλικής προδοσίας, που αργότερα πήρε δραματικές διαστάσεις και που άπλωσε στη Θεσσαλία τη φωτιά και το μαχαίρι. Την άνοιξη του ’44 παρουσιάστηκαν, αρχικά στο Βόλο κι ύστερα σ’ όλες τις θεσσαλικές πόλεις, Έλληνες ένοπλοι τρομοκράτες στην υπηρεσία των Γερμανών.

Στην αρχή έκαμε την εμφάνισή της, στις πόλεις Βόλο, Τρίκαλα, η οργάνωση «Τρία Έψιλον». (…)

Τον ίδιο καρό αρχίζει η προσπάθεια για την ίδρυση και στη Θεσσαλία Ταγμάτων Ασφαλείας κατά το πρότυπο των ράλληδων. Έτσι, εμφανίζονται τα Εασάδ. (…)

Σ’ αυτή την προσπάθεια είχαν αρκετά χωμένη την ουρά τους και οι Εγγλέζοι. Πολιτική των Εγγλέζων ήταν να δημιουργούν παντού στηρίγματα – αντίβαρα του ΕΛΑΣ. Ύστερα απο τη διάλυση του καπετανάτου του Σούρλα και του αρχηγείου Ανατ. Θεσσαλίας ΕΔΕΣ, που είχαν βιαστικά ανασυστήσει με κάπου τριάντα αξιωματικούς και άλλους μισθοφόρους, είδαν με φρίκη ότι σ’ όλο το θεσσαλικό χώρο έμειναν χωρίς οργανωμένες δυνάμεις. Ούτε υπήρχε η δυνατότητα να συγκροτήσουν άλλα, τέτοιου είδους, τμήματα. (…)

Απ’ τις πρώτες μέρες, λοιπόν, του ’44, αρχίζουν να λειτουργούν τα συγκοινωνούντα αγγεία πρώην εδεσιτών – Εασάδ. Η εγγλέζικη προπαγάνδα, με σύστημα, χρήμα και επιμονή, διέδιδε ότι εμείς, τελικά, θα κατασφάξουμε αυτούς που είχαν εκτεθεί με τις λίρες και τον ΕΔΕΣ, ότι μπροστά στον κίνδυνο δεν ήταν άλλη λύση παρά η ενίσχυση των δυνάμεων των Εασάδ. Αργοτερα, αυτά τα συγκοινωνούντα αγγεία, πήραν πιό επίσημο χαρακτήρα. Όταν ήρθε η ώρα να καταφέρουμε σκληρά πλήγματα στα Εασάδ, πολλοί (πρώην εασαδίτες και εδεσίτες), έφευγαν με εντολή απ’ τη Θεσσαλία, πήγαιναν με γερμανικά αυτοκίνητα, μέσω Μετσόβου, στα Γιάννενα κι από κει στο Ζέρβα. Εκεί, μεταβάλλονταν σε βασανιστές ιδιαίτερα των Θεσσαλών που έπεφταν στα χέρια τους, στα μέρη της Ηπείρου. Μετά τη Βάρκιζα, γύρισαν στη Θεσσαλία και πέρασαν τον κόσμο «διά πυρός και σιδήρου».

Οι Εγγλέζοι δεν σταματούσαν εδώ. Έκαναν και προσπάθειες να διαβρώσουν τα ίδια μας τα τμήματα. Βέβαια, στους δικούς μας δεν έλεγαν να αυτομολούν στα Εασάδ ή στους Γερμανούς, αλλά να φεύγουν στην Ήπειρο, για το Ζέρβα. (…)

(…)

Κινούμαι, πάλι, μαζί με το σύνδεσμο τον Αντάρα κι άλλους δυο ιππείς. Κοντά στο χωριό των Φαρσάλων Ρύζι, είναι μια χαραδρούλα κι αμέσως μετά η σιδηροδρομική γραμμή κι ο αμαξόδρομος. Από δω ήταν ένα από τα περάσματά μας. Καθήσαμε να σκοτεινιάσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε ένας Εγγλέζος αξιωματικός, Έβανς νομίζω τον λέγανε, με διερμηνέα έναν Εβραίο. Μας χαιρέτησαν, ξεπέζεψαν. Τους φιλέψαμε ψωμί, τυρί.

-Τι είσαστε; μας ρώτησε.

-Του ιππικού.

-Του Μπουκουβάλα;

-Ναι.

Ούτε μπορούσε να φανταστεί πως ήμουν ο Μπουκουβάλας. Μας ρώτησε αν θέλαμε να βαδίσουμε μαζί, πήγαινε στο Παλιόκαστρο, στην έδρα του, όπου και  έδρα τότε της 16ης ταξιαρχίας πεζικού. Μας ζήτησε να καβαλικέψει σε δικό μας άλογο, γιατί τον είχε πληγιάσει το σαμάρι. Ο Αντάρας πήρε το σαμαριάρικο κι έδωσε το σελλωμένο του. Με το σκοτείνιασμα βγήκε μπροστά ο Αντάρας, έψαξε το δρόμο, σφύριξε και περάσαμε. Είναι καλό φεγγάρι, κατεβαίνουμε να πεζοπορήσουμε, για ξεμούδιασμα.

-Ώστε έτσι! Του Μπουκουβάλα, ε; άρχισε ο Έβανς. Και πού πάτε;

-Σύνδεσμοι για το Γενικό, ταχυδρομείο.

-Λοιπόν, γυρίζοντας, νάρθετε στο Παλιόκαστρο να σας δώσω ιματισμό.

-Ευχαριστούμε, αλλά πού ναρθούμε! Έπειτα, δεν έχουμε κι άδεια.

-Τι άδεια; Για να πάρετε ένα-δυο λίρες θέλετε άδεια; Καλά τόξερα ότι αυτός ο Μπουκουβάλας είναι κακός κι ανάποδος! Ακούς άδεια! Αν οι αρχηγοί σας δεν ήταν τέτοιοι, θα παίρνατε λεφτά και θάχατε εφόδια, ρούχα, όπλα…

Κάνουμε πως τον ακούμε με συμπάθεια. Παίρνει φορα.

-Σας έβαλε ο Μπουκουβάλας και αφοπλίσατε τόσα τμήματα…

Ο Αντάρας είναι έτοιμος να ξεσπάσει. Τον σκουντώ. Εμφανίζομαι στα μάτια του Έβανς ως ο πιο ευάλωτος.

-Πού να ξέραμε πως είστε τέτοιοι καλοί άνθρωποι! Οι καπεταναίοι μάς λένε άλλα και μας γυρίζουν το κεφάλι.

-Να περάσεις να σε βοηθήσω. Και να πεις και στους άλλους αν θέλουν να πολεμήσουν σαν πατριώτες να πάψουν να υπακούουν στον Μπουκουβάλα. Εσύ φαίνεσαι μορφωμένος άνθρωπος και κάθεσαι κι έχεις αρχηγούς αυτούς τους αγροίκους! Κρίμα! Κρίμα! Απορώ.

Φτάσαμε στο τρίστρατο που θα χωρίζαμε. Έψαχνε τις τσέπες του, ήταν στενοχωρημένος που δεν κρατούσε πάνω του λίρες.

-Νάρθεις στο Παλιόκαστρο, θέλω να σε βοηθήσω.

Ο Αντάρας πήρε το άλογό του, έδωσε το σαμαριάρικο.

Ο Έβανς άπλωσε το χέρι να χαιρετιστούμε. Το δίνω το χέρι μου.

-Μπουκουβάλας! λέω ξερά και του κρατώ σφιχτά το χέρι.

Τον συγκρατώ να μην πέσει, τάχει χάσει, τρέμει λίγο. Εγώ του κρατώ το χέρι γερά.

-Ήθελα, ήθελα… να δοκιμάσω την αφοσίωσή σας. Είμαι… είμαι… ευτυχής που έχετε τέτοια σταθερότητα και αφοσίωση… Μου κάνει εντύπωση ο πατριωτισμός και η υπακοή εις τους ηγέτας!…

Γύρισα στον διερμηνέα άγρια:

Πες του ωρέ να σταματήσει! Αυτά τα σάλια του μου μεγαλώνουν την αηδία. Πες του ότι ξέρουμε πως κουβαλήθηκαν για να διχάσουν το έθνος μας. Είναι πληρωμένοι και μας νομίζουν για υποψήφιους πράχτορές τους. Πες του πως και δω θα τους απογοητεύσουμε. Το μόνο που μπορεί να κάνει ειναι να χαθεί απ’ τα μάτια μου. Να μην του αλλάξω τον αδόξαστο…

Πήδηξα στο άλογο. Σ’ ολο το δρόμο είμασταν χολιασμένοι. (…)»