Σιδηρόδρομος «κρατικός ή ιδιωτικός»;

Από τη σκοπιά της στρατηγικής των μονοπωλίων και των πολιτικών τους υπαλλήλων η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Σιδηρόδρομος καμπουρογαμόσαυρος  ή – με πιο ευπρεπή ορολογία – σιδηρόδρομος τραγέλαφος. Τα κομμάτια που απαιτούν δαπάνες κρατικά, για να φορτώνονται οι δαπάνες στο λαό, και τα κομμάτια που εισπράττουν ιδιωτικά. Σιδηρόδρομος κομμάτια. Κρατικές ράγες στην τροχιά της υποχρηματοδότησης, για να τσουλάνε πάνω τους τα ταμεία των επιχειρηματικών ομίλων παρασέρνοντας στη διάβα τους εργατικά δικαιώματα κι ανθρώπινες ζωές [*].

Από τη σκοπιά των λαϊκών αναγκών η απάντηση, η σημερινή, η τωρινή απάντηση είναι: σιδηρόδρομος που να εξυπηρετεί με επάρκεια τις συνολικές ανάγκες στη μετακίνηση και τις μεταφορές, με φθηνό εισιτήριο και δωρεάν παροχές, στελεχωμένος με όλο το απαραίτητο προσωπικό, με ανθρώπινες σταθερές εργασιακές σχέσεις, με τήρηση των προδιαγραφών ασφάλειας για εργαζόμενους, επιβάτες και διερχόμενους, με  σύγχρονες συντηρημένες υποδομές και υλικό, με ποιοτικές υπηρεσίες για όλους.

Ένας τέτοιος σιδηρόδρομος δεν μπορεί να υποτάσσεται στους νόμους του κέρδους, δεν μπορεί να είναι ιδιωτικός, μπορεί να είναι μόνο κρατικός, κι ακόμα παραπέρα προϋποθέτει ένα κράτος ταγμένο στην υπηρέτηση των εργατικών – λαϊκών αναγκών, προϋποθέτει δηλαδή την ανατροπή της δικτατορίας των μονοπωλίων και την οικοδόμηση της εργατικής – λαϊκής εξουσίας.

Και αντίστροφα η ίδια αυτή ανατροπή προϋποθέτει σήμερα, τώρα, τη διεκδίκηση απέναντι σ’ αυτό το εχθρικό αντιλαϊκό κράτος, όλων όσων απαιτούνται για την ικανοποίηση των άμεσων, των ζωτικών, των σημερινών, των τωρινών λαϊκών αναγκών, που βέβαια δεν αφορούν μόνο  τον σιδηρόδρομο και τις μεταφορές, αλλά εκτείνονται σε όλη την έκταση της ζωής του λαού: στην ενέργεια, στην κατοικία, στην υγεία, στην παιδεία, στη δουλειά, στους μισθούς και στα εισοδήματα, στον ελεύθερο χρόνο, στον πολιτισμό, παντού.

Διεκδικώντας όλα όσα, σήμερα κιόλας, μας είναι αναγκαία, έτσι μπορούμε να ανοίξουμε το δρόμο για την πραγμάτωση της κάθε τους προϋπόθεσης.

————————————–

[*] [προσθήκη 11-3-2023:] Απολύτως σχετικό και το ακόλουθο παράθεμα: Η περίφημη πλέον Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/34 για τη δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, αναφέρει ρητά: «Η διαχείριση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων πρέπει να γίνεται με βάση τις αρχές που εφαρμόζονται στις εμπορικές εταιρείες ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους» (Άρθρο 5, παρ.1) με σκοπό «…τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του σιδηροδρομικού δικτύου ώστε να ενταχθεί σε μια ανταγωνιστική αγορά» (προοίμιο [3]). 

Advertisement

πόσα λεφτά είναι 5 τρισ;

Ούτε εγώ μπορώ ούτε κανείς ανάμεσά μας μπορεί να καταλάβει πόσα είναι 5 τρισεκατομμύρια δολάρια, και σε τίποτα δεν βοηθάει αν πούμε ότι 5.000.000.000.000 δολάρια, προς 1,09 δολάρια στο ευρώ, είναι τέσσερα τρισεκατομμύρια πεντακόσια ογδόντα επτά δισεκατομμύρια εκατον πενήντα πέντε εκατομμύρια εννιακόσιες εξήντα τρεις χιλιάδες τρακόσια δυο ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτα. Δεν θα βοηθούσε ν’ αντιληφθούμε το «νόημα» αυτού του ποσού (την… ποιότητα της ποσότητας), ούτε κι αν διευκρινίζαμε ότι πρόκειται για το ποσό που αποφάσισε να διαθέσει στην «παγκόσμια οικονομία» η Ομάδα των 20 πλουσιότερων χωρών του κόσμου (G20), στο πλαίσιο – σύμφωνα με το ρεπορτάζ – «στοχευμένης οικονομικής, χρηματοπιστωτικής πολιτικής και άλλων οικονομικών μέτρων για περιορισμό όχι μόνον των σοβαρών χρηματοπιστωτικών αλλά και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας»

*

Μιά σύγκριση που θα μπορούσε κάπως να βοηθήσει: Το ποσό αυτό είναι 123,9 φορές τα 37 δισ. ευρώ που περικόπηκαν μέσα σε μια δεκαετία από το σύστημα υγείας της Ιταλίας, της χώρας που ανήκει στην «Ομάδα των 20» και μετράει αυτή τη στιγμή πάνω από 11.591 νεκρούς και 101.739 κρούσματα της πανδημίας.

Είναι 152.905 φορές τα 30.000.000 ευρώ που δίνει η ελληνική κυβέρνηση στις ιδιωτικές επιχειρήσεις υγείας και 60.757 φορές η έκτακτη ενίσχυση του Υπουργείου Υγείας με 75,5 εκατομμύρια ευρώ, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση στις 20 Μαρτίου.

Είναι 603,57 ευρώ για κάθε έναν από τους περίπου 7,6 δισεκατομμύρια κατοίκους των 193 κρατών- μελών του ΟΗΕ, ένα ποσό που στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού (περίπου 10,8 εκατομμύρια κάτοικοι) θα αντιστοιχούσε με πάνω από 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ και στο σύνολο του πληθυσμού π.χ. των ΗΠΑ (περίπου 330 εκατομμύρια κάτοικοι) θα αντιστοιχούσε με σχεδόν 200 δισεκατομμύρια ευρώ.

*

Είναι προφανές ότι αυτό το ποσό των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων αποτελεί μόνο ένα μικρό κλάσμα από τα χρηματικά αποθέματα των χωρών της «Ομάδας των 20» και ένα ακόμα μικρότερο κλάσμα αν συνυπολογιστούν τα χρηματικά αποθέματα που διαθέτει το παγκόσμιο «κράτος εν κράτει» των μονοπωλιακών επιχειρηματικών ομίλων. Και πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι στο σύνολό τους αυτά τα χρηματικά αποθέματα αντιπροσωπεύουν οικονομική αξία που έχει παραγάγει η συνολική παγκόσμια κοινωνική εργασία και είναι ικανά να κινητοποιήσουν οικονομικούς πόρους αντίστοιχης αξίας για την παραγωγή νέου πλούτου και για την υλοποίηση οποιουδήποτε κοινωνικά αναγκαίου σκοπού.

Αλλά ας περιοριστούμε εν προκειμένω στο συγκεκριμένο ποσό των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και ας αναρωτηθούμε με το φτωχό μας το μυαλό:

Πόσον ακόμα καιρό θα διαρκούσε η πανδημία, αν αυτά τα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια αυτήν εδώ τη στιγμή κατευθύνονταν  στην οργάνωση μιας υγειονομικής εκστρατείας με στόχο τη ριζική της αντιμετώπιση παντού, σε ολόκληρο τον κόσμο, σε κάθε χώρα της γης; Αν με αυτά τα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια και με τη διεθνή συνεργασία των κρατών συγκεντρωνόταν και κατανεμόταν το αναγκαίο υγειονομικό προσωπικό, εξασφαλίζονταν τα αναγκαία υλικά μέσα (τεστ, αντιδραστήρια, μέσα προστασίας, κλίνες, φαρμακευτικό υλικό), διενεργούνταν υγειονομικοί έλεγχοι στην κάθε γωνιά της γης που έχει πληγεί από τη διάδοση του ιού, εντοπίζονταν και αξιολογούνταν τα κρούσματα, απομονώνονταν από τον κοινωνικό τους περίγυρο και λάμβαναν την απαραίτητη θεραπευτική αγωγή… 

Η απάντηση που μπορεί να δώσει το δικό μου φτωχό μυαλό, είναι ότι μέσα σε έναν μήνα από τώρα η πανδημία θα είχε τεθεί υπό έλεγχο παγκόσμια και σε ένα σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα θα είχε εξαλειφθεί πλήρως.

Δεν πρόκειται για φαντασιοκοπία. Πρόκειται – λέει το δικό μου το φτωχό το μυαλό μου – για ρεαλιστική εκτίμηση, και ο ρεαλισμός της δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ένα τέτοιο «σχέδιο» δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί.

Αλλά γιατί δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί;

*

Όπως αναφέρεται παραπάνω, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η «Ομάδα των 20» αποφάσισε τη διάθεση του ποσού των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων «στο πλαίσιο της στοχευμένης οικονομικής, χρηματοπιστωτικής πολιτικής και άλλων οικονομικών μέτρων για περιορισμό όχι μόνον των σοβαρών χρηματοπιστωτικών αλλά και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας». Κι αυτό, σύμφωνα και με τον τίτλο του ρεπορτάζ, μεταφράζεται σε: «σωσίβιο» 5 τρισ. στους μονοπωλιακούς ομίλους.

Με τη γλώσσα της ίδιας της «Ομάδας των 20», ο σκοπός βρίσκεται όχι στον «περιορισμό» και την εξάλειψη της πανδημίας, αλλά στον «περιορισμό» των «επιπτώσεών της» οι οποίες περιγράφονται ως επιπτώσεις «όχι μόνο χρηματοπιστωτικές αλλά και κοινωνικές». Και στο σημείο αυτό μάλλον έχουμε το δικαίωμα να προβούμε στην εξής ερμηνεία: Στη γλώσσα (και στην αντίληψη) της «Ομάδας των 20» οι χρηματοπιστωτικές και οι κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας ουσιαστικά και σε τελική ανάλυση ταυτίζονται.

Μπορεί να θεωρηθεί «λογικό»: Ένα πλήθος επιχειρήσεων σταματάνε, οι «επενδυτές» δεν παίρνουν πίσω τα κεφάλαιά τους προσαυξημένα με το προσδοκώμενο κέρδος, οι τράπεζες δεν παίρνουν πίσω τα δάνειά τους προσαυξημένα με τον προσδοκώμενο τόκο, οι δανειστές των κρατών περιέρχονται σε ανάλογη ανασφαλή θέση. Οι επιχειρήσεις θα οδηγούνταν στην καταστροφή αν απ’ τα συσσωρευμένα τους κέρδη πλήρωναν τους εργαζόμενους για να «κάθονται». Οπότε μένουν χωρίς δουλειά και χωρίς εισόδημα δεκάδες εκατομμύρια εργαζόμενοι οι οποίοι – τουλάχιστον σ’ ένα ικανό ποσοστό τους – πρέπει κουτσά-στραβά να επιβιώσουν για να προσφέρουν ξανά τις υπηρεσίες τους κατά την στιγμή της «επανεκκίνησης της οικονομίας».

Σύφωνα λοιπόν με αυτή την σχηματική και «απλοϊκή» αλλά, νομίζω, όχι λάθος περιγραφή οι «χρηματοπιστωτικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας» εμφανίζονται αξεχώριστες μεταξύ τους, και είναι επόμενο σε αυτές – και όχι στην εξάλειψη της πανδημίας – να κατευθυνθεί το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί κατά κεφαλή σε 603,57 ευρώ για κάθε κάτοικο του πλανήτη… Μόνο που η «λογική» αυτή αφορά την «οικονομία των ιδιωτών» [1] (όπου ως «ιδιώτης» νοείται τόσο, ας πούμε, o ημιαπασχολούμενος των 300 ευρώ μισθό το μήνα όσο, με την ευκαιρία, και η τράπεζα των 270 εκατομμυρίων ευρώ κέρδος το χρόνο)… [2] Μόνο, επίσης, που «λογική» της «οικονομίας» των ιδιωτών, καθόλου δεν είναι λογική της οικονομίας γενικά… [3] Μόνο, τέλος, που η «λογική» της «οικονομίας» των ιδιωτών βρίσκεται σε σύγκρουση με κάθε λογική που θα δικαιούνταν να αποτελεί τη λογική της οικονομίας γενικά.

Και δεν είναι παρά η πολιτική κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου αυτή που, σε συνθήκες πανδημίας, επιβάλλει την εφαρμογή της πρώτης «λογικής» αντί της δεύτερης και εναντίον της δεύτερης.

*

 Για τη μία «λογική», για την «οικονομία» των ιδιωτών, ο «ιδιώτης» βγάζει ένα καθαρό ετήσιο κέρδος π.χ. 270 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο είναι αποτέλεσμα της «αξιοποίησης του κεφαλαίου του» και γι’ αυτό του ανήκει. Για τη λογική της οικονομίας γενικά, αυτά τα 270 εκατομμύρια ευρώ αποτελούν αποτέλεσμα της κοινωνικής εργασίας, γι’ αυτό ανήκουν στην κοινωνία και πρέπει να διατεθούν για τις ανάγκες της.

Για τη «λογική» της «οικονομίας» των ιδιωτών, οι «ιδιώτες», οι επιχειρηματικοί όμιλοι, πληρώνουν τους εργαζόμενους στα όρια της επιβίωσης και για όσο από την εργασία τους  μπορούν να ιδιοποιούνται το προσδοκώμενο κέρδος. Και όταν αυτή η ιδιοποίηση διακόπτεται, τα συσσωρευμένα κέρδη μένουν στους «ιδιώτες», ενώ οι εργαζόμενοι μένουν χωρίς δουλειά και χρήματα για να ζήσουν. Για τη λογική της οικονομίας γενικά, η εργασία όλων παράγει τα μέσα συντήρησης όλων καθώς και οτιδήποτε ανυψώνει τη ζωή όλων πάνω από τα όρια της συντήρησης. Και σε συνθήκες κινδύνου για την ανθρώπινη ύπαρξη, η κινητοποίηση των οικονομικών πόρων της κοινωνίας οργανώνεται με σκοπό την εξάλειψη του κινδύνου και την εξασφάλιση – όσο διαρκεί ο κίνδυνος – της συντήρησης όλων.

Για τη «λογική» της «οικονομίας» των ιδιωτών, χρειάζεται να δαπανηθούν 5 τρισ. από τα κράτη προκειμένου με αυτά, οι κοινωνίες τώρα, να καλύψουν την μαύρη τρύπα που αφήνουν πίσω τους οι «ιδιώτες» καθώς εγκαταλείπουν εσπευσμένα την ίδια τους την «οικονομία».  Για τη λογική της οικονομίας γενικά, το σταμάτημα της παραγωγής σε σειρά κλάδων λόγω υγειονομικού κινδύνου, αντιμετωπίζεται με τη συνέχιση της παραγωγής των αναγκαίων ειδών για τον πληθυσμό και με την ένταση της παραγωγής όσο χρειάζεται στους κλάδους που έχουν ως αντικείμενο την αντιμετώπιση και εξάλειψη του υγειονομικού κινδύνου. 

********

Για να κατανοήσουμε τη λογική της οικονομίας γενικά, την οικονομία της κοινωνικοποιημένης εργασίας και τη λογική της, μπορούμε να ανατρέξουμε στην ιστορικά οικεία μας, μέχρι και τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, οικογενειακή «πατριαρχική» παραγωγή μιας αγροτικής οικογένειας που παράγει για τις δικές της ανάγκες όσα απαιτούνται για την ύπαρξή της: γέννημα, ζώα, πανί, ρούχα κλπ. [4] Η οικογενειακή δουλειά κατανέμεται ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, και το αποτέλεσμα της δουλειάς ανήκει σε όλη την οικογένεια και, μέσα στα ποσοτικά του όρια, κατανέμεται στα μέλη της  σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Στο πεδίο της κοινωνίας, τη θέση της «οικογένειας» παίρνει η ίδια η κοινωνία και τη θέση των «μελών της οικογένειας» παίρνουν τα άτομα, το σύνολο των ατόμων που απαρτίζουν την  κοινωνία, με τη διαφορά ότι, εκεί που τα όρια της πατριαρχικής οικογένειας αποτελούν όρια της ελευθερίας των μελών της και της ίδιας, εδώ η ελευθερία όλων στηρίζεται στην ελευθερία του κάθε ατόμου να δρα και να αναπτύσσεται εντός των διευρυνόμενων ορίων όλης της κοινωνίας.

Αν, τώρα, η πατριαρχική μας οικογένεια τύχει και κρυολογήσει, το απόθεμά της  σε χαμομηλάκι είναι διαθέσιμο για όλα τα μέλη της, όπως είναι διαθέσιμο για όλα τα μέλη της και το απόθεμά της σε μέσα συντήρησης, ενώ επίσης η οικογένεια πρέπει να κατανείμει στα μέλη της και τις εργασίες που δεν μπορούν να αναβληθούν στη διάρκεια του κρυολογήματος…

Η ίδια αυτή οικογένεια θα μπορούσε, επίσης, να μας φανεί χρήσιμη για την κατανόηση της «οικονομίας» των ιδιωτών και της δικής της «λογικής»:

Αν ένα μέλος της ιδιοποιούνταν τα σταροχώραφα και τα υπόλοιπα μέλη της δούλευαν για λογαριασμό του, κάθε ένα από αυτά τα μέλη-εργάτες θα πληρωνόταν με μια φέτα ψωμί ημερομίσθιο και το μέλος-ιδιοκτήτης θα είχε κάθε μέρα δικό του κέρδος ένα καρβέλι, για να το πουλάει έξω απ’ το σπίτι και να συσσωρεύει χρήματα, για να αγοράσει κι άλλα χωράφια και να πολλαπλασιάσει σε καρβέλια το καθημερινό κέρδος του. Όσο ο καιρός πάει καλά, κανένας δεν έχει παράπονο… Τα μέλη-εργάτες έχουν κάθε μέρα τη φέτα τους το ψωμί και το μέλος-ιδιοκτήτης συσσωρεύει καρβέλια και χρήμα, πράγμα που αποτελεί και την υπερηφάνια όλης της οικογένειας… Ώσπου έρχεται μιά χρονιά ανομβρίας. Το μέλος-ιδιοκτήτης, χώρια που στο μπαούλο τού έχουν περισσέψει και αρκετά καρβέλια για να περάσει τις δυσκολες μέρες, ξοδεύει κι ένα μέρος από το χρηματικό απόθεμα που συγκέντρωσε και προμηθεύεται μαρμελάδα για ν’ αλείφει στο ψωμί του.  Τα μέλη-εργάτες, όμως, δεν είχαν φροντίσει να βάζουν στην άκρη ένα ψιχουλάκι από την καθημερινή τους φέτα, και τώρα δεν έχουν καθόλου δικό τους ψωμί. Το μέλος ιδιοκτήτης, αν θέλει, αν τους χρειάζεται για μετά την ανομβρία, μπορεί έως τότε να τους δίνει κάθε μέρα μια μπουκιά ψωμί. Βέβαια, καμιά υποχρέωση δεν έχει να τους δώσει από το δικό του το ψωμί. Το κάνει γιατί, στο  κάτω-κάτω, «μια οικογένεια είμαστε», αλλά όπως είναι και δίκαιο, τα μέλη-εργάτες θα τού το ανταποδόσουν με τη δουλεία τους όταν οι βροχές ξαναρχίσουν. Εκτός αν θέλουν να αγοράζουν το ψωμί τους, από αυτόν ή από άλλα σπίτια, εφόσον προηγουμένως δανειστούν με τόκο, από τον πατέρα της οικογένειας, που έχει αναλάβει το ρόλο του τραπεζίτη…

…Διότι, δεν το είπαμε απ’ την αρχή: Τραπεζίτης στην οικογένεια είναι ο πατέρας, ο οποίος μέχρι πριν κρατούσε στα χέρια του το χρηματικό της απόθεμα. Και για να πούμε την αλήθεια, ο γιος-ιδιοκτήτης, όταν πήρε στην ιδιοκτησία του τα σταροχώραφα, είχε δανειστεί από τον πατέρα-τραπεζίτη ένα ποσό για τα πρώτα έξοδα της καλλιέργειας, έτσι που από το κάθε καρβέλι κέρδος που του έμενε κάθε μέρα, κοντά μισό καρβέλι το κρατούσε ο πατέρας-τραπεζίτης για τόκους. Τώρα με την ανομβρία διακόπηκε η παραγωγή του ψωμιού και μαζί της και η παραγωγή αυτού του ξεχωριστού καρβελιού που έμενε στον γιο-ιδιοκτήτη κάθε μέρα και που κοντά το μισό ήταν οι τόκοι του τραπεζίτη-πατέρα. Όμως δεν είναι δίκαιο να ζημιωθεί ο τραπεζίτης-πατέρας εξαιτίας της ανομβρίας, όταν δάνειζε τα χρήματά του δεν είχαν πει τίποτα για «ανομβρία». Ή μήπως πρέπει τώρα να ψάξει κι αυτός για δάνειο από άλλους πατέρες-τραπεζίτες, τη στιγμή που έχει κι αυτός υποχρεώσεις που τρέχουν: τις δόσεις για κάτι χωριά που είχε αγοράσει στους περακάμπους. Πατέρας-τραπεζίτης και γιος-ιδιοκτήτης συμφωνούν μεταξύ τους, για τον «περιορισμό των χρηματοπιστωτικών αλλά και κοινωνικών επιπτώσεων» της ανομβρίας, να διαθέσουν από τα χρηματικό απόθεμα «όλης της οικογένειας» το ποσό των 4.587.155.963.302,75 ευρώ.

Στη θέση της ανομβρίας μπορούμε να βάλουμε το γενικό κρυολόγημα της οικογένειας, και στη θέση του ψωμιού το χαμομήλι. Εδώ συμβαίνει το εξής: Η κόρη, που έως πριν μάζευε χαμομήλι για όλη την οικογένεια, κατόπιν δανείστηκε κι αυτή από τον πατέρα-τραπεζίτη ένα ποσό για τα πρώτα έξοδα και προσέλαβε για το μάζεμα του χαμομηλιού τους 5 από τους 10 γιους-εργάτες. Αυτοί οι 5 κάθε μέρα πληρώνονταν απ’ την κόρη τόσο ώστε να μπορούν  να αγοράσουν μια φέτα ψωμί από τον γιο-ιδιοκτήτη (σε χρήμα, όχι σε χαμομήλι, τι να το κάνει αυτός το χαμομήλι, αυτός δεν πουλάει χαμομήλι, πουλάει ψωμί). Για αυτή την αμοιβή οι γιοί-εργάτες μάζευαν για την κόρη-χαμομηλού τόσο χαμομήλι όσο έφτανε ώστε να της μένει κάθε μέρα κέρδος τόσο χαμομήλι όσο μάς κάνει κι ένα καρβέλι ψωμί (μείον το κοντά μισό καρβέλι που είχε κι αυτή να πληρώνει για τόκους του πατέρα-τραπεζίτη). Τώρα, με το κρυολόγημα, συμβαίνει με το χαμομήλι ό,τι συνέβαινε και με το ψωμί στην ανομβρία. Οι γιοί-εργάτες, δε φτάνει που τότε είχαν μείνει χωρίς μπουκιά ψωμί, τώρα μένουν και χωρίς μια κούπα χαμομήλι. Αλλά και με αυτόν τον πυρετό ποιος μπορεί να πάει για δουλειά στα χωράφια; 

Για να μην τα πολυλογούμε, κόρη-χαμομηλού, γιος-ιδιοκτήτης και πατέρας-τραπεζίτης, για να μην κολλήσουν το κρυολόγημα από την εστία διάδοσης που αποτελούν οι γιοί-εργάτες, αποσύρονται στα εξοχικά τους, αφήνοντας έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού τον γιο-αστυνομικό να προσέχει την καραντίνα των υπόλοιπων. Και μέσω τηλεδιάσκεψης οι τρεις συμφωνούν μεταξύ τους στα γνωστά: για τον «περιορισμό των χρηματοπιστωτικών αλλά και κοινωνικών επιπτώσεων» του κρυολογήματος, να διαθέσουν από τα χρηματικό απόθεμα «όλης της οικογένειας» το ποσό των 4.587.155.963.302,75 ευρώ.

*

Πώς να τελειώσουμε την ιστορία μας; Ας δοκιμάσουμε αυτό:

Η τάξη των μελών-εργατών της οικογένειας (ο θεός να την κάνει τέτοια) απαιτεί από την τάξη των μελών-καπιταλιστών της, να διαθέσουν όλο το χαμομήλι που χρειάζεται για να τελειώσει το κρυολόγημα, κι όλο το ψωμί που χρειάζονται για να ζήσουν ως τότε.

Και προβληματίζεται για την «οικονομία» των ιδιωτών και τη «λογική» της και για το αν έχει αυτή οποιαδήποτε σχέση με την οικονομία γενικά και τη δική της (δική τους) λογική.

*

«Καπιταλιστική οικονομία»: Αντίφαση εν τοις όροις.

======================================

[1] Οικονομία των ιδιωτών: Economy of the idiots, idiotic economy

[2] Καθαρά κέρδη 270 εκατομμυρίων ευρώ για το 2019 ανακοίνωσε η Τράπεζα Πειραιώς. Μια που, καθώς αναμένεται, θ’ αρχίσουμε τ’ απογεύματα στις 7 να χειροκροτάμε από τα μπαλκόνια τους πολιτικούς που προσφέρουν σε δυο δόσεις από έναν μισθό τους «κατά του κορονοϊού», ας υπολογίσουμε και το ότι τα παραπάνω ετήσια κέρδη της Τ.Π. αντιστοιχούν σε μηνιαίο ποσό καθαρών κερδών 22.5 εκατομμυρίων ευρώ. Και, φυσικά, η Τ.Π. είναι μία μόνο από τις τράπεζες, οι τράπεζες είναι λίγες μόνο από όλους τους μονοπωλιακούς επιχειρηματικούς ομίλους, και τα καθαρά κέρδη ενός από αυτούς – όπως η Τ.Π. – είναι λίγα μόνο από τα συνολικά τους κέρδη. 

[3] Μαρξ – Ιδρυτική διακήρυξη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών: «…εκδήλωνε στην πραγματικότητα τη μεγάλη έριδα ανάμεσα στην τυφλή κυριαρχία των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης που αποτελούν την πολιτική οικονομία της αστικής τάξης, και στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής από  την κοινωνική πρόβλεψη, που αποτελεί την πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης»

[4] Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Α΄ τόμος, σελ. 91, ΣΕ: «Για να εξετάσουμε την κοινή, δηλ. την άμεσα κοινωνικοποιημένη εργασία δε χρειάζεται ν’ ανατρέξουμε στην πρωτόγονη μορφή της που τη βρίσκουμε στο κατώφλι της ιστορίας όλων των πολιτισμένων λαών. Ένα πιο κοντινό παράδειγμα αποτελεί η αγροτική πατριαρχική παραγωγή μιας αγροτικής οικογένειας που παράγει για τις δικές της ανάγκες γέννημα, ζώα, πανί, ρούχα κλπ. Τα διάφορα αυτά πράγματα αποτελούν για την οικογένεια διάφορα προϊόντα της οικογενειακής της εργασίας, δεν αποτελούν όμως το ένα για το άλλο εμπορεύματα. Οι διάφορες εργασίες που παράγουν αυτά τα προϊόντα, η γεωργία, η χτηνοτροφία, το κλώσιμο, η υφαντική, η ραφτική κλπ είναι κοινωνικές λειτουργίες στη φυσική τους μορφή, γιατί είναι λειτουργίες της οικογένειας που έχει το δικό της αυθόρμητο καταμερισμό της εργασίας, ακριβώς όπως και η εμπορευματική παραγωγή. Οι διακρίσεις φύλου και ηλικίας καθώς και οι φυσικοί όροι της εργασίας που αλλάζουν μαζί με την εναλλαγή των εποχών του έτους, ρυθμίζουν τον καταμερισμό της εργασίας μέσα στην οικογένεια και το χρόνο εργασίας του κάθε ξεχωριστού μέλους της οικογένειας. Το ξόδεμα όμως των ατομικών εργατικών δυνάμεων που μετριέται με τη χρονική τους διάρκεια εμφανίζεται εδώ ανέκαθεν σαν κοινωνικός καθορισμός των ίδιων των εργασιών, γιατί οι ατομικές εργατικές δυνάμεις δρουν εδώ από ανέκαθεν μόνο σαν όργανα της κοινής εργατικής δύναμης της οικογένειας. …»


Οι «120 δόσεις» και η χθεσινη ανακοίνωση του ΚΚΕ

Στην προηγούμενη ανάρτηση του μπλογκ παρουσιάσαμε το ζήτημα των χρεών προς το δημόσιο τοποθετημένο στο όχι ιδεατό αλλά εντελώς πραγματικό και εντελώς προσωπικό πεδίο των οφειλών που συσσωρεύτηκαν στις πλάτες ενός αυτοαπασχολούμενου, κατά κύριο λόγο από τη ληστρική φορολόγηση του εισοδήματος μετά την κατάργηση του αφορολόγητου ορίου των 12.000 ευρώ και τη θέσπιση του «τέλους επιτηδεύματος», κατά το χρονικό διάστημα 2012-2017.

Συνοψίζοντας τα στοιχεία αυτών των 6 χρόνων:

Πραγματικό μέσο ετήσιο εισόδημα = 3238,7 ευρώ. 

Μέσο ετήσιο «τεκμαρτό εισδόδημα» = 7880 ευρώ.

Μέσος ετήσιος φόρος εισοδήματος (μαζί και με το «τέλος επιτηδέυματος») = 3075,61 ευρώ. 

Μέσος ετήσιος φόρος που παρακρατήθηκε «αυτόματα» = 1010,84 ευρώ.

Μέσο ετήσιο χρέος από φορολόγηση του εισοδήματος (χωρίς τις μετέπειτα προσαυξήσεις) = 1445,4 ευρώ. 

Σημερινές οφειλές, όπως εμφανίζονται στο «TAXIS»:

Από φόρο εισοδήματος (και «τέλος επιτηδεύματος»), σύνολο 15486,23 ευρώ, εκ των οποίων το αρχικό χρέος χωρίς τις προσαυξήσεις = 11770,62 ευρώ.

Σύνολο οφειλών (εισόδημα/»τέλος επιτηδεύματος», ΕΕΤΗΔΕ/ΕΝΦΙΑ, «τέλη κυκλοφορίας») 19494,34, εκ των οποίων το αρχικό χρέος (με τον διπλασιασμό του απλήρωτου τέλους κυκλοφορίας και χωρίς τις άλλες προσαυξήσεις) = 14744,20. 

Δεν θα κάνω περισσότερα σχόλια, τα σχόλια έχουν κατά βάση γίνει στην προηγούμενη ανάρτηση. Όποιος έχει μάτια βλέπει κι όποιος ξέρει ανάγνωση μπορεί να συγκρίνει τα ποσά του εισοδήματος, της φορολόγησης και του χρέους. Κι όποιος ξέρει απλή αριθμητική μπορεί να τοποθετήσει αυτά τα δεδομένα  πάνω από τον παρονομαστή των φοροληστρικών μέτρων (κατάργηση αφορολόγητου ορίου και επιβολή «τέλους επιτηδεύματος»)  και να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα για την κατάσταση αυτή στο σύνολό της, και όχι στο 90 80 ή 70% της, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο συγκεκριμένο προσωπικό δείγμα που εκτίθεται στην προηγούμενη και σε αυτή την ανάρτηση προς τέρψη του αναγνωστικού κοινού. [1]

***

Σχετικά με το ζήτημα των «120 δόσεων» για χρέη στο δημόσιο (και στα ασφαλιστικά ταμεία) εκδόθηκε χθες ανακοίνωση του Τμήματος ΕΒΕ της ΚΕ του ΚΚΕ.

Μέσα σε όλα τα σωστά που περιλαμβάνει (άμεση επαναφορά του αφορολόγητου ορίου για τους αυτοαπασχολούμενους στα 12.000 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 3.000 ανά προστατευόμενο μέλος, κατάργηση χαρατσιών όπως ο ΕΝΦΙΑ και το τέλος επιτηδεύματος και τα υπόλοιπα), η ανακοίνωση αυτή βάζει σαν «αίτημα» και την «κατάργηση του 30% του χρέους για αυτοαπασχολούμενους με εισόδημα έως 12.000 ευρώ».

Πρώτο και γενικό ερώτημα: Τι σχέση έχει αυτό το «αίτημα» με την πάλη για την ανάκτηση όλων των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι στα χρόνια της «κρίσης» και των «μνημονίων»;

Οι απώλειες των αυτοαπασχολούμενων κατά την προηγούμενη δεκαετία, περιλαμβάνουν όλους τους φόρους που επιβλήθηκαν και όλες τις οφειλές που συσσωρεύτηκαν λόγω της κατάργησης του αφορολόγητου όριου και της θέσπισης «τελών» όπως το τέλος επιτηδεύματος και το ΕΕΤΗΔΕ/ΕΝΦΙΑ.

Ένα «αίτημα», λοιπόν, όπως η «κατάργηση του 30% του χρέους» – ακόμα και με τη διαγραφή των προσαυξήσεων, όπως διατυπώνεται στην ανακοίνωση – δεν ισοδυναμεί παρά με «αίτημα» ανάκτησης των απωλειών κατά… 30%.

Ισοδυναμεί επίσης με την κατά 70% αναγνώριση και «νομιμοποίηση» αυτών των απωλειών και της φοροληστρικής πολιτικής που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις  που τσαλαπάτησαν και τσαλαπατούν τη ζωή των εργαζομένων για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου και να στερεωθεί η εξουσία του.

Και αλήθεια, όταν η αφετηρία αυτών των απωλειών βρίσκεται στις συγκεκριμένες «ρυθμίσεις» (κατάργηση αφορολόγητου ορίου, «τέλος επιτηδεύματος», ΕΕΤΗΔΕ/ΕΝΦΙΑ κλπ) και όταν αυτές οι απώλειες αποτελούν συνέπεια των συγκεκριμένων «ρυθμίσεων», ποια πολιτική ή άλλη λογική υπαγορεύει την παράκαμψη της αφετηρίας του προβλήματος και την αντιμετώπισή του με τη μορφή «παζαριού», 30% κλπ, για τις απώλεις που θα «ανακτηθούν» και τις απώλειες που επί της ουσίας «νομιμοποιούνται»;

Και ποια λογική υπαγορεύει ακόμα και τον συγκεκριμένο καθορισμό του «αιτήματος», δηλαδή το συγκεκριμένο ποσοστό «ανάκτησης των απωλειών»; Γιατί 30%; Γιατί όχι 20% ή 40%; Απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να δοθεί… Και δεν μπορεί να δοθεί γιατί το ίδιο το «αίτημα» δεν υπακούει σε καμία συνέπεια, η οποία και θα υπαγόρευε ένα καθορισμένο διεκδικητικό περιεχόμενο. Κι αφού δεν υπακούει σε καμία διεκδικητική συνέπεια δεν απομένει παρά ένα «αίτημα» πρόσφορο στην διαπραγμάτευση της κολοκυθιάς: 30 τοις εκατό! Και γιατί 30 τοις εκατό; Αμ πόσο τοις εκατό;

***

100-30=70 και, επιστρέφοντας εντός παρενθέσεως στο πραγματικό προσωπικό μας δείγμα, 70% των σημερινών συνολικών οφειλών εισοδήματος (χωρίς τις προσαυξήσεις) ύψους 11770,62 ευρώ, μας κάνει 8249,43 ευρώ. Αποτελεί λοιπόν «αίτημα» η αναγνώριση ενός συνόλου οφειλών εισοδήματος, κατασκευασμένου μέσα σε μια εξαετία, το οποίο σύνολο υπερβαίνει το μέσο ετήσιο «τεκμαρτό» εισόδημα αυτής της εξαετίας και είναι υπερδιπλάσιο από το μέσο ετήσιο πραγματικό εισόδημα αυτής της εξαετίας!

Και σε σχέση με τις συνολικές οφειλές αυτής της εξαετίας,  ύψους (χωρίς τις προσαυξήσεις) 14744,20 ευρώ, αποτελεί «αίτημα»  η αναγνώριση – στα καλά καθούμενα – του 70% αυτής της συνολικής «οφειλής», δηλαδή ενός χρέους 10320,94 ευρώ,  που  ξεπερνά το 130% του μέσου ετήσιου «τεκμαρτού» εισοδήματος και είναι υπερτριπλάσιο από το μέσο ετήσιο πραγματικό εισόδημα αυτής της εξαετίας.

***

«Ο γάιδαρος δεν πετάει όσοι νόμοι κι αν προβλέπουν το αντίθετο», γράφαμε στην προηγούμενη ανάρτηση, και εδώ επιμένουμε σε αυτή τη θέση που έχει ισχύ καθολικού νόμου.

Δεν υπάρχει άλλο πραγματικά (και όχι ευκαιριακά και τυχαία) καθορισμένο διεκδικητικό περιεχόμενο από την ανάκτηση όλων των απωλειών της προηγούμενης δεκαετίας, και αυτό το πραγματικά καθορισμένο διεκδικητικό περιεχόμενο εν προκειμένω εξειδικεύεται αποκλειστικά και μόνο στην ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ για όλους του αφορολόγητου όριου των 12000 ευρώ (προσαυξημένου για κάθε προστατευόμενο μέλος) και μάλιστα ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ από τη στιγμή της κατάργησής του, στην επίσης αναδρομική κατάργηση των τελών και χαρατσιών, στο ΣΒΗΣΙΜΟ των «οφειλών» που προέρχονται από την κατάργηση του αφορολόγητου και τα χαράτσια, και στην ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ τους (σε 120 δόσεις!) σε όσους τις έχουν πληρώσει όλες ή μέρος τους.

***

Αγωνιστικά με τα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ στις κάλπες, μαχητικά και χωρίς εκπτώσεις στους καθημερινούς διεκδικητικούς αγώνες!

=========================================

[1] Μένει ίσως να γίνει λόγος για τη «νομοτέλεια». Αν θεωρηθεί ότι στα δεδομένα που παραθέτουμε αντικατοπτρίζεται η νομοτέλεια χωρίς διαθλάσεις και άλλες παραμορφώσεις, πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί το εξής: Αν κάπου αντικατοπτρίζεται η νομοτέλεια, είναι στο ύψος των εισοδημάτων. Τα ποσά των φόρων και των οφειλών δεν αντικατοπτρίζουν τη «νομοτέλεια» αλλά τη σκόπιμη πολιτική υλοποίηση των στόχων της εξουσίας των μονοπωλίων, η οποία ως φαίνεται δεν έχει εμπιστοσύνη στη… νομοτέλεια ή έστω στην ταχύτητα πραγμάτωσής της και επιβάλλει το περιεχόμενό «της» με τη γνωστή μέθοδο του προκρούστη.

 


Σε 120 δόσεις να τα ΣΒΗΣΟΥΝΕ

Ειρωνεία και εμπαιγμό συνιστά η προετοιμαζόμενη ρύθμιση για πληρωμή σε 120 δόσεις των χρεών προς το δημόσιο, όπως ειρωνεία και εμπαιγμό συνιστά και ο χαρακτηρισμός της ως «ιδιαίτερα γενναιόδωρης».

Για την κατανόηση αυτής της πραγματικότητας δεν αρκούν οι κατά τα άλλα χρήσιμες  απεικονίσεις της ποσοτικής κατανομής οφειλετών και ληξιπρόθεσμων χρεών. Τα αφηρημένα ποσοτικά μεγέθη δεν απεικονίζουν την συγκεκριμένη πραγματικότητα όπως αυτή προσωποποιείται – σε ένα μάλλον τυπικό δείγμα – ως εξής:

Επάγγελμα δικηγόρος, αυτοαπασχολούμενος, με έναρξη το 2005.

Εισοδήματα των ετών 2006, 2007, 2008, 2009: 5294.20, 5314.60, 6209.46 και 9933.83 ευρώ αντίστοιχα. [1]

Μέχρι τότε ισχύει το αφορολόγητο όριο των 12000 ευρώ και επομένως ο φόρος εισοδήματος είναι μηδενικός. Φυσικά, όπως είναι αυταπόδεικτο από το ύψος των παραπάνω εισοδημάτων, αυτά ξοδεύονται εξ ολοκλήρου για πραγματικές και «ανελαστικές» καταναλωτικές ανάγκες, και επομένως – αν και «αφορολόγητα» – φορολογούνται εξ ολοκλήρου μέσω του ΦΠΑ και των λοιπών φόρων και τελών κατανάλωσης (καυσίμων, καπνού, καρτοκινητής κ.ο.κ.)

Για το 2010, με πραγματικό εισόδημα 5664.13 ευρώ και «τεκμαρτό» 7400, επιβάλλεται φορολόγηση 61,50 ευρώ. Το ποσό έχει ήδη παρακρατηθεί οπότε, για την ώρα, οφειλή μηδέν…

Για το εισόδημα του 2011 (4153.17 ευρώ πραγματικό και 7400 «τεκμαρτό») τα πράγματα σοβαρεύουν: Στον φόρο εισοδήματος των 240,90 ευρώ προστίθενται και τα 400 ευρώ του κεφαλικού «τέλους επιτηδεύματος», που η επιβολή του συνοδεύει την κατάργηση του αφορολόγητου όριου των 12000 ευρώ… Και πάλι όμως, το συνολικό ποσό των 640,90 ευρώ έχει ήδη παρακρατηθεί, οπότε κι αυτή τη χρονιά: Οφειλές μηδέν…

Εισόδημα 2012: 2110 ευρώ. «Τεκμαρτό»: 7400 ευρώ. Φόρος: 285 ευρώ + «τέλος επιτηδεύματος»: 650 ευρώ = 935 ευρώ. Καθώς 316,50 ευρώ έχουν ήδη παρακρατηθεί, η «παρθενική» οφειλή ανέρχεται στο ποσό 618,02 ευρώ.

Το 2013, εισόδημα 1545 ευρώ και «τεκμαρτό» 7400. Στον φόρο των 1924 ευρώ και το «τέλος επιτηδεύματος» των 650 ευρώ έρχονται να προστεθούν και 826,45 ευρώ ως «προκαταβολή» του φόρου της επόμενης χρονιάς (2014). Σύνολο 3400,45 ευρώ, δηλαδή το υπερδιπλάσιο του πραγματικού και σχεδόν το μισό του «τεκμαρτού» εισοδήματος. Η ετησία εκκαθάριση, με την αφαίρεση του παρακρατημένου φόρου, προσθέτει στην περσινή οφειλή άλλα 3168,70 ευρώ.

2014, εισόδημα 3071,80 και «τεκμαρτό» 7400, φόρος 1924 ευρώ, «τέλος επιτηδεύματος» 650, προκαταβολή για το 2015 718,88, σύνολο 3292.88 και οφειλή κατά την εκκαθάριση άλλα 2127,11 ευρώ.

2015, εισόδημα 6090 ευρώ και «τεκμαρτό» 8360 ευρώ [2], φόρος 1840,23 ευρώ, «τέλος επιτηδεύματος» 650, προκαταβολή για το 2016 484.18, σύνολο 2974.41πρόσθετη οφειλή κατά την εκκαθάριση 1359,54 ευρώ.

2016, εισόδημα 3758 ευρώ και «τεκμαρτό» 8360 ευρώ, φόρος 1839,20 ευρώ, «τέλος επιτηδεύματος» 650, προκαταβολή για το 2017 1445.55, σύνολο 3934.75, πρόσθετη οφειλή κατά την εκκαθάριση 3056,92 ευρώ.

Και το 2017, εισόδημα 2857,40 ευρώ, «τεκμαρτό» 8360 ευρώ, φόρος 1839,20 ευρώ, «τέλος επιτηδεύματος» 650, προκαταβολή για το 2018 1426.95, σύνολο 3916.15 και πρόσθετη οφειλή κατά την εκκαθάριση 2058.35 ευρώ.

***

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, σήμερα στο «taxis μου» εμφανίζεται «ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο οφειλών 14744,20 €», «προσαυξήσεις, τόκοι, τέλη 4750,14 €», και «συνολικό ποσό οφειλών εκτός ρύθμισης 19494,34 €».

Από αυτό το συνολικό ποσό, κατασκευασμένο ολόκληρο μες στην παραπάνω χρονική περίοδο, από το 2012 ως σήμερα, τα 15486,23 ευρώ αντιστοιχούν (με τις προσαυξήσεις) σε οφειλόμενο «φόρο εισοδήματος»1088,52 ευρώ είναι ΕΝΦΙΑ, 439,11 ευρώ είναι ΕΕΤΗΔΕ (για όποιον δεν θυμάται: ο «πρόγονος» του ΕΝΦΙΑ, που ερχόταν με το λογαριασμό του ρεύματος) και 2171,48 ευρώ είναι τέλη κυκλοφορίας. [3]

Οφειλές 19494,34 ευρώ, κατασκευασμένες μέσα σε ένα χρονικό διάστημα έξι και παραπάνω χρόνων [4] με την προκρούστεια φοροληστρική μέθοδο που περιγράφτηκε, ώσπου έρχεται η κυβέρνηση με την «ιδιαίτερα γενναιόδωρη» ρύθμισή της να απαιτήσει την καταβολή των ληστρικών μες στην επόμενη δεκαετία, λες κι αν μπορείς να πληρώσεις τις οφειλές κοντά 10 χρόνων μέσα στα 10 χρόνια που θάρθουν δε θα μπορούσες να τις έχεις πληρώσει και στα 10 χρόνια που πέρασαν, κι αν δεν μπορούσες να τις πληρώσεις στα 10 χρόνια που πέρασαν θα μπορείς να τις πληρώσεις στα 10 χρόνια που θάρθουν και μάλιστα με τον «αυτονόητο» όρο της «καταβολής των τρεχουσών» φοροληστρικών βαρών!

19494,34 ευρώ σε 120 δόσεις μας κάνουν 162,45 ευρώ κάθε μήνα ή 1949,40 ευρώ το χρόνο για δέκα χρόνια, όταν στα προηγούμενα έξι χρόνια ο ετήσιος μέσος όρος της σήμερα ληξιπρόθεσμης (χωρίς τις προσαυξήσεις)  οφειλής μόνο του εισοδήματος ανέρχεται στο  ποσό των 1961,77 ευρώ και της συνολικής ληξιπρόθεσμης οφειλής που δημιουργήθηκε μεταξύ των ετών 2012-2017 ανέρχεται στο ποσό των 2457,37 ευρώ. 

Ιδιαίτερα γενναιόδωρο: Αφού δεν μπορούσες τα προηγούμενα έξι χρόνια να πληρώνεις κάθε χρόνο 2457,37 ευρώ, πλήρωνε τότε κάθε χρόνο και για τα επόμενα δέκα χρόνια 1949,40 ευρώ και μην αμελήσεις ταυτόχρονα να είσαι «συνεπής» με τις φοροληστρικές κυβερνητικές απαιτήσεις της επόμενης δεκαετίας που προστιθέμενες από φέτος κιόλας στα ποσά των ετήσιων «δόσεων» πολύ απλά θα τα διπλασιάζουν και θα τα υπερδιπλασιάζουν δείχνοντάς σου χειροπιαστά τι θα πει «έξοδος από τα μνημόνια» και «ανάπτυξη που έρχεται».

***

Το θέμα δεν εξαντλείται εδώ, το θέμα είναι σε τελική ανάλυση ότι ο γάιδαρος δεν πετάει όσοι νόμοι κι αν προβλέπουν το αντίθετο, το θέμα – όπου όπως και όποτε κι αν καταλήξουν τα σχετικά παζάρια κυβέρνησης και «θεσμών» – δεν βρίσκεται ούτε στις «120 δόσεις» ούτε στις «1200 δόσεις», βρίσκεται στην ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ για όλους του αφορολόγητου όριου των 12000 ευρώ τουλάχιστον, και μάλιστα ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ από τη στιγμή της κατάργησής του, στο ΣΒΗΣΙΜΟ των «οφειλών» που προέρχονται από την κατάργησή του και στην ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ τους σε όσους τις έχουν πληρώσει όλες ή μέρος τους.

Δεκτή και η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ τους (αφού είναι έτσι) με μια ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΗ ρύθμιση: Σε 120 δόσεις.

======================================

[1] α) Τα ποσά αυτά, όπως και στη συνέχεια, προκύπτουν από τα υποχρεωτικά διπλότυπα των δικαστικών παραστάσεων, καθρεφτίζουν εν προκειμένω την αληθινή και όχι κάποια εικονική πραγματικότητα και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις την ξεπερνούν. β) Για την δήλωση αυτών των εισοδημάτων, και όσων ακολουθούν στη συνέχεια, δεν έχουν υπολογιστεί καθόλου επαγγελματικά έξοδα, πράγμα το οποίο θα ήταν άχρηστο για δυο λόγους: Ο πρώτος, ότι όσο ίσχυε το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ τα «έσοδα» ούτως ή άλλως υπολείπονταν του ορίου. Ο δέυτερος ότι, μετά την κατάργηση των αφορολόγητου ορίου, τα «έσοδα» υπολείπονται του «τεκμαρτού εισοδήματος» βάσει του οποίου ούτως ή άλλλως υπολογίζεται η φορολογία. γ) Για το «αλατοπίπερο» της υπόθεσης: Σε αυτά τα χρόνια της «ευμάρειας» (τής τόσο προφανούς στα παραπάνω εισοδήματα…) το πρόσωπο που χρησιμοποιούμε σαν «δείγμα» είχε κλεισει τ’ αυτιά στις αδιάκοπες σειρήνες του τραπεζικού καταναλωτικού δανεισμού, προκειμένω να μην υποθηκεύσει τη ζωή του στα χρέη. Διαφορετική όμως γνώμη είχε ο καπιταλιστικός – μονοπωλιακός προκρούστης (και οι πολιτικοί του υπάλληλοι των διαδοχικών κυβερνητικών κομμάτων): Έτσι μού ‘σαι; Πας να ξεφύγεις από την υποτέλεια; Πάρε με το ζόρι χρέη για την υπόλοιπη ζωή τη δική σου και των παιδιών σου!

[2] Για όσους αγαπούν τη λεπτομέρεια, τη χρονιά εκείνη το «τεκμαρτό» ανέβηκε από τα 7400 στα 8360, διότι πέθανε ο θείος του δείγματός μας και από «ψιλός» έγινε «πλήρης κύριος» στο διαμέρισμα των 48 τμ που του είχε δωρήσει όταν ζούσε παρακρατώντας ο ίδιος την «επικαρπία» του. Το δε «τεκμαρτό» εισόδημα των 8360 ευρώ, προκύπτει από το άθροισμα του «τεκμηρίου διαβίωσης», του τεκμηρίου δαπανών λόγω ενός αυτοκινήτου 1400 cc του 1996, και της ιδιοκτησίας πάνω σ’ ένα διαμέρισμα 48 τμ στο Γαλάτσι και ένα διαμέρισμα 45 τμ στον Πύργο, κατασκευής 1975 και 1976 αντίστοιχα.

Φυσικά μιλώντας για «τεκμήριο διαβίωσης», προκύπτει και το ερώτημα: καλά με εισόδημα πχ 1545 ευρώ και πώς ζεις; Μα βέβαια, από τη σύνταξη του μπαμπά και της μαμάς, την μειωμένη όσο μειώθηκαν όλες οι συντάξεις, και την αναγκασμένη εκτός από τους ίδιους να καλύπτει και ανάγκες των «παιδιών» και των εγγονιών. «Η πείνα είναι ντροπή», όπως λέει η ελληνική τουλάχιστον μετάφραση των στίχων του Μπρεχτ ή όπως λεν οι στίχοι του Άκη Πάνου: «τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει τη βρίσκω μεγαλύτερη ντροπή».

[3] Αυτά τα τελευταία, τα τέλη κυκλοφορίας, δεν θα είχα αντίρρηση να τα πληρώσω με μια ρύθμιση 120 δόσεων, μάς λέει το πρόσωπο που χρησιμοποιούμε σαν «δείγμα τυπικό» σε αυτή την ανάρτηση. «Τέλη κυκλοφορίας» είναι αυτά… Κι ας κυκλοφορεί το αυτοκίνητο τις 65 από τις 365 μέρες του χρόνου… Κι ας μετριέται και φορολογείται και πληρώνεται επακριβώς η «κυκλοφορία» του με τα τέλη επί του καυσίμου που ανέρχονται γύρω στο 70% της τιμής του…

[4] «Τι άλλο να θυμηθώ γι’ αυτά τα χρόνια…», λέει ο φίλος μας. «Ότι την ώρα που μου βάζουν φόρο 2 και 3 και 4 χιλιάδες το χρόνο, την ίδια ώρα τρέχω να βρω πώς θα πληρώσω το φως, το νερό, το τηλέφωνο και τα ναύλα μου; Ότι όλα αυτά τα χρόνια όπως και τα επόμενα δεν έχει ανάψει στο σπίτι καλοριφέρ; Ότι το ρεύμα έφτασε να κοπεί από τις οφειλές, κι ότι ενώ το ταξίμετρο της φορολογίας δεν παύει να γράφει 2 και 3 και 4 χιλιάρικα το χρόνο, την ίδια ώρα ανακηρύσσομαι κατάλληλος για κοινωνικό τιμολόγιο και «επίδομα αλληλεγγύης» 10 ευρώ το μήνα;  Ότι πλάι στα 20 χιλιάρικα των φορολογικών «οφειλών» υπάρχουν άλλα τόσα από οφειλές ασφαλιστικές; Αλλά μήπως τα χρόνια αυτά τέλειωσαν; Μήπως δεν συνεχίζονται και σήμερα κι αύριο;»


και το εθνικό κυριαρχικό δικαίωμα στις λιγνιτικές μονάδες;

Όχι, λέει το ευρωπαϊκό δικαστήριο, και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εφαρμόζει το «δίκαιο» της ΕΕ ψηφίζοντας το νομοσχέδιο για το ξεπούλημα των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη.

Γιατί, βλέπετε, σύμφωνα με το «δίκαιο» της ΕΕ, οτιδήποτε μπορεί να θυμίζει κοινωνικό έλεγχο πάνω στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις, οτιδήποτε – και εν προκειμένω η κρατική ιδιοκτησία στις μονάδες παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας – διατηρεί έστω και μόνο των «τύπο» των προϋποθέσεων για την μετατροπή του από συλλογική ιδιοκτησία του κεφαλαίου σε συλλογική ιδιοκτησία των εργαζομένων, οτιδήποτε έστω και μόνο κατά τον «τύπο» δεν είναι ανοιχτά και άμεσα παραδομένο στην εμπορευματοποίηση, την αγορά, την καπιταλιστική κερδοφορία, τη συσσώρευση κεφαλαίου, οτιδήποτε τέτοιο – σύμφωνα με το «δίκαιο» της ΕΕ – είναι «μονοπώλιο» και το «δίκαιο» της ΕΕ δεν επιτρέπει το… μονοπώλιο.

Αν η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ανήκει – έστω «τυπικά» – στο «κοινωνικό σύνολο», τότε αυτό το κοινωνικό σύνολο «μονοπωλεί» την ηλεκτρική ενέργεια, πράγμα απαράδεκτο σύμφωνα με το «δίκαιο» της ΕΕ. Ενώ αν η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας περάσει άμεσα στα χέρια – λέω τυχαία δυο φίρμες – της Ζήμενς, της  Τζένεραλ Ελέκτρικ ή του Τάδε Ταδόπουλου, τότε δεν πρόκειται για μονοπώληση από τον όποιον Τάδε Ταδόπουλο της ηλεκτρικής ενέργειας, που έχει τον προορισμό να υπηρετεί τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου… Τότε πρόκειται για «υγιή ανταγωνισμό», για πραγμάτωση της «ελευθερίας ανταγωνισμού των κεφαλαίων» (που κάθε περιορισμός της – «έστω και συγκαλυμμένος» – απαγορεύεται, ως γνωστόν, από το «δίκαιο» της ΕΕ).

Η ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας, που συνεχίζεται με το ξεπούλημα των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, διασφαλίζει ότι προορισμός της παραγωγής της δεν θα είναι η υπηρέτηση των αναγκών του κοινωνικού συνόλου αλλά η υπηρέτηση της  συσσώρευσης κεφαλαίου. Στο στάδιο αυτό της όλο και πιο παρασιτικής, αντικοινωνικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, όταν κάθε κοινωνικό χρηματικό απόθεμα (ασφαλιστικά ταμεία, συντάξεις, κονδύλια κοινωνικών δαπανών) «οφείλει» να περιοριστεί ως το ελάχιστο και κάτω από το ελάχιστο προκειμένου το μέγιστο μέρος του να μετατραπεί σε κεφάλαιο, σε «αυτοαξιοποιούμενη αξία», δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική μεταχείριση το άμεσα παραγωγικό κοινωνικό απόθεμα, όπως είναι τα λιγνιτορυχεία  και οι λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής.

Φυσικά δεν αρχίζει τώρα, έχει αρχίσει από καιρό το «μεγάλο έργο» της εμπορευματοποίησης της ηλεκτρικής ενέργειας (και, βέβαια, της ενέργειας γενικά), της καπιταλιστικής μονοπώλησης της ηλεκτροπαραγωγής, της απόσπασής της από τις γενικές ανάγκες έστω της καπιταλιστικής κοινωνίας και της υπαγωγής της άμεσα, «ανοιχτά και χωρίς περιστροφές», στις ανάγκες του καπιταλιστικού κέρδους, με την εργαζόμενη κοινωνία σε ρόλο είλωτα, δουλοπάροικου, για την κρατικά εξασφαλισμένη (με άλλα λόγια κρατικοδίαιτη) κερδοφορία  των καπιταλιστικών μονοπωλιακών ομίλων.

Η ίδια, άλλωστε, η πάλαι ποτέ 100% κρατική ΔΕΗ, που εν ονόματι του «κοινωνικού συνόλου» μονοπωλούσε το 100% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, παρότι τυπικά ήταν εκπρόσωπος αυτού του κοινωνικού συνόλου, δεν έπαυε να λειτουργεί όχι με κοινωνικούς όρους αλλά με όρους «ιδιωτικής οικονομίας», σαν συλλογική ιδιοκτησία όχι γενικά της κοινωνίας αλλά γενικά του κεφαλαίου. Δεν θα μπορούσε να λειτουργεί διαφορετικά εφόσον το αστικό κράτος δεν είναι ο «συλλογικός πολίτης», όπως θέλει να εμφανίζεται, αλλά ο συλλογικός καπιταλιστής.

Από αυτή την άποψη, η «κρατική ΔΕΗ», η «κρατική ηλεκτρική ενέργεια», έφερνε και, σαν «ιδέα», φέρνει στο προσκήνιο της ιδολογικής και πολιτικής πάλης το ίδιο το ζήτημα του κράτους, σαν όργανωση  της πολιτικής κυριαρχίας της τάξης των καπιταλιστών είτε της εργατικής τάξης. Το ίδιο ζήτημα που – στην οικονομική του διάσταση – συνίσταται στην «ανοιχτή και χωρίς περιστροφές» κατοχή της κοινωνίας πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις που έχουν τόσο αναπτυχθεί ώστε η μόνη διεύθυνση που επιδέχονται είναι η διεύθυνση της κοινωνίας.

Ενώ από την άποψη της σημερινής περιόδου, όπου μετά την αντεπανάσταση εμφανίζεται  και πάλι ένα «αρχετυπικό» ιδεολογικό φαινόμενο: χαρακτηρίζουν σοσιαλιστικό και αυτόν ακόμα τον αστικό φιλελευθερισμό, σοσιαλιστικό τον αστικό διαφωτισμό, σοσιαλιστική και την αστική δημοσιο-οικονομική μεταρρύθμιση, σοσιαλιστικό να γινει ένας σιδηρόδρομος όπου υπήρχε κιόλας μια διώρυγα, σοσιαλιστικό το να υπερασπίζεις τον εαυτό σου με μπαστούνι όταν σου επιτίθενται με σπαθί[1] και σοσιαλιστική, θα πρόσθετα, την 100% κρατική ΔΕΗ και 100% κρατική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, από την άποψη λοιπόν αυτής της ιστορικής περιόδου, το ξεπούλημα των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, σαν μια ακόμη σκηνή του έργου: «απελευθέρωση» του εμπορεύματος «ηλεκτρισμός», φέρνει στο προσκήνιο την εντεινόμενη αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνική φύση της παραγωγής και στην ατομική καπιταλιστική της ιδιοποίηση. Φέρνει στο προσκήνιο το μεγεθυνόμενο χάσμα ανάμεσα στη ζωή των εργαζόμενων κοινωνικών στρωμάτων και στους υλικούς παραγωγικούς όρους της κοινωνικής ζωής συνολικά. Φέρνει στο προσκήνιο την όλο και πιο εχθρική σχέση ανάμεσα στους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου και στον πλούτο που παράγουν.

Κατά τα άλλα, βέβαια, η μισοκρατική – μισοϊδιωτική ΔΕΗ Α.Ε., η κυβέρνηση που τη διαχειρίζεται, μπορεί να ξεπουλά της λιγνιτικές μονάδες που η ελληνική αστική τάξη κληρονόμησε από τον παπούλη της, αλλά – για λογαριασμό της ίδιας αυτής αστικής τάξης – επεκτείνει το δίκτυό της προς τα Βαλκάνια, εξαγοράζοντας μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες της ΠΓΔΜ...

Έτσι ακριβώς όπως γενικά συμβαίνει με τα «εθνικά» κυριαρχικά δικαιώματα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, είτε με μεθόδους ιμπεριαλιστικής ειρήνης είτε με μεθόδους ιμπεριαλιστικού πολέμου, και πάντα με μεθόδους παζαριών, ανταλλαγμάτων, διανομής και αναδιανομής σφαιρών επιρροής, με μεθόδους κυριαρχίας των καπιταλιστικών μονοπωλίων, μεθόδους περιθωριοποίησης των λαών και ισοπέδωσης των λαϊκών δικαιωμάτων.

Γιατί να εξαιρούνταν από αυτές τις μεθόδους το εθνικό κυριαρχικό δικαίωμα στις λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος;

Και γιατί να πρόκειται για εθνικό κυριαρχικό δικαίωμα υποδεέστερης σημασίας από τα υπόλοιπα, που η «θεαματική» ειδησεογραφική τους επίφαση μονοπωλεί την καθημερινή επικαιρότητα;

[1] Μαρξ, 18η Μπριμέρ, σελ. 79, θεμέλιο 1967, όπου και σημειώνεται: «Και αυτό δεν ήταν απλώς τρόπος του λέγειν, μόδα ή κομματική ταχτική. Η αστική τάξη είχε τη σωστή άποψη πως όλα τα όπλα που είχε σφυρηλατήσει ενάντια στη φεουδαρχία στρέψανε την αιχμή τους ενάντια στην ίδια, πως όλα τα εκπαιδευτικά μέσα που είχε δημιουργήσει επαναστατούσαν ενάντια στον ίδιο της τον πολιτισμό, πως όλοι οι θεοί που είχε πλάσει την είχαν εγκαταλείψει». Τηρουμένων των αναλογιών, υπό παρόμοιους όρους δεν πρόκειται για «απλώς τρόπο του λέγειν, μόδα ή κομματική ταχτική» ούτε και σήμερα.

 


Τσίπρας: «Η Ελλάδα είναι στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ»

«Η Ελλάδα είναι στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ». Αυτό, ανάμεσα σε άλλα, είπε ο πρωθυπουργός μιλώντας για το πρόσφατο επεισόδιο στα Ίμια, και αυτό, ουσιαστικά, καθώς και το ότι η η Ελλάδα είναι «κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ με ισχυρό περιφερειακό ρόλο», εμφάνισε  σαν τον κύριο πολιτικό παράγοντα αν όχι σαν το πολιτικό θεμέλιο της ασφάλειας της χώρας ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Ο «σκληρός πυρήνας της ΕΕ» έτσι κι αλλιώς δεν είναι, ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι στόχος ανταποκρινόμενος (ή πραγματικότητα ανταποκρινόμενη) στις ανάγκες των εργαζομένων. Αποτελεί έτσι κι αλλιώς συνθήκη ανίκανη να διασφαλίσει και συνθήκη αντιστρατευόμενη τα εσωτερικά κοινωνικο-οικονομικά δικαιώματα του λαού. Συνθήκη, έτσι κι αλλιώς, οικονομικής κερδοφορίας και πολιτικής κυριαρχίας των μονοπωλίων στη βάση της εντατικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων στο εσωτερικό και στη βάση του οικονομικού και πολιτικού  ανταγωνισμού για την εκμετάλλευση και τη διανομή αγορών και εδαφών στο εξωτερικό. «Σκληρός πυρήνας της ΕΕ» σημαίνει σκληρός πυρήνας του ιμπεριαλισμού, και ιμπεριαλισμός σημαίνει επιθετικότητα των μονοπωλίων κατά των εργαζομένων τόσο έξω όσο και μέσα στα σύνορα της χώρας.

Αλλά πέρα από αυτή τη γενική τοποθέτηση «από θέσεις αρχών», τίθεται και το ερώτημα του ρεαλισμού της πρωθυπουργικής ρήσης περί «σκληρού πυρήνα». Και δεν μπορεί να μην τίθεται, εφόσον η «εθνική στρατηγική» της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης, την οποία στρατηγική «εκλαϊκεύει» η δήλωση του πρωθυπουργού, δεν αφορά μόνο την ίδια αλλά ολόκληρο το λαό, ιδίως για όσο καιρό εξακολουθεί να εναποθέτει τις ανάγκες της ζωής του στην κυρίαρχη τάξη και στη πολιτική της.

Φυσικά με τον κ. Τσίπρα έχουμε πια γνωριστεί και ξέρουμε: «ο λόγος του συμβόλαιο»… Οπότε θα μπορούσε να υποτεθεί ότι και αυτή του η δήλωση δεν είναι παρά μια ακόμη «αμετροέπεια», για την οποία μάλιστα ενδεχομένως θα απολογηθεί εν ευθέτω χρόνω: «Δεν ήμουν απατεώνας. Είχα αυταπάτες». Αλλά αφενός οι «αυταπάτες» των διαχειριστών της άρχουσας τάξης δεν πληρώνονται ούτε από αυτούς ούτε από αυτήν… Και αφετέρου ο «σκληρός πυρήνας της ΕΕ» δεν αποτελεί σημερινή «πρωτοτυπία» του πρωθυπουργού, αλλά διαχρονικό συστατικό του «φαντασιακού» της ελληνικής άρχουσας τάξης, που επίσης διαχρονικά ταυτίζει την «εθνική στρατηγική» της με «ό,τι φάει, ό,τι πιεί κι ό,τι αρπάξει η σούφρα της», γι’ αυτό και η «εθνική στρατηγική» της είναι διαχρονικά τέτοια που είναι.

Γι’ αυτό και το 1919 η Ουκρανία δεν αποτέλεσε σταθμό του «δρόμου προς την Πόλη», αλλά σταθμό του δρόμου προς την Μικρασιατική Καταστροφή. Γι’ αυτό και η συμμετοχή του ελληνικού στρατού στον αμερικανικό πόλεμο στην Κορέα αποτέλεσε σταθμό στο δρόμο προς την τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου. Γι’ αυτό και ο «ισχυρός περιφερειακός ρόλος» που έπαιξε η Ελλάδα σαν κράτος – μέλος του ΝΑΤΟ όταν παρέδιδε τον Οτσαλάν στην Τουρκία, ο «ισχυρός περιφερειακός ρόλος της» κατά τη διέλευση των χερσαίων ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων προς την Γιουγκοσλαβία, ο «ισχυρός περιφερειακός ρόλος της» στον ναυτικό αποκλεισμό της Σερβίας, στη διάρκεια του οποίου έλαβε χώρα και το πρώτο σοβαρό επεισόδιο στα Ίμια, ο «ισχυρός περιφερειακός ρόλος της» στην παραχώρηση παλιών και νέων στρατιωτικών βάσεων για τις επιθετικές εξορμήσεις του  αμερικανο-ΝΑΤΟϊκού ιμπεριαλισμού κατά των λαών της ευρύτερης περιοχής, ο «ισχυρός περιφερειακό ρόλος της» στην συμμετοχή της σε ΝΑΤΟϊκές στρατιωτικές επεβάσεις όπου γης, ο «ισχυρός περιφερειακός ρόλος της» στην καταχρέωση του λαού για την υλοποίηση ΝΑΤΟϊκών εξοπλιστικών προγραμμάτων, ο «ισχυρός περιφερειακός ρόλος της» σαν στύλος («πυλώνας σταθερότητας» κατά την κυβερνητική ορολογία) γύρω από τον οποίο ξετυλίγεται το γαϊτανάκι των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όλα αυτά κι άλλα τόσα, μπορεί να μην δίνουν την εντύπωση που θα περίμενε κανένας από μια συγκροτημένη «εθνική στρατηγική», αλλά ωστόσο αποτελούν πράγματι την «εθνική» στρατηγική της ελληνικής μονοπωλιακής άρχουσας τάξης. Αν δεν καθρεφτίζουν κάτι που τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να μοιάζει πράγματι με «εθνική στρατηγική», είναι γιατί καθρεφτίζουν την ελληνική άρχουσα τάξη την ίδια…

Παρομοίως και σε σχέση με τον «σκληρό πυρήνα της ΕΕ»…

Τι κι αν μια δεκαετία μνημονίων θα δώσει τη θέση της – όπως διατείνονται – σε μερικές δεκαετίες οικονομικής εποπτείας;  Τι κι αν από μνημόνιο σε μνημόνιο, από αξιολόγηση σε αξιολόγηση, από δόση σε δόση, η κυβερνητική πολιτική συνίσταται στη νομοθέτηση και την υλοποίηση των εκάστοτε «προαπαιτούμενων που θέτουν οι δανειστές»; Τι κι αν;;;

Οι εγχώριοι  μονοπωλιακοί επιχειρηματικοί ομίλοι, τα διάφορα τμήματα του «ελληνικών συμφερόντων» μονοπωλιακού κεφαλαίου, καθώς και το πολιτικό τους προσωπικό, εφόσον όλα αυτά (μνημόνια, αξιολογήσεις, προαπαιτούμενα, εποπτεία κλπ) αποτελούν όρους διασφάλισης και επέκτασης της δικής τους ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας, και εφόσον αποτελούν την μοναδική παρούσα επιλογή τους γι’ αυτή τη διασφάλιση και για αυτή την επέκταση, μπορούν επομένως να φαντασιώνονται, να  κηρύσσουν την φαντασίωση και να ζουν υπό τους όρους της φαντασίωσης, ότι η δική τους ιδιαίτερη οικονομική θέση, η δική τους «μοναδική» επιλογή, ταυτίζεται και με τη θέση της χώρας εντός «του σκληρού πυρήνα της ΕΕ».

Αλλά η πραγματικότητα της «χώρας» είναι πολύ διαφορετική από την δική τους πραγματικότητα. Απέχει «εις παρασάγγας» η μια πραγματικότητα από την άλλη. Σε βαθμό «παράλληλου σύμπαντος».  Άλλωστε, πίσω από τις φαντασιόπληκτες μεγαλοστομίες δεν παύει να ελλοχεύει αυτή η επίγνωση. Της οποίας αυτής ταξικής – «αστικής» επίγνωσης οι απαιτήσεις δεν συνίστανται και δεν περιορίζονται παρά μόνο στην ανάπτυξη των κατάλληλων μεθοδεύσεων, ώστε οποιοσδήποτε ενδεχόμενος κλονισμός της «χώρας», από το υψηλό βάθρο των δικών τους φαντασιώσεων (που καθορίζει και την «εθνική τους στρατηγική») στο σκληρό έδαφος της αντικειμενικής πραγματικότητας, να μην αποτελέσει και δικό τους κλονισμό.

*

Στον αντίποδα… αλλά όχι. Δεν θα γίνει εδώ λόγος για τον αντίποδα.

 


ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ

Στον πάτο της θάλασσας του κόλπου της Ελευσίνας βρίσκεται από την Παρασκευή η πλωτή δεξαμενή Νο1 των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Η δεξαμενή, η οποία είχε δυνατότητα να «σηκώσει» πλοία έως 80 χιλιάδες τόνους, «φαγωμένη» πλέον από τη σκουριά λόγω υποσυντήρησης, είχε αρχίσει να βουλιάζει από το πρωί της Πέμπτης, καθώς δεν άντεξε τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή. Μαζί της παρασύρθηκαν και δύο μεγάλοι γερανοί του Ναυπηγείου. Η εξέλιξη αυτή είναι ένα ακόμα δείγμα των συνεπειών που έχει ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης σε βάρος των εργαζομένων και υποδομών που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών.

Υπενθυμίζεται ότι τα αραβογερμανικά μονοπώλια που εκμεταλλεύονται το Ναυπηγείο μέχρι και το 2014 («Privinvest» και «Thyssen»), αφού εισέπραξαν το σύνολο σχεδόν των συμβάσεων των υποβρυχίων (4 καινούργια και 3 μετασκευαζόμενα), ύψους περίπου 3 δισ. ευρώ, κατήγγειλαν τις συμβάσεις με το Δημόσιο, χωρίς να παραδώσουν τίποτα από το σύνολο του έργου. Αποδεκάτισαν τις θέσεις εργασίας, αφήνοντας περίπου 850 εργαζόμενους, από 2.000. Από το 2012 μέχρι σήμερα δεν έχουν καταβάλει κανένα μισθό, ενώ από την ίδια χρονιά έως το 2014 επέβαλαν στους εργαζόμενους εκ περιτροπής εργασία με μία μέρα δουλειά τη βδομάδα. Ρήμαξαν τις εγκαταστάσεις του εμπορικού τμήματος, πούλησαν τη δεξαμενή Νο3 (60.000 dwt) σε επιχειρηματικό όμιλο της Τουρκίας και τώρα, με την αβάντα της κυβέρνησης, κάνουν παζάρια για την πώληση του Ναυπηγείου, αξιώνοντας κι άλλο «ζεστό» χρήμα και προνόμια.

πηγή


Δε βαρέθηκες να τους πληρώνεις;

Η είδηση έχει ως εξής:

Στην υγειά των εργολάβων

Την ώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προσπαθεί με άθλια προπαγανδιστικά τεχνάσματα να πείσει ότι «μάχεται για να ανακουφίσει τα λαϊκά στρώματα», με αφορμή τις διαπραγματεύσεις για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, φέρνει και ψηφίζει τροπολογία στη Βουλή με την οποία προβλέπεται η αποζημίωση πολλών εκατομμυρίων ευρώ της κοινοπραξίας που έχει αναλάβει την κατασκευή του οδικού άξονα Κόρινθος – Τρίπολη – Καλαμάτα! Ακριβώς αυτό έγινε το βράδυ της Τετάρτης στη Βουλή, όταν κατατέθηκε και ψηφίστηκε τροπολογία που υπογράφεται από τους Χρ. Σπίρτζη και Ευ. Τσακαλώτο και η οποία προβλέπει πως το ελληνικό Δημόσιο, από την τσέπη των εργατικών – λαϊκών στρωμάτων, θα αποζημιώσει την κοινοπραξία στην περίπτωση που τα έσοδα από τα διόδια είναι χαμηλότερα από τα προϋπολογιζόμενα στη σχετική σύμβαση παραχώρησης! Θυμίζουμε ότι η σύμβαση παραχώρησης που είχαν συνάψει με νόμο προηγούμενες κυβερνήσεις, έχει τέτοια πρόβλεψη. Κι επειδή το …«κράτος έχει συνέχεια», ήρθε τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να την ενεργοποιήσει. Και να σκεφτεί κανείς ότι λίγες ώρες πριν, τσακώνονταν στη Βουλή «περί όνου σκιάς», για τα σκάνδαλα και τις εξεταστικές επιτροπές…

Μάλιστα, λέει το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ, «…στη σύμβαση προβλεπόταν ότι η επιδότηση θα γινόταν με συγχρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, επειδή η επιδότηση δεν είναι πλέον «επιλέξιμη» από το ΕΣΠΑ, διότι αφορά λειτουργία και όχι «μελέτη – κατασκευή», το χρήμα θα βγει από το ΠΔΕ» (δηλαδή από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων του κρατικού προϋπολογισμού). Ενώ, «το ύψος της αποζημίωσης δεν αποκλείεται να φτάσει τα 300 εκατ. ευρώ».

…Είναι ωραίο να παίρνεις ένα έργο ουσιαστικά χωρίς «ίδια κεφάλαια», πληρωμένο από  επιδοτήσεις της ΕΕ και από δάνεια με κρατική εγγύηση, να σού παραχωρούν την είσπραξη των διοδίων για μερικές δεκαετίες, κι αν από το δρόμο «σου» δεν περνάνε και τόσοι πολλοί «πελάτες»,  τότε να σου δίνουν για «αποζημίωση» μέχρι και 300 εκατομμύρια ευρώ από το ΦΠΑ που πληρώνει ο λαός για τα μακαρόνια του κ. Φίλη και τα γεμιστά της κ. Φωτίου.

Αλλά ας το δούμε λίγο και από λογιστική πλευρά το θέμα:

Έχουμε και λέμε λοιπόν: «μέχρι 300 εκατομμύρια ευρώ» για να μην… χρεοκοπήσει ο κάθε οδικός άξονας.

Τις προάλλες η ΤΡΑΙΝΟΣΕ πουλήθηκε με «προίκα» τουλάχιστον 200 εκατομμύρια ως το 2020, λόγω των «άγονων» σιδηροδρομικών προορισμών, και μετά το 2020 η κρατική επιδότηση θα βγαίνει, λέει, κατόπιν διαγωνισμού ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους σιδηροδρομιούχους.

Με το ίδιο «κόλπο», των «άγονων γραμμών», από το 2002 έως και φέτος οι ακτοπλοϊκές εταιρείες έχουν εισπράξει επιδότηση κοντά 2 δισ. ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό (δηλαδή κατά μέσο όρο περισσότερα από 130 εκατομμύρια το χρόνο).

25 δισ. ευρώ «τοποθέτησε» το Δημόσιο στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2013 (τότε που «κουρεύτηκαν» και 8,5 δισ.  από τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων), ενώ από το 2008 έως το 2010 οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου είχαν ήδη «στηρίξει» τις τράπεζες με κρατικές εγγυήσεις 128 δισ.

Κλείνουμε αυτή τη μικρή ανθολόγηση με το «ανυπολόγιστο» χρηματικό ποσό που το κεφάλαιο έχει ήδη εισπράξει από τον ΟΑΕΔ, έτσι ώστε ο «Έλληνας φορολογούμενος» να πληρώνει στους εργοδότες τους μισθούς του προσωπικού τους, με τα κέρδη που βγαίνουν από την εργασία αυτού του προσωπικού να παραμένουν – εννοείται (!!!) – στις τσέπες των εργοδοτών. Για να πάρει κανείς μια ιδέα για αυτό το χρηματικό μέγεθος, αρκεί να πούμε ότι η σχετική νομοθετική ρύθμιση «για την καταπολέμηση της ανεργίας» έχει ήδη ένα βάθος χρόνου 20ετίας (1996),  και ότι μια που από τότε η ανεργία δεν καταπολεμήθηκε και τόσο πολύ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποφάσισε τις προάλλες ότι στο εξής οι εργοδότες θα εισπράττουν απευθείας το επίδομα ανεργίας (360 ευρώ το μήνα) των ανέργων που προσλαμβάνουν  και θα πληρώνουν για μισθό μόνο τη διαφορά (226 ή και 151 ευρώ το μήνα).

Κι αυτός είναι ο καπιταλισμός, που θέλει λέει και «λιγότερο κράτος», και που οι διάφοροι οικονομικοί και πολιτικοί του εκπρόσωποι βρίζουν τον «κακομαθημένο» λαό που τα «περιμένει όλα από το κράτος». Αυτή είναι η «ιδιωτική πρωτοβουλία» που δεν ανέχεται την «κρατικοδίαιτη» οικονομία και έχει τσακίσει τους εργαζόμενους με την «ανάπτυξή» της και με την «κρίση» της. Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα «που πήγαν (και πού πάνε) τα λεφτά» κι αυτά είναι τα λεφτά που «όλοι μας» τα χρωστάμε, που «όλοι μαζί τα τρώμε» και που «όλοι μας» πρέπει να θυσιάσουμε τις ζωές μας για να τους τα (ξανα)πληρώσουμε και για να τους τα πληρώνουμε εσαεί από γενιά σε γενιά. Αυτή είναι η τάξη των κεφαλαιοκρατών, η… «ηγέτιδα τάξη«,  που η ιστορία την έχει πια καταστήσει συλλογικό φεουδάρχη της κοινωνίας με τους εργαζόμενους σε καθημερινή αγγαρεία για τη χλιδή των «αφεντάδων»: αγγαρεία για να φτιαχτεί ο δρόμος από τους «τυχερούς» που θα δουλέψουν στην κατασκευή του, αγγαρεία από όλο το λαό για να πληρωθούν τα δάνεια των κατασκευών, αγγαρεία για να πληρωθούν τα διόδια, αγγαρεία για να «αποζημιωθεί» ο «δρόμος» αν δεν του φτάνουν οι «πελάτες», αγγαρεία για τις τράπεζες, αγγαρεία για τις «άγονες γραμμές» των σιδηροδρομιούχων και των εφοπλιστών, αγγαρεία απ’ όλο το λαό για να πληρωθούν στους εργοδότες οι μισθοί των εργατών τους ώστε να αυξάνεται η κερδοφορία και η «ανταγωνιστικότητα» του κεφαλαίου.

Αυτός είναι ο καπιταλισμός που έχει πεθάνει, και που εξακολουθεί να απομυζά κάθε ζωτική δύναμη της κοινωνίας.

Κι αυτός είσαι εσύ, που δειλός, μοιραίος κι άβουλος αντάμα, προσμένεις ίσως κάποιο θαύμα.


η μεγάλη ληστεία των τραίνων

«Η ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε. είναι σήμερα πλέον μια κερδοφόρα επιχείρηση. Η διατήρηση των μετοχών της στην κυριότητα του δημοσίου θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά οφέλη για τα δημόσια ταμεία. Ταυτόχρονα, η εξαγγελθείσα ιδιωτικοποίηση τραυματίζει οποιοδήποτε μελλοντική προσπάθεια για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό στον κλάδο των μεταφορών και ένταξη της χώρας στα δίκτυα του διεθνούς εμπορίου. Τέλος, προωθείται μια εποχή που η μετακίνηση με το τραίνο αναμένεται διεθνώς να αναγεννηθεί τόσο ως μέσου τουριστικής περιήγησης, όσο ως μέσο μαζικής μεταφοράς για τους πολίτες». Γεώργιος Σταθάκης, 2013

***

Στις 18 Ιανουαρίου υπογράφτηκε η σχετική σύμβαση και η ΤΡΑΙΝΟΣΕ πουλήθηκε στην ιταλική Ferrovie dello Stato Italiane έναντι τιμήματος 45 εκατομμυρίων ευρώ.

Όπως συνήθως, στη φιλολογία που ακολούθησε, κυριάρχησε το ύψος του αντιτίμου: Είναι καλή τιμή τα 45 εκατ. ευρώ για την ΤΡΑΙΝΟΣΕ; Μήπως είναι πολύ φτηνά; Και γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ πριν ελάχιστα χρόνια θεωρούσε λίγα και τα περισσότερα, άλλη μια κολοτούμπα λοιπόν, κλπ.

Αλλά όπως συνήθως, το θέμα είναι αρκετά διαφορετικό και πολύ σοβαρότερο από την τιμή πώλησης, η οποία όταν προβάλλεται ως «το» πρόβλημα απλώς νομιμοποιεί το ξεπούλημα και, για την ακρίβεια, εν προκειμένω (για άλλη μια φορά), νομιμοποιεί μια εν ψυχρώ ληστεία δυσθεώρητου ύψους σε βάρος του λαού, για την οποία ληστεία ευθύνονται η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που «πέτυχε» το ξεπούλημα, οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ που πρώτες έβγαλαν την ΤΡΑΙΝΟΣΕ στο σφυρί (βλ. ΤΑΙΠΕΔ), τα ποικιλόμορφα αστικά ΜΜΕ σαν μηχανισμοί συγκάλυψης του αντιλαϊκού εγκλήματος, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο νόμος της τής «ελευθερίας του ανταγωνισμού» τον οποίο περιλαμβάνει η συνθήκη του Μάαστριχτ και τον οποίο υλοποιούν όλες οι κυβερνήσεις από την ψήφιση της συνθήκης το 1992 έως και σήμερα.

***

Η ΤΡΑΙΝΟΣΕ λοιπόν, ξαναλέμε, «πουλήθηκε» για 45 εκατ. ευρώ, «απαλλαγμένη» από χρέη. Αυτά μεταφέρθηκαν στις πλάτες του συνηθισμένου υποζύγιου της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της καπιταλιστικής κρίσης, στις πλάτες των εργαζόμενων.  Σαν μην έφτανε αυτό, ήδη εδώ και ένα χρόνο (πάλι επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) είχε ολοκληρωθεί η νομοθετική ρύθμιση για την ετήσια κρατική χρηματοδότηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ μέχρι το ποσό των 50 εκατ. ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό για το διάστημα 2015 – 2020, για την «εκτέλεση της υποχρεωτικής δημόσιας υπηρεσίας επιβατικών μεταφορών» (κατά το πρότυπο της επιδότησης των εφοπλιστών για τα δρομολόγια της «άγονης γραμμής»…), ενώ από το 2020 και μετά, η παροχή της υποχρεωτικής υπηρεσίας θα ανατίθεται μέσω «διαγωνιστικής διαδικασίας»…

Έτσι η εταιρεία που «αγόρασε» την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, δίνοντας 45 εκατ. έχει εξασφαλισμένες κρατικές επιδοτήσεις (2017-2020)  ποσού 200 εκατ. Οπότε τίθεται και το ερώτημα γιατί να πληρώνει 45 εκατ. για την «αγορά» της αντί να εισπράξει απευθείας 200-45=155 εκατ. ευρώ από το κράτος με το που θα παραλάβει την ΤΡΑΙΝΟΣΕ.

Ρητορικό το ερώτημα. Δεν είναι όμως ρητορεία το ότι τις μέχρι χθες κρατικές επιδοτήσεις προς την κρατική ΤΡΑΙΝΟΣΕ  η Ευρωπαϊκή Ένωση τις θεωρούσε «παράνομες ενισχύσεις» οι οποίες παραβίαζαν την απολυταρχία του «ελεύθερου ανταγωνισμού», ενώ οι κρατικές επιδοτήσεις προς ένα καπιταλιστικό μονοπώλιο θεωρούνται από την ίδια όχι απλώς «νομότυπες» αλλά και.. εκ των ουκ άνευ για την «ανάπτυξη» αυτού του όλο και πιο κρατικοδίαιτου μονοπωλιακού καπιταλισμού, που σαν όλο και πιο κρατικοδίαιτος γίνεται την ίδια στιγμή όλο και πιο αντεργατικός, πιο αντιλαϊκός, πιο αντικοινωνικός. Ας θεωρητικολογήσουμε λίγο: Όσο, από τη μια, πιο κοινωνικός γίνεται ο χαρακτήρας της σύγχρονης παραγωγής και όσο, από την άλλη, πιο ατομική γίνεται η ιδιοποίησή της, άλλο τόσο είναι επόμενο ο καπιταλισμός να αποκτά όλο και πιο αντικοινωνικά χαρακτηριστικά.

Κατά τα άλλα ας σημειώσουμε το γεγονός ότι στο όνομα αυτών των «παράνομων» κρατικών ενισχύσεων προς την κρατική ΤΡΑΙΝΟΣΕ, στο όνομα δηλαδή της «παραβίασης της ελευθερίας του ανταγωνισμού» η Ευρωπαϊκή Ένωση απειλούσε την ΤΡΑΙΝΟΣΕ με λουκέτο, αν δεν… ξεπουλιόταν, και ας σημειώσουμε επίσης το γεγονός ότι την απειλή αυτή την επικαλούνται ως «αγωνία» τους οι ίδιοι οι κυβερνητικοί απολογητές της ΕΕ και του Μάαστριχτ για να δικαιολογήσουν το αντιλαϊκό έγκλημα που διέπραξαν ξεπουλώντας την ΤΡΑΙΝΟΣΕ (όπως λίγο νωρίτερα και μερικές δεκάδες αεροδρόμια, το «φιλέτο» του Ελληνικού, όπως βάζουν μπροστά για να συνεχίσουν το ξεπούλημα των λιμανιών, της «ΔΕΔΔΗΕ» κλπ). Ας σημειώσουμε τέλος, κλείνοντας, το κεφάλαιο των «παράνομων ενισχύσεων», ότι με το ίδιο αιτιολογικό «παραβίασης του ελεύθερου ανταγωνισμού» η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε σαν ποινή το λουκέτο στο «εμπορικό τμήμα» των – κρατικών τότε – Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, που παραμένει κλειστό αν και μέσα στις δυνατότητές του είναι και η κατασκευή σιδηροδρομικών βαγονιών, για να επιστρέψουμε με αυτόν τον τρόπο στο κύριο θέμα.

Στο οποίο κύριο θέμα, μετά από όλα αυτά, δεν έχουμε καν μπει.

***

Διότι το κύριο θέμα βρίσκεται στο γεγονός ότι, προκειμένου να «καταφέρνει ο ΟΣΕ να είναι περιζήτητη νύφη για ορισμένους ξένους επενδυτές» και προκειμένου «η σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας – Θεσσαλονίκης να φιγουράρει ανάμεσα στις πιο δελεαστικές ευρωπαϊκές γραμμές», από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι και σήμερα έχει πραγματοποιηθεί και συνεχίζει να πραγματοποιείται ένα τεράστιο έργο εκσυγχρονισμού του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας, το οποίο έργο ο λαός το έχει πληρώσει και συνεχίζει να το πληρώνει με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, το έχει φορτωθεί και συνεχίζει να  το φορτώνεται στις πλάτες του σαν χρέος πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.  Και η ολοκλήρωση του μεγάλου μέρους αυτού του έργου, χάρη στο οποίο π.χ. το ταξίδι  Αθήνα – Θεσσαλονίκη θα γίνεται σε λιγότερο απο 3,5 ώρες, «συμπίπτει» χρονικά με το ξεπούλημα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ… Έτσι, λοιπόν, τον Ιανουάριο του 2010 ο προϋπολογισμός των έργων του σιδηροδρομικού άξονα Πάτρα – Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Ειδομενή/Προμαχώνας (ΠΑΘΕΠ) για τα έτη 2000-2015 ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 6,2 δισ. ευρώ. Από αυτά,  4,6 δισ. προέρχονται από την ΕΕ (Γ΄ ΚΠΣ & ΕΣΠΑ) και 1,6 δισ. ευρώ προέρχονται από εθνικούς πόρους. Ας προστεθούν τώρα και οι, εθνικοί μόνο, πόροι των δισ. που δαπανήθηκαν κατά την πρώτη τουλάχιστον πενταετία των έργων. Ας προστεθεί και ο προϋπολογισμός των δισ. (με την όποια κατανομή των πόρων σε ευρωενωσιακούς και εθνικούς) για την κατασκευή και επέκταση του «προαστιακού» που επίσης περνά στην εκμετάλλευση του «αγοραστή». Το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι ότι υπάρχει κάποιος κερατάς, που στενάζει στην καθημερινή του αγγαρεία, που για τα χρέη «του» σέρνεται δεμένος σαν άλλος Έκτορας στο άρμα των «θεσμών», ο οποίος κερατάς από τους πόρους του ιδρώτα του έβγαλε μερικά δισ. για να κατασκευαστούν οι υποδομές οι οποίες τώρα παραχωρούνται στον «αγοραστή» σαν δωρεάν πάγιο κεφάλαιο της καπιταλιστικής του κερδοφορίας.

***

Στην περίπτωση του ξεπουλήματος της ΤΡΑΙΝΟΣΕ ακολουθήθηκε κάθε διαστροφικό-καπιταλιστικό-οικονομικό πρότυπο που είχε ακολουθηθεί και σε ανάλογες προηγούμενες περιπτώσεις:

Το πρότυπο της ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ όπου τα χρέη  της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» φορτώθηκαν στις πλάτες του λαού, όπως στις πλάτες του λαού φορτώθηκε και η «εξυγείανση» της κρατικής πια ΑΓΕΤ εωσότου έγινε κερδοφόρα, για να ξεπουληθεί τότε στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Πρώτα σε ένα ιταλικό μονοπώλιο την περίοδο που «συνέπιπτε» με την έναρξη των μεγάλων κρατικών έργων της δεκαετίας του 1990 (μετρό, οδικοί άξονες) και σε συνέχεια σε ένα γαλλικό μονοπώλιο την περίοδο που «συνέπιπτε» με την έναρξη των ολυμπιακών έργων, έως τη σημερινή καπιταλιστική κρίση όπου η ιδιοκτήτρια εταιρεία κλείνει μονάδες  της ΑΓΕΤ γιατί πια «δεν την συμφέρουν».

Το πρότυπο του ΟΤΕ, που πρώτα – σαν εταιρεία «μιας μετοχής και αυτής κρατικής» – εκσυγχρόνισε το δίκτυο όλης της χώρας αντικαθιστώντας τα χάλκινα σύρματα με οπτικές ίνες, για να «περάσει» κατόπιν στα χέρια της γερμανικής Ντόιτσε Τέλεκομ.

Το πρότυπο της «αυτοχρηματοδότησης» των οδικών αξόνων, που συνίσταται στο ότι το κράτος πληρώνει την κατασκευή τους και οι μονοπωλιακοί κατασκευαστικοί όμιλοι εισπράττουν τα διόδια, με τη διαφορά στην περίπτωση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ ότι τα εισητήρια δεν θα τα κόβει ο κατασκευαστικός όμιλος αλλά ο επιχειρηματικός όμιλος που την «αγόρασε».

Το πρότυπο της Αγροτικής Τράπεζας που τεμαχίστηκε σε «κακή», την οποία φορτώθηκε ο λαός, και σε «καλή» η οποία μεταβιβάστηκε στον όμιλο Σαλά. Το πρότυπο επίσης της ΔΕΗ, η οποία για τις ανάγκες του ξεπουλήματός της και της «ελευθερίας του ανταγωνισμού» τεμαχίστηκε σε φέτες. Άλλη «φέτα» για την παραγωγή του ρεύματος, άλλη για τη διανομή του κ.ο.κ., σε «μεγάλη ΔΕΗ», σε «μικρή ΔΕΗ», σε διάφορες επιχειρήσεις με μυστικιστικά αρκτικόλεξα (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ κλπ) που κανείς «απλός άνθρωπος» δεν ξέρει τι σημαίνουν τα αρχικά τους και τι κάνουν αυτές οι επιχειρήσεις, τέλειος κοινωνικός αναλφαβητισμός δηλαδή. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν, από το 1996 (όταν μόλις είχαν αρχίσει τα έργα εκσυγχρονισμού του σιδηροδρομικού δικτύου) η κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ) έδεσε τον ενιαίο κρατικό ΟΣΕ στο κρεβάτι του Προκρούστη και άρχισε να τον τεμαχίζει: Από τη μέση και κάτω ΕΡΓΟΣΕ, η επιχείρηση που αναθέτει σε μονοπωλιακούς κατασκευαστικούς ομίλους και πληρώνει τα  έργα κατασκευής των σιδηροδρομικών υποδομών. Από τη μέση και πάνω, το 2005 (ΝΔ), ΤΡΑΙΝΟΣΕ, η επιχείρηση που εκτελεί το συγκοινωνιακό έργο, δηλαδή η επιχείρηση που αξιοποιεί, που εκμεταλλεύεται τις υποδομές που κατασκευάζει η ΕΡΓΟΣΕ…

Όπως είναι φανερό, η ΕΡΓΟΣΕ που πληρώνει την κατασκευή και συντήρηση των υποδομών αποτελεί ας πούμε τον «κακό ΟΣΕ» και η ΤΡΑΙΝΟΣΕ που εκμεταλλεύεται αυτές τις υποδομές αποτελεί τον «καλό ΟΣΕ». Και όπως μπορεί πια και ένα μικρό παιδί να μαντέψει, η ΕΡΓΟΣΕ θα παραμείνει κρατική ενώ η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, η «περιζήτητη νύφη», η «δελεαστική», ξεπουλήθηκε. Το 2017 (ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ).

Βρε «πού πήγαν τα λεφτά»… Και πού εξακολουθούν να πηγαίνουν, βεβαίως – βεβαίως!

***

Μετά από όλα αυτά, ας ανατρέξουμε, ένα χρόνο νωρίτερα, σε εκείνη τη συνεδρίαση Επιτροπής της Βουλής, όπου ο υπουργός Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων, Χρ. Σπίρτζης, «επέρριψε ευθύνες στην προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ για τον άγονο διαγωνισμό, λέγοντας ότι ‘θα πρέπει να απολογηθούν όσοι σχεδίασαν τον διαγωνισμό γιατί απέτυχε, ενώ ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση θα προωθήσει με αποφασιστικότητα την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας, γιατί ‘αυτό είναι μία δέσμευση όχι μόνο σε σχέση με τους δανειστές αλλά το έχει ζητήσει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή».

Αλήθεια, μήπως εν προκειμένω δεν πρέπει να απολογηθεί, απέναντι στο λαό, η προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ για την «αποτυχία» της, αλλά η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την «επιτυχία» της;

***

Η «μεγάλη ληστεία των τραίνων», ληστεία δισεκατομμυρίων ευρώ, δεν είναι άλλη από το ξεπούλημα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, τελεία και παύλα. Το θέμα θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εδώ. Παρ’ όλα αυτά ας δώσουμε μια παράταση για κάποιες «επιμέρους» πλευρές του, που μπορεί με τον ένα άλλο τρόπο να απασχολούν:

Πρώτη τέτοια πλευρά: Το ζήτημα των «κοινοτικών», ευρωενωσιακών ενισχύσεων για την κατασκευή των σιδηροδρομικών υποδομών. Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε, ότι το πιο δύσκολο θέμα στην διαδικτυακή αναζήτηση, για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, ήταν να «ανακαλυφθεί» το συνολικό κόστος των έργων και η κατανομή αυτού του κόστους. Κι όμως θα έπρεπε να είναι πανεύκολα προσβάσιμη κάθε πληροφορία αυτού του είδους. Έτσι π.χ. δεν μπόρεσα να βρω το ποσό που δαπανήθηκε από ΟΣΕ – ΕΡΓΟΣΕ για την περίοδο 1995-2000, πριν δηλαδή αρχίσει η ευρωενωσιακή συγχρηματοδότηση των έργων. Όπως δεν μπόρεσα να βρω και την κατανομή των ποσών για την κατασκευή του «προαστιακού», ο οποίος από το 2007 «απορροφήθηκε» από την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, και ο οποίος το 2003 φέρεται να έχει κοστίσει «περίπου ένα δισ. ευρώ», ενώ η επέκτασή του συνεχίζεται και σήμερα. Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρθηκε ήδη, το 2010 ο προϋπολογισμός των έργων του σιδηροδρομικού άξονα Πάτρα – Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Ειδομενή/Προμαχώνας (ΠΑΘΕΠ) ανερχόταν, για τα έτη 2000-2015, στο συνολικό ποσό των 6,2 δισ. ευρώ. Και από αυτά,  4,6 δισ. προέρχονται από την ΕΕ (Γ΄ ΚΠΣ & ΕΣΠΑ) και 1,6 δισ. ευρώ προέρχονται από εθνικούς πόρους.

Θα πρέπει όμως να ξεκαθαριστεί το εξής: Δεν μπαίνουμε εδώ βαθύτερα στο πραγματικό ερώτημα  πόσα μάς δίνει και πώς μας τα δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε πόσα μάς παίρνει και πώς μας τα παίρνει. Περιοριζόμαστε στο εξής: Όσο υπόλογη είναι απέναντι στον ελληνικό λαό η ελληνική κυβέρνηση (και διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις) για τη ληστεία σε βάρος του την οποία αποτελεί το ξεπούλημα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ (και φυσικά: όχι μόνο), άλλο τόσο υπόλογη είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι και στον ελληνικό και σε κάθε λαό των κρατών-μελών της. Όσο οφείλουν οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις και τα ελληνικά κόμματα του καπιταλιστικού-ευρωπαϊκίστικου «τόξου» να «εξηγήσουν» στον «Έλληνα φορολογούμενο» πώς και γιατί τον βάζουν να πληρώσει πολύ περισσότερα από 1,6 δισ. για τις ράγες που πάνω της θα τσουλήσουν τα… ταμεία της οποιασδήποτε καπιταλιστικής επιχείρησης, άλλο τόσο οφείλει η Ευρωπαϊκή Ένωση να εξηγήσει το ίδιο πράγμα στον Γερμανό, τον Γάλλο, τον Ιταλό, τον Ισπανό, τον «ευρωπαίο φορολογούμενο» για τα 4,6 δισ. που τον χρεώνει προκειμένου να συσσωρεύονται κέρδη στα ταμεία των επιχειρηματικών ομίλων.

Δεύτερη πλευρά: Η «Ferrovie dello Stato Italiane», η εταιρεία που «αγόρασε» την ΤΡΑΙΝΟΣΕ είναι ιταλική κρατική σιδηροδρομική εταιρεία. «Κρατική». Επομένως;

Επομένως, αναδεικνύεται ο ρόλος που επιτελεί το κράτος της δικτατορίας των μονοπωλίων, στην γενική επιβολή των όρων του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Η σύμφυση του τραπεζικού και του εμποροβιομηχανικού κεφαλαίου σε ένα «ενιαίο» χρηματιστικό κεφάλαιο  συμπληρώνεται με τη σύμφυση του καπιταλιστικού κράτους με τα καπιταλιστικά μονοπώλια. Και αυτός είναι ο μονοπωλιακός, δηλαδή ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός. Αναδεικνύεται επίσης ένα μέρος των σχέσεων ανάμεσα σε κράτη, οι σχέσεις της μεταξύ τους ανισομετρίας, οι τέτοιες μεταξύ τους σχέσεις που «στην εποχή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού γίνονται γενικό σύστημα, αποτελούν μέρος του συνόλου των σχέσεων του ‘μοιράσματος του κόσμου’, μετατρέπονται σε κρίκους της αλυσίδας των πράξεων του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου» (Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ. 101). Είναι λοιπόν μια «κρατική επιχείρηση» αυτή που εν προκειμένω βάζει τους καρπούς του κοινωνικού εργατικού, λαϊκού μόχθου στην τροχιά της «ανοιχτής αγοράς», της «ελευθερίας κίνησης των κεφαλαίων», της «ελευθερίας του ανταγωνισμού», της κερδοφορίας των μονοπωλίων και της εξουσίας που πηγάζει από αυτήν και που τη στηρίζει.

Αλλά μήπως και ο ελληνικός κρατικός ΟΤΕ δεν έκανε  στα Βαλκάνια «μπίζνες» παρόμοιες με της ιταλικής σιδηροδρομικής εταιρείας, μέχρι να πουληθεί στην επίσης κρατική γερμανική εταιρία; Αλλά μήπως, επίσης, και η ίδια αυτή η κρατική ιταλική εταιρεία δεν βρίσκεται ήδη στο δρόμο της ιδιωτικοποίησης, μήπως δεν χαρακτηρίζεται ήδη ως «κρατική εταιρεία υπό ιδιωτικοποίηση», η οποία: «υλοποιεί εκτεταμένο πλάνο ανάπτυξης ώστε να δημιουργήσει τις καλύτερες συνθήκες μέσα στις οποίες θα πραγματοποιήσει την αποκρατικοποίησή της. Στοχεύει δηλαδή σε initial public offering, δηλαδή σε εισαγωγή στο χρηματιστήριο με πώληση μέρους των μετοχών της. Το πλάνο αφορά στην περίοδο 2014-2017 και προβλέπει έσοδα 9,5 δισ. ευρώ και λειτουργικά κέρδη EBITDA 2,5 δισ. ευρώ. Ήδη η εταιρεία έκλεισε το 2015 με έσοδα 8,6 δισ. ευρώ. Με την εξαγορά της ΤΡΑΙΝΟΣΕ θα προσθέσει τζίρο 125 εκατ. ευρώ, με κόστος μόλις 45 εκατ. ευρώ»; Μήπως τώρα δεν είναι πιο «χειροπιαστό» τι σημαίνει «κρίκοι της αλυσίδας των πράξεων του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου»;

Τρίτη και τελευταία πλευρά: Μερικά πράγματα είναι τόσο ξένα προς την «κοινή λογική», που φαντάζουν απίστευτα. Πώς μπορεί η «κοινή λογική» να «χωνέψει» π.χ. στην περίπτωση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ ότι είναι «οικονομία» να πληρώνει ένα κράτος κάμποσα δισ. για να φτιάξει ράγες και ηλεκτροδότηση εκατοντάδων χιλιομέτρων, γέφυρες, σήραγγες κλπ, και κατόπιν να εγκαταστεθείς πάνω σε αυτές τις ράγες εσύ ή εγώ και να κόβεις εισητήρια για λογαριασμό σου. Και πώς μπορεί η «κοινή λογική» να χωνέψει ότι έχει δίκιο αυτή και όχι οι «μορφωμένοι άνθρωποι», οι «ειδικοί» πάνω σε αυτά τα ζητήματα, τα οποία στο κάτω-κάτω ίσως είναι πολύ πιο περίπλοκα από όσο φαίνονται…

Κι όμως μερικά πράγματα μπορούν στ’ αλήθεια να τα καταλάβουν και τα παιδιά του δημοτικού… Όσο καλά μπορούν, για παράδειγμα, τα παιδιά δημοτικού να καταλάβουν ότι «η καλή μας αγελάδα βόσκει κάτω στη λιακάδα μικρά χόρτα και μεγάλα για να κατεβάσει γάλα», την ίδια ώρα που επιστήμονες με διδακτορικά στην υπηρεσία του καπιταλιστικού κέρδους μπορούν να ταΐζουν την αγελάδα με τα οστεάλευρα της μαμάς της…

Και απλώς, αν είναι τόσο μεγάλη η διάσταση ανάμεσα σε αυτό που μπορούν και τα μικρά παιδιά να το καταλάβουν και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα πράγματα οι επιστημονικοί και πολιτικοί διαχειριστές των υποθέσεων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, αυτό μάλλον οφείλεται στο οριστικό «διαζύγιο» του καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού  από οτιδήποτε σε αυτόν θα μπορούσε να αποτελεί λειτουργία που να υπηρετεί τις κοινωνικές σχέσεις. Κι αυτό το «διαζύγιο» δεν εκφράζεται μόνο στην περίπτωση της διατροφής των αγελάδων αλλά και στο πεδίο της οικονομικής διαχείρισης.

Στις παραμονές της γαλλικής επανάστασης, όταν οι φεουδαρχικές σχέσεις είχαν πια οριστικά ξεπεραστεί από την τότε ανάπτυξη του χαρακτήρα της παραγωγής, η Μαρία-Αντουανέτα είπε, λένε, για τους φτωχούς «αν δεν έχουν ψωμί ας φάνε παντεσπάνι». Μια πρόταση ανήκουστη για τη λογική των φτωχών, όμως για τη Μαρία-Αντουανέτα και τη δική της αντίληψη των πραγμάτων μια πρόταση απόλυτα λογική. Απλή διάσταση απόψεων…


Ο Μαρξ για την εγκράτεια, την αποταμίευση, την εργατικότητα

15 χρόνια (1991-2005) καπιταλιστικής ανάπτυξης («πλαστής ευμάρειας» σύμφωνα με την εκκλησία και με τις συνεντεύξεις των περισσότερων διανοουμένων, καλλιτεχνών κλπ) έχουν δώσει τη θέση τους σε ήδη 6 χρόνια καπιταλιστικής κρίσης («κρίσης πρωτίστως ηθικής» σύμφωνα με τους παραπάνω). Το κείμενο του Μαρξ που ακολουθεί, εμφανίζεται στις συνθήκες αυτές ιδιαίτερα επίκαιρο (από άποψη οικονομική όσο και… ηθική): Από την εποχή των «ελληνάδικων», του «σήκωσέ το το τιμημένο» και του καταναλωτικού δανεισμού (αντί για μισθό) έως τους πανηγυρισμούς του «μιλένιουμ» και της «καλύτερης ολυμπιάδας στην ιστορία», από το άδοξο τέλος του χρηματιστηριακού τζόγου έως τον ΕΝΦΙΑ, τα τεκμήρια διαβίωσης, τη δαμόκλειο σπάθα  των πλειστηριασμών και το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο – τερατούργημα, από το 8ωρο ως την «ευελφάλεια» και από τη «γενιά των 700 ευρώ» ως τη γενιά των 1,5 εκατομμυρίων ανέργων,  η διαφήμιση της απόλαυσης και της κατανάλωσης συμβαδίζει ή εναλάσσεται συνεχώς με το κήρυγμα της εγκράτειας, της λιτότητας, της στέρησης. Κι από ό,τι φαίνεται, μοντέρνο δεν είναι το περιεχόμενο αλλά μόνο οι μορφές. 

Το κείμενο είναι από: Karl Marx, ΒΑΣΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ (GRUNDRISSE) ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, τόμος Β΄, Στοχαστής, σελ. 210-213 (ο χωρισμός σε παραγράφους έγινε από το μπλογκ προς διευκόλυνση της ανάγνωσης).

======================

«…Σκοπός της ανταλλαγής για τον εργάτη είναι η ικανοποίηση των αναγκών του. Αντικείμενο της ανταλλαγής του είναι ένα άμεσο αντικείμενο της ανάγκης, και όχι η ανταλλακτική αξία σαν τέτοια. Εισπράττει βέβαια χρήμα, αλλά μόνο στον προσδιορισμό του νομίσματος· μονάχα δηλαδή σαν διαμεσολάβηση που αίρει τον εαυτό της και εξαφανίζεται. Αυτό λοιπόν που παίρνει με την ανταλλαγή δεν είναι η ανταλλακτική αξία, δεν είναι ο πλούτος, αλλά είναι μέσα διαβίωσης, αντικείμενα για τη συντήρηση της ζωτικότητάς του, για την ικανοποίηση των αναγκών του γενικά – φυσικών, κοινωνικών κλπ. Είναι ένα καθορισμένο ισοδύναμο σε μέσα διαβίωσης, σε αντικειμενοποιημένη εργασία, που μέτρο της είναι το κόστος παραγωγής της δικής του εργασίας. Αυτό που εκχωρεί είναι το δικαίωμα διάθεσης της εργασίας του.

Τώρα, είναι αλήθεια από την άλλη μεριά ότι ακόμα και μέσα στην απλή κυκλοφορία το νόμισμα εξελίσσεται σε χρήμα· και ότι, κατά συνέπεια, στο μέτρο που ο εργάτης εισπράττει στην ανταλλαγή νόμισμα, μπορεί να το μετατρέψει σε χρήμα συσσωρεύοντάς το κλπ., αποσύροντάς το από την κυκλοφορία· παγιώνοντάς το σαν γενική μορφή του πλούτου αντί για φευγαλέο μέσο ανταλλαγής. Απ’ αυτή την άποψη θα μπορούσε λοιπόν να ειπωθεί ότι στην ανταλλαγή του εργάτη με το κεφάλαιο το αντικείμενο που επιδιώκει ο πρώτος -άρα και το προϊόν της ανταλλαγής γι’ αυτόν- δεν είναι το μέσο διαβίωσης αλλά ο πλούτος, δεν είναι μια ιδιαίτερη αξία χρήσης αλλά η ανταλλακτική αξία σαν τέτοια.  Κατά συνέπεια, ο εργάτης θα μπορούσε να κάνει την ανταλλακτική αξία δικό του προϊόν μονάχα με τον μοναδικό τρόπο που και ο πλούτος μπορεί γενικά να εμφανιστεί σαν προϊόν της απλής κυκλοφορίας όπου ανταλλάζονται ισοδύναμα: θυσιάζοντας δηλαδή την ουσιαστική ικανοποίηση για τη μορφή του πλούτου, αποσύροντας δηλαδή – με την εγκράτεια, την αποταμίευση, την περικοπή της κατανάλωσής του – από την κυκλοφορία λιγότερα αγαθά απ’ όσα της δίνει. Αυτός είναι ο μόνος δυνατός τρόπος πλουτισμού που τοποθετεί η ίδια η κυκλοφορία.Η εγκράτεια θα μπορούσε τότε να εμφανιστεί και με την πιο ενεργητική μορφή, που δεν έχει τοποθετηθεί στην απλή κυκλοφορία: ο εργάτης να απαρνηθεί σε ανώτερο βαθμό την ηρεμία, γενικά το είναι του – σε διάκριση από το είναι του σαν εργάτη – και να υπάρχει όσο γίνεται αποκλειστικά σαν εργάτης· να ανανεώνει δηλαδή συχνότερα την πράξη της ανταλλαγής, ή να την επεκτείνει ποσοτικά, με την εργατικότητα.

Γιαυτό και στη σημερινή κοινωνία η απαίτηση για εργατικότητα και ιδιαίτερα για αποταμίευση, εγκράτεια απευθύνεται όχι στους καπιταλιστές αλλά στους εργάτες· και μάλιστα την απευθύνουν οι καπιταλιστές. Η σημερινή κοινωνία διατυπώνει ακριβώς την παράδοξη απαίτηση, να δείχνει εγκράτεια εκείνος για τον οποίο το αντικείμενο της ανταλλαγής είναι το μέσο για τη ζωή, και όχι εκείνος για τον οποίο αποτελεί τον πλουτισμό. Η αυταπάτη ότι τάχα οι κεφαλαιοκράτες πραγματικά «έδειξαν εγκράτεια» και μ’ αυτό τον τρόπο έγιναν κεφαλαιοκράτες – απαίτηση και αντίληψη που δεν είχε νόημα παρά μόνο στην πρώτη περίοδο, όταν το κεφάλαιο διαμορφώνεται μέσα από φεουδαρχικές κλπ. σχέσεις – έχει εγκαταλειφθεί απ’ όλους τους αξιόπιστους σύγχρονους οικονομολόγους. Ο εργάτης πρέπει να αποταμιεύει, και γίνεται μεγάλος θόρυβος για τα ταμιευτήρια κλπ. (Ωστόσο για τα τελευταία παραδέχονται και οι ίδιοι οι οικονομολόγοι ότι πραγματικός τους σκοπός δεν είναι ο πλούτος, παρά μόνο η ορθολογικότερη κατανομή των δαπανών· έτσι ώστε όταν οι εργάτες γερνούν, ή όταν έρχονται αρρώστιες, κρίσεις κλπ. να μην καταφεύγουν στα φτωχοκομεία, στο κράτος, στη ζητιανιά (μ’ ένα λόγο, να επιβαρύνουν την ίδια την εργατική τάξη, και συγκεκριμένα: όχι τους καπιταλιστές, φυτοζωώντας από την τσέπη τους)· η αποταμίευση υπάρχει λοιπόν για τους καπιταλιστές· μείωση γιαυτούς του κόστους παραγωγής των εργατών.)

Ωστόσο κανείς οικονομολόγος δε θα αρνηθεί πως αν οι εργάτες γενικά, δηλαδή σαν εργάτες (αυτό που κάνει, ή μπορεί να κάνει, ο ξεχωριστός εργάτης σ’ αντιδιαστολή προς το γένος του μπορεί να υπάρχει ακριβώς σαν εξαίρεση και μόνο, όχι σαν κανόνας, γιατί δεν ανήκει στον προσδιορισμό της ίδιας της σχέσης), αν δηλαδή κατά κανόνα ικανοποιούσαν αυτές τις απαιτήσεις (πέρα από τη ζημιά που θα προκαλούσαν στη γενική κατανάλωση – το έλλειμμα θα ήταν τεράστιο – άρα και στην παραγωγή, άρα και στον αριθμό και στον όγκο των ανταλλαγών που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν με το κεφάλαιο, άρα και στον εαυτό τους σαν εργάτες), τότε ο εργάτης θα χρησιμοποιούσε μέσα που αίρουν απόλυτα τον ίδιο τους το σκοπό, και που θα τον υποβίβαζαν αναγκαστικά στο επίπεδο του Ιρλανδού, στο επίπεδο του μισθωτού εργάτη που βλέπει το πιο ζωώδικο ελάχιστο όριο αναγκών, μέσων διαβίωσης, σαν μοναδικό αντικείμενο και σκοπό της ανταλλαγής του με το κεφάλαιο. Σκοπεύοντας λοιπόν να κάνει σκοπό του τον πλούτο αντί για την αξία χρήσης, ο εργάτης όχι μόνο δεν θα πλούτιζε παρά θάχανε κι από πάνω και την αξία χρήσης. Γιατί κατά κανόνα το ανώτατο όριο της εργατικότητας, της εργασίας, και η ελάχιστη κατανάλωση – γιατί αυτό είναι το ανώτατο όριο της εγκράτειας και της αποταμίευσής του – δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν τον εργάτη να παίρνει για το ανώτατο όριο της δουλειάς τον ελάχιστο δυνατό μισθό. Μ’ όλους τους κόπους του απλά θα είχε μειώσει το γενικό επίπεδο του κόστους παραγωγής της ίδιας του της εργασίας, και γιαυτό τη γενική της τιμή.

Μόνο σαν εξαίρεση μπορεί ο εργάτης με τη δύναμη της θέλησης, τη φυσική δύναμη και αντοχή, τη φιλαργυρία κλπ., να μετατρέψει το νόμισμά του σε χρήμα, σαν εξαίρεση από την τάξη του και τους γενικούς όρους της ύπαρξής του. Αν όλοι, ή οι περισσότεροι, δείχνουν εργατικότητα (στο μέτρο που η εργατικότητα αφήνεται καν στην προαίρεσή τους στη σύγχρονη βιομηχανία – πράγμα που δε συμβαίνει στους σημαντικότερους και τους πιο αναπτυγμένους παραγωγικούς κλάδους), τότε δεν αυξάνουν την αξία του εμπορεύματός τους παρά μόνο την ποσότητά του· άρα και τις απαιτήσεις που θα τεθούν πάνω σ’ αυτό σαν αξία χρήσης. Αν όλοι αποταμιεύουν, τότε μια γενική μείωση του μισθού δε θ’ αργήσει να τους ξαναφέρει στον ίσιο δρόμο, γιατί η γενική αποταμίευση θα έχει δείξει στον κεφαλαιοκράτη ότι ο μισθός τους είναι γενικά υπερβολικός, ότι εισπράττουν για το εμπόρευμά τους – την ικανότητα διάθεσης της εργασίας τους – περισσότερο από το ισοδύναμό του· αφού η ουσία της απλής ανταλλαγής – και σ’ αυτή τη σχέση βρίσκονται οι εργάτες προς τον κεφαλαιοκράτη – είναι ακριβώς ότι κανείς δεν προσθέτει στην κυκλοφορία περισσότερα απ’ όσα αποσύρει· αλλά και μπορεί να αποσύρει απ’ αυτή μόνο αυτά που της έδοσε. Ένας εργάτης, ατομικά, μπορεί να είναι εργατικός πάνω από το μέσο επίπεδο, πάνω απ’ όσο είναι υποχρεωμένος για να ζει σαν εργάτης, μονάχα επειδή κάποιος άλλος βρίσκεται κάτω από το μέσο επίπεδο, είναι πιο τεμπέλης· μπορεί να αποταμιεύει επειδή και όταν κάποιος άλλος σπαταλά. Το περισσότερο που μπορεί να πετύχει, κατά μέσο όρο, με την οικονομία του είναι: να μπορεί να υποφέρει καλύτερα τη διακύμανση των τιμών – πάνω και κάτω, τον κύκλο τους· άρα απλά και μόνο να καταμερίσει πιο ορθολογικά τις απολαύσεις του, όχι να αποκτήσει πλούτο.

Κι αυτή είναι και η πραγματική απαίτηση των καπιταλιστών. Οι εργάτες να αποταμιεύουν στους εύπορους καιρούς τόσα που να τους επιτρέπουν λίγο-πολύ να ζουν στις κακές περιόδους, να αντέχουν στην περικοπή των ωρών εργασίας ή την πτώση των μισθών κλπ. (τότε ο μισθός θάπεφτε ακόμα πιο χαμηλά.) Η απαίτηση είναι λοιπόν: οι εργάτες να περιορίζονται πάντα σ’ ένα ελάχιστο επίπεδο βιοτικών απολαύσεων και να διευκολύνουν τους καπιταλιστές στις κρίσεις κλπ.  Να διατηρούνται σαν καθαρές εργασιομηχανές και κατά το δυνατό να πληρώνουν οι ίδιοι τη φθορά τους. Πέρα από την καθαρή αποκτήνωση που θα σήμαινε κάτι τέτοιο – και τέτοια αποκτήνωση θα έκανε αδύνατη ακόμα και την απλή επιδίωξη του πλούτου σε γενική μορφή, σαν χρήμα, σαν συσσωρευμένο χρήμα – (και η συμμετοχή του εργάτη σε ανώτερες, πνευματικές επίσης απολαύσεις· η ζύμωση για τα δικά του συμφέροντα, οι συνδρομές σε εφημερίδες, η παρακολούθηση διαλέξεων, η ανατροφή παιδιών, η ανάπτυξη γούστου κλπ., η μοναδική του συμμετοχή στον πολιτισμό που τον ξεχωρίζει από τον δούλο, είναι οικονομικά δυνατή μόνο με την επέκταση του κύκλου των απολαύσεών του στους εύπορους καιρούς, τότε δηλαδή που η αποταμίευση είναι ως ένα βαθμό δυνατή), πέρα απ’ αυτά, αν ο εργάτης αποταμίευε ολότελα ασκητικά, συσσωρεύοντας έτσι βραβεία για το λούμπεν-προλεταριάτο, τους απατεώνες κλπ., που θα πλήθαιναν ανάλογα με τη ζήτηση, τότε θα μπορούσε να διατηρήσει και να κάνει αποδοτικές τις οικονομίες του – αν αυτές ξεπερνούν τους κουμπαράδες των κρατικών ταμιευτηρίων που του πληρώνουν ένα ελάχιστο τόκο για να βγάζουν οι κεφαλαιοκράτες μεγάλους τόκους από τις δικές τους ή για να του τις καταβροχθίζει το κράτος, κι έτσι ο εργάτης απλά να μεγαλώνει τη δύναμη των αντιπάλων του και την ίδια του την εξάρτηση – μόνο καταθέτοντάς τες σε τράπεζες κλπ. ώστε να χάνει ύστερα, σε καιρούς κρίσεων, τις καταθέσεις του, ενώ σε καιρούς ευημερίας αρνήθηκε κάθε απόλαυση της ζωής για να αυξήσει τη δύναμη του κεφαλαίου· αποταμίευσε λοιπόν από κάθε άποψη για το κεφάλαιο, όχι για τον εαυτό του.

Κατά τα άλλα – στο βαθμό που δεν πρόκειται συνολικά για υποκριτικές φράσεις της αστικής «φιλανθρωπίας», που όλη η ουσία της είναι να τρέφει τους εργάτες με «ευσεβείς πόθους» – κάθε καπιταλιστής απαιτεί βέβαια να αποταμιεύουν οι εργάτες του, αλλά μόνο οι δικοί του, επειδή στέκουν απέναντί του σαν εργάτες· όχι όμως, για το θεό, ο υπόλοιπος εργατικός κόσμος, γιατί αυτοί βρίσκονται απέναντί του σαν καταναλωτές. Παρόλες τις «ευσεβείς» ρητορείες, ο καπιταλιστής ψάχνει λοιπόν όλα τα μέσα για να παρακινήσει τους άλλους εργάτες σε κατανάλωση, να δόσει καινούριες χάρες στα εμπορεύματά του, να τους υποβάλει με την πολυλογία κανούριες ανάγκες κλπ. Αυτή ακριβώς η πλευρά της σχέσης κεφαλαίου και εργασίας αποτελεί ουσιαστικό εκπολιτιστικό στοιχείο, κι εδώ βασίζεται η ιστορική δικαίωση αλλά και η σημερινή δύναμη του κεφαλαίου. (Αυτή τη σχέση παραγωγής και κατανάλωσης να την αναπτύξουμε αργότερα, στον τίτλο Κεφάλαιο και κέρδος κλπ.) (ή και στο: Συσσώρευση και ανταγωνισμός των κεφαλαίων.) Ωστόσο όλες αυτές είναι εξωτερικές παρατηρήσεις, που έχουν θέση εδώ στο μέτρο που οι απαιτήσεις της υποκριτικής αστικής φιλανθρωπίας αποδείχνονται πως αυτοκαταργούνται, και άρα επιβεβαιώνουν αυτό ακριβώς που θέλουν να αναιρέσουν, ότι δηλαδή στην ανταλλαγή του εργάτη με το κεφάλαιο ο εργάτης βρίσκεται στη σχέση της απλής κυκλοφορίας, άρα δεν αποκτά πλούτο παρά μόνο μέσα διαβίωσης, αξίες χρήσης για την άμεση κατανάλωση…»