Τριλογία του Δόκτωρος Νο. 3] Του «υπεριμπεριαλισμού»

Δρ Νο 1

Δρ Νο 2

Απέναντι στη διατύπωση μιας θέσης του είδους: ο σημερινός ιμπεριαλισμός εμφανίζεται ως «διακρατικός»· στους κόλπους αυτού του «διακρατικού ιμπεριαλισμού» οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις «επιλύονται οργανικά»· «επομένως», αν και εφόσον έχουν έτσι τα πράγματα, η σοσιαλιστική επανάσταση είναι «ανέφικτη», μια που (κατά πρακτική επίκληση της ιστορικής εμπειρίας και κατά θεωρητική επίκληση του Λένιν) δεν νοείται σοσιαλιστική επανάσταση χωρίς οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις να έχουν φτάσει ως τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο,  δεν είναι επαρκής μια απάντηση από τα «έτοιμα»:

Οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες είναι προσωρινές, στο εσωτερικό τους δεν παύουν να αναπτύσσονται οι αντιθέσεις, στην ιμπεριαλιστική διανομή των σφαιρών επιρροής μόνο μέτρο είναι η δύναμη (οικονομική, πολιτική, στρατιωτική), η δύναμη όμως μεταβάλλεται ανισόμετρα και μέσα από αυτή τη διαδικασία έρχεται η στιγμή που μόνο μέσο για την αναδιανομή απομένει η βία, ο πόλεμος.   

Αυτά, τα «έτοιμα», είναι αρκετά από την άποψη ότι η θεωρητική ισχύς τους δεν αναιρείται από το σημερινό επίπεδο της ιστορικής κίνησης, δεν αναιρείται ούτε από τη διάρκεια των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών εντός των οποίων όμως οι αντιθέσεις δεν ελαττώνονται και δεν αμβλύνονται αλλά αυξάνονται και οξύνονται, και πόσο μάλλον δεν αναιρείται εφόσον στον ιμπεριαλισμό δεν εντάσσει κανείς συναισθηματικά μόνο τη μιά του πλευρά, την «δική του», την πιο αναπτυγμένη και γι’ αυτό πιο επιθετική, πιο αντιδραστική, αλλά το σύνολο των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων του μονοπωλιακού καπιταλισμού…

Παύουν όμως να είναι αρκετά, από την άποψη ότι είναι εκ των προτέρων γνωστά κι όμως η παραπάνω θέση διατυπώνεται… Πράγμα που σημαίνει ότι η διάρκεια και η «σταθερότητα» ορισμένων πραγματικών φαινομένων οδηγεί στην αμφισβήτησή τους, και ότι επομένως πρέπει να «αποδειχθούν» ξανά. Άλλα παραπέρα, παύουν να είναι αρκετά και από την άποψη, ότι η υποστήριξή τους αφήνει έξω από το πεδίο της σοβαρές πλευρές της λογικής που περιέχει η παραπάνω θέση, όπως περιγράφτηκε στην αρχή…

Συγκεκριμένα: Υποστηρίζοντας ο Λένιν εν ώρα ιμπεριαλιστικού πολέμου τη σοσιαλιστική επανάσταση σαν μοναδική διέξοδο από αυτόν και από την αναπαραγωγή τον όρων που οδηγούν σε αυτόν, υποστηρίζει πράγματι ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι «ανέφικτη» χωρίς οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις να έχουν οδηγήσει στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο; Όχι! Και γι’ αυτό (όχι μόνο επειδή δεν προκύπτει τέτοια θέση από το Λένιν, αλλά επειδή πρόκειται για θέση που αποπροσανατολίζει από τα πραγματικά πολιτικά καθήκοντα της εργατικής τάξης)  πρέπει αυτή η θεωρητική – λογική αντιστροφή να μπει στο πεδίο της κριτικής.

Και, δεύτερο: Τι είναι αυτός ο υποτιθέμενος και εμφανιζόμενος σαν πιθανά οριστικός «διακρατικός ιμπεριαλισμός εντός του οποίου επιλύονται οργανικά οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις», ο οποίος μάλιστα καθιστά τη σοσιαλιστική επανάσταση «ανέφικτη»; Θα έπρεπε, λοιπόν, να δεχτούμε ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι «ανέφικτη» απέναντι σε έναν τέτοιου είδους πραγματικό ή απλώς «νοητό» ιμπεριαλισμό; Ναι; Όχι; Γιατί;

*

Δεν έχει νόημα να εξανίσταται κανείς όταν δέχεται την παρατήρηση ότι αυτή η θέση που υποστηρίζει, ανάγεται στον «υπεριμπεριαλισμό» του Κάουτσκι, που στους περισσότερους (όπως και σε εμένα) είναι γνωστός μέσω της κριτικής που δέχθηκε από τον Λένιν στο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» (στο εξής οι παραπομπές σε σελίδες, αν δεν αναφέρεται ρητά κάτι άλλο, θα αφορούν την έκδοση αυτού του βιβλίου από τη Σύγχρονη Εποχή). Με τα ίδια τα λόγια του Κάουτσκι που παραθέτει ο Λένιν, «υπεριμπεριαλισμός» είναι η «από καθαρά οικονομική άποψη»  πιθανή μελλοντική φάση που «ο καπιταλισμός δεν αποκλείεται να περάσει ακόμη: η φάση της μεταφοράς της πολιτικής των καρτέλ στην εξωτερική πολιτική, η φάση του ουλτραϊμπεριαλισμού» (σελ. 109), και παρακάτω με τα λόγια επίσης του Κάουτσκι: «Δεν μπορεί τάχα τη σημερινή ιμπεριαλιστική πολιτική να την εκτοπίσει μια νέα, υπεριμπεριαλιστική πολιτική, που θα έβαζε στη θέση της πάλης ανάμεσα στα εθνικά χρηματιστικά κεφάλαια την κοινή εκμετάλλευση του κόσμου από το διεθνώς ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο; Μια παρόμοια φάση του καπιταλισμού είναι πάντως νοητή. Για τη λύση όμως του ζητήματος, αν αυτή είναι πραγματοποιήσιμη, δεν υπάρχουν ακόμη αρκετές προϋποθέσεις» (σελ. 136-137).

Ποιά είναι λοιπόν η διαφορά ανάμεσα σε αυτή την μελλοντικά πιθανή, κατά τον Κάουτσκι, «φάση της μεταφοράς της πολιτικής των καρτέλ στην εξωτερική πολιτική», ανάμεσα στην μελλοντικά πιθανή «πολιτική που θα έβαζε στη θέση της πάλης ανάμεσα στα εθνικά χρηματιστικά κεφάλαια την κοινή εκμετάλλευση του κόσμου από το διεθνώς ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο», από τη μια, και στον σημερινό και πιθανά οριστικό, κατά την παραπάνω θέση, «διακρατικό ιμπεριαλισμό εντός του οποίου οι αντιθέσεις επιλύονται οργανικά», από την άλλη; Αν υπήρχε η παραμικρή διαφορά θα είχε κανείς δίκιο και λόγο να εξανίσταται, φτάνει να μπορούσε να τη διατυπώσει. Ακόμα χειρότερα, όμως, να εξανίσταται κανείς απέναντι στην επισήμανση, ότι ακόμα κι αν ήταν ιστορικά οριστικός αυτός «διακρατικός ιμπεριαλισμός» που περιγράφεται, ακόμα και τότε η σοσιαλιστική επανάσταση θα ήταν «εφικτή»… Το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτή η «τάχα», η «νοητή», η «από καθαρά οικονομική άποψη», η ανεπαρκής από άποψη «προϋποθέσεων» πιθανή μελλοντική φάση του «υπεριμπεριαλισμού» θα καθιστούσε «ανέφικτη» τη σοσιαλιστική επανάσταση,  τουλάχιστον αυτό ο Κάουτσκι δεν το είπε, δεν φαίνεται κάτι τέτοιο στα παραθέματα του Λένιν και, αν το είχε πει, μάλλον θα φαινόταν…

Ο Κάουτσκι στην πραγματικότητα δεν είπε αυτό, είπε το «αντίθετο»: όχι ότι είναι ανέφικτη η επανάσταση στο πιθανό «υπεριμπεριαλιστικό» μέλλον, αλλά ότι είναι ανώριμη και ως εκ τούτου «βιαστική» και από αυτή τουλάχιστον την άποψη «ανέφικτη» στο  σημερινό (πριν έναν αιώνα) και πραγματικό ιμπεριαλιστικό παρόν, στο πραγματικό ιμπεριαλιστικό παρόν του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στο πραγματικό παρόν του μαινόμενου ιμπεριαλιστικού πολέμου…

*

Από τις υποσημειώσεις στις σελίδες 109 και 137 του «Ιμπεριαλισμού» φαίνεται ότι ο Κάουτσκι διατύπωσε τη «θεωρία του υπεριμπεριαλισμού» σε δυο δόσεις, μια τον Σεπτέμβριο του 1914 και μια τον Απρίλιο του 1915, και οι δυο ενώ είχε ήδη ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.  Μέσα στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου, το 1916, έγραψε και ο Λένιν τον «Ιμπεριαλισμό» και μάλιστα παίρνοντας υπόψη του στις διατυπώσεις  την τσαρική λογοκρισία, όπως αναφέρει ο ίδιος στον πρόλογο της έκδοσης του Απρίλη 1917 και αργότερα.

Αυτό λοιπόν που πριν από κάθε τι, πριν ακόμη κι από το «πραγματοποιήσιμο» ή όχι της «τάχα νοητής από καθαρά οικονομική άποψη» μελλοντικής νέας φάσης του καπιταλισμού, βρίσκεται στο επίκεντρο και αποτελεί το πραγματικό υπόβαθρο της θεωρητικής σύγκρουσης, είναι αυτό που βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής σύγκρουσης των χρόνων αυτών:

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος φέρνει αναγκαστικά στο άμεσο προσκήνιο το πολιτικό καθήκον της μετατροπής του σε ταξικό εμφύλιο, φέρνει στο άμεσο προσκήνιο το πολιτικό καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης, λέει ο Λένιν, και το λέει αυτό αναλύοντας τον ιμπεριαλισμό στην πραγματικότητά του, στην ρίζα του και τις τάσεις της οικονομικής και πολιτικής του ανάπτυξης, αναλύοντας (όχι «νοητά» ούτε με τις «προϋποθέσεις που δεν υπάρχουν αρκετές», αλλά με τις προϋποθέσεις που υπάρχουν και που είναι αρκετές) τη σχέση ενότητας ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την ιμπεριαλιστική «ειρήνη», αναλύοντας το βαθμό όξυνσης της αντίφασης ανάμεσα σε κοινωνικοποίηση της παραγωγής και ατομική της ιδιοποίηση που σημαδεύει αυτό το τελευταίο, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού.

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, λέει (και αναρωτιέται) ο Κάουτσκι, «δεν αποκλείεται» να είναι «τάχα» ένα ιστορικά παροδικό φαινόμενο; Αποκλείεται, δεν είναι «νοητό από καθαρά οικονομική άποψη» ο ιμπεριαλισμός της πάλης μεταξύ των εθνικών χρηματιστικών κεφαλαίων να δώσει τη θέση του σε μια νέα φάση του καπιταλισμού από κοινού εκμετάλλευσης του κόσμου από το διεθνώς ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο; Για το αν αυτό είναι «πραγματοποιήσιμο» (καθώς και για το… πότε) ο ίδιος απαντά στον εαυτό του ότι «δεν υπάρχουν αρκετές προϋποθέσεις». Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, οι «προϋποθέσεις δεν είναι «αρκετές», αλλά στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου για τον οπορτουνισμό της εκφυλισμένης σοσιαλδημοκρατίας  η διατύπωση του «ερωτήματος» είναι από μόνη της «αρκετή»: Από τη στιγμή που το «ερώτημα» τίθεται «θεωρητικά», από τη στιγμή που η οπορτουνιστική διαστρέβλωση του μαρξισμού έχει αφαιρέσει τον ιστορικό ρόλο της ταξικής πάλης από το «αναπόφευκτο» της αντικατάστασης του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό, από τη στιγμή που αυτό το αναπόφευκτο προϋποθέτει την ανάπτυξη του καπιταλισμού μέχρι κάποια δήθεν τελικά του όρια, από τη στιγμή που οι «προϋποθέσεις» για το «πραγματοποιήσιμο» μιας «νέας φάσης του καπιταλισμού» είναι μεν όχι «αρκετές» αλλά πάντως «νοητές», από τη στιγμή που και ο ίδιος ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος ενόψει της «νοητής νέας φάσης του καπιταλισμού»  μπορεί να μην είναι επαρκές «επιχείρημα» για τη σοσιαλιστική επανάσταση, τότε τι άλλο επιτάσσει η θεωρητική «συνέπεια» πέρα από το να κριθεί το λιγότερο σαν ιστορικά «άκαιρη»  η σοσιαλιστική επανάσταση στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου, τι άλλο πέρα από το να «αναβληθεί» αυτή τουλάχιστον ως την στιγμή που η επάρκεια των «προϋποθέσεων» θα έχει ικανοποιήσει τη «μαρξιστική» θεωρητική περιέργεια γύρω από το αν η «νοητή νέα φάση του καπιταλισμού» είναι όντως «πραγματοποιήσιμη»;

Αλλά και σε κάθε «νέα φάση» του καπιταλισμού δεν μπορεί παρά μετά από αυτήν να είναι «νοητή» και μια επόμενη… Η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί λοιπόν να αναβάλλεται για πάντα προκειμένου να ικανοποιείται αυτή η θεωρητική περιέργεια: Είναι άραγε ή δεν είναι η εκάστοτε νοητή «νέα φάση» πραγματοποιήσιμη;

*

Για να φτάσουμε στο παρόν και στο μέλλον, πρέπει να δούμε ένα προς ένα τα σημεία της κριτικής του Λένιν απέναντι στον καουτσκικό «υπεριμπεριαλισμό», επαναλαμβάνοντας το εξής: Ο Λένιν έγραψε τη θεωρία για τον ιμπεριαλισμό, και στο πλαίσιο της την κριτική των θεωριών του Κάουτσκι, βασιζόμενος στις συγκεκριμένες υπαρκτές και επαρκείς «προϋποθέσεις» του καιρού του, κι αυτό ορίζεται από τον ίδιο από το πρώτο κιόλας σημείο της κριτικής του «υπεριμπεριαλισμού»:

–  «Είναι πιθανός ‘‘από καθαρά οικονομική άποψη’’ ο ‘‘υπεριμπεριαλισμός’’ ή πρόκειται για υπερανοησία;

Αν, λέγοντας καθαρά οικονομική άποψη εννοούμε μια ‘‘καθαρά’’ αφηρημένη έννοια, τότε όλα όσα μπορούμε να πούμε καταλήγουν στη θέση: η ανάπτυξη οδηγεί προς τα μονοπώλια, συνεπώς προς ένα παγκόσμιο μονοπώλιο, προς ένα παγκόσμιο τραστ. Αυτό είναι αναμφισβήτητο, μα και απόλυτα χωρίς κανένα περιεχόμενο, όπως η διαβεβαίωση ότι η ‘‘ανάπτυξη οδηγεί’’ προς την παραγωγή των ειδών διατροφής μέσα σε επιστημονικά εργαστήρια. Με την έννοια αυτή η ‘‘θεωρία’’ του υπεριμπεριαλισμού είναι η ίδια ακριβώς ανοησία, όπως θα ήταν η ‘‘θεωρία της υπεργεωργίας’’».

Αν όμως μιλάμε για τις ‘‘καθαρά οικονομικές’’ συνθήκες της εποχής του χρηματιστικού κεφαλαίου, σαν μιας ιστορικά συγκεκριμένης εποχής που ανάγεται στις αρχές του 20ου αιώνα [σ.σ. εδώ τα έντονα δικά μου], τότε η καλύτερη απάντηση στις νεκρές αφαιρέσεις του ‘‘υπεριμπεριαλισμού’’ (που εξυπηρετούν αποκλειστικά έναν υπεραντιδραστικό σκοπό: ν’ αποσπάσουν την προσοχή από το βάθος των αντιθέσεων που υπάρχουν) είναι ν’ αντιπαραθέσουμε σ’ αυτές τη συγκεκριμένη οικονομική πραγματικότητα της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας». (σελ. 109-110)

Το παραπάνω απόσπασμα παρατίθεται, όπως είναι φανερό, για το εξής: Η κριτική του Λένιν δεν διατυπώνεται από θέσεις θεωρητικά αφηρημένης «οικονομικής καθαρότητας», αλλά από τις θεωρητικές θέσεις των συνθηκών της ιστορικά συγκεκριμένης εποχής που ανάγεται στις αρχές του 20ου αιώνα, της εποχής του χρηματιστικού κεφαλαίου και των «καθαρά οικονομικών» συνθηκών της τότε,  όχι από θεωρητικές θέσεις της καταρχήν «νοητής» ανάπτυξής της μισό ή έναν αιώνα μετά.

Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, για να μην είναι τα «έτοιμα» αυτομάτως επαρκή…

Δεύτερο, από το ίδιο απόσπασμα: «…η ‘‘θεωρία’’ του υπεριμπεριαλισμού είναι η ίδια ακριβώς ανοησία, όπως θα ήταν η ‘‘θεωρία της υπεργεωργίας’’».

Εδώ η κριτική δεν κατευθύνεται στην θεωρητική αφαίρεση μόνο ούτε αφορά το οικονομικό μόνο πεδίο: Αν ο Κάουτσκι την ώρα του ιμπεριαλιστικού πολέμου παρηγορεί τους λαούς με την «νοητή από καθαρά οικονομική άποψη» και ενδεχομένως «ειρηνική» μελλοντική φάση κάποιου «υπεριμπεριαλισμού» για να αποσοβήσει την υλοποίηση του επίκαιρου πολιτικού τους καθήκοντος, της σοσιαλιστικής επανάστασης, τότε γιατί και σε οποιεσδήποτε συνθήκες της κίνησης του καπιταλισμού, ειρηνικές ή όχι, να μην παρηγορηθούν οι λαοί για την πείνα που τους μαστίζει με την «πάντως νοητή» μελλοντική φάση της «υπεργεωργίας» προκειμένου να αποσοβηθεί και σε αυτή την περίπτωση το ίδιο πολιτικό καθήκον;

Ούτε λέξη, ούτε εδώ ούτε στη συνέχεια, για το «εφικτό» ή το «ανέφικτο» της σοσιαλιστικής επανάστασης είτε στις «νοητές» συνθήκες του «υπεριμπεριαλισμού» είτε στις «νοητές» συνθήκες της «υπεργεωργίας». Ο μόνη λέξη (ιδίως για όποιον γνωρίζει συνολικότερα το έργο του Λένιν στη διάρκεια του ιμπεριαλιστικού πολέμου) είναι για το «εφικτό» και το απόλυτα αναγκαίο της σοσιαλιστικής επανάστασης τώρα και εδώ:

Το νόημα της θεωρίας του Κάουτσκι είναι «η πιο αντιδραστική παρηγόρια των μαζών με τις ελπίδες ότι είναι δυνατόν να υπάρχει διαρκής ειρήνη στις συνθήκες του καπιταλισμού, με την απόσπαση της προσοχής τους από τις οξυμένες αντιθέσεις και τα ακανθώδη προβλήματα της σύγχρονης εποχής και τον προσανατολισμό της προσοχής τους προς τις απατηλές προοπτικές κάποιου δήθεν νέου μελλοντικού ‘‘υπεριμπεριαλισμού’’. Εξαπάτηση των μαζών – εκτός από αυτό, απολύτως τίποτε άλλο δεν υπάρχει στη ‘‘μαρξιστική’’ θεωρία του Κάουτσκι» (σελ. 138, τα έντονα δικά μου)…

Οι «νεκρές αφαιρέσεις του ‘‘υπεριμπεριαλισμού’’ […] εξυπηρετούν αποκλειστικά έναν υπεραντιδραστικό σκοπό: ν’ αποσπάσουν την προσοχή από το βάθος των αντιθέσεων που υπάρχουν…» (σελ. 110, τα έντονα του Λένιν).

Η καλύτερη απάντηση «…είναι ν’ αντιπαραθέσουμε σ’ αυτές τη συγκεκριμένη οικονομική πραγματικότητα της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας» (ό.π.)… Εννοείται: και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτήν.

Τρίτο,  οι «‘‘καθαρά οικονομικές’’ συνθήκες της εποχής του χρηματιστικού κεφαλαίου, σαν μιας ιστορικά συγκεκριμένης εποχής που ανάγεται στις αρχές του 20ου αιώνα»,  έρχονται σε αντίθεση  με τα συμπεράσματα που βγαίνουν αν λέγοντας «καθαρά οικονομική άποψη εννοούμε μια ‘‘καθαρά’’ αφηρημένη έννοια…» Αν «καθαρά οικονομική άποψη» σημαίνει «μια ‘‘καθαρά’’ αφηρημένη έννοια», «…τότε όλα όσα μπορούμε να πούμε καταλήγουν στη θέση: η ανάπτυξη οδηγεί προς τα μονοπώλια, συνεπώς προς ένα παγκόσμιο μονοπώλιο, προς ένα παγκόσμιο τραστ» (σελ. 109)…

Όμως αυτή η «καθαρά αφηρημένη» ανάπτυξη  προσκρούει στις ίδιες της τις αντιθέσεις, ή το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να πούμε για να περιγράψουμε τις θέσεις που αναπτύσσει ο Λένιν γύρω από το «πραγματοποιήσιμο» ή όχι αυτού του «παγκόσμιου τραστ»: αυτή η «καθαρά αφηρημένη» ανάπτυξη αντισταθμίζεται από τις ίδιες της τις αντιφάσεις έως το βαθμό να γίνεται μη πραγματοποιήσιμη.

Σχεδόν όλη  η υπόλοιπη κριτική του Λένιν στον καουτσκικό «υπεριμπεριαλισμό» (σελ. 109-115 και 136-140), πηγάζει από την ανάλυση στις συνθήκες του καπιταλισμού, στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού του σταδίου, των όρων που διέπουν τις ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στα μονοπώλια και ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη για το μοίρασμα μεταξύ τους των οικονομικών και πολιτικών σφαιρών επιρροής:

«…Οι χωρίς περιεχόμενο φλυαρίες του Κάουτσκι για τον υπεριμπεριαλισμό ενθαρρύνουν, ανάμεσα στ’ άλλα, τη βαθιά λαθεμένη σκέψη, που χύνει νερό στο μύλο των απολογητών του ιμπεριαλισμού, τη σκέψη ότι τάχα η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου εξασθενίζει την ανισομετρία και τις αντιθέσεις μέσα στην παγκόσμια οικονομία, ενώ στην πραγματικότητα τις δυναμώνει…» (σελ. 110)

…Η πραγματικότητα των υπαρκτών διεθνών σχέσεων καταδείχνει  «την τεράστια ποικιλομορφία των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών, την άκρα δυσαναλογία στην ταχύτητα ανάπτυξης των διαφόρων χωρών κλπ., τη λυσσαλέα πάλη ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη»…  «Τα διεθνή καρτέλ, που ο Κάουτσκι τα βλέπει σαν έμβρυα του «υπεριμπεριαλισμού» […] μας προσφέρουν ένα παράδειγμα για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου, για το πέρασμα από το ειρηνικό μοίρασμα στο μη ειρηνικό και αντίστροφα»… «Το χρηματιστικό κεφάλαιο της Αμερικής κι άλλων χωρών που μοίρασε ειρηνικά όλο τον κόσμο, με τη συμμετοχή της Γερμανίας, […] ξαναμοιράζει τώρα τον κόσμο με βάση τους νέους συσχετισμούς των δυνάμεων, που μεταβάλλονται με τρόπο ολωσδιόλου μη ειρηνικό: Το χρηματιστικό κεφάλαιο και τα τραστ δεν αδυνατίζουν, μα δυναμώνουν τις διαφορές στην ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα τμήματα της οικονομίας. Και μια και άλλαξαν οι συσχετισμοί των δυνάμεων, τότε πού βρίσκεται η δυνατότητα στις συνθήκες του καπιταλισμού να λυθούν διαφορετικά οι αντιθέσεις, αν όχι με τη βία; […] Στα πλαίσια του καπιταλισμού ποιο άλλο μέσο μπορεί να υπάρχει, εκτός από τον πόλεμο για την εξάλειψη της αναντιστοιχίας ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη συσσώρευση κεφαλαίου, από την μια μεριά, και στο μοίρασμα των αποικιών και των «σφαιρών επιρροής» του χρηματιστικού κεφαλαίου, από την άλλη;» (σελ. 112-115).

Και παρακάτω:

«Ας υποθέσουμε ότι […] οι ιμπεριαλιστικές χώρες συνάπτουν συμμαχία, η μια ενάντια στην άλλη, με σκοπό να υπερασπίσουν ή να επεκτείνουν τις κτήσεις, τα συμφέροντα και τις «σφαίρες επιρροής» τους στα […] ασιατικά κράτη. Αυτές θα είναι «διιμπεριαλιστικές» ή «υπεριμπεριαλιστικές» συμμαχίες. Ας υποθέσουμε ότι όλες οι ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις συγκροτούν μια συμμαχία για το «ειρηνικό» μοίρασμα των παραπάνω ασιατικών χωρών. Αυτό θα είναι ένα «διεθνώς ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο». Έμπρακτα παραδείγματα μιας τέτοιας συμμαχίας υπάρχουν στην ιστορία του 20ού αιώνα […]». Όμως, «[…] στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν είναι νοητή άλλη βάση για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής, συμφερόντων αποικιών κ.ά., εκτός από τη βάση που υπολογίζει τη δύναμη των χωρών που συμμετέχουν στο μοίρασμα, τη γενική οικονομική, τη χρηματιστική, τη στρατιωτική κλπ. δύναμη. Η δύναμη όμως δεν αλλάζει ομοιόμορφα στις χώρες που συμμετέχουν στο μοίρασμα, γιατί στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρχει ισόμετρη ανάπτυξη των χωριστών επιχειρήσεων, τραστ, κλάδων της βιομηχανίας και χωρών»… Δίνοντας μια περίληψη της συνέχειας με δικά μου λόγια: Είναι, λοιπόν, εντελώς ακατανόητο να προϋποθέτει κανείς ότι ύστερα από καμιά δεκαριά χρόνια θα έμενε αμετάβλητος ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις. Η δύναμή τους αλλάζει, και αλλάζει ανισόμετρα, ανομοιόμορφα. Η αλλαγή της δύναμης σημαίνει αλλαγή της μοναδικής βάσης πάνω στην οποία έγινε το προηγούμενο μοίρασμα, και δημιουργία μιας νέας βάσης, ενός νέου υπολογισμού της δύναμης των ανταγωνιστών, πάνω στην οποία πρέπει μεταξύ τους ο κόσμος να ξαναμοιραστεί.  Γι’ αυτό και όλες αυτές οι μερικές ή γενικές συμμαχίες των ιμπεριαλιστικών χωρών στην καπιταλιστική πραγματικότητα «αποτελούν απλώς αναπόφευκτες ‘‘ανάπαυλες’’ ανάμεσα στους πολέμους. Οι ειρηνικές συμμαχίες προετοιμάζουν τους πολέμους και με τη σειρά τους ξεπηδούν από τους πολέμους, καθορίζοντας η μία την άλλη, γεννώντας τη διαδοχή των μορφών της ειρηνικής και τη μη ειρηνικής πάλης πάνω στο ίδιο ακριβώς έδαφος των ιμπεριαλιστικών σχέσεων και των αμοιβαίων σχέσεων της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας πολιτικής…» (σελ. 138-140).

Αυτή είναι η απάντηση του Λένιν στον Κάουτσκι γύρω από το «πραγματοποιήσιμο» ή όχι τού νοητού του «υπεριμπεριαλισμού». Αυτά είναι και τα «έτοιμα» και «ανεπαρκή» για τα οποία γίνεται λόγος, και με την συγκεκριμένη έννοια με την οποία γίνεται λόγος στην εισαγωγή αυτού του κειμένου. Ανεπαρκή όχι σαν απάντηση στον Κάουτσκι το 1915. «Ανεπαρκή», όμως, εφόσον δεν ελεγχθεί ξανά η αντιστοιχία τους με τη σημερινή πραγματικότητα·  «ανεπαρκή» πέρα από το πεδίο το οποίο καλύπτουν, πέρα δηλαδή από το ζήτημα του πραγματοποιήσιμου του λεγόμενου «υπεριμπεριαλισμού» ή όχι, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες μιας ιστορικά συγκεκριμένης εποχής είτε αυτή ανάγεται στις αρχές του 20ου είτε στις αρχές του 21ου αιώνα· ανεπαρκή δηλαδή ως απάντηση γύρω από κάθε άλλο ζήτημα όπως το ζήτημα του «εφικτού» της σοσιαλιστικής επανάστασης κάτω από τις συνθήκες οποιασδήποτε «νοητής» ή πραγματικής «νέας φάσης του καπιταλισμού», κάτω από τις «νοητές» συνθήκες του «υπεριμπεριαλισμού» είτε κάτω από τις νοητές ή πραγματικές συνθήκες του «διακρατικού ιμπεριαλισμού εντός του οποίου επιλύονται οργανικά οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις».

– Τέταρτο, ένα ακόμα: «Η συγκάλυψη των πιο βαθιών αντιθέσεων του ιμπεριαλισμού από τον Κάουτσκι, συγκάλυψη που μετατρέπεται αναπότρεπτα σε εξωραϊσμό του ιμπεριαλισμού, δε γίνεται χωρίς ν’ αφήσει ίχνη και στην κριτική των πολιτικών ιδιοτήτων του ιμπεριαλισμού που κάνει ο συγγραφέας αυτός. Ο ιμπεριαλισμός είναι η εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων, που παντού έχουν την τάση προς την κυριαρχία και όχι προς την ελευθερία. Αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, όξυνση στο έπακρο των αντιθέσεων και σ’ αυτό τον τομέα – να το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων. Ιδιαίτερα οξύνεται επίσης η εθνική καταπίεση και η τάση προς τις προσαρτήσεις, δηλαδή προς την παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας (γιατί η προσάρτηση δεν είναι τίποτα άλλο παρά παραβίαση της αυτοδιάθεσης των εθνών). […] όχι μόνο στις χώρες που ανακαλύφτηκαν τελευταία, αλλά και στις παλιές, ο ιμπεριαλισμός οδηγεί σε προσαρτήσεις, στο δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης και συνεπώς και στην ένταση της αντίστασης».  (σελ. 140-142)

Ο εξωραϊσμός του ιμπεριαλισμού στην πραγματική «σχετική τιμή» του δεν μπορεί παρά να έχει σαν συνέπεια και τον εξωραϊσμό του στην νοητή «απόλυτή» του τιμή. Κι αυτή η τελευταία, η «από καθαρά οικονομική άποψη νοητή» από κοινού εκμετάλλευση του κόσμου από το διεθνώς ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο, η κυριαρχία ενός ιμπεριαλιστικού κράτους ή μιας ομάδας κρατών, ενός καπιταλιστικού μονοπωλίου ή μιας ομάδας μονοπωλίων πάνω σε όλο τον κόσμο, πάνω σε όλα τα έθνη, πάνω σε όλους τους λαούς και πάνω στις καταπιεζόμενες τάξεις στο εσωτερικό τους, αυτό δηλαδή που ο Κάουτσκι αποκαλεί «υπεριμπεριαλισμό», δεν θα μπορούσε παρά να είναι, όχι «μια νέα φάση του καπιταλισμού», αλλά η «νοητά» οριστική, «τελική» φάση ανάπτυξης του ιμπεριαλιστικού του σταδίου. Δεν θα μπορούσε παρά σε οποιαδήποτε μορφή της να είναι, όχι η εντός του καπιταλισμού άρση ή άμβλυνση των ανταγωνιστικών συμφερόντων,  αλλά η γενική εκδήλωση, στην απόλυτη τιμή τους, των γενικών χαρακτηριστικών  του ιμπεριαλισμού: Τάση προς την κυριαρχία και όχι προς την ελευθερία, αντίδραση σε όλη τη γραμμή κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, όξυνση στο έπακρο των αντιθέσεων και σ’ αυτό τον τομέα, δηλαδή όξυνση στο έπακρο της ταξικής καταπίεσης, δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης σε «νέες» και σε «παλιές» χώρες και συνεπώς ένταση της αντίστασης.

Επομένως και στις «νοητές» συνθήκες του «υπεριμπεριαλισμού», με άλλα λόγια και στις «τελικές» συνθήκες όπου με «μια ‘‘καθαρά’’ αφηρημένη έννοια», ίσως και με μια α-νόητη έννοια, οδηγεί η ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού, η σοσιαλιστική επανάσταση θα ήταν, όπως και είναι, αναγκαία και εφικτή. Και μάλιστα υπό τους ίδιους όρους: Τους όρους του ιμπεριαλισμού στην απόλυτη τιμή τους.

Εδώ θα μπορούσε να τελειώνει αυτή η ανάρτηση, αν πέρα από κάθε «καθαρά οικονομική άποψη» και πέρα από κάθε «καθαρά αφηρημένη έννοια», δεν απέμενε και η σχέση τους με την σημερινή πραγματικότητα…

*** * ***

Τα δυο τελευταία σημεία (το τρίτο και το τέταρτο) της κριτικής  του Λένιν στον Κάουτσκι, ταυτίζονται με το περιεχόμενο του άρθρου του «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» (Στη συλλογή, Λένιν Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση, σελ. 162, ΣΕ), γραμμένο σχεδόν ταυτόχρονα με τον «Ιμπεριαλισμό», το 1915:

«Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις «προηγμένες» και «πολιτισμένες» αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς είτε είναι απραγματοποίητες…» -το τρίτο σημείο- «…είτε είναι αντιδραστικές»το τέταρτο σημείο (Για το σύνθημα…, σελ. 163)…

Ή αντιδραστικές γιατί με την έννοια των δυνατών προσωρινών συμφωνιών ανάμεσα σε καπιταλιστές και ανάμεσα σε κράτη μπορεί  ως συμφωνία των Ευρωπαίων καπιταλιστών να δημιουργηθούν και οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, αλλά: «Μόνο με το σκοπό να πνίξουν από κοινού τον σοσιαλισμό στην Ευρώπη, να περιφρουρήσουν από κοινού τις ληστεμένες αποικίες ενάντια στην Ιαπωνία και στην Αμερική» (Για το σύνθημα…, σελ. 166)…

…Ή απραγματοποίητες, για τους ίδιους λόγους που είναι απραγματοποίητος και ο κατά Κάουτσκι «υπεριμπεριαλισμός»: «Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης στις συνθήκες του καπιταλισμού θα ισοδυναμούσαν με συμφωνία για το μοίρασμα των αποικιών. […] Στον καπιταλισμό όμως δεν μπορεί να υπάρξει άλλη βάση, άλλη αρχή μοιρασιάς, εκτός από τη δύναμη. […] Η δύναμη όμως αλλάζει με την πορεία της οικονομικής εξέλιξης»,  και αλλάζει ανισόμετρα. «Στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι αδύνατη μια ισόμετρη ανάπτυξη των διαφόρων οικονομιών και των διαφόρων κρατών. Στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορούν να υπάρχουν άλλα μέσα για την αποκατάσταση από καιρό σε καιρό της παραβιασμένης ισορροπίας, εκτός από τις κρίσεις στη βιομηχανία και τους πολέμου στην πολιτική» (Για το σύνθημα…, σελ. 165).

Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τη σύγχρονη πραγματικότητα, με όλες τις διαφορές από την εξέλιξη των οικονομικών σχέσεων στον αιώνα που μεσολάβησε:

Οι «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», είτε σαν Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα το 1951 είτε μετέπειτα σαν ΕΟΚ και στη συνέχεια σαν ΕΕ και Ευρωζώνη, δημιουργήθηκαν σαν συμφωνία των Ευρωπαίων καπιταλιστών για να πνίξουν από κοινού τον σοσιαλισμό στην Ευρώπη: πρώτα από όλα (και μάλιστα από κοινού με τους αμερικανούς και άλλους ανταγωνιστές τους)  τον υπαρκτό σοσιαλισμό – σε αυτό δεν τα κατάφεραν άσχημα όλοι αυτοί, αν και δεν μπορούν να περηφανεύονται ότι τα κατάφεραν «μόνοι τους»- και επίσης το  κίνημα των εργαζόμενων στις ευρωπαϊκές χώρες για το σοσιαλισμό…

Και, ταυτόχρονα, για να αντιμετωπίσουν από κοινού τον οικονομικό και πολιτικό ανταγωνισμό των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, «συμμαχικών» ή όχι: ως πριν 25 χρόνια τον ανταγωνισμό στα «στατικά» και «περιορισμένα» πλαίσια που επέτρεπε η ύπαρξη του διεθνούς σοσιαλιστικού συστήματος αλλά και το ίδιο το επίπεδο, οι σταδιακά εξαντλούμενοι όροι, της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης…   Και ύστερα, στον ανταγωνισμό της κούρσας που έχουν αποδυθεί όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα (είτε εντός των «συμμαχιών» τους είτε σαν μεμονωμένα κράτη) για την οικονομική και πολιτική «κατάκτηση» όλου του γήινου πεδίου που μετά το 1990 «απελευθερώθηκε» για την καπιταλιστική εκμετάλλευση…

Η ανισομετρία στην ανάπτυξη των κρατών της ΕΕ (μεταξύ όλων και όχι μόνο μεταξύ «μικρών» και «μεγάλων»), το ίδιο και η ανισομετρία μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων, είναι ορατή. Το ίδιο ορατή είναι και η ανάπτυξη των ανταγωνισμών τους. Την ανισομετρία εντείνει, επίσης, η καπιταλιστική ανάπτυξη των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών μιάς σειράς χωρών, την οποία ο ιμπεριαλισμός την προκαλεί και την επιταχύνει…

Οι ιμπεριαλιστικές πολεμικές επεμβάσεις αποτελούν εκτός των άλλων και εκδηλώσεις του ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη που συμμετέχουν σε αυτούς ακόμα και σαν «σύμμαχοι». Τα περιθώρια των συμμαχιών και συμβιβασμών ανάμεσά τους γίνονται όλο και πιο στενά: Το είδος της εξελισσόμενης σύγκρουσης σε Ιράκ και Συρία είναι χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη, καθώς στο πλαίσιό της όλοι σχεδόν οι «σύμμαχοι» είναι ταυτόχρονα μεταξύ τους και αντίπαλοι ως προς τις βλέψεις και τις επιδιώξεις τους κι όλα σχεδόν τα αντίπαλα μέρη είναι και «σύμμαχα» στο πλαίσιο της αντιπαλότητας όλων με όλους…

Από την ίδια άποψη, επίσης, των όλο και πιο στενών περιθωρίων, είναι χαρακτηριστική η εξέλιξη του ιδεολογικού «σχήματος» της «Ευρώπης των δυο (ή και περισσότερων) ταχυτήτων»: Αυτό που πριν 3-4 δεκαετίες ήταν η ανομολόγητη πραγματικότητα, η διατυπωμένη μόνο από το στόμα των αρνητών του «ευρωμονόδρομου» των μονοπωλίων, αυτό που δεν έπαυε μέχρι χθες να συγκαλύπτεται -όλο και πιο άτεχνα βέβαια- από τα ιδεολογήματα περί κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού των λαών κλπ, σήμερα προβάλλεται από τα πιο επίσημα χείλη των «μηχανοδηγών» του ευρωενωσιακού ιμπεριαλισμού σαν διαπίστωση ή και σαν όραμα για το μέλλον. Αρκούν μερικοί μόνο ειδησεογραφικοί τίτλοι:

8 Ιουνίου 2012, Μέρκελ: «Έχουμε ήδη μια Ευρώπη των δύο ταχυτήτων»

10 Ιουλίου 2012, Ο Ολάντ υπερασπίζεται μια «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων»

6 Φεβρουαρίου 2013, Ο Ολάντ (των «πολλών ταχυτήτων») λέει «όχι σε Ευρώπη δυο ταχυτήτων ή αλα καρτ συμπεριφορές»

6 Ιουνίου 2013, Ευρώπη δύο ταχυτήτων «βλέπει» ο Σρέντερ

22 Μαΐου 2014, Ευρώπη δύο ταχυτήτων επιθυμεί ο Σαρκοζί

19 Σεπτεμβρίου 2012, «Είμαστε έτοιμοι να πούμε ότι υποστηρίζουμε μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, στην οποία το γάλλο-γερμανικό δίδυμο να έχει το προβάδισμα, ιδιαίτερα στο θέμα της ενεργειακής μετάβασης» λέει ο Φρανσουά Ολάντ

*

Ό,τι θα μπορούσε ή μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τα παραπάνω, όχι τα σχετικά με την αντιδραστικότητα των «Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» του 1915 και της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2014, αλλά τα σχετικά με το απραγματοποίητό της ή με άλλα λόγια τα σχετικά με την προσωρινότητα που «πρέπει» να έχει η συμφωνία των Ευρωπαίων καπιταλιστών, οφείλονται σε δυο ταυτόχρονα παράγοντες:

Ο ένας είναι «εμπειρικός» και ανάγεται στην ως τα τώρα διάρκεια της συμφωνίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων είτε ως ΕΟΚ είτε ως ΕΕ κλπ, κι επίσης στη διάρκεια της συμμαχίας μεταξύ ΕΕ – ΗΠΑ που κάνει κι αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις να εμφανίζονται σαν απλές μετοχικές επιχειρήσεις. Θα έμενε όμως απόλυτα ελλιπής ο «εμπειρισμός» αυτός, αν δεν λάβαινε υπόψη το γεγονός ότι στο σύνολό της αυτή η συμμαχία ήταν από κάθε άποψη αναγκαστική στις δεκαετίες του «ψυχρού πολέμου» και ότι, επίσης, η «έκβαση» του τελευταίου δημιούργησε ένα περιθώριο επίσης δεκαετιών για το μοίρασμα αμοίραστης ιμπεριαλιστικής λείας λίγο-πολύ στο μισό μήκος και πλάτος της υδρογείου. Θα έμενε ακόμη ελλιπής,  αν δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τις οξείες αντιθέσεις και ανταγωνισμούς που μέσα από τις ιμπεριαλιστικές πολεμικές επεμβάσεις εκδηλώνονται όχι μόνο ανάμεσα σε αντίπαλους συνασπισμούς αλλά και στο εσωτερικό των «συμμαχικών» οργανισμών, και, στη δεύτερη περίπτωση, όχι μόνο μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ ή των χωρών της ΕΕ, αλλά και μεταξύ χωρών της ΕΕ που ταυτόχρονα μπορεί να συνασπίζονται εναντίον κοινών ανταγωνιστών τους. Πόσο «οργανική» μπορεί να θεωρηθεί αυτού του είδους η «επίλυση» των αντιθέσεων;

Ο δεύτερος παράγοντας ανάγεται ακριβώς στην «καθαρά οικονομική άποψη», ακόμα και στην «‘‘καθαρά’’ αφηρημένη έννοια», στη βάση της οποίας, «τότε όλα όσα μπορούμε να πούμε καταλήγουν στη θέση: η ανάπτυξη οδηγεί προς τα μονοπώλια, συνεπώς προς ένα παγκόσμιο μονοπώλιο, προς ένα παγκόσμιο τραστ» (σελ. 109)...

Θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί κι αλλιώς: Όσο στον ένα πόλο της γενικής και αξεπέραστης αντίφασης του καπιταλισμού αυξάνεται το μέγεθος της ατομικής ιδιοποίηση της παραγωγής απέναντι στον αντίθετο πόλο τού όλου και πιο κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, τόσο η «αύξηση» του πρώτου πόλου εκφράζεται με την όλο και μεγαλύτερη  μονοπωλιακή συγκέντρωση της παραγωγής, και τόσο η συγκέντρωση της παραγωγής, η συγκέντρωση της οικονομίας, δεν μπορεί παρά να έχει την τάση να εκφράζεται και με τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας. Παραμένει όμως και σήμερα αυτή η άποψη «καθαρά αφηρημένη», όσο δεν λαβαίνει υπόψη όλους αυτούς τους ίδιους παράγοντες που και σήμερα –με σημερινούς όρους- την αντισταθμίζουν…

Και πέρα από αυτό, όσο δεν λαβαίνει υπόψη το ότι η ιμπεριαλιστική συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας δεν είναι υλοποιήσιμη τόσο με τη μορφή της συμμαχίας όσο με τη μορφή της κατίσχυσης. Ίσα-ίσα, όσο οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες διατηρούνται τόσο ανάμεσα στον κάθε εταίρο τους θα εμφανίζεται η αναγκαιότητα της κατίσχυσής του επί των άλλων σαν αναγκαίος όρος της ανταγωνιστικής τους συνύπαρξης ο οποίος ταυτόχρονα την υπερβαίνει…

Σε κάθε περίπτωση, με όποια μορφή κι αν πραγματώνονται τα αποτελέσματα της οξυνόμενης αυτής αντίφασης, δεν μπορεί παρά να είναι μορφή γενικής όξυνσης όλων των αντιθέσεων που πηγάζουν από αυτή: Παρόλο που έστω και σαν «νοητό» ένα τέτοιο «τελικό» αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι «νοητό» στην πραγματικότητα ως αποτέλεσμα ενός, δυο, τριών μεγάλων ιμπεριαλιστικών πολέμων και μιας πολλαπλής αναμόρφωσης των συμμαχιών στο πλαίσιό τους, ωστόσο η υπερεθνική κυριαρχία των μονοπωλίων, είτε «μονοκρατορική» είτε «διακρατική» στη κορφή της, σαν έκφραση του βαθμού της ατομικής ιδιοποίησης της παραγωγής και συγκέντρωσης της οικονομίας, δεν μπορεί παρά να έρχεται σε αντίθεση με κάθε τάση προερχόμενη από την αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της παραγωγής και εκφραζόμενη σαν τάση για πολιτική και εθνική ελευθερία και διεθνιστική συνένωση των λαών, σαν τάση αντιστοίχησης του τρόπου ιδιοποίησης της παραγωγής με το βαθμό κοινωνικοποίησής της. Οι όροι όλων των αντιθέσεων που είναι χαρακτηριστικοί για το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού παραμένουν οι ίδιοι. Αυτό που μεταβάλλεται και αυξάνεται είναι η όξυνσή τους.

*

Το θεωρητικό και πρακτικό πρόβλημα δεν βρίσκεται στα, από αντικειμενική ή υποκειμενική άποψη, σχετικά περιορισμένα όρια των δυνατοτήτων πρόβλεψης του αποτελέσματος της πάλης όλων αυτών των αντίρροπων πραγματικοτήτων και τάσεων, δηλαδή στη μερική αβεβαιότητα για το βαθμό επίδρασης της μιας ή της άλλης, για τον βαθμό κατά τον οποίο επικρατεί η από κοινού εκμετάλλευση του κόσμου και για το βαθμό κατά τον οποίο επικρατεί η πάλη ανάμεσα στους εκμεταλλευτές του. Ένα τέτοιο ξεδιάλυμα θα ήταν έτσι ή αλλιώς αδύνατο σε «καθαρά» θεωρητικό πεδίο, έξω δηλαδή από την ανάπτυξη των πραγματικών αντιθέσεων και των συνεπειών τους, και έξω από την πάλη ενάντια στην κυριαρχία των μονοπωλίων και την καπιταλιστική εκμετάλλευση στο συγκεκριμένο επίπεδο της ανάπτυξης όλων αυτών…

Το πρόβλημα βρίσκεται στη θεωρητική και πρακτική παράδοση εφόσον η πραγματική κίνηση τείνει, πραγματικά ή φαινομενικά, να ξεπερνά εν μέρει (και δεν μπορεί παρά πάντα να ξεπερνά εν μέρει) τους χθεσινούς  θεωρητικούς και πρακτικούς όρους. Βρίσκεται, και αυτό είναι υπόκλιση στον οπορτουνισμό, στην παραδοχή της «ανάπτυξης» του ιμπεριαλιστικού καπιταλιστικού σταδίου (δηλαδή της ανάπτυξης όλων των όρων αποσύνθεσης – σαπίσματος του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού) ζωγραφισμένης με τα «ειδυλλιακά» χρώματα της παλέτας ενός σοσιαλδημοκράτη πριν από 100 χρόνια. Βρίσκεται στην -εξαιτίας αυτής της παραδοχής- θεωρητική (και τότε επίσης αναπόδραστα πρακτική) παραίτηση  από την επανάσταση που είναι εφικτή, αναγκαία και αναπόφευκτη για τη λύση της αντίφασης ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και το «περίβλημα» της ατομικής οικονομίας και της ατομικής ιδιοκτησίας:

«…περίβλημα που δεν ανταποκρίνεται πια στο περιεχόμενο, περίβλημα που αναπόφευκτα δεν μπορεί παρά να σαπίσει, αν αναβληθεί τεχνητά ο παραμερισμός του, περίβλημα που μπορεί να παραμένει σε κατάσταση αποσύνθεσης ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα (στη χειρότερη περίπτωση, αν η θεραπεία του οπορτουνιστικού αποστήματος τραβήξει σε μάκρος), που αναπόφευκτα όμως θα παραμεριστεί.»   (σελ. 148)

Advertisement

Τριλογία του Δόκτωρος Νο. 2] Της επανάστασης

(Δρ Νο 1)

*

Υπάρχουν αμέτρητοι «λόγοι» για το συμπέρασμα του «ανέφικτου» της σοσιαλιστικής επανάστασης:

– Ο κόσμος είναι χορτάτος, γιατί να κάνει επανάσταση;

– Ή η αντίθετη παραλλαγή: Ο κόσμος πεινάει, μην περιμένεις επανάσταση από εξαθλιωμένους.

– Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός έχει πια δημιουργήσει την εργατική αριστοκρατία.

– Οι στρατοί είναι πια επαγγελματικοί. (Εδώ θα μπορούσε να προστεθεί και ο συνολικός υλικός και νομικός όγκος του σύγχρονου κατασταλτικού οπλοστάσιου).

– Οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις επιλύονται οργανικά, δεν οξύνονται ως τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, κι έτσι δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής η «θεωρία του αδύναμου κρίκου».

– Η ιστορία «αποδείχνει» ότι οι επαναστάσεις δε γίνονται στον αναπτυγμένο καπιταλισμό. Από την άλλη, ο ιμπεριαλισμός αναπτύσσει παντού τον καπιταλισμό, οπότε μην περιμένεις ούτε  «αντιαποικιακές»  επαναστάσεις.

Στους παραπάνω «λόγους» θα μπορούσαν να προστεθούν άλλοι τόσοι. Άλλωστε οι «λόγοι» του ανέφικτου της επανάστασης μπορούν να είναι μυριάδες, ενώ λόγος για την πραγματοποίησή της μόνο ένας…

Το θέμα όμως είναι ότι όλοι αυτοί οι «λόγοι του ανέφικτου» ανάγονται στο ίδιο πρόβλημα: «Ο πόλεμος μερικούς τους εξουθενώνει και τους τσακίζει και άλλους τους ατσαλώνει και τους φωτίζει – όπως και κάθε κρίση στη ζωή των ανθρώπων ή στην ιστορία των λαών» (Λένιν, Απάντηση στον Κιέβσκι).

Οι δυσκολίες, λοιπόν, μπορεί να αναδεικνύουν – μπορεί και να συσκοτίζουν εντελώς τις αντικειμενικές δυνατότητες. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στον υποκειμενικό παράγοντα και την αντικειμενική αναγκαιότητα μπορεί και να εμφανίζεται σαν σύγχρονος ιστορικός «νόμος». Τα φαινόμενα με τα οποία εκδηλώνεται η ουσία των πραγματικών σχέσεων μπορεί και να αναγορεύονται σε ουσία των φαινομένων. Η ιστορική εμπειρία μπορεί και να αναγορεύεται σε θεωρία της ιστορίας και οι προκλήσεις της ιστορίας, αντί να αποτελούν προκλήσεις στη θεωρία, μπορεί και να αποτελούν και «αποκαλύψεις» του τέλους της.

Η  «εξουθένωση», λοιπόν, περιγράφεται παραπάνω σαν μερική συνέπεια «κάθε κρίσης στη ζωή των ανθρώπων και στην ιστορία των λαών», και τι πιο φυσικό από το ότι η συνέπεια αυτή, εν ώρα κρίσεως, εμφανίζεται και σε ένα ζήτημα που βρίσκεται στο θεωρητικό και πρακτικό επίκεντρο κάθε κρίσης, στο ζήτημα της επανάστασης.  Και τώρα που η κρίση είναι παρούσα αλλά η επανάσταση «δεν γίνεται», τι πιο αναμενόμενο, κατά κάποιο τρόπο, από την θεωρητική «αντικειμενοποίηση» του γεγονότος ότι «δεν γίνεται», η οποία υποκαθιστά την ανάγκη της θεωρητικής και πρακτικής δουλειάς για «να γίνει». (Η οποία δουλειά, σημειωτέον, ενώ διαθέτει όλο το πολύτιμο απόθεμα της κλασικής θεωρητικής και πρακτικής επαναστατικής παράδοσης, δεν μπορεί παρά να είναι δουλειά «πρωτότυπη», όπως «πρωτότυπη» υπήρξε στον καιρό της κάθε παράδοση για να αποτελέσει ακριβώς παράδοση και να γίνει κλασική. Καθώς όμως και αυτή η σημείωση δε λύνει από μόνη της το πρόβλημα, γύρω από τη σχέση παράδοσης και πρωτοτυπίας, ή «νεωτερικότητας» για όποιον προτιμά αυτή την ορολογία, μπορεί κανείς να πάρει μια πρώτη γενική ιδέα εδώ.) Και για να κλείνουμε με το ζήτημα της «εξουθένωσης»: τι πιο αναμενόμενο, επίσης, να εμφανίζονται τα συμπτώματά της τόσο πιο πολύ, εκεί όπου τόσο περισσότερο επικρατεί η συνήθεια «να κλίνεται η επανάσταση σε όλες τις πτώσεις», εκεί όπου τόσο περισσότερο αυτή η συνήθεια υποκαθιστά την προσπάθεια επαναστατικής ανάδειξης και αξιοποίησης (δηλαδή ανάδειξης και αξιοποίησης για τον σκοπό της επανάστασης) των υπαρκτών, πραγματικών όρων που την καθιστούν αναγκαία και δυνατή: προσπάθειας, που σε τελικότατη ανάλυση, δεν έχει καν την λεκτική ανάγκη της «επανάστασης» για να αναδείξει τους πραγματικούς όρους και προϋποθέσεις της, να συμβάλει στην εκπλήρωσή τους και να υλοποιήσει τελικά το πραγματικό της περιεχόμενο.

*

Κι αφού λοιπόν, να, η επανάσταση «δε γίνεται», κι αφού πρέπει αυτή η πραγματικότητα να «αντικειμενοποιηθεί» ιστορικά και θεωρητικά ώστε να μη μένει τετραγωνάκι άλυτο στο σταυρόλεξο των νοητικών κατασκευών, τότε γιατί να μην οδηγούν όλοι οι δρόμοι στο «ανέφικτό» της;

Γιατί να μην «αποδεικνύεται» αυτό το «ανέφικτο» στο καφενείο, πότε με το ότι ο κόσμος «είναι χορτάτος» και πότε με το ότι ο κόσμος εξαθλιώνεται; Γιατί η «υλική αιτία» του να μην εντοπίζεται στην «εργατική αριστοκρατία» των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, αλλά –γιατί όχι;- και στο σάπισμα των ίδιων κρατών και την αντίστροφη όψη του: την δημιουργία μιας μεγάλης στερημένης έως και εξαθλιωμένης εργατικής – προλεταριακής μάζας; Η «οργανική επίλυση» των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αν αποτελεί μια ιστορικά πρόσκαιρη πραγματικότητα, μπορεί να «δικαιολογήσει» το «ανέφικτο της επανάστασης», αρκεί ως «καθαυτό» ιμπεριαλισμός να νοηθεί  αποκλειστικά η «δύση» και ως «καθαυτό» ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις εκείνες που αναπτύσσονται και «επιλύονται οργανικά» μεταξύ των «δυτικών» κρατών.   Αν τυχόν πάλι η ίδια αυτή «οργανική επίλυση» αποτελεί οριστικό αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τότε το ανέφικτο αποδεικνύεται δυο φορές μια που τότε «δεν χωρά» στην πραγματικότητα η «θεωρία του αδύναμου κρίκου», όπως βέβαια την κατανοούμε. Αν, πάλι, οι στρατοί είναι πλέον επαγγελματικοί (και προερχόμενοι βέβαια χωρίς αμφιβολία αυτοί οι «επαγγελματίες» από τα προλεταριακά στρώματα), τότε πώς να συγκριθεί η ανυπέρβλητη «δυσκολία» της επαναστατικής παρέμβασης σε αυτούς τους επαγγελματίες με την, προφανώς «αποδεδειγμένη» από την Ιστορία, «ευκολία» της παρέμβασης στους στρατούς της γενικής υποχρεωτικής θητείας, και τι νόημα έχει μπροστά σε αυτή την ανυπέρβλητη δυσκολία η παρέμβαση στα προλεταριακά  στρώματα από τα οποία προέρχονται οι «επαγγελματίες» των ιμπεριαλιστικών στρατών;  Αν, παρακάτω, μας «εξυπηρετεί» θεωρητικά και «επιβεβαιώνεται» εμπειρικά ότι επαναστάσεις γίνονται στις χώρες που δεν είναι «και τόσο» αναπτυγμένος ο καπιταλισμός τους κι όχι στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, τότε γιατί να μην αντικαταστήσουμε τη θεωρία με τον εμπειρισμό, γιατί να μη θυμηθούμε τη Ρωσία του 1917 και γιατί να μην ξεχάσουμε τη Γερμανία του 1919, σε κάθε περίπτωση γιατί να μη θυμηθούμε όλες τις επαναστάσεις που νίκησαν και να μην ξεχάσουμε τις επαναστάσεις που ηττήθηκαν σαν αυτές να μην «έγιναν»; Και γιατί να μην ξεχάσουμε και το μέγεθος της καταστολής που δέχτηκε η πρωτοπορία της εργατικής τάξης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, είτε τη δεκαετία του ’30 είτε του ’50, αν αυτό το μέγεθος από μόνο του αποκαλύπτει πόσο περισσότερο από εμάς τους ίδιους ο αντίπαλος διαισθάνεται το εφικτό της επανάστασης και παίρνει τα μέτρα του για να το αποσωβήσει.   Κι αν είναι επίσης θεωρητικά «εξυπηρετικό» το εξίσου «επιβεβαιωμένο» ότι η σοσιαλιστική επανάσταση συνδέεται σε σχέση «εκ των ουκ άνευ» με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τότε όσες επαναστάσεις δεν «επιβεβαιώνουν» αυτή τη σχέση ήταν απλώς «αντιαποικιακές» (πράγμα «αδιανόητο» σήμερα…), τέτοια ήταν και η «αστική που γρήγορα μετατράπηκε σε σοσιαλιστική» κουβανική επανάσταση, ενώ και η μοναδική απόπειρα εντός τυπικών αστικοδημοκρατικών συνθηκών και εντός ενός καπιταλισμού σε «ενδιάμεσο» επίπεδο ανάπτυξης, δηλαδή η απόπειρα της Χιλής του ’70, μπορεί να αγνοηθεί: αυτή δεν ήταν καν «σοσιαλιστική» και δεν ήταν καν «επανάσταση», επομένως κανένα θετικό δίδαγμα δε μπορεί να βγει από αυτήν…

*

Ίσως είναι αλήθεια ότι η ορολογία περί «αριστερού οπορτουνισμού» επινοήθηκε από τον «δεξιό», από τον «καθαυτό» οπορτουνισμό, από τα υποπροϊόντα του ιδεολογικού και πολιτικού εκφυλισμού της σοσιαλδημοκρατίας, για να μπορούν ευκολότερα να πετάνε και το μωρό μαζί με τα όποια «αριστερά» ιοδεολογικά απόνερα…

Αλλά εξίσου αληθινή «αποδεικνύεται» και η ύπαρξη ενός πραγματικού υπόβαθρου για αυτή τη «σοφιστεία». Χωρίς κανένας να δικαιούται εξαίρεσης από αυτόν τον κίνδυνο, «η διαλεκτική χρησίμευε πολλές φορές ως γέφυρα προς τη σοφιστική» (Λένιν, Για τη μπροσούρα του Γιούνιους), αλλά είναι η διαλεκτική και όχι η σοφιστική που υποδείχνει την κοινότητα των συμπερασμάτων (τουλάχιστον), στα οποία οδηγεί τόσο ο έστω και μη οπορτουνιστικός «αριστερισμός» όσο και ο πραγματικός, ο συστηματοποιημένος (ενσυνείδητα ή όχι) οπορτουνισμός:  Στην περίπτωσή μας σε ποιο άλλο συμπέρασμα οδηγεί όλη η επιχειρηματολογία που εξετάζουμε, αν όχι στο πιο επίκαιρο «συμπέρασμα» του τυπικού οπορτουνισμού: Αφού λοιπόν η επανάσταση για χίλιους «αριστερούς» λόγους είναι «ανέφικτη», τότε ποια εναλλακτική απομένει; Μα φυσικά η αστική διαχείριση. Και πότε θα ασχοληθούμε, όχι με την «επανάσταση», αλλά με τη θεωρητική και πρακτική ανάδειξη των πραγματικών όρων που καθιστούν όχι «την ίδια» αλλά το ουσιαστικό της περιεχόμενο αναγκαίο και δυνατό; Ίσως αργότερα, όταν θα είναι «εφικτή». Για την ώρα αρκεί να ανατέμνουμε θεωρητικά «την ίδια»…

*

Με το τραγούδι της Tracy Chapman τα πράγματα είναι «πιο απλά»: Σαν καλλιτέχνης η Tracy Chapman είναι φωνή της ανθρωπότητας, και σαν τέτοια δεν βάζει απέναντί της παρά ένα καθήκον τέτοιο όπως τα καθήκοντα που βάζει απέναντί της η ανθρωπότητα: καθήκον ικανό, στον συγκεκριμένο ιστορικό τόπο και χρόνο,  να πραγματοποιηθεί.

(Δρ Νο 3)


«εμφυλιοπολεμικά κατάλοιπα» και «η τελευταία σοβιετική δημοκρατία»

Πρέπει να ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε ανακοινώσει τη θεσμοθέτηση της αγροτικής σύνταξης, κι η γειτόνισσα βρήκε ευκαιρία να «την πει» στη γιαγιά, μεμφόμενη τους αριστερούς που κατηγορούν τον Παπανδρέου και που δεν τον ψηφίζουν. Η δωρική απάντηση της γιαγιάς ήταν: «Για να δώσει ο Παπανδρέου σύνταξη στους αγρότες, εμένα ο γιός μου στήθηκε στα 5 μέτρα».

Τη μικρή αυτή αφήγηση τη θυμήθηκα πριν μερικά χρόνια, όταν συζητιόταν η συνταγματική αναθεώρηση για την ανώτατη παιδεία και ο Παπανδρέου ο Γ΄από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης έβαζε πλάτη λέγοντας ότι η συνταγματική κατοχύρωση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας με το άρθρο 16 του συντάγματος «είναι κατάλοιπο της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας». Δεν εννοούσε βέβαια το ίδιο πράγμα ο Γ.Α.Π., όμως με τη φράση αυτή είχε πει, με ηθελημένη ή αθέλητη προκλητικότητα, μια μεγάλη αλήθεια: ότι από όλα τα λαϊκά δικαιώματα (αυτά που σήμερα ξηλώνονται με εντατικούς ρυθμούς) ούτε ένα δεν χαρίστηκε, είναι όλα κατακτημένα με τον αγώνα, με την ανείπωτη θυσία και με το αίμα που έχυσε ο λαός στην πάλη του για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση.

Πρόκειται για μια αλήθεια ιδιαίτερα επίκαιρη: είτε πρόκειται για τις νεοφιλελέδικες πρωθυπουργικές μπούρδες για την Ελλάδα που πλέον  (χάρη στην κυβέρνηση, την ΕΕ και το ΔΝΤ) «παύει να είναι η τελευταία Σοβιετική Δημοκρατία της Ευρώπης», είτε πρόκειται για το «κοινωνικό συμβόλαιο» που θέλει να συνάψει ο ΣΥΡΙΖΑ σε συμβολαιογραφείο πολυτελείας με την πλουτοκρατική ολιγαρχία, είτε πρόκειται για «περιορισμένες» ερμηνείες της προκλητικής όσο και κυνικής ασυναρτησίας  αυτού του είδους – όπως περιορισμένη είναι κατά την πεποίθησή μου η ερμηνεία που επιχειρείται στο σχόλιο του Ριζοσπάστη όπου οδηγεί η παραπάνω παραπομπή.

Αν είναι ανεπαρκής η «απλοϊκή» ερμηνεία της γιαγιάς, στην εισαγωγή της ανάρτησης, προκειμένου να γίνει αντιληπτό τι σημαίνει, σε περιπτώσεις σαν κι αυτές, το «εμφυλιοπολεμικό κατάλοιπο» ή η παραλλαγή του ως «τελευταία σοβιετική δημοκρατία»,  προκειμένου επίσης να γίνουν αντιληπτές οι «κινητήριες δυνάμεις» και οι στοχεύσεις αυτών και των παρόμοιων «δογμάτων» σαν του Παπανδρέου Γ΄ή του Σαμαρά, προκειμένου επίσης να γίνει αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο «συνάπτονται» στην πραγματική και όχι τηλεοπτική ιστορία  τα «κοινωνικά συμβόλαια» ανάμεσα στην τάξη των εκμεταλλευτών και την τάξη των καταπιεζόμενων, τότε είναι απαραίτητη  η θεωρητική τεκμηρίωση της κουβέντας εκείνης που είπε η γιαγιά στη γειτόνισσα κάποια τυχαία μέρα μιας χρονιάς στη δεκαετία του ’60.

*

«Στην πραγματικότητα», έγραφε ο Λένιν τον Ιανουάριο του 1917, «το ζήτημα τίθεται έτσι: Είτε επαναστατικός αγώνας που παράγωγο προϊόν του είναι, σε περίπτωση όχι ολοκληρωτικής επιτυχίας του, οι μεταρρυθμίσεις (αυτό το έχει αποδείξει ολόκληρη η ιστορία των επαναστάσεων σ’ όλο τον κόσμο) είτε τίποτε άλλο εκτός από κουβέντες για μεταρρυθμίσεις και υποσχέσεις μεταρρυθμίσεων» (Πασιφισμός αστικός και πασιφισμός σοσιαλιστικός, στη συλλογή Λένιν, Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση, ΣΕ, σελ. 296).

«Αυτό», λοιπόν, που «το έχει αποδείξει ολόκληρη η ιστορία των επαναστάσεων σ’ όλο τον κόσμο», αυτό ακριβώς είναι που υπονοούν στην πραγματικότητα είτε ο Παπανδρέου πριν λίγα χρόνια είτε ο Σαμαράς πριν λίγες μέρες. Αυτό ακριβώς είναι που δήθεν δεν κατανοεί ο ΣΥΡΙΖΑ όταν καλεί τους διαχειριστές της κυριαρχίας των μονοπωλίων να προσέλθουν στο γραφείο του συμβολαιογράφου. Και αυτό ακριβώς είναι που δε χωρά στην ερμηνεία των, κατά τα άλλα, ασυναρτησιών του πρωθυπουργού, όταν αυτή η ερμηνεία περιορίζεται στην ολόσωστη, κατά τα άλλα, αποποίηση  των ευθυνών του σοσιαλισμού και του εργατικού κινήματος για τη σημερινή κατάσταση του καπιταλισμού και για τα φαινόμενα εκφυλισμού του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού.

Αν δούμε το θέμα στα ελληνικά ιστορικά πλαίσια, τότε ναι, πράγματι, όλα τα λαϊκά δικαιώματα που σήμερα ξηλώνονται, είναι «κατάλοιπο της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας», «παράγωγο προϊόν» της «όχι ολοκληρωτικής επιτυχίας» του επαναστατικού αγώνα. Και οι ρητορικές επιθέσεις των αστών πολιτικών σε κάθε είδους τέτοιο «κατάλοιπο», δεν αποσκοπούν κυρίως ή μόνο στην καλλιέργεια της σύγχυσης, αλλά πρώτα από όλα σηματοδοτούν το ιστορικό βάθος στο οποίο στοχεύει η εξελισσόμενη αντιλαϊκή επίθεση των επιτελείων του συστήματος της εκμετάλλευσης, σηματοδοτούν το μέγεθος του ιστορικού πισωγυρίσματος στο οποίο αποσκοπεί αυτή η επίθεση, σηματοδοτούν ιστορικά τον ταξικό και πολιτικό τους εχθρό ενάντια στον οποίο στρέφεται αυτή η επίθεση.

Κι αν δούμε το ίδιο θέμα στα διεθνή πλαίσια του, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε ότι η «όχι ολοκληρωτική επιτυχία» του επαναστατικού αγώνα στη διάρκεια του 20ου αιώνα, αποκρυσταλλώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη διεθνή μορφή της «συνύπαρξης των δυο συστημάτων», και ότι ακριβώς στη βάση αυτής της μορφής ήρθαν σαν «παράγωγο προϊόν του επαναστατικού αγώνα» όλες οι λαϊκές – εργατικές κατακτήσεις στον καπιταλιστικό κόσμο,  όλα τα «κοινωνικά συμβολαια», που δεν «συνάφθηκαν» χάρη στην «κατανόηση» των εκμεταλλευτών και τον οπορτουνιστικό τους εξωραϊσμό, αλλά χάρη στους ποταμούς αίματος των εργαζομένων όλου του κόσμου στην πάλη τους ενάντια στο φασισμό και την εκμετάλλευση.

*

Αυτά τα γεγονότα έχει υπόψη του πρώτα από όλα ο Σαμαράς, σαν «ιππότης του κεφαλαίου» που είναι κι αυτός όπως και ο συμφοιτητής του Παπαπανδρέου ο Γ΄, όταν κάνει λόγο για την «τελευταία σοβιετική δημοκρατία». Το ότι στην κυριολεξία της η φράση ειναι μια μπούρδα, αυτό δεν τον απασχολεί, του αρκεί που ο ίδιος θα πάρει καλό βαθμό εκεί που βαθμολογείται. Το ότι αυτή η μπούρδα είναι κατάλληλη και για την καλλιέργεια πολιτικής σύγχυσης κατά τον τρόπο που συνοπτικά περιγράφει το σχόλιο του «Ριζοσπάστη», είναι για το Σαμαρά και τους κύκλους του ωφέλιμο μεν αλλά δευτερεύον. Αυτό που, όμως, αποτελεί τον πυρήνα του «μηνύματος» είναι η κατανόηση από τον ίδιο, και η προκλητική απέναντι στους λαούς και την ιστορία τους, διακήρυξη του πραγματικού περιεχομένου της στρατηγικής που υπηρετεί. Της στρατηγικής που σαν δεύτερο αντεπαναστατικό κύμα, ύστερα από το πρώτο που γκρέμισε τις κατακτήσεις των εργαζομένων στις χώρες του σοαιαλισμού, σαρώνει τώρα στις καπιταλιστικές χώρες το «παράγωγο προϊόν» της «όχι ολοκληρωτικής επιτυχίας» του επαναστατικού αγώνα των λαών, τις κατακτήσεις τους τις οποίες έγραψαν σε νόμους και σε συντάγματα με το αίμα τους, τις κατακτήσεις τους που σαν «παράγωγο προϊόν» του επαναστατικού τους αγώνα δεν είναι για τον Σαμαρά και τους κύκλους του παρά «σοβιετικές». Και με αυτή τη συγκεκριμένη έννοια πράγματι είναι…

*

““Σοσιαλισμός”! Χαρακτήριζαν σοσιαλιστικό και αυτόν ακόμα τον αστικό φιλελευθερισμό, σοσιαλιστικό τον αστικό διαφωτισμό, σοσιαλιστική και την αστική δημοσιο-οικονομική μεταρρύθμιση. Ήταν σοσιαλιστικό να γινει ένας σιδηρόδρομος όπου υπήρχε κιόλας μια διώρυγα και ήταν σοσιαλιστικό το να υπερασπίζεις τον εαυτό σου με μπαστούνι όταν σου επιτίθενται με σπαθί.

Και αυτό δεν ήταν απλώς τρόπος του λέγειν, μόδα ή κομματική ταχτική. Η αστική τάξη είχε τη σωστή άποψη πως όλα τα όπλα που είχε σφυρηλατήσει ενάντια στη φεουδαρχία στρέψανε την αιχμή τους ενάντια στην ίδια, πως όλα τα εκπαιδευτικά μέσα που είχε δημιουργήσει επαναστατούσαν ενάντια στον ίδιο της τον πολιτισμό, πως όλοι οι θεοί που είχε πλάσει την είχαν εγκαταλείψει…» (Μαρξ, 18η Μπριμέρ, σελ. 79, θεμέλιο 1967)

Με τέτοια λόγια περιγράφει ο Μαρξ την αστική τάξη στην αντεπαναστατική – αντιδραστική  φάση της ύστερα από το 1848: Δεν ήταν και ούτε και τώρα είναι «τρόπος του λέγειν, μόδα ή κομματική τακτική». Η βασική διαφορά ανάμεσα στον τότε «σοσιαλιστικό σιδηρόδρομο όπου υπήρχε κιόλας μια διώρυγα» και στη σημερινή «εμφυλιοπολεμική» δημόσια και δωρεάν παιδεία ή τη «σοβιετική» κρατική ΔΕΗ, τις «σοβιετικές» συντάξεις, τις «σοβιετικές» συλλογικές συμβάσεις εργασίας, μισθούς, ωράρια κλπ  κλπ, βρίσκεται στο διαφορετικό χαρακτήρα της πρώιμης αστικής αντίδρασης και της αντιδραστικής φύσης του ύστερου – ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Βρίσκεται επίσης στο γεγονός ότι τότε η αστική τάξη βρισκόταν αντιμέτωπη με το «παράγωγο προϊόν» του δικού της επαναστατικού αγώνα ενάντια στη φεουδαρχία, ενώ τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με το «παράγωγο προϊόν» του επαναστατικού αγώνα των εργαζομένων εναντίον της.

Το κοινό στοιχείο είναι και στις δυο περιπτώσεις η κυριαρχία της αντεπανάστασης. Η κυριαρχία της αντίδρασης που σήμερα εκτείνεται σε όλη την ιστορική γραμμή και στοχεύει σε όλο το ιστορικό βάθος, γιατί αυτός είναι ο ιμπεριαλισμός, και πόσο μάλλον ο ιμπεριαλισμός που ολοκληρώνει μια αντεπανάσταση σαρώνοντας το «παράγωγο προϊόν» του επαναστατικού αγώνα  με τη μορφή μεταρρυθμίσεων που αναγκάστηκε να «παραχωρήσει» στο παρελθόν.

Απέναντι σ’ αυτή τη στρατηγική, τη στρατηγική της γενικευμένης ιστορικής αντίδρασης, δεν υπάρχει για τους λαούς άλλος δρόμος από την πάλη για την ανατροπή της. Δεν υπάρχει δηλαδή άλλος δρόμος από το δρόμο της ταξικής πάλης των εργαζομένων, της πάλης για την απόκρουση της επίθεσης που δέχονται, της πάλης που εφόσον διεξάγεται με συνέπεια είναι η μόνη ικανή να βαθύνει το πολιτικό της περιεχόμενο και να μετατρέψει την «τελευταία γραμμή άμυνας» σε πρώτη γραμμή αντεπίθεσης, σε αφετηρία της δικής τους επίθεσης και της δικής τους νίκης.


Ο Τσε για την τρομοκρατία, ο Λένιν για την παράνομη επαναστατική οργάνωση

Αφιερωμένη στην τρέχουσα εκδοτική επικαιρότητα η σημερινή ανάρτηση, αποτελεί στο πρώτο «μισό» της ένα απάνθισμα από το βιβλίο Τσε Γκεβάρα «Ο ανταρτοπόλεμος» (εκδόσεις Άποψη), σχετικό (το απάνθισμα) με την τακτική της ατομικής τρομοκρατίας. Οι εμφάσεις με έντονα στοιχεία είναι δική μου παρέμβαση, και ό,τι είναι γραμμένο σε πλάγια στοιχεία είναι δικές μου σκέψεις και σχόλια.

Εισαγωγικά πρέπει να πω το αυτονόητο, ότι δηλαδή το βιβλίο δεν αφορά ειδικά το ζήτημα της συγκεκριμένης τακτικής, της τρομοκρατίας, αλλά αυτό που λέει ο τίτλος του: τον ανταρτοπόλεμο. Αφετηρία της ανάπτυξης του θέματος είναι η εμπειρία η προερχόμενη από την Κουβανική Επανάσταση. Και κύριο πεδίο της οι «οικονομικά υπανάπτυκτες» χώρες  αμερικανικής ηπείρου

 

«Θεωρούμε πως η Κουβανική Επανάσταση πρόσφερε τρία θεμελιώδη μαθήματα στα επαναστατικά κινήματα της Αμερικής.

Πρώτον, οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν να κερδίσουν έναν πόλεμο ενάντια σε ένα τακτικό στρατό.

Δεύτερον, δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε μέχρι να ωριμάσουν όλες οι συνθήκες για να κάνουμε μια επανάσταση.. ο ίδιος ο ξεσηκωμός δημιουργεί συνθήκες ωρίμανσης.

Τρίτον, στην υποανάπτυκτη οικονομικά Αμερική οι αγροτικές περιοχές είναι το βασικό πεδίο διεξαγωγής του ένοπλου αγώνα». (σελ. 17)

 

Από μια βαθύτερη  ανάγνωση του βιβλίου μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι πολλά από τα διδάγματά του είναι ευρύτερης σημασίας. Λόγου χάρη η ίδια η παραπάνω φράση: «ο ίδιος ο ξεσηκωμός δημιουργεί συνθήκες ωρίμανσης», χωρίς να επιτρέπει υποκειμενικές ερμηνείες και μηχανιστικές μεταφορές αφορά παρ’ όλα αυτά στην πραγματικότητα κάθε συγκεκριμένο επίπεδο συνεπούς ανάπτυξης της πάλης ανεξάρτητα από τη μορφή της, από την πιο «νόμιμη» μέχρι την πιο «επαναστατική».  Το ίδιο, επίσης,  δεν αφορά αποκλειστικά την ένοπλη πάλη, το ότι «η θεμελιώδης αρχή είναι πως καμία μάχη, κανένας αγώνας ή σύγκρουση δεν πρέπει να διεξαχθεί αν η νίκη δεν θεωρείται δεδομένη» (σελ. 22), ή το ίδιο σε μια διαφορετική παραλλαγή που τη συμπληρώνει και την ολοκληρώνει: «Όσο ο αντάρτης είναι σε θέση να αποφασίσει το «πώς» και το «πότε», καμία μάχη δεν θα πρέπει να δοθεί που αν μην έχει ως κατάληξη τη νίκη» (σελ. 165). Αυτό που, βέβαια, σηκώνει εδώ μεγάλη ανάλυση είναι το τι αποτελεί ιστορικά και στην κάθε διαφορετική περίπτωση νίκη, ξέροντας άλλωστε ότι χαμένοι είναι μονάχα οι αγώνες που αν και αναγκαίοι, αν και δυνατοί, δε δόθηκαν, και που ταυτόχρονα δεν δόθηκαν με σκοπό τη νίκη, ξέροντας επίσης ότι υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες και το αντίστροφο. Όμως δεν επεκτείνομαι παραπάνω. Αυτό στο οποίο στέκομαι είναι ότι τα δυο αποσπάσματα στην ουσία τους δεν αφορούν ειδικά την πάλη στην ένοπλη μορφή της αλλά σε κάθε της μορφή.  Αποτελούν το πρακτικό, το πραγματικά «ποιητικό» και όχι  «μεταφυσικό» νόημα  του συνθήματος: «Μέχρι τη νίκη, πάντα!» Πάντα: Σε κάθε μάχη μικρή ή μεγάλη , στη διεξαγωγή ολόκληρου του  πολέμου, και μετά από αυτόν.

Δεν αφορά λοιπόν ειδικά τον ανταρτοπόλεμο η λογική που διαπερνά το βιβλίο, αλλά από το σημείο που τον αφορά κι έπειτα, τον αφορά χωρίς έκπτωση: Σαν λαϊκό πόλεμο, σαν κανονικό πόλεμο, «πόλεμο που οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν να κερδίσουν ενάντια σε ένα τακτικό στρατό», πόλεμο στον οποίο «μια οπλισμένη ομάδα εμπλέκεται στον αγώνα ενάντια στην κατεστημένη εξουσία, είτε αποικιακή είτε όχι, εδραιώνεται ως αφετηρία αντίστασης και οργανώνεται σε αγροτικές περιοχές» (σελ. 21), τον ανταρτοπόλεμο σαν «ένα στάδιο που από μόνο του δεν έχει τη δυνατότητα να επιτύχει την απόλυτη νίκη και την επικράτηση επί του εχθρού. Είναι ένα από τα αρχικά στάδια του πολέμου και θα εξελίσσεται διαρκώς μέχρι ο αντάρτικος στρατός, μέσα σ’ ένα πλαίσιο σταθερής ανάπτυξης, να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά τακτικού στρατού. Τότε θα είναι έτοιμος να καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα στο εχθρό και να κατακτήσει τη νίκη. Ο θρίαμβος θα είναι πάντα το αποτέλεσμα ενός τακτικού στρατού ακόμη και αν κατάγεται από έναν αντάρτικο στρατό»  (σελ. 23).

Η επίμονη δική μου έμφαση στην τέτοια θεώρηση του ανταρτοπόλεμου από τον Γκεβάρα αποσκοπεί απλά να καταδείξει την πρωταρχική διαφορά της από την τρέχουσα αντίληψη του «ανταρτοπόλεμου» με τη μορφή του λεγόμενου «αντάρτικου πόλης» όχι ως πολέμου που αποσκοπεί –όπως κάθε πόλεμος- στην επικράτηση ενός στρατού πάνω σε έναν άλλο, αλλά ως θεάματος. Επικίνδυνου μεν. Αλλά πάντως θεάματος.

Δεύτερη εισαγωγική παρατήρηση: Ο Γκεβάρα δεν θεωρεί την συγκεκριμένη τακτική την οποία αναλύει σαν μοναδική. Δεν θεωρεί καν σαν μοναδική την τακτική του ένοπλου αγώνα ανεξάρτητα από τον χώρο στον οποίο διεξάγεται η λαϊκή πάλη, κι ανεξάρτητα από τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες εντός των οποίων διεξάγεται. Θα σταθώ στη θεώρησή του για τις πρώτες:

«Φυσικά, δεν πρέπει να θεωρήσουμε πως όλες οι συνθήκες για την επανάσταση θα δημιουργηθούν από την ώθηση που θα τους δώσει η δράση του αντάρτικου. Πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου πως υπάρχει ένα απαραίτητο μίνιμουμ χωρίς το οποίο η δημιουργία και η εδραίωση του πρώτου πυρήνα είναι ανέφικτη. Οι λαοί πρέπει να δουν καθαρά τη ματαιότητα των στόχων που βάζουν οι κοινωνικοί αγώνες όταν αυτοί παραμένουν στο πλαίσιο ενός δημόσιου πολιτικού διαλόγου. Όταν οι δυνάμεις της καταπίεσης διατηρούνται  στην  εξουσία ενάντια στο δίκιο, δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφράζεται με πιο ενεργητικές μορφές. Η διάθεση για αντίσταση τελικά ξεσπά με τη μορφή του ένοπλου αγώνα, το έναυσμα του οποίου δίνεται αρχικά από τη συμπεριφορά της εξουσίας.

Όταν η κυβέρνηση έχει έρθει στην εξουσία μέσα από κάποια μορφή λαϊκής ψήφου, είτε οι εκλογές ήταν στημένες είτε όχι, και διατηρεί τουλάχιστον το προσωπείο της συνταγματικής νομιμότητας, το ξέσπασμα του αντάρτικου δεν μπορεί να πριμοδοτηθεί εφόσον οι δυνατότητες για ειρηνικό αγώνα δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί» (σελ. 18).

*

Μετά τα παραπάνω προαπαιτούμενα εισαγωγικά περνάω στα αποσπάσματα του βιβλίου που αφορούν ειδικά το θέμα του τίτλου της ανάρτησης. Ο αναγνώστης να μην παραπλανηθεί: Τα αποσπάσματα που ακολουθούν δεν αφορούν το «σαμποτάζ» και την «τρομοκρατία» σε συνθήκες όπου «οι δυνατότητες για ειρηνικό αγώνα δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί», αλλά πολύ περισσότερο, σε συνθήκες διεξαγωγής πραγματικού λαϊκού πολέμου. Σε συνθήκες όπου «οι δυνατότητες ειρηνικού αγώνα δεν έχουν εξαντληθεί»  δεν μπορεί έτσι κι αλλιώς «να πριμοδοτηθεί το ξέσπασμα του αντάρτικου»…  Αλλά απ’ ό,τι θα δούμε, και σε συνθήκες όπου οι ειρηνικές δυνατότητες έχουν εξαντληθεί και το αντάρτικο έχει ξεσπάσει, και πάλι η τακτική της τρομοκρατίας «δεν πριμοδοτείται»:

 

«Το σαμποτάζ είναι επίσης πολύ σημαντικό. Εδώ βέβαια πρέπει να ξεκαθαρίσουμε για τι είδος σαμποτάζ μιλάμε.. για την επαναστατική και αποτελεσματική μέθοδο που χρησιμοποιείται στη μάχη ή για την τρομοκρατική πράξη, ένα χτύπημα που είναι συνήθως τυφλό και αναποτελεσματικό όσον αφορά στην κατάληξη, μιας και πολύ συχνά δημιουργεί αθώα θύματα και αφαιρεί ζωές που θα μπορούσαν να είναι πολύτιμες για τη επανάσταση. Η τρομοκρατία θα πρέπει να θεωρείται πολύτιμη τακτική όταν στόχος της είναι η ζωή κάποιου σημαντικού ηγέτη  των τυραννικών δυνάμεων, γνωστού για τις κατασταλτικές του μεθόδους ή άλλα χαρακτηριστικά που καθιστούν την εξόντωσή του ωφέλιμη. Όμως η εκτέλεση ασήμαντων σχετικά προσώπων δεν ενδείκνυται γιατί έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των αντιποίνων και νέους θανάτους…»

Σημ. δική μου: Χρειάζεται άραγε  να θυμίσω ότι η προσκόλληση στις λέξεις δεν είναι αρκετή για να κάνει λιγότερο επιζήμια την «τρομοκρατία» όταν (και επειδή εξακολουθεί να «διατηρείται τουλάχιστον το προσωπείο της συνταγματικής νομιμότητας») δεν υπάρχουν «αντίποινα και νέοι θάνατοι», αλλά απλώς ένταση των αντιλαϊκών κατασταλτικών μέτρων και της ιδεολογικής τρομοκράτησης του λαού (του λαού κι όχι κατ’ ανάγκη των στενών ιδεολογικών φίλων του «υποκειμένου»)

Θα χρειαζόταν άραγε, επίσης,  να θυμίσω ότι και αυτά τα απορριπτικά και κατ’ εξαίρεση μόνο, και μόνο με επιφύλαξη, δεκτά –σχετικά με τα μέσα του σαμποτάζ και των μεμονωμένων εκτελέσεων- αναφέρονται από τη σκοπιά  αποκλειστικά των όρων της  πρακτικής ωφελιμότητας για την διεξαγωγή του πολέμου, ότι αφορούν ακριβώς τη διεξαγωγή του πολέμου, του πραγματικού πολέμου, όπως τον γνωρίζουμε σαν τη σύγκρουση ενός στρατού με έναν άλλο στρατό με σκοπό την επικράτηση του ενός εναντίον του άλλου;  Πόσο μάλλον λοιπόν η απόρριψη της συγκεκριμένης τακτικής, αν μιλάμε για συνθήκες όπου δεν διεξάγεται ένοπλη πάλη, για συνθήκες επίσης όπου «διατηρείται τουλάχιστον το προσωπείο της συνταγματικής νομιμότητας», απέναντι στο οποίο «προσωπείο»–να προσθέσω- η ατομική τρομοκρατία δεν λειτουργεί σαν «ξεμασκάρεμα» όπως διατείνεται, αλλά, για όποιον έχει στοιχειώδη λογική, σαν ιδεολογικά νομιμοποιητικό   πρόσχημα απαλλαγής της εξουσίας από αυτό το «συνταγματικό προσωπείο» που κάποτε τη στενεύει.

«…Στο θέμα της τρομοκρατίας οι απόψεις διίστανται. Πολλοί θεωρούν πως η χρήση της, που προκαλεί την αστυνομική βία και καταστολή, δυσχεραίνει όλες τις περισσότερο ή λιγότερο νόμιμες ή ημιπαράνομες επαφές με τις μάζες και κάνει αδύνατη την ενοποίηση για δράση, που θα είναι αναγκαία κάποια κρίσιμη στιγμή στο μέλλον. Αυτό είναι σωστό.. αυτό όμως που επίσης συμβαίνει είναι πως σε έναν εμφύλιο πόλεμο η καταπίεση της κυβερνητικής εξουσίας σε κάποιες πόλεις είναι ήδη τόσο μεγάλη, στην πραγματικότητα κάθε μορφή νόμιμης δράσης ήδη καταστέλλεται, έτσι ώστε κάθε ενέργεια των μαζών που δεν υποστηρίζεται από τα όπλα είναι αδύνατη. Επομένως επιβάλλεται να είμαστε επιφυλακτικοί όταν υιοθετούμε τέτοιου τύπου μεθόδους και να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις συνέπειες που ίσως έχουν για την επανάσταση» (σελ. 31-32)

Σημ. δική μου: Επιφυλακτικοί, λοιπόν, ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες! τις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου! Μπορεί να γίνει  λόγος έστω και για «επιφυλακτικότητα» σε συνθήκες όπου «κάθε ενέργεια των μαζών» μπορεί να πραγματοποιηθεί με «μορφή  νόμιμης δράσης» ή χωρίς «να υποστηρίζεται από τα όπλα»;

 

«Το σαμποτάζ  (σημ. δική μου: Θα το επαναλάβω και θα το υπογραμμίσω για να προλάβω την αυθόρμητη χαλάρωση της μνήμης! Ο λόγος αφορά  συνθήκες εμφύλιου πολέμου, κι όχι «ότι να ’ναι») θα πρέπει να διευθύνεται από την πολιτική οργάνωση του εξωτερικού τομέα σε συντονισμό με την κεντρική διοίκηση. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και έπειτα από προσεκτική ανάλυση θα προβαίνουμε σε βίαιες επιθέσεις εναντίον συγκεκριμένων ατόμων. Γενικά, θεωρούμε πως αυτού του είδους οι ενέργειας δεν είναι επιθυμητές εκτός κι αν ο στόχος μας είναι να εξοντώσουμε κάποιο άτομο, διαβόητο για τις εγκληματικές του πράξεις και τη βιαιότητα των κατασταλτικών του μεθόδων εναντίον των κατοίκων. Από την εμπειρία του αγώνα μας στην Κούβα αποδεικνύεται πως θα μπορούσαμε να σώσουμε τη ζωή αρκετών εξαίρετων συντρόφων, που θυσιάστηκαν εκτελώντας αποστολές ελάσσονος σημασίας. Αρκετές φορές οι αποστολές αυτές έληγαν με τους συντρόφους μας νεκρούς από τις εχθρικές σφαίρες της αντεκδίκησης και η απώλειά τους σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να συγκριθεί με την αξία του αποτελέσματος. Οι βίαιες επιθέσεις και η τρομοκρατία που ασκούνται αδιακρίτως (τυφλή τρομοκρατία)  δεν θα πρέπει να συγκαταλέγονται στις μεθόδους μας. Είναι προτιμότερο οι προσπάθειές μας να έχουν ως στόχο την εντύπωση των επαναστατικών ιδεών στα πλατιά λαϊκά στρώματα, έτσι ώστε την κρίσιμη στιγμή να κινητοποιηθούν και με τη βοήθεια του επαναστατικού στρατού να βοηθήσουν την πλάστιγγα να γείρει προς την πλευρά της επανάστασης.

Γι’ αυτό θα χρειαστούμε τη βοήθεια των εργατικών συνδικάτων, των επαγγελματιών και των χωρικών, που φυτεύουν το σπόρο της επανάστασης στο λαό , που δίνουν εξηγήσεις, που προμηθεύουν τις μάζες με εκδόσεις για να διαβάσουν, για να διδάξουν την αλήθεια. Ένα από τα χαρακτηριστικά της επαναστατικής προπαγάνδας είναι η αλήθεια. Έτσι σιγά-σιγά  θα κερδίσουμε τις μάζες και τους καλύτερους θα τους ενσωματώσουμε στον επαναστατικό στρατό ή θα τους αναθέσουμε άλλα καθήκοντα που προϋποθέτουν τη μέγιστη υπευθυνότητα» (σελ. 101-102).  

 

«Το σαμποτάζ είναι ένα από τα ανεκτίμητα όπλα ενός λαού που κάνει αντάρτικο. (σημ. δική μου:. πράγμα που φυσικά καθόλου δε σημαίνει ότι «ένας λαός που κάνει σαμποτάζ, κάνει επομένως αντάρτικο». «Ανεκτίμητο όπλο ενός λαού που κάνει αντάρτικο». Δεν συνιστά όμως αντάρτικο από μόνη της η χρησιμοποίηση του οποιουδήποτε όπλου, ούτε βέβαια και του σαμποτάζ).  Η οργάνωσή του εξαρτάται από το πολιτικό ή το παράνομο κομμάτι του αντάρτικου, μιας και, όπως είναι φυσικό, το σαμποτάζ θα πρέπει να πραγματοποιείται αποκλειστικά εκτός των περιοχών που κατέχει ο επαναστατικός στρατός.. όμως αυτή η μυστική οργάνωση θα πρέπει να διοικείται και να καθοδηγείται απευθείας από το γενικό επιτελείο του αντάρτικου, το οποίο θα έχει την ευθύνη τυχόν αποφάσεων που αφορούν βιομηχανίες, επικοινωνίες ή άλλους στόχους στους οποίους πρόκειται να γίνει επίθεση.

(σημ. δική μου: Είναι άραγε στον καθένα ορατή η αναλογία: Στις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου το σαμποτάζ, για να είναι αποτελεσματικό πρέπει «να καθοδηγείται απευθείας από το γενικό επιτελείο του αντάρτικου». Σε συνθήκες όπου «οι δυνατότητες για ειρηνικό αγώνα δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί», πόσο επιζήμια είναι έτσι κι αλλιώς η τακτική του σαμποτάζ, και πόσο επιζήμια και αναποτελεσματική –ή, για την ακρίβεια, αποτελεσματική για τους αντιλαϊκούς σχεδιασμούς- είναι η τακτική του «σαμποτάζ» εκ των πραγμάτων βέβαια έξω από κάθε διαδικασία ανάπτυξης του πραγματικού λαϊκού κινήματος, σε διάσταση και σε αντίθεση προς κάθε όρο διεξαγωγής της πραγματικής πάλης του;)

Το σαμποτάζ δεν έχει καμία σχέση με την τρομοκρατία.. η τρομοκρατία και οι δολοφονικές επιθέσεις εναντίον μεμονωμένων προσώπων αφορούν εντελώς διαφορετικές τακτικές. Ειλικρινά [ειλικρινά! κι όχι για «στάχτη στα μάτια» του αντίπαλου, ούτε σε ένδειξη ευθυγράμμισης με την «σοβιετική ορθοδοξία»!], πιστεύουμε πως η τρομοκρατία έχει αρνητικές επιπτώσεις, πως σε καμία περίπτωση δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα, πως μπορεί να στρέψει ένα λαό ενάντια σε έναν επαναστατικό κίνημα [ανήκουστο ε;] και πως το κόστος σε ζωές είναι συχνά δυσανάλογο με το αποτέλεσμα […]» (σελ. 109-110).

***

Αφού λοιπόν είδαμε τη γνώμη του Τσε για την τακτική της τρομοκρατίας σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου, και επομένως πόσο μάλλον για τη συστηματική της «μονοκαλλιέργεια», και πόσο μάλλον σε συνθήκες όπου δεν υφίστανται καν συνθήκες πραγματικού πολέμου, ας σταθούμε τώρα και στην αντίληψη του Λένιν για την παράνομη οργάνωση και την παράνομη δουλειά. Πρόκειται άραγε για κάποιον πολιτικού τύπου ψυχαναγκασμό; Κάποια εμμονή στο «απαγορευμένο»; «Χρησιμοποίηση» της αστικής νομιμότητας είναι να ανακαλύπτουμε τι απαγορεύεται σε αυτή και να φτιάχνουμε μια ειδική οργάνωση για την πραγματοποίησή του ανεξάρτητα από τις ανάγκες της πάλης; Είναι άραγε αυτό «αποκαλυπτικό» για την ιδιαίτερη φύση της αστικής νομιμότητας και δημοκρατίας; Ή μήπως η παράνομη οργάνωση κι η παράνομη δουλειά σχετίζονται πρώτιστα με τις δυνατότητες δράσης, προπαγάνδας, ζύμωσης και διάδοσης των ιδεών, τις κατακτημένες μέσα στην αστικοδημοκρατική νομιμότητα, οι οποίες καταργούνται όταν η ίδια περιστέλλεται απειλούμενη (σαν αστική) από τον ίδιο της τον εαυτό;   Μήπως δηλαδή η παράνομη δουλειά και η παράνομη οργάνωση σχετίζονται πρώτιστα με αυτό που είδαμε παραπάνω να διατυπώνει ο Τσε: «Οι προσπάθειές μας να έχουν ως στόχο την εντύπωση των επαναστατικών ιδεών στα πλατιά λαϊκά στρώματα. Γι’ αυτό θα χρειαστούμε τη βοήθεια των εργατικών συνδικάτων, των επαγγελματιών και των χωρικών, που φυτεύουν το σπόρο της επανάστασης στο λαό , που δίνουν εξηγήσεις, που προμηθεύουν τις μάζες με εκδόσεις για να διαβάσουν, για να διδάξουν την αλήθεια».

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από τη συλλογή «Β.Ι.ΛΕΝΙΝ Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή). Όπως κατ’ αναλογία τα παραπάνω αποσπάσματα του Γκεβάρα για την τακτική της τρομοκρατίας αφορούν συνθήκες εμφύλιου πόλεμου, ώστε να μην χωρούν παρερμηνείες σε σχέση με τις λεγόμενες ειρηνικές περιόδους, αντίστοιχα τα  κείμενα του Λένιν, και τα αποσπάσματα για την παράνομη επαναστατική οργάνωση, για την παράνομη επαναστατική δραστηριότητα, αφορούν τις συνθήκες όπου γράφτηκαν: Συνθήκες όπου ήδη έχει ξεσπάσει ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος ( Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), συνθήκες προεπαναστατικές και συνθήκες επαναστατικής κατάστασης στη  Ρωσία και γενικά την Ευρώπη. Δύσκολο λοιπόν, κι εδώ, να υπάρξουν παρερμηνείες για το περιεχόμενο το είδος και το ρόλο της επαναστατικής οργάνωσης και δραστηριότητας σε «ειρηνική» περίοδο…

*

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ (Οκτώβρης 1914)

«…Το Κόμμα μας, το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας, πρόσφερε και θα προσφέρει ακόμα τεράστιες θυσίες εξαιτίας του πολέμου. Όλος ο νόμιμος εργατικός Τύπος μας αφανίστηκε. Τα περισσότερα συνδικάτα κλείστηκαν, πλήθος σύντροφοί μας έχουν πιαστεί και εκτοπιστεί. Μα η κοινοβουλευτική μας αντιπροσωπία -η Ρωσική Σοσιαλδημοκρατική Εργατική Ομάδα- θεώρησε επιτακτικό σοσιαλιστικό της χρέος να μην ψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις και, μάλιστα, να αποχωρήσει από την αίθουσα των συνεδριάσεων της Δούμας για να εκφράσει έτσι ακόμα πιο έντονα τη διαμαρτυρία της, θεώρησε χρέος της να στιγματίσει την πολιτική των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ως ιμπεριαλιστική. Και, παρά τη δεκαπλασιασμένη καταπίεση που ασκεί η τσαρική κυβέρνηση, οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες της Ρωσίας εκδίδουν κιόλας τις πρώτες παράνομες προκηρύξεις ενάντια στον πόλεμο, εκπληρώνοντας το χρέος τους απέναντι τη Δημοκρατία και στη Διεθνή».  (σελ. 22)

«…Οι οπορτουνιστές από καιρό προετοίμαζαν αυτήν τη χρεοκοπία με το να αρνούνται τη σοσιαλιστική επανάσταση και να την υποκαθιστούν με τον αστικό ρεφορμισμό.. με το να αρνούνται την ταξική πάλη και την αναγκαία μετατροπή της, σε ορισμένες στιγμές, σε εμφύλιο πόλεμο και διακηρύσσοντας τη συνεργασία των τάξεων.. με το να κηρύσσουν τον αστικό σοβινισμό, που τον ονομάζουν πατριωτισμό και υπεράσπιση της πατρίδας, και αγνοώντας, ή αρνούμενοι, τη βασική αλήθεια του σοσιαλισμού, που έχει διατυπωθεί στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα.. με το να περιορίζουν τον αγώνα ενάντια στο μιλιταρισμό σε μια συναισθηματική-μικροαστική άποψη, αντί να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα του επαναστατικού πολέμου των προλετάριων όλων των χωρών ενάντια στην αστική τάξη όλων των χωρών.. με το να μετατρέπουν την απαραίτητη χρησιμοποίηση του αστικού κοινοβουλευτισμού και της αστικής νομιμότητας σε φετίχ αυτής της νομιμότητας και ξεχνώντας ότι σε εποχή κρίσεων είναι υποχρεωτικές οι παράνομες μορφές οργάνωσης και ζύμωσης». (σελ. 24)

«…Το γεγονός ότι η αστική τάξη χρησιμοποιεί τους νόμους της πολεμικής περιόδου για να κλείσει ολότελα το στόμα του προλεταριάτου βάζει στο προλεταριάτο το επιτακτικό καθήκον να δημιουργήσει παράνομες μορφές ζύμωσης και οργάνωσης. Ας «περιφρουρούν» οι οπορτουνιστές τις νόμιμες οργανώσεις με αντάλλαγμα την προδοσία των πεποιθήσεών τους -οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες θα χρησιμοποιήσουν την οργανωτική πείρα και τους δεσμούς της εργατικής τάξης για να δημιουργήσουν τις παράνομες μορφές πάλης για το σοσιαλισμό που ανταποκρίνονται σε εποχή κρίσης και να ενώσουν τους εργάτες όχι με τη σοβινιστική αστική τάξη της χώρας τους μα με τους εργάτες όλων των χωρών…» (σελ. 26)

ΠΡΟΣ ΤΟΝ Α. ΓΚ. ΣΛΙΑΠΝΙΚΟΦ (17-10-1914)

«…Δεν είναι σωστό το σύνθημα της «ειρήνης» -σύνθημα πρέπει να είναι η μετατροπή του εθνικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο. (Η μετατροπή αυτή μπορεί να κρατήσει πολύ, μπορεί να απαιτήσει, και θα απαιτήσει, μια σειρά από προκαταρκτικούς όρους, ωστόσο όλη η δουλειά πρέπει να γίνει ακριβώς πάνω στη γραμμή μιας τέτοιας μετατροπής, πάνω στο πνεύμα και την κατεύθυνση αυτής της μετατροπής). Όχι σαμποτάζ του πολέμου, όχι μεμονωμένες, ατομικές εκδηλώσεις στο πνεύμα αυτό αλλά μαζική προπαγάνδα (και όχι μόνο ανάμεσα στους «πολίτες») που οδηγεί στη μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο». (σελ. 30)

«…Η Κομμούνα ήταν η μετατροπή ενός πολέμου μεταξύ των λαών σε εμφύλιο πόλεμο.

Μια τέτοια μετατροπή δεν είναι βέβαια εύκολη και δεν μπορεί να γίνει «σύμφωνα με τη θέληση» του ενός ή του άλλου κόμματος. Μα ακριβώς αυτή η μετατροπή βρίσκεται μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού γενικά, της εποχής του τέλους του καπιταλισμού ειδικά. Και προς αυτή την κατεύθυνση, μόνο προς αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να διεξάγουν τη δουλειά τους οι σοσιαλιστές. Να μην ψηφίζουν τις πολεμικές πιστώσεις, να μην ενθαρρύνουν το σοβινισμό της χώρας «τους» (και των σύμμαχων χωρών), να καταπολεμήσουν πρώτα απ’ όλα το σοβινισμό της «δικής τους» αστικής τάξης, να μην περιορίζονται στις νόμιμες μορφές πάλης όταν αρχίζει η κρίση και η αστική τάξη αφαιρεί η ίδια τη νομιμότητα που δημιούργησε -να ποια είναι η γραμμή δουλειάς που οδηγεί στον εμφύλιο πόλεμο και θα οδηγήσει σ’ αυτόν σε τούτη ή σ’ εκείνη τη στιγμή της πανευρωπαϊκής πυρκαγιάς». (σελ. 40)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΟΥ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ (Ιούλιος 1915)

«…Όταν οι Ιταλοί σοσιαλδημοκράτες έβαλαν στις παραμονές του πολέμου ζήτημα μαζικής απεργίας, η αστική τάξη τους απάντησε -απόλυτα σωστά από την άποψή της: Αυτό σημαίνει εσχάτη προδοσία και θα σας μεταχειριστούμε όπως μεταχειρίζονται τους προδότες. Αυτό είναι αλήθεια, όπως είναι αλήθεια και το ότι η συναδέλφωση στα χαρακώματα είναι εσχάτη προδοσία. Όποιος γράφει κατά «της εσχάτης προδοσίας», όπως ο Μπουκβογέντ, κατά της «διάλυσης» της Ρωσίας, όπως ο Σμεκόβσκι, αυτός υποστηρίζει την αστική και όχι την προλεταριακή άποψη. Ο προλετάριος δεν μπορεί ούτε να καταφέρει ταξικό χτύπημα στην κυβέρνησή του, ούτε να δώσει (στην πράξη) το χέρι στον αδελφό του, τον «ξένο» προλετάριο, τον προλετάριο της χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο μαζί «μας», χωρίς να διαπράττει «εσχάτη προδοσία», χωρίς να συμβάλλει στην ήττα, χωρίς να βοηθάει στη διάλυση της «δικής του» ιμπεριαλιστικής «μεγάλης» Δύναμης». (σελ. 88)

ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ (Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΔΕΚΡ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ) (Ιούλιος – Αύγουστος 1915)

«…Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, χωρίς να παραιτηθούν σε καμιά περίπτωση και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες από τη χρησιμοποίηση κάθε νόμιμης δυνατότητας, και της πιο μικρής, για την οργάνωση των μαζών και από το κήρυγμα του σοσιαλισμού, πρέπει να ξεκόψουν από το δουλοπρεπή σεβασμό της νομιμότητας. «Πυροβολείστε πρώτοι, κύριοι αστοί», έγραφε ο Ένγκελς, κάνοντας υπαινιγμό ακριβώς για τον εμφύλιο πόλεμο και την ανάγκη παραβίασης της νομιμότητας από μέρους μας, ύστερα από την παραβίασή της από την αστική τάξη. Η κρίση έδειξε ότι η αστική τάξη την παραβιάζει σε όλες, ακόμη και στις πιο ελεύθερες, χώρες και ότι δεν είναι δυνατό να οδηγηθούν οι μάζες στην επανάσταση χωρίς να δημιουργηθεί παράνομη οργάνωση με σκοπό το κήρυγμα, τη συζήτηση, την εκτίμηση και την προετοιμασία των επαναστατικών μέσων πάλης. Στη Γερμανία, λόγου χάρη, ότι τίμιο κάνουν οι σοσιαλιστές το κάνουν ενάντια στον πρόστυχο οπορτουνισμό και τον υποκριτικό «καουτσκισμό» και το κάνουν ίσα-ίσα παράνομα. Στην Αγγλία στέλνουν στα κάτεργα όσους καλούν με γραπτές εκκλήσεις να μην καταταχτεί κανείς στο στρατό.

Το να πιστεύει κανείς ότι η άρνηση των παράνομων μεθόδων προπαγάνδας, καθώς και η γελοιοποίησή τους στο νόμιμο Τύπο, μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδιότητα του μέλους του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ισοδυναμεί με προδοσία του σοσιαλισμού…» (σελ. 125)

«Από την αρχή του πολέμου η τσαρική κυβέρνηση συνέλαβε και εξόρισε χιλιάδες και χιλιάδες πρωτοπόρους εργάτες, μέλη του παράνομού μας ΣΔΕΚΡ. Το γεγονός αυτό μαζί με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου στη χώρα μας, το κλείσιμο των εφημερίδων μας κτλ. φρενάρισε το κίνημα. Παρόλα αυτά, όμως, η παράνομη επαναστατική δουλειά του Κόμματός μας συνεχίζεται. Στην Πετρούπολη η Επιτροπή του Κόμματός μας βγάζει την παράνομη εφημερίδα Προλετάρσκι Γκόλος.

Τα άρθρα του κεντρικού οργάνου Σοτσιάλ-Ντεμοκράτ, που εκδίδεται στο εξωτερικό, ανατυπώνονται στην Πετρούπολη και στέλνονται στις επαρχίες. Βγαίνουν παράνομες προκηρύξεις που μοιράζονται στους στρατώνες. Έξω από τις πόλεις, σε διάφορα μυστικά μέρη, γίνονται παράνομες συνελεύσεις των εργατών. Τον τελευταίο καρό άρχισαν στην Πετρούπολη μεγάλες απεργίες των εργατών μεταλλουργίας. Με αφορμή αυτές τις απεργίες η Επιτροπή μας της Πετρούπολης έβγαλε αρκετές προκηρύξεις  προς τους εργάτες«. (σελ. 133)

«Στην αρχή του πολέμου η διάσπαση ήταν εξαιρετικά έκδηλη. Η ομάδα Τσχεϊτζε περιορίστηκε στο κοινοβουλευτικό πεδίο. Δεν ψήφισε τις πιστώσεις γιατί θα προκαλούσε εναντίον  της θύελλα αγανάκτησης από την πλευρά των εργατών. (Είδαμε ότι στη Ρωσία ακόμη και οι μικροαστοί τρουντοβίκοι δεν ψήφισαν τις πιστώσεις). Ωστόσο η ομάδα αυτή, ταυτόχρονα, δε διαμαρτυρήθηκε ενάντια στο σοσιαλσοβινισμό.

Διαφορετική ήταν η στάση της ΡΣΔΕ κοινοβουλευτικής ομάδας, που έκφραζε την πολιτική γραμμή του Κόμματός μας. Τη διαμαρτυρία της ενάντια στον πόλεμο την έφερε στα κατάβαθα της εργατικής τάξης και το κήρυγμά της κατά του ιμπεριαλισμού έφτασε ως τις πλατιές μάζες των Ρώσων προλετάριων.

Και η δράση της βρήκε πολύ ευνοϊκή απήχηση στις γραμμές των εργατών, πράγμα που τρόμαξε την κυβέρνηση και την ανάγκασε, με φανερή παράβαση των ίδιων της των νόμων, να συλλάβει και να καταδικάσει τους συντρόφους μας βουλευτές σε ισόβια εξορία στη Σιβηρία. Και στην πρώτη επίσημη ανακοίνωση για τη σύλληψη των συντρόφων μας η τσαρική κυβέρνηση έγραφε:

«Τελείως διαφορετική θέση πήραν σ’ αυτό το ζήτημα ορισμένα μέλη των σοσιαλδημοκρατικών ομίλων, που έβαλαν για σκοπό τους να κλονίσουν με τη δράση τους τη στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας, χρησιμοποιώντας την αντιπολεμική ζύμωση, τις παράνομες προκηρύξεις και την προφορική προπαγάνδα.«» (σελ. 136)

«Ο σύντροφος Μουράνοφ, βουλευτής των εργατών του κυβερνείου του Χάρκοβο, είπε στη δική:

«Επειδή καταλάβαινα ότι ο λαός δε μ’ έστειλε στην κρατική Δούμα για να κάθομαι στη βουλευτική έδρα, ταξίδευα για να γνωρίσω επιτόπου τις διαθέσεις της εργατικής τάξης.» Ο Μουράνοφ δήλωσε επίσης στο δικαστήριο ότι είχε αναλάβει τη δουλειά του παράνομου διαφωτιστή του Κόμματός μας, ότι οργάνωσε στα Ουράλια επιτροπή εργατών στο εργοστάσιο «Βερχνιέισετσκι» και σε άλλα μέρη. Η δίκη έδειξε ότι τα μέλη της ΡΣΔΕ κοινοβουλευτικής ομάδας, γύρισαν για προπαγανδιστικούς σκοπούς σχεδόν όλη τη Ρωσία , ότι ο Μουράνοφ, ο Πετρόβσκι, ο Μπαντάγεφ κτλ. οργάνωσαν πολλές συγκεντρώσεις εργατών όπου πάρθηκαν αποφάσεις κατά του πολέμου κτλ. (…)

(…) Υπάρχει κοινοβουλευτισμός και κοινοβουλευτισμός. Ορισμένοι χρησιμοποιούν τον κοινοβουλευτικό στίβο για να υπηρετήσουν τις κυβερνήσεις τους ή, στην καλύτερη περίπτωση, για να νίψουν τας χείρας τους, όπως κάνει η ομάδα Τσχεϊτζε. Άλλοι χρησιμοποιούν τον κοινοβουλευτισμό για να μείνουν επαναστάτες ως το τέλος, για να εκπληρώσουν το χρέος τους, χρέος σοσιαλιστών και διεθνιστών και στις πιο δύσκολες ακόμη περιστάσεις. Ορισμένους η κοινοβουλευτική δράση τους οδηγεί στη φυλακή, στην εξορία, στα κάτεργα. Οι πρώτοι υπηρετούν την αστική τάξη, οι δεύτεροι το προλεταριάτο. Οι πρώτοι είναι σοσιαλιμπεριαλιστές. Οι δεύτεροι είναι επαναστάτες μαρξιστές». (σελ. 137)

«…Με μεγαλύτερη ακόμη χαρά πληροφορηθήκαμε ότι στη Γερμανία κυκλοφορούν παράνομες επαναστατικές προκηρύξεις, όπως, λόγου χάρη, η προκήρυξη: «Ο κύριος εχθρός βρίσκεται μέσα στη δική μας τη χώρα.» Αυτό μαρτυράει ότι ανάμεσα στους Γερμανούς εργάτες είναι ζωντανό το πνεύμα του σοσιαλισμού, ότι στη Γερμανία υπάρχουν ακόμη άνθρωποι ικανοί να περιφρουρήσουν τον επαναστατικό μαρξισμό…» (σελ. 141)

Η ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΣΟΒΙΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΕ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ (21 Δεκέμβρη 1915)

«…με την ευκαιρία θα σημειώσουμε ότι η λογοκρισία παραμόρφωσε σχεδόν ολότελα το φύλ. αρ. 2 της Ραμπότσεγε Ούτρο. Οι λευκές στήλες είναι σχεδόν περισσότερες απ’ όσες έμειναν ανέπαφες, από τα άρθρα όμως δεν πειράχτηκαν ακριβώς τα δυο άρθρα, μόνο τα δυο άρθρα -«Δυο θέσεις» και μια επιφυλλίδα που διαστρεβλώνει με φιλελεύθερο τρόπο την ιστορία του 1905- που βρίζουν τους μπολσεβίκους για «αναρχισμό» και «μποϋκοταρισμό». Η τσαρική κυβέρνηση έχει συμφέρον να γράφονται τέτοια πράγματα και να δημοσιεύονται. Δεν είναι τυχαίο ότι παρόμοια άρθρα απολαμβάνουν το μονοπώλιο της νομιμότητας παντού, από τη δεσποτική Ρωσία ως τη δημοκρατική Γαλλία! …» (σελ. 171)

«Για να ασκήσουν επιρροή στους εργάτες οι αστοί είναι υποχρεωμένοι να μεταμφιέζονται σε σοσιαλιστές, σε σοσιαλδημοκράτες, σε διεθνιστές κτλ. διαφορετικά δεν μπορούν ν’ ασκήσουν επιρροή. Και η Ραμπότσεγε Ούτρο μεταμφιέζεται, βάφεται, βάζει κοκκινάδι, καλλωπίζεται, κάνει γλυκά μάτια χωρίς να σταματάει μπροστά σε τίποτε! Είμαστε έτοιμοι να προσυπογράψουμε κι εκατό φορές και τη διακήρυξη του Τσίμερβαλντ (μπάτσος για εκείνους τους τσιμερβαλντιστές που υπέγραψαν τη Διακήρυξη χωρίς να αγωνίζονται κατά της δειλίας της και χωρίς να διατυπώνουν επιφυλάξεις!) και οποιαδήποτε απόφαση για την ιμπεριαλιστική ουσία του πολέμου και να δώσουμε οποιοδήποτε όρκο για το «διεθνισμό» και την «επαναστατικότητά» μας  («απελευθέρωση της χώρας» στο λογοκρινόμενο Τύπο – επανάσταση στον παράνομο) -φτάνει μόνο να μη μας εμποδίζουν να καλούμε τους εργάτες να πάρουν μέρος στις Επιτροπές Πολεμικής Βιομηχανίας, δηλαδή στην πραγματική συμμετοχή σ’ ένα ληστρικό, αντιδραστικό («αμυντικό») πόλεμο.

Μόνο αυτό έχει σημασία, όλα τ’ άλλα είναι λόγια. Μόνο εδώ βρίσκεται η ουσία, όλα τ’ άλλα είναι φράσεις. Μόνο  αυτό χρειάζεται στην αστυνομία, στην τσαρική μοναρχία, στον Χβοστόφ και στην αστική τάξη». (σελ. 172)

ΓΙΑ ΤΗ ΜΠΡΟΣΟΥΡΑ ΤΟΥ ΓΙΟΥΝΙΟΥΣ (Ιούλιος 1916)

«Επιτέλους στη Γερμανία βγήκε παράνομα, χωρίς προσαρμογή στην πρόστυχη λογοκρισία των γιούνκερ, μια σοσιαλδημοκρατική μπροσούρα αφιερωμένη στα ζητήματα του πολέμου! …» (σελ. 185)

«…Είναι ολοφάνερο ότι είναι απλούστατα γελοίο να μιλάει κανείς για συμμετοχή στη «νέα» Διεθνή του παλιού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας ή ενός κόμματος που συμβιβάζεται με τους Λεγκίν, Ντάβιντ και Σια.

Δεν ξέρουμε πώς εξηγείται αυτό το βήμα προς τα πίσω της ομάδας «Η Διεθνής». Η μεγαλύτερη έλλειψη όλου του επαναστατικού μαρξισμού της Γερμανίας είναι ότι δεν έχει σφιχτοδεμένη παράνομη οργάνωση, που να εφαρμόζει συστηματικά τη γραμμή της και να διαπαιδαγωγεί τις μάζες με το πνεύμα των νέων καθηκόντων: Μια τέτοια οργάνωση θα έπρεπε να παίρνει καθορισμένη θέση απέναντι στον οπορτουνισμό και απέναντι στον καουτσκισμό. Αυτό είναι πολύ πιο απαραίτητο, μια και οι Γερμανοί επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες έχασαν τώρα τις δυο τελευταίες καθημερινές εφημερίδες τους […] που και ο δυο πέρασαν με το μέρος των καουτσκιστών…» (σελ. 188)

«…Είναι πιθανό ότι παρόμοιοι συλλογισμοί καθόρισαν συνειδητά ή μισοασυνείδητα την τακτική του Γιούνιους. Ούτε λόγος ότι είναι λαθεμένοι. Στην μπροσούρα του Γιούνιους νιώθει κανείς έναν  απομονωμένο άνθρωπο που δεν έχει συντρόφους της παράνομης οργάνωσης, που είναι συνηθισμένη να μελετάει ως το τέλος τα επαναστατικά συνθήματα και να διαπαιδαγωγεί συστηματικά τη μάζα στο πνεύμα τους. Αυτή όμως η έλλειψη -θα ήταν μεγάλο λάθος να το ξεχνάμε- δεν είναι προσωπική έλλειψη του Γιούνιους αλλά αποτέλεσμα της αδυναμίας όλων των Γερμανών αριστερών, που έχουν μπλεχτεί απ’ όλες τις πλευρές στο ποταπό δίχτυ της καουτσκικής υποκρισίας, του σχολαστικισμού και των «φιλικών σχέσεων» με τους οπορτουνιστές. Οι οπαδοί του Γιούνιους μπόρεσαν, παρόλη την απομόνωσή τους, ν’ αρχίσουν την έκδοση παράνομων προκηρύξεων και τον πόλεμο ενάντια στον καουτσκισμό. Θα μπορέσουν να τραβήξουν και πιο μακριά στο σωστό δρόμο». (σελ. 206)

«Ο απροκάλυπτος οπορτουνισμός δρα ανοιχτά και άμεσα, ενάντια στην επανάσταση και ενάντια στα επαναστατικά κινήματα και τα ξεσπάσματα, που αρχίζουν σε άμεση συμμαχία με τις κυβερνήσεις, όσο διαφορετικές κι αν είναι οι μορφές αυτής της συμμαχίας, αρχίζοντας από τη συμμετοχή στις κυβερνήσεις και τελειώνοντας με τη συμμετοχή στις Επιτροπές Πολεμικής Βιομηχανίας (στη Ρωσία). Οι σκεπασμένοι οπορτουνιστές, οι καουτσκιστές, είναι πολύ πιο επιζήμιοι και επικίνδυνοι για το εργατικό κίνημα, επειδή κρύβουν την υπεράσπιση της συμμαχίας τους με τους πρώτους με καλόηχες ψευτο-«μαρξιστικές» λέξεις και πασιφιστικά συνθήματα. Η πάλη ενάντια στις δυο αυτές μορφές του οπορτουνισμού, που τώρα επικρατεί, πρέπει να διεξάγεται σε όλα τα πεδία δράσης της προλεταριακής πολιτικής: Κοινοβουλευτισμός, επαγγελματικά συνδικάτα, απεργίες, στρατιωτική τέχνη κτλ. Η κυριότερη όμως ιδιομορφία, που διακρίνει και τις δυο αυτές μορφές του κυρίαρχου οπορτουνισμού, είναι ότι αποσιωπούν, σκεπάζουν ή πραγματεύονται το συγκεκριμένο ζήτημα, της σχέσης του τωρινού πολέμου με την επανάσταση και τα άλλα συγκεκριμένα ζητήματα της επανάστασης, προσέχοντας μην παραβούν τις αστυνομικές απαγορεύσεις». (σελ. 220)

ΘΕΜΕΛΙΑΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (Δεκέμβρης 1916)

«Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά απολύτως σαφήνεια -χωρίς να μιλάμε πια για ενότητα γνωμών- σχετικά με το γεγονός ότι η διακήρυξη αρνητικής στάσης απέναντι στην υπεράσπιση της πατρίδας είναι ήδη αυτή καθεαυτή  ένα πράγμα που προβάλλει ασυνήθιστα μεγάλες απαιτήσεις  στην επαναστατική συνείδηση, καθώς επίσης και στην ικανότητα για επαναστατική δράση του κόμματος που το διακηρύσσει αυτό -με τον όρο, βέβαια, ότι η διακήρυξη αυτή δεν καταλήγει σε μια κούφια φράση. Αν όμως διακηρύσσουμε απλώς την άρνηση της άμυνας της χώρας χωρίς να έχουμε ξεκάθαρη αντίληψη, δηλαδή χωρίς να κατανοούμε ποιες απαιτήσεις συνεπάγεται αυτό το πράγμα, χωρίς να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας ότι όλη η προπαγάνδα, ζύμωση, οργάνωση, κοντολογίς, όλη η δράση του κόμματος πρέπει ν’ αλλάξει ριζικά, «να ανανεωθεί» (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Καρλ Λίμπκνεχτ) και να προσαρμοστεί στα ανώτερα επαναστατικά καθήκοντα –τότε η δήλωση αυτή μετατρέπεται σε κούφια φράση.

(…)

Το κόμμα «έχει αναγνωρίσει» την επαναστατική μαζική πάλη. Θαυμάσια. Είναι όμως το κόμμα ικανό να εκπληρώσει κάτι παρόμοιο; Ετοιμάζεται γι’ αυτό το πράγμα; Μελετάει αυτά τα ζητήματα, συγκεντρώνει το αντίστοιχο υλικό , δημιουργεί τα αντίστοιχα όργανα και οργανώσεις, συζητάει μέσα στο λαό, μαζί με το λαό τα αντίστοιχα ζητήματα;

Κάθε άλλο! Το κόμμα επίμονα παραμένει ολοκληρωτικά και στο ακέραιο στην παλιά του, αποκλειστικά κοινοβουλευτική, αποκλειστικά τρέιντ-γιουνιονιστική, αποκλειστικά ρεφορμιστική, αποκλειστικά νόμιμη τροχιά». (σελ. 240)

«Θα ήταν εντελώς λαθεμένο να υποθέσει κανείς ότι για να διεξάγουμε, τάχα, άμεσο αγώνα για σοσιαλιστική επανάσταση θα μπορούσαμε ή θα οφείλαμε να εγκαταλείψουμε τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις. Σε καμιά περίπτωση. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο γρήγορα θα κατορθώσουμε να σημειώσουμε επιτυχία, πόσο γρήγορα οι αντικειμενικές συνθήκες θα επιτρέψουν την έναρξη αυτής της επανάστασης. Πρέπει να υποστηρίζουμε κάθε βελτίωση, κάθε πραγματική βελτίωση και της πολιτικής και της οικονομικής κατάστασης των μαζών. Η διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και τους ρεφορμιστές (δηλαδή τους γκριτλιανούς στην Ελβετία) δε βρίσκεται στο ότι εμείς είμαστε κατά των μεταρρυθμίσεων ενώ αυτοί είναι υπέρ. Κάθε άλλο. Αυτοί περιορίζονται στις μεταρρυθμίσεις και κατρακυλούν γι’ αυτό, σύμφωνα με την εύστοχη έκφραση ενός (σπάνιου!) επαναστάτη συνεργάτη της Schweizerische Mettalarbeiter-Zeitung (αρ. φύλ. 40), στο ρόλο απλών «νοσοκόμων του καπιταλισμού». Εμείς λέμε στους εργάτες: Ψηφίζετε για εκλογές με αναλογική κτλ., μην περιορίζετε όμως τη δράση σας σ’ αυτό αλλά προωθείτε στην πρώτη γραμμή τη συστηματική διάδοση της ιδέας της άμεσης σοσιαλιστικής επανάστασης, ετοιμαστείτε γι’ αυτήν και κάνετε τις αντίστοιχες ριζικές αλλαγές απ’ άκρη σ’ άκρη, σ’ όλη την κομματική δράση». (σελ. 250)

ΠΑΣΙΦΙΣΜΟΣ ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΑΣΙΦΙΣΜΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ (Γενάρης 1917)

«…Το ζήτημα δεν τίθεται έτσι όπως το θέτουν οι πασιφιστές, οι καουτσκιστές: Είτε ρεφορμιστική πολιτική καμπάνια είτε παραίτηση από τις μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι αστική τοποθέτηση του ζητήματος. Στην πραγματικότητα το ζήτημα τίθεται  έτσι: Είτε επαναστατικός αγώνας που παράγωγο προϊόν του είναι, σε περίπτωση όχι ολοκληρωτικής επιτυχίας του, οι μεταρρυθμίσεις (αυτό το έχει αποδείξει ολόκληρη η ιστορία των επαναστάσεων σ’ όλο τον κόσμο) είτε τίποτε άλλο εκτός από κουβέντες για μεταρρυθμίσεις και υποσχέσεις μεταρρυθμίσεων.

Ο ρεφορμισμός του Κάουτσκι, του Τουράτι, του Μπουρντερόν, που παρουσιάζεται σήμερα με τη μορφή του πασιφισμού, όχι μόνο αφήνει κατά μέρος το ζήτημα της επανάστασης (αυτό είναι κιόλας προδοσία του σοσιαλισμού), όχι μόνο παραιτείται στην πράξη από κάθε συστηματική και επίμονη επαναστατική δουλειά αλλά και φτάνει στο σημείο να δηλώνει ότι οι διαδηλώσεις στους δρόμους είναι τυχοδιωκτισμός (Κάουτσκι στο Neue Zeit στις 26 Νοέμβρη 1915), φτάνει ως την υπεράσπιση και την πραγματοποίηση της ενότητας με τους ανοιχτούς και αποφασιστικούς αντιπάλους του επαναστατικού αγώνα, τους Ζίντεκουμ, τους Λέγκιν, τους Ρενοντέλ, τους Τομά κτλ. κτλ.» (σελ. 296)

ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (31 Γενάρη 1917)

«…Είμαστε υπέρ της δημοκρατικής ειρήνης. Κι ακριβώς γι’ αυτό δε θέλουμε να λέμε στο λαό ψέματα όπως λένε ψέματα -ξεκινώντας, φυσικά, από τις πιο αγαθές προθέσεις και με τα πιο αγνά κίνητρα!- ο Τουράτι και ο Κάουτσκι. Εμείς θα λέμε την αλήθεια: Ότι είναι αδύνατο να γίνει δημοκρατική ειρήνη αν το επαναστατικό προλεταριάτο της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας δεν ανατρέψει τις αστικές κυβερνήσεις. Εμείς νομίζουμε ότι θα ήταν μέγιστος παραλογισμός αν οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες άρχιζαν να παραιτούνται από την πάλη για μεταρρυθμίσεις γενικά, μαζί και για «κρατική οικοδόμηση». Ακριβώς όμως τώρα η Ευρώπη ζει μια τέτοια στιγμή που πρέπει πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως να θυμόμαστε την αλήθεια ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι παράγωγο προϊόν της επαναστατικής ταξικής πάλης. Γιατί στην ημερήσια διάταξη -όχι από θέληση δική μας, όχι εξαιτίας των σχεδίων κάποιου αλλά εξαιτίας της αντικειμενικής πορείας των πραγμάτων- έχει μπει η λύση των μεγάλων ιστορικών ζητημάτων με την άμεση βία των μαζών που δημιουργεί καινούργια βάθρα και όχι με συναλλαγές πάνω στη βάση του παλιού που έχει σαπίσει και πεθαίνει.

Ακριβώς τώρα που η ιθύνουσα αστική τάξη ετοιμάζεται να αφοπλίσει ειρηνικά εκατομμύρια προλετάριους και να τους μεταφέρει ακίνδυνα -με το προκάλυμμα μιας εύσχημης ιδεολογίας και αφού τους ραντίσει απαραίτητα με το άγιασμα των μελιστάλακτων πασιφιστικών φράσεων!- από τα ακάθαρτα, βρώμικα και δύσοσμα χαρακώματα που ασχολούνται με το μακελειό, στα κάτεργα των καπιταλιστικών εργοστασίων, όπου με την «τίμια δουλειά» τους πρέπει να ξοφλήσουν τις εκατοντάδες εκατομμύρια του δημοσίου χρέους, ακριβώς τώρα αποκτά ακόμη πιο μεγάλη σημασία απ’ ό,τι στην αρχή του πολέμου το σύνθημα που απηύθυνε στους λαούς το Κόμμα μας το φθινόπωρο του 1914: Μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο για το σοσιαλισμό! Ο Καρλ Λίμπκνεχτ, καταδικασμένος σε καταναγκαστικά έργα, προσχώρησε σ’ αυτό το σύνθημα όταν έλεγε από το βήμα του Ράιχσταγκ: Στρέψτε τα όπλα ενάντια στους ταξικούς εχθρούς σας μέσα στη χώρα! Το πόσο ωρίμασε η σημερινή κοινωνία για το πέρασμα στο σοσιαλισμό το απέδειξε ακριβώς ο πόλεμος, τότε που η ένταση των δυνάμεων του λαού επέβαλλε το πέρασμα στη ρύθμιση όλης της οικονομικής ζωής πενήντα και πάνω εκατομμυρίων ανθρώπων από ένα κέντρο. Αν αυτό είναι δυνατό με την καθοδήγηση μιας χούφτας ευγενών γιούνκερ για το συμφέρον μιας χούφτας μεγάλων άσσων του χρηματιστικού κεφαλαίου, τότε σίγουρα αυτό δεν είναι λιγότερο δυνατό με την καθοδήγηση των συνειδητών εργατών προς το συμφέρον των εννιά δεκάτων του πληθυσμού, του ξεθεωμένου από την πείνα και τον πόλεμο.

Οι συνειδητοί εργάτες για να καθοδηγήσουν όμως τις μάζες πρέπει να καταλάβουν όλη τη σαπίλα τέτοιων ηγετών του σοσιαλισμού, όπως οι Τουράτι, Κάουτσκι και Σία. Οι κύριοι αυτοί φαντάζονται τους εαυτούς τους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες και αγανακτούν πάρα πολύ όταν τους λένε πως η θέση τους είναι στο κόμμα των κ.κ. Μπισολάτι, Σάιντεμαν, Λέγκιν και Σία. Αλλά ο Τουράτι και ο Κάουτσκι δεν καταλαβαίνουν καθόλου ότι μόνο η επανάσταση των μαζών είναι ικανή να λύσει τα μεγάλα προβλήματα που έχουν μπει στην ημερήσια διάταξη, δεν έχουν ούτε σταγόνα πίστης στην επανάσταση, δε δείχνουν ούτε σταγόνα προσοχής και ενδιαφέροντος για το πώς αυτή ωριμάζει στη συνείδηση και στις διαθέσεις των μαζών σε συνδυασμό ακριβώς με τον πόλεμο. Η προσοχή τους είναι απορροφημένη εντελώς από τις μεταρρυθμίσεις, από τις συναλλαγές ανάμεσα στα τμήματα των κυρίαρχων τάξεων, σ’ αυτές απευθύνονται, αυτές «προσπαθούν να πείσουν», σ’ αυτές θέλουν να προσαρμόσουν το εργατικό κίνημα.

Όλο όμως το ζήτημα τώρα ακριβώς είναι να κατευθύνει η συνειδητή πρωτοπορία του προλεταριάτου τις σκέψεις της και να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της στην επαναστατική πάλη για την ανατροπή των κυβερνήσεών της. Τέτοιες επαναστάσεις, όπως αυτές που είναι «έτοιμοι» να αναγνωρίσουν και ο Τουράτι και ο Κάουτσκι, δεν υπάρχουν -δηλαδή τέτοιες που να μπορεί κανείς να πει από πριν πότε ακριβώς θα ξεσπάσει η επανάσταση και πόσο ακριβώς μεγάλες είναι οι πιθανότητες της νίκης της. Η επαναστατική κατάσταση στην Ευρώπη είναι γεγονός. Γεγονός είναι και η τεράστια δυσαρέσκεια, ο αναβρασμός και η εξαγρίωση των μαζών. Οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες πρέπει να κατευθύνουν όλες τις δυνάμεις τους στην ενίσχυση αυτού του χείμαρου.  Από τη δύναμη του επαναστατικού κινήματος, σε περίπτωση μικρής επιτυχίας του, θα εξαρτηθεί τι ποσοστό από τις μεταρρυθμίσεις που έχουν «υποσχεθεί» θα εφαρμοστεί στην πράξη και αν θα φέρει έστω και κάποιο όφελος στην παραπέρα πάλη της εργατικής τάξης. Από τη δύναμη του επαναστατικού κινήματος, σε περίπτωση επιτυχίας του, θα εξαρτηθεί η νίκη του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και η πραγματοποίηση, όχι μιας ιμπεριαλιστικής ανακωχής ανάμεσα στην πάλη της Γερμανίας ενάντια στη Ρωσία και την Αγγλία και την πάλη της Ρωσίας και της Γερμανίας ενάντια στην Αγγλία είτε ανάμεσα στην πάλη των Ηνωμένων Πολιτειών ενάντια στη Γερμανία και την Αγγλία κτλ., αλλά μιας πραγματικά σταθερής και πραγματικά δημοκρατικής ειρήνης». (σελ. 316)

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ  (Μάης 1917)

«…Όσο ο έλεγχος δεν έχει περάσει από τη σφαίρα της φράσης στη σφαίρα των έργων, όσο στη  θέση της κυβέρνησης των καπιταλιστών δεν έχει μπει η κυβέρνησή του επαναστατικού προλεταριάτου, ως τότε η κυβέρνηση είναι καταδικασμένη να λέει μόνο: Χανόμαστε, χανόμαστε, χανόμαστε. Σήμερα στην «ελεύθερη» Αγγλία, ρίχνουν στις φυλακές τους σοσιαλιστές γιατί λένε τα ίδια που λέω κι εγώ. Στη Γερμανία βρίσκεται στη φυλακή ο Λίμπκνεχτ που είπε τα ίδια που λέω κι εγώ, στην Αυστρία βρίσκεται στη φυλακή ο Φρίντριχ Άντλερ που είπε τα ίδια με το πιστόλι (ίσως να τον εκτέλεσαν κιόλας). Η συμπάθεια των εργατικών μαζών σε όλο τον κόσμο είναι με το μέρος αυτών των σοσιαλιστών κι όχι εκείνων που πέρασαν με το μέρος των δικών τους καπιταλιστών. Η εργατική επανάσταση αναπτύσσεται σε όλο τον κόσμο. Στις άλλες χώρες αναπτύσσεται βέβαια πιο δύσκολα. Εκεί δεν υπάρχουν τέτοιοι μισοπάλαβοι σαν τον Νικόλαο και τον Ρασπούτιν. Εκεί επικεφαλής της κυβέρνησης βρίσκονται οι καλύτεροι άνθρωποι της τάξης τους. Εκεί δεν υπάρχουν οι συνθήκες για επανάσταση ενάντια στην απολυταρχία, εκεί υπάρχει ήδη κυβέρνηση της καπιταλιστικής τάξης. Εκεί κυβερνούν από καιρό οι πιο ικανοί εκπρόσωποι αυτής της τάξης. Να γιατί εκεί η επανάσταση, αν και δεν ήρθε ακόμη, είναι ωστόσο αναπόφευκτη όσοι επαναστάτες κι αν χαθούν, όπως χάνεται ο Φρίντριχ Άντλερ, όπως χάνεται ο Καρλ Λίμπκνεχτ. Το μέλλον τους ανήκει και οι εργάτες όλων των χωρών είναι μαζί τους. Και οι εργάτες όλων των χωρών δε μπορούν παρά να νικήσουν…» (σελ. 355)

«…Πώς να βάλουμε τέρμα στον πόλεμο; Αν την εξουσία την έπαιρνε το Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών και οι Γερμανοί εξακολουθούσαν τον πόλεμο -τι θα κάναμε εμείς; Εκείνοι που ενδιαφέρονται να γνωρίσουν τις απόψεις του Κόμματός μας θα μπορούσαν να διαβάσουν αυτές τις μέρες την εφημερίδα μας Πράβντα, όπου παραθέσαμε ένα ακριβές απόσπασμα απ’ όσα λέγαμε το 1915, όταν βρισκόμασταν ακόμη στο εξωτερικό, ότι, δηλαδή, αν η επαναστατική τάξη της Ρωσίας, η εργατική τάξη, έρθει στην εξουσία πρέπει να προτείνει ειρήνη. Και αν στους όρους μας οι καπιταλιστές της Γερμανίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας απαντήσουν με άρνηση τότε όλη η εργατική τάξη θα είναι υπέρ του πολέμου. Εμείς δεν προτείνουμε να τερματίσουμε τον πόλεμο μεμιάς. Αυτό δεν το υποσχόμαστε. Εμείς δεν κηρύσσουμε ένα τέτοιο αδύνατο και απραγματοποίητο πράγμα, όπως τον τερματισμό του πολέμου με τη θέληση της μιας πλευράς. Τέτοιες υποσχέσεις είναι εύκολο να τις δίνει κανείς μα είναι αδύνατο να τις εκπληρώσει. Δεν είναι δυνατό να βγει κανείς εύκολα από αυτό τον φρικτό πόλεμο. Ο πόλεμος κρατάει τρία χρόνια. Θα πολεμάτε δέκα χρόνια ή θα βαδίσετε για τη δύσκολη, την επίπονη επανάσταση. Άλλη διέξοδος δεν υπάρχει. Εμείς λέμε: Τον πόλεμο, που άρχισαν οι κυβερνήσεις των καπιταλιστών, μπορεί να τον τερματίσει μόνο η εργατική επανάσταση. Όποιος ενδιαφέρεται για το σοσιαλιστικό κίνημα ας διαβάσει τη Διακήρυξη της Βασιλείας του 1912, που ψηφίστηκε ομόφωνα από όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα όλου του κόσμου. Διακήρυξη που δημοσιεύτηκε στην Πράβντα μας, Διακήρυξη που τώρα δεν είναι δυνατό να δημοσιευτεί σε καμιά από τις εμπόλεμες χώρες, ούτε στην «ελεύθερη» Αγγλία, ούτε στη δημοκρατική Γαλλία, γιατί σ’ αυτήν ειπώθηκε η αλήθεια για τον πόλεμο πριν ακόμα ξεσπάσει. Η Διακήρυξη λέει: Ο πόλεμος ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γερμανία θα ξεσπάσει εξαιτίας του ανταγωνισμού των καπιταλιστών. Η διακήρυξη λέει: Έχει συσσωρευτεί τόσο μπαρούτι που τα όπλα θ’ αρχίσουν να εκπυρσοκροτούν από μόνα τους. Η διακήρυξη εξηγεί για ποιο σκοπό θα γίνει ο πόλεμος και λέει ότι ο πόλεμος θα οδηγήσει στην προλεταριακή επανάσταση…» (σελ. 359)

*

Αυτά λοιπόν λέει ο Λένιν, και μάλιστα στις συγκεκριμένες συνθήκες όπου τα λέει, για την επαναστατική οργάνωση και δραστηριότητα γενικά, για την παράνομη επαναστατική οργάνωση και δραστηριότητα ειδικότερα.

Και για να μη μένει και η παραμικρή αμφιβολία, φύλαξα για το τέλος, σαν επίλογο, ένα μικρό απόσπασμα από το άρθρο του Λένιν  «ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΟΥ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ (Ιούλιος 1915)» (σελ. 87 της συλλογής), που κατά κάποιο τρόπο ενοποιεί τα δυο θέματα της ανάρτησης: το ζήτημα της τακτικής της τρομοκρατίας και του «σαμποτάζ» και το ζήτημα της παράνομης επαναστατικής οργάνωσης:

«…Ο  «επαναστατικός αγώνας ενάντια στον πόλεμο» είναι κούφια και χωρίς περιεχόμενο αναφώνηση, που γι’ αυτήν είναι καλοί μαστόροι οι ήρωες της ΙΙ Διεθνούς, όταν με τον αγώνα αυτό δεν εξυπακούεται μια επαναστατική δράση κατά της κυβέρνησής σου και στη διάρκεια του πολέμου. Φτάνει να το σκεφτείς λιγάκι για να το καταλάβεις. Επαναστατική δράση, όμως, ενάντια στην κυβέρνησή σου στη διάρκεια του πολέμου σημαίνει, αναμφισβήτητα, αναντίρρητα, όχι μόνο να εύχεσαι να ηττηθεί η κυβέρνησή σου αλλά και να συμβάλλεις έμπρακτα σ’ αυτήν την ήττα. (Για έναν «οξυδερκή αναγνώστη»: Αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι πρέπει «να ανατινάζονται οι γέφυρες», να οργανώνονται αποτυχημένες απεργίες ενάντια στον πόλεμο και γενικά να βοηθιέται η κυβέρνηση για να επιφέρει ήττα στους επαναστάτες)».

 


ΣΟΒΙΕΤ: ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

komunism_XPWM

Με την επετειακή αφορμή των 96 χρόνων από την Μεγάλη  Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917, αναδημοσιεύω από το τεύχος 1/2008 της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης» το άρθρο του Βίκτορα Τιούλκιν «Σοβιέτ: μαχητική οργάνωση».

*

«Το Σοβιέτ των εργατών βουλευτών

δεν είναι εργατικό κοινοβούλιο

ούτε όργανο προλεταριακής αυτοδιοίκησης,

γενικά δεν είναι όργανο αυτοδιοίκησης,

αλλά μια μαχητική οργάνωση

για την επίτευξη ορισμένων στόχων»1

Tο Μάιο του 2005 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη μέρα ίδρυσης του Πρώτου Σοβιέτ Εργατών Αντιπροσώπων στο Ιβάνοβο-Βοζνιεσένσκ.

Θα ήταν εύλογο να θεωρήσουμε ότι η Ιστορία των σοβιέτ και η ταξική τους φύση έχουν ήδη μελετηθεί λεπτομερώς και έτσι να περιοριστούμε σε ένα πανηγυρικό επετειακό άρθρο. Ομως όχι! Η σύγχυση όσον αφορά την κατανόηση της ουσίας των σοβιέτ (διάβαζε – της σοβιετικής εξουσίας) είναι εξαιρετικά μεγάλη σήμερα. Στο βαθμό δε που το πραγματικό σοβιετικό (εργατικό) κίνημα στον καιρό μας είναι τόσο αδύναμο όσο και η μέριμνα για την οργάνωσή του από την πλευρά των διαφόρων τμημάτων των κομμουνιστών, θεωρήσαμε πρωταρχική ανάγκη να καταπιαστούμε για ακόμα μια φορά με την ουσία του ζητήματος.

ΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΣΟΒΙΕΤ;

Σήμερα με τον όρο «Σοβιέτ» κάποιος καταλαβαίνει απλά την ονομασία των οργάνων κρατικής εξουσίας με βάση τη μνήμη του (συχνότερα, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, του 20ού αιώνα). Σε κάποια σημεία διατηρήθηκαν μέχρι και σήμερα οι ονομασίες [όχι Δούμες και Ζακς (σ.μ. πρόκειται για «Νομοθετικά Σοβιέτ»), αλλά Σοβιέτ, όπως για παράδειγμα στο Βλαντίμιρ, το Βολγκογκράντ, στο Οριόλ]. Ως εκ τούτου κάποιοι σύντροφοι νομίζουν ότι στη δική τους περιοχή τα σοβιέτ διατηρήθηκαν. Αλλος βλέπει το τέλος της σοβιετικής εξουσίας στο κανονιοβολημένο από το Γιέλτσιν το 1993 Ανώτατο Σοβιέτ, αν και πάνω σε αυτό κυμάτιζε ήδη η τρίχρωμη βλασοφική σημαία.

Και τέλος υπάρχουν και οι πολύ διάσημοι και αξιότιμοι αριστεροί της αντιπολίτευσης, οι οποίοι θέτουν προγραμματικό τους στόχο την «…κίνηση προς μια κοινοβουλευτική δημοκρατία σοβιετικού τύπου». Υπάρχει όπως βλέπουμε μια γκάμα επιλογών για κάθε γούστο και για οποιονδήποτε πολιτικό προσανατολισμό.

Για να βγάλουμε άκρη, όσον αφορά την ουσία του προβλήματος, προτείνουμε να εξετάσουμε μαζί με τον αναγνώστη, στην αρχή συνοπτικά την ιστορία του ζητήματος και μετά να θυμίσουμε την ιστορία του Πρώτου Σοβιέτ, επιδιώκοντας «να παραθέσουμε το χάρτη της διαδρομής» και μέσω της πρακτικής να βρούμε την αλήθεια.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Τα σοβιέτ πρέπει να τα κατανοούμε ως την πιο σταθερή απ’ όλες τις γνωστές στην Ιστορία μορφές υλοποίησης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οχι μόνο επειδή διήρκεσαν περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι όλες οι άλλες μορφές, αλλά κι επειδή με τις δικές τους πλάτες υλοποιήθηκαν οι πιο σημαντικές ιστορικές ανατροπές, όπως η Οκτωβριανή επανάσταση, η οικοδόμηση της ΕΣΣΔ, η νίκη επί του φασισμού κ.ά.

Είναι πλήρως καθορισμένες οι θεωρητικές αρχές της οικοδόμησης των σοβιέτ, αν και όπως είναι γνωστό, τα σοβιέτ δεν αποτελούν επινόηση, εφεύρεση των μπολσεβίκων. Τα σοβιέτ συνιστούν μορφή οργάνωσης που ανακαλύφθηκε από την ίδια την εργατική τάξη στη διάρκεια των οξύτατων ταξικών μαχών των αρχών του 20ού αιώνα. Από αυτό ειδικά το στοιχείο εξηγείται και η μαχητική τους ουσία.

Το δοσμένο ζήτημα της θεωρίας κατά κάποιο τρόπο ελάχιστα το επισημαίνουν και κατά συνέπεια ούτε το μελετούν και το εφαρμόζουν στην πράξη ούτε οι δικοί μας Ρώσοι αριστεροί ούτε -πολύ περισσότερο- οι κομμουνιστές του εξωτερικού. Και κάτι τέτοιο είναι κρίμα να γίνεται, αφού τα σοβιέτ δεν είναι μόνο μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά, ακόμα περισσότερο από αυτό, είναι μορφή πάλης για την εγκαθίδρυση, την κατάκτηση αυτής της προλεταριακής δικτατορίας.

Πολλοί σύντροφοι, δικοί μας και του εξωτερικού, κατανοούν ορθά τον ολέθριο ρόλο της απομάκρυνσης από τη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού κατά την πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ: την άρνηση της αρχής της δικτατορίας του προλεταριάτου, την απομάκρυνση από την αντίληψη του κράτους ως κατ’ εξοχήν ταξικού θεσμού προς την κατεύθυνση κάποιας παλλαϊκής επινοημένης κατασκευής κ.ο.κ. Ωστόσο, δίχως την κατανόηση των μηχανισμών πρακτικής υλοποίησης των αρχών, δίχως τη μελέτη και τον καθορισμό των αρχών οικοδόμησης των σοβιέτ, οι σύντροφοι αυτοί καταλήγουν σε κάποιο θεωρητικό αδιέξοδο. Φτάνουν στο συμπέρασμα ότι για όσο καιρό στο τιμόνι της εξουσίας (ή του κόμματος) βρίσκεται ο ήρωας (ο ευφυής, μεθοδικός, γενναίος Γενικός Γραμματέας) όλα πάνε καλά. Μόλις όμως εκείνος πεθαίνει (συμβαίνουν αυτά) και έρχεται ο άλλος, ο μη κατάλληλος (για κάποιον αυτός είναι ο Χρουστσιόφ, για άλλους ο Μπρέζνιεφ ή ο Γκορμπατσόφ), τότε το πράγμα πάει σύμφωνα με το γνωστό μας δρόμο της διάλυσης, δηλαδή αρχίζει η περεστρόικα.

Προκύπτει το ερώτημα: Πού βρίσκεται η εγγύηση ότι δε θα επαναληφθεί ο εκφυλισμός;

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Οι βασικές αρχές της οικοδόμησης των σοβιέτ, που αναδείχτηκαν στην πρακτική της πάλης της εργατικής τάξης και διατυπώθηκαν από το Λένιν κατά την επεξεργασία του Δεύτερου Προγράμματος του ΡΚΚ (μπ.), είναι οι ακόλουθες.

Πρώτο. Βασική εκλογική μονάδα (περιφέρεια) των σοβιέτ είναι η κολεκτίβα της φάμπρικας, του εργοστασίου, του κολχόζ, του κοζάκικου χωριού, του στρατιωτικού τμήματος κ.ο.κ. Δηλαδή εκείνη η κοινότητα ανθρώπων που είναι συνενωμένη με βάση ένα κοινό έργο (εδώ μπορεί να υπάρξουν και περιπτώσεις στέρησης εκλογικών δικαιωμάτων των τάξεων που έχουν ανατραπεί και των συμμάχων τους).

Εδώ είναι εξαιρετικά σημαντικό να κατανοηθεί ότι ένα τέτοιο σύστημα βασίζεται στην αντικειμενική κατάσταση οργάνωσης των εργαζομένων στο προτσές της παραγωγής. Ακριβώς αυτό το πλεονέκτημα των ανθρώπων της δουλειάς (την οργανωμένη ύπαρξη) προτείνεται να τους δοθεί η δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν στην κρατική οικοδόμηση (εδώ οι άνθρωποι γνωρίζουν καλύτερα ο ένας τον άλλο, τους είναι πιο εύκολο να κρίνουν τα ζητήματα, τους είναι πιο απλό να παίρνουν συλλογικές αποφάσεις).

Δεύτερο. Από την πρώτη αρχή εξάγεται η εύλογη ευκολία και προσβασιμότητα στη διαδικασία ανάκλησης των αντιπροσώπων στην περίπτωση μη δικαίωσης της εμπιστοσύνης των εκλογέων και η αντίστοιχη αντικατάστασή τους στη διάρκεια ζωντανών διαδικασιών, δίχως να χρειάζεται να περιμένει κανείς κάποιες εκλογικές εκστρατείες.

Τρίτο. Οπως ήδη σημειώθηκε στο απόσπασμα μετά την επικεφαλίδα του άρθρου, η πλήρης άρνηση του κοινοβουλευτισμού (δηλαδή της ακατάσχετης φλυαρίας) και ο συνδυασμός στο ίδιο όργανο των νομοθετικών και των εκτελεστικών λειτουργιών (αυτοί που πήραν την απόφαση – οι ίδιοι οργανώνουν και την υλοποίησή της).

Τέταρτο. Η βαθμιαία εκπαίδευση όλων και η προσέλκυση των εργαζομένων στη διοίκηση του κράτους.

Σε αυτό ειδικά το σημείο παρατηρούνταν και παρατηρείται το μέγιστο κύμα των διαφόρων επινοήσεων και της ανοιχτής ψευδολογίας. Ας θυμηθούμε την περίφημη μαγείρισσα του Λένιν. Ενώ ο Βλαντίμιρ Ιλίτς, όντας άριστος διοικητικός, έγραφε στην κυριολεξία τα ακόλουθα: «Δεν είμαστε ουτοπιστές. Ξέρουμε πως κανένας ανειδίκευτος εργάτης, καμιά μαγείρισσα δεν είναι σε θέση να αναλάβουν αμέσως τη διακυβέρνηση του κράτους. Σε αυτό το σημείο συμφωνούμε και με τους καντέτους και με τη Μπερεσκόφσκαγια και με τον Τσερετέλι. Ξεχωρίζουμε όμως από αυτούς τους πολίτες κατά τούτο, ότι εμείς απαιτούμε να μπει αμέσως τέρμα στην προκατάληψη πως δήθεν μόνο οι πλούσιοι υπάλληλοι ή οι υπάλληλοι που προέρχονται από πλούσιες οικογένειες είναι σε θέση να διοικούν το κράτος, να κάνουν τη συνηθισμένη καθημερινή δουλειά διακυβέρνησης. Απαιτούμε οι συνειδητοί εργάτες και στρατιώτες να διδάξουν το έργο της κρατικής διακυβέρνησης και να αρχίσει το έργο αυτό αμέσως, δηλαδή να αρχίσουν αμέσως να μπάζουν στην εκπαίδευση αυτή όλους τους εργαζόμενους, όλη τη φτωχολογιά»2. Σε αυτή τη φράση του Λένιν το κύριο βάρος πέφτει ακριβώς στην απαίτηση άρνησης των αυταπατών ότι δήθεν μόνο υψηλά αμειβόμενοι υπάλληλοι είναι σε θέση να διοικούν το κράτος, το κύριο βάρος πέφτει ακριβώς στην κατάργηση αυτού του αποκλειστικού δικαιώματος της ελίτ να διευθύνει τη ζωή του λαού και της χώρας.

Πέμπτο. Για να υλοποιηθεί η παραπάνω θέση θεσμοθετήθηκε η ανάδειξη και λογοδοσία των υπαλλήλων και των εκτελεστικών προσώπων ενώπιον των σοβιέτ και η καθιέρωση του ανώτατου κομματικού μισθού, δηλαδή ο περιορισμός του μισθού των καθοδηγητών των μελών του κόμματος και άλλων, με βάση το μισθό των ειδικευμένων εργατών (σχετικά με άλλες αρχές μπορεί κάποιος να ανατρέξει στο έργο του Λένιν «Προσχέδιο του προγράμματος», στο κεφάλαιο «Δέκα θέσεις για τη Σοβιετική εξουσία»3). Και τώρα, αφού εξοπλιστήκαμε με κάποια στοιχειώδη σημεία της θεωρίας που φτιάχτηκε μετά πια από το 1905, ας επιστρέψουμε στην ιστορία της γέννησης του Πρώτου Σοβιέτ, από την οποία βασικά προέκυψαν τα παραπάνω συμπεράσματα.

ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Τα γεγονότα του Γενάρη του 1905 και ο αιματηρός διωγμός των εργατών στην Πετρούπολη υπήρξαν η αφετηρία της πρώτης ρωσικής επανάστασης. Αυτή την εποχή η αυτόνομη (σ.μ. κατά λέξη «εκτός διοικητικής περιφέρειας» ή «μη υπαγόμενη διοικητικά στη διοικητική περιφέρεια» – μορφή της εδαφικής διοικητικής διάρθρωσης της προεπαναστατικής Ρωσίας) πόλη Ιβάνοβο-Βοζνιεσένσκ (της περιφέρειας Σούι του Κυβερνείου του Βλαντίμιρ) ήταν κιόλας γνωστό βιομηχανικό κέντρο και η εργατική της τάξη διέθετε ήδη αρκετή αγωνιστική εμπειρία.

Δεκάδες χιλιάδες εργατών δούλευαν από 11,5 ως 16 ώρες το εικοσιτετράωρο με αμοιβές μεταξύ 7 και 20 ρουβλιών το μήνα. Το νοίκι για ένα δωμάτιο δεν ήταν μικρότερο από 5 ρούβλια, κάτι που ανάγκαζε τους εργάτες να ζουν ασφυκτικά, αφού αρκετές οικογένειες, ακόμη και δεκάδες άνθρωποι έμεναν στον ίδιο χώρο κατοικίας. Οι σχέσεις στη σφαίρα της παραγωγής χαρακτηρίζονταν από την κτηνώδη στάση της διοίκησης των επιχειρήσεων, των αφεντικών, από την ευρεία εφαρμογή του συστήματος των προστίμων στους εργάτες και των χώρων κράτησης των παραβατών μέσα στις επιχειρήσεις, από τις εξαιρετικά άσχημες συνθήκες εργασίας και από μια σκοτεινή ζωή αμάθειας στο χώρο έξω από την παραγωγική διαδικασία.

Αρκεί να ειπωθεί ότι στο ίδιο το Ιβάνοβο, με πληθυσμό 54 χιλ. εργαζομένων, δεν υπήρχε ούτε ένα βιβλιοπωλείο ούτε μια λαϊκή βιβλιοθήκη και κάθε χρόνο περίπου 500 παιδιά δε γίνονταν δεκτά στα σχολεία λόγω έλλειψης θέσεων εκεί (ακόμη μεγαλύτερος αριθμός παιδιών αδυνατούσε να πάει σχολείο εξαιτίας της φτώχειας και της ανάγκης να δουλέψει μέσα στην οικογένεια ή στη φάμπρικα). Από την άλλη πλευρά η κύρια μορφή διασκέδασης και ψυχαγωγίας που είχε οργανώσει η αστική τάξη για τους εργάτες ήταν οι πάνω από 200 ταβέρνες και οινοποτεία που υπήρχαν στην πόλη.

Το 1905 οι εργάτες του Ιβάνοβο διέθεταν ήδη όχι μόνο αγωνιστική εμπειρία, αλλά και μια ισχυρή οργάνωση επαναστατών σοσιαλδημοκρατών υπό την καθοδήγηση των μπολσεβίκων. Στη Βόρεια Ενωση του ΣΔΕΚΡ (μπ.), υπό την επιρροή της οποίας βρίσκονταν τα κυβερνεία του Γιαροσλάβ, της Κοστρομά και του Βλαντίμιρ, δούλευαν διάσημοι επαναστάτες, όπως ο Φ. Σαμοΐλοφ, ο Μ. Φρούνζε, ο Ν. Μπάουμαν, ο Μ. Μπαγκάγεφ, η Ο. Βαρεντσόβα και άλλοι. Ο αριθμός μόνο της οργάνωσης του κέντρου του Ιβάνοβο έφτανε σχεδόν στους πεντακόσιους ενεργούς, καλά οργανωμένους (κατά κύριο λόγο με κριτήριο την παραγωγή) επαγγελματίες επαναστάτες. Μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα της οργάνωσης του Ιβάνοβο, την οποία επισήμανε ο Μ. Φρούνζε, ήταν και το ότι σε διάκριση από τις οργανώσεις της πρωτεύουσας, στα καθοδηγητικά κομματικά πόστα εδώ βρίσκονταν κατά κύριο λόγο εργάτες.

Ο Φρούνζε έγραφε: «Γνωρίζοντας ήδη τη ζωή και τη σύνθεση των οργανώσεων της Πετρούπολης και της Μόσχας, δεν διαπίστωσα εκεί παρόμοιο φαινόμενο. Είναι αλήθεια ότι και εκεί αναδεικνύονταν από το εργατικό περιβάλλον μια μάζα πρωτοπόρων και πολύ ενεργών και ταλαντούχων στελεχών, αλλά αυτοί σαν να διαλύονταν και να εξομοιώνονταν δίπλα σε πολυάριθμα στελέχη που σε αυτά τα κέντρα αναδεικνύονταν μέσα από τους διανοούμενους»4.

Ηταν οι μπολσεβίκοι που βοήθησαν να διατυπωθούν και να αναδειχτούν τα 16 αιτήματα προς τους ιδιοκτήτες των εργοστασίων, μεταξύ των οποίων το αίτημα για οκτάωρη εργάσιμη μέρα, για αύξηση του μισθού κατά 60%, για την κατάργηση των προστίμων και των ερευνών σε βάρος των εργατών, για τη δημιουργία βρεφικών σταθμών και διάθεσης χρόνου στις εργαζόμενες μητέρες για το τάισμα των παιδιών, για την ίδρυση επιτροπών για τις εργασιακές διαφορές, για την απόλυση μαστόρων και διευθυντών που φέρονταν πολύ προσβλητικά και άσχημα στους εργάτες κ.ο.κ. Πρέπει να πούμε ότι τα βασικά οικονομικά αιτήματα πολύ σύντομα συμπληρώθηκαν και με πολιτικά: ελευθερίες των συγκεντρώσεων, του τύπου και της διανομής προκηρύξεων, δικαιώματα συνένωσης σε σωματεία, ελευθερία διοργάνωσης στάσεων εργασίας – και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα – και το αίτημα εκλογών για συντακτική συνέλευση και κατάργηση της απολυταρχίας. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων, οι διαθέσεις στην πόλη θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν καζάνι που βράζει.

Η ΩΡΑ ΣΗΜΑΝΕ

Στις 12 Μαΐου του 1905, με απόφαση της μπολσεβίκικης οργάνωσης, ανακοινώθηκε το ξεκίνημα της στάσης εργασίας. Τα αιτήματα διατυπώθηκαν με τη μορφή του καλέσματος της Βόρειας Επιτροπής για γενική στάση εργασίας, που απευθυνόταν στους εργάτες του Ιβάνοβο-Βοζνιεσένσκ και στο οποίο περιέχονταν τα ακόλουθα λόγια: «Δεν αντέχουμε να υπομένουμε άλλο! Κοιτάξτε τη ζωή μας, σε ποιο σημείο μας κατάντησαν τα αφεντικά μας! Πουθενά δεν υπάρχει φως στη σκυλίσια ζωή μας! Αρκετά! Η ώρα σήμανε! Σε κανένα δεν μπορούμε να ελπίζουμε εκτός από τον εαυτό μας… Καιρός να καταπιαστούμε με το να πετύχουμε μια καλύτερη ζωή! Σταματήστε τη δουλειά, ενωθείτε με τους απεργούς συντρόφους σας. Θέστε τα 26 αιτήματα (σ.σ. είχαν ήδη συμπληρωθεί), που διατυπώθηκαν από την ομάδα μας. Προσθέστε σε αυτά τα δικά σας τοπικά και ιδιαίτερα αιτήματα! Συνεδριάστε για να καθορίσετε τις ανάγκες σας στην πόλη και στα περίχωρα».

Στις 13 Μαΐου απεργούσαν ήδη 32 χιλιάδες εργάτες. Εγιναν πρωτόγνωρα μαζικές συγκεντρώσεις στο κέντρο της πόλης, στο δημαρχείο. Τα επεξεργασμένα αιτήματα επιδόθηκαν στον ανώτερο εργοστασιακό επιθεωρητή. Αιφνιδιασμένοι από τον τόσο μεγάλο αριθμό κινητοποιημένου λαού, οι εκπρόσωποι της εξουσίας δήλωσαν ότι δεν μπορούν να συζητήσουν αμέσως με όλους. Και τότε οι εργάτες του Ιβάνοβο ξεκίνησαν τις περίφημες συνελεύσεις τους στο λιβάδι του μικρού ποταμού Τάλκα.

Εγινε περαιτέρω επεξεργασία των αιτημάτων που κατατέθηκαν στους εργοστασιάρχες. Τα αιτήματα μπορούμε να τα χωρίσουμε σε πέντε ομάδες: 1) ορισμός κανόνων διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου, 2) μισθός (ελάχιστο – 20 ρούβλια μηνιαίως), 3) σχέσεις μεταξύ των εργατών και της εργοστασιακής διοίκησης, 4) συνθήκες καθαριότητας και υγιεινής στην εργασία, 5) αιτήματα γενικού πολιτικού χαρακτήρα.

Μία από τις πρώτες αποφάσεις που λήφθηκαν συλλογικά αφορούσε την ίδρυση χρηματικού ταμείου για τη διεξαγωγή της πάλης με τα αφεντικά των επιχειρήσεων και τις κρατικές αρχές. Ομως το πιο σημαντικό γεγονός που συνέβη ήταν το ότι αφού χωρίστηκαν στο λιβάδι σε κύκλους (και εδώ βρίσκονταν δεκάδες χιλιάδες εργατών και ο κάθε κύκλος σχηματιζόταν με βάση το παραγωγικό κριτήριο, εκφράζοντας τη φάμπρικα ή το συγκρότημα εργοστασίων του τάδε ή του δείνα αφεντικού), σε κάθε κύκλο οι εργάτες προχώρησαν στην εκλογή δικών τους αντιπροσώπων. Η εκλογή γινόταν με ανοιχτή ψηφοφορία, σε αντιστοιχία με τον αριθμό των εργαζομένων σε κάθε συγκεκριμένη επιχείρηση. Κάθε ξεχωριστή υποψηφιότητα κρινόταν αναλυτικά και ολόπλευρα. Χρησιμοποιώντας τη σημερινή γλώσσα, γίνονταν προτάσεις εκλογής, απορρίψεις και έλεγχοι υποψηφιοτήτων, συναγωνισμός υποψηφίων και ιδεών. Συνολικά εκλέχθηκαν 150 αντιπρόσωποι, που αρχικά ονομάστηκαν «Συνέλευση των αντιπροσώπων». Αργότερα τους ονόμαζαν «Σοβιέτ των εξουσιοδοτημένων στο Ιβάνοβο-Βοζνιεσένσκ» και ύστερα «Σοβιέτ των Εργατών Αντιπροσώπων». Τα δύο τρίτα των 150 εργατών αντιπροσώπων ήταν μπολσεβίκοι. Εκλέχθηκαν 17 γυναίκες. Στις 15 Μαΐου, σ’ ένα μικρό μονώροφο κτίριο της τοπικής διοίκησης της μικροαστικής συνοικίας, έγινε η πρώτη συνεδρίαση του Πρώτου Σοβιέτ Εργατών Αντιπροσώπων του Ιβάνοβο-Βοζνιεσένσκ. Σε αυτή τη συνεδρίαση εκλέχτηκε το Προεδρείο του Σοβιέτ και επίσης οργανώθηκαν τα εξής τμήματα: Το τμήμα για τη φύλαξη της πόλης, το οποίο διέθετε εργατική πολιτοφυλακή (η εργατική πολιτοφυλακή τηρούσε την τάξη σε συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια και διαδηλώσεις, δεν επέτρεπε την εργασία στις επιχειρήσεις δίχως σχετική άδεια του Σοβιέτ). Το οικονομικό τμήμα, στα καθήκοντα του οποίου εντάσσονταν η αναζήτηση μέσων και η παροχή υλικής βοήθειας στους εργάτες που βρίσκονταν σε ανάγκη και τις οικογένειές τους. Συνολικά, στο διάστημα της στάσης εργασίας, μέσα από το οικονομικό τμήμα πέρασαν 13 χιλιάδες ρούβλια. Ο τρόπος παροχής βοήθειας ήταν ο εξής: οι εργάτες που βρίσκονταν σε ανάγκη απευθύνονταν άμεσα στον αντιπρόσωπό τους και εκείνος μετά από μελέτη της υπόθεσης παρουσίαζε αναφορές στο οικονομικό τμήμα. Τα χρήματα δίνονταν ως προκαταβολή σε ένα σύνδεσμο καταναλωτών και από εδώ οι εργάτες έπαιρναν προϊόντα με αποδείξεις πληρωμής (σ.μ. τσεκ, επιταγές) του οικονομικού τμήματος. Για το γάλα για παιδιά ηλικίας ως τριών ετών, οι γονείς έπαιρναν χρήματα. Οργανώθηκαν ομάδες κάλυψης τυπογραφικών μέσων, καταναλωτικών συνεταιρισμών, λαϊκού δικαστηρίου κ.ά.

Το Σοβιέτ δήλωσε στον κυβερνήτη και στους εργοστασιάρχες ότι εγγυάται την ηρεμία στην πόλη υπό τον όρο της μη επέμβασης του στρατού και της αστυνομίας στη διαδικασία της απεργίας. Με αυτό τον τρόπο το Σοβιέτ έφτασε να αποκτήσει κύρος όχι μόνο μέσα στην πόλη, αλλά και πέρα από τα όριά της. Ενώ εκλέχτηκε θα έλεγε κανείς μόνο για διαπραγματεύσεις, εντούτοις πολύ σύντομα έφτασε να διευθύνει όλη τη ζωή και την πάλη. Στην πόλη πρακτικά διαμορφώθηκε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας. Αργότερα, περιγράφοντας αυτές τις πρώτες εμπειρίες, ο Βλαντίμιρ Ιλίτς έγραφε: «Τα όργανα αυτά δημιουργούνταν αποκλειστικά από τα επαναστατημένα στρώματα του πληθυσμού, δημιουργούνταν έξω από κάθε λογής νόμους και κανόνες, ολοκληρωτικά με επαναστατικό τρόπο, σαν προϊόν της πηγαίας λαϊκής δημιουργικότητας, σαν εκδήλωση αυτενέργειας του λαού που λυτρώθηκε ή λυτρώνεται από τα παλιά αστυνομικά δεσμά. Τέλος, αυτά ήταν ακριβώς όργανα εξουσίας, παρ’ όλο τον εμβρυώδη, αυθόρμητο, αδιαμόρφωτο και ασαφή χαρακτήρα της σύνθεσης και της λειτουργίας τους.

…Ως προς τον κοινωνικοπολιτικό τους χαρακτήρα ήταν, σε εμβρυακή μορφή, δικτατορία των επαναστατικών στοιχείων του λαού»5.

ΚΟΙΝΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ

Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι κύριοι ιδιοκτήτες των φαμπρικών και των εργοστασίων και ο κυβερνήτης, σαν άνθρωποι έξυπνοι, από τις πρώτες κιόλας μέρες της ίδρυσης του Σοβιέτ κατανόησαν τον κίνδυνο που σήμαινε μια τέτοια οργάνωση και κατέθεσαν πρόταση για ετοιμότητα άμεσης διεξαγωγής διαπραγματεύσεων, αλλά με τον όρο ότι ο κάθε εργοστασιάρχης θα κάνει τις διαπραγματεύσεις με τους δικούς του αντιπροσώπους. Οι εργάτες όμως υποστήριζαν με έμφαση τη φόρμουλα «όλοι με όλους», καταλαβαίνοντας ότι αν τους σπάσουν σε κομμάτια αναπόφευκτα θα τους μπερδέψουν, θα τους εξαπατήσουν, θα τους τρομοκρατήσουν, θα τους εξαγοράσουν.

Το Σοβιέτ των εξουσιοδοτημένων, στηριζόμενο σε όλη την εργατική μάζα, δεν επέτρεπε την κατάτμηση των δυνάμεων και κρατούσε γερά την καθοδήγηση στα χέρια του. Υποχρέωσε όχι μόνο τους εργοστασιάρχες, αλλά και τον κυβερνήτη, να συνδιαλλαγούν μαζί του. Ετσι, ο κυβερνήτης Λεόντιεφ βρέθηκε πολλές φορές αναγκασμένος να ζητήσει από το Σοβιέτ των εργατών αντιπροσώπων, να του επιτρέψει να βάλει μερικούς ανθρώπους στο τυπογραφείο για την έκδοση ανακοινώσεων ακόμη και των ίδιων των δικών του εγκυκλίων, ως κυβερνήτη.

Και οι εργοστασιάρχες απευθύνονταν στο Σοβιέτ με το αίτημα να επιτραπεί να περάσουν από κάποιες τεχνολογικές διαδικασίες εκείνα τα εμπορεύματα που είχαν μείνει σε ανολοκλήρωτη μορφή και μπορούσαν να χαθούν. Το Σοβιέτ το επέτρεπε αυτό, αν συμφωνούσαν να πάνε στη δουλειά οι ίδιοι οι εργάτες, αλλά μόνο με τον όρο ότι ο μισθός τους θα έμπαινε στο απεργιακό ταμείο.

Το μέγεθος της αναστάτωσης που προκάλεσε η στάση μεταξύ των καπιταλιστών, το εκφράζει άμεσα και ανοιχτά ο εργοστασιάρχης Μπουρίλιν σε ένα γράμμα του σε συγγενικό του πρόσωπο: «Αυτό που συνέβη δεν είναι δυνατό να περιγραφεί. Η εικόνα των γεγονότων είναι πρωτοφανής… Δεν έχω πια αμαξά, φτιάχνω μόνος μου το τσάι, πήραν απ’ τη φάμπρικα μέχρι και τον τελευταίο φύλακα, εγώ ο ίδιος φυλάω τη φάμπρικα. Οι επικεφαλής της διοίκησης έχουν εξαφανιστεί. Οι δικοί μας δεν έχουν ενιαία γνώμη (σ.σ. από εδώ και κάτω η υπογράμμιση δική μας). Η δική μου ειλικρινής πεποίθηση είναι ότι πρέπει να προχωρήσουμε όσο το δυνατό γρηγορότερα σε κάποιες μικρές υποχωρήσεις στα εργατικά αιτήματα. Μας απειλούν κολοσσιαίες ζημιές… Μου είναι γνωστό από αξιόπιστες πηγές ότι οι καθοδηγητές της απεργίας είναι άνθρωποι που έχουν έρθει από άλλα μέρη, είναι μορφωμένοι και διοικούν με πολύ γερό τρόπο. Είναι αισθητή η ύπαρξη μιας δυαδικής εξουσίας στην πόλη. Οι εργάτες δε θέλουν να διαπραγματευτούν ξεχωριστά στις φάμπρικές τους, θέτουν κοινά αιτήματα».

Αν και μια σειρά εργοστασιάρχες πρότειναν να γίνουν ορισμένες υποχωρήσεις, η πλειοψηφία τους σε συνεννόηση με τον κυβερνήτη αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματα των απεργών. Στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιήθηκαν επινοήματα όπως για παράδειγμα το ότι «η διάρκεια της εργάσιμης μέρας εξετάζεται μόνο στο επίπεδο όλου του κράτους». Τα σημεία για τον κατώτατο μισθό και την κατάργηση των προστίμων και των σωματικών ελέγχων απορρίφθηκαν δίχως καμιά αιτιολογία και στο αίτημα για τη διαμόρφωση βρεφικών σταθμών τα αφεντικά απάντησαν: «Το βρίσκουμε εξαιρετικά δύσκολο». Στα σημεία που αναφέρονταν στην κατάργηση της εργοστασιακής αστυνομίας, των φυλακών (χώρων εγκλεισμού) μέσα στις φάμπρικες, της μη επέμβασης της διοίκησης και του στρατού στις υποθέσεις των εργατών, της πολιτικής ελευθερίας και του δικαιώματος να ενώνονται σε σωματεία, της διαμόρφωσης εργατικών ταμείων αλληλοβοήθειας, οι εργοστασιάρχες απαντούσαν: «Δεν εμπίπτει της δικής μας αρμοδιότητας».

Είναι ενδιαφέρον ότι σε αυτή τη φάση οι εργάτες ήδη ζητούσαν τον εορτασμό της 1ης Μάη, κάτι για το οποίο τα αφεντικά απάντησαν: «Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού γιορτών στη χώρα μας, βρίσκουμε μη βολικό τον εορτασμό της 1ης Μάη».

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ

Στη συνέχεια οι αρχές προχωράνε στην εφαρμογή βίαιων μεθόδων, κινητοποιώντας τάγματα πεζικού και λόχους κοζάκων που τους στάλθηκαν από την πρωτεύουσα. Γίνονται συγκρούσεις και συλλήψεις. Οι εργάτες απευθύνονται με αναφορά τους στον υπουργό Εσωτερικών. Το Σοβιέτ δεν είχε κανενός είδους ψευδαισθήσεις, ωστόσο όμως η έκκληση αυτή ξεσκέπασε την τσαρική κυβέρνηση σαν πιστό υπερασπιστή των συμφερόντων των μεγαλογαιοκτημόνων και των καπιταλιστών. Εγινε σε όλους ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση του Νικολάου του Ματοβαμμένου κάθε άλλο παρά είναι ταγμένη στο πλευρό του λαού.

Στη μαζικά οργανωμένη πολιτική πάλη των εργατών κάτω από την καθοδήγηση των μπολσεβίκων, κάποια αναρχικά στοιχεία, υποστηριζόμενα από τις αρχές, προσπάθησαν να αντιπαραθέσουν την ατομική τρομοκρατία, την απαλλοτρίωση [σ.μ. εννοεί τη βίαιη ατομική απαλλοτρίωση, δηλαδή τις κλοπές, τις ληστείες κλπ.], τη συμμορίτικη κραυγή: «Λήστεψε, χτύπα, σφάξε!». Σε αυτό οι μπολσεβίκοι ανταπαντούσαν ότι φυσικά είναι ευκολότερο να επιτεθείς στο μικρομαγαζάτορα και να ληστέψεις ένα ιδιωτικό διαμέρισμα, από το να διεξάγεις οργανωμένη ταξική πάλη ενάντια σε ολόκληρη την τάξη των καπιταλιστών και των μεγαλογαιοκτημόνων. Είναι πιο εύκολο να επιτεθείς σε ένα μεμονωμένο πράκτορα της τσαρικής εξουσίας, από το να επιτεθείς στην τσαρική απολυταρχία στο σύνολό της και να οργανώσεις τις μάζες για την ανατροπή του τσαρισμού.

Οι προσπάθειες να απαξιώσουν την εργατική στάση, να την παρουσιάσουν σαν κάποιου είδους «αταξία» (σ.μ. «αναταραχή», «έλλειψη, κατάλυση της τάξης»), η οποία πρέπει να κατασταλεί με τη βοήθεια ένοπλης δύναμης, ως επί το πλείστον, απέτυχαν. Πάνω σε αυτό ο Φ. Σαμοΐλοφ έγραφε: «Στην πόλη αυτό το διάστημα παρατηρούνταν τόση ευταξία, όση δεν υπήρχε ποτέ πριν την απεργία. Δεν κυκλοφορούσαν μεθυσμένοι, δεν παρατηρούνταν ούτε καυγάδες ούτε σκανδαλώδεις καταστάσεις, ούτε τυχερά παιχνίδια, τα οποία το Σοβιέτ είχε επίσης απαγορεύσει». Με βάση σχετική εγκύκλιο του Σοβιέτ έκλεισαν όλα τα μαγαζιά με αλκοολούχα ποτά στην πόλη.

Στο βαθμό που η διεξαγωγή συγκεντρώσεων στην πόλη είχε γίνει δυσκολότερη, οι εργάτες συγκεντρώνονταν έξω από την πόλη, στο ποτάμι Τάλκα, οργανώνοντας εκεί ένα ισχυρά συσπειρωμένο προλεταριακό στρατόπεδο με τη δική του διοίκηση και πειθαρχία, οι παραβάτες της οποίας υποβάλλονταν σε σκληρή ποινή: την έκθεσή τους στο βήμα ενώπιον ολόκληρης της μάζας και την εξέταση εκεί του παραπτώματος που είχαν κάνει. Αυτή η τιμωρία θεωρούνταν πολύ αυστηρή και οι άνθρωποι φοβούνταν σαν τη φωτιά την επίπληξη απ’ όλους μπροστά στη μάζα που παρακολουθούσε.

Το στρατόπεδο στο ποτάμι Τάλκα μετατράπηκε σε ένα ιδιόμορφο εργατικό πανεπιστήμιο, όπου από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ διεξαγόταν εκπαιδευτικό μάθημα, συζητήσεις, η εργασία του Σοβιέτ και των τμημάτων του κ.ο.κ. Υπήρχαν και οι ώρες του ελεύθερου χρόνου, κατά τις οποίες οι εργάτες τραγουδούσαν και μεταξύ των τραγουδιών υπήρχαν και επαναστατικά τραγούδια. Σ’ ένα από τα πιο δημοφιλή τέτοια τραγούδια, που ονομαζόταν «Ζίμουσκα», υπήρχαν οι παρακάτω στροφές:

Στο στύλο κρέμεται η κορώνα

ο Νικόλαος Β΄ – η κουρούνα

ο Πρόεδρος όλων των ηλιθίων

ο Νικόλαος Β΄ ο Ρομανόφ

από τα Αλτάια ως το Δούναβη

δε βρίσκεται πιο βλάκας απ’ το Νικόλαο,

σε όλη τη Ρωσία έφτασε η φήμη:

ο Νικόλαος τρελάθηκε.

Από ποιητικής άποψης το παραπάνω μπορεί να πει κανείς δεν είναι και κανένα αριστούργημα. Ωστόσο τα λόγια δείχνουν καθαρά ότι από την παλιά πίστη των εργατών στον πατερούλη τσάρο δεν είχε μείνει τίποτα πια.

Στις αρχές του Ιούνη τα αφεντικά κήρυξαν λοκ-άουτ (σ.μ. ανταπεργίες). Στις 3 Ιουνίου με τις δυνάμεις των κοζάκων και του πεζικού προχώρησαν σε αιματηρό χτύπημα στο στρατόπεδο του Τάλκα, μετά από το οποίο η αντίσταση πέρασε στην ανοιχτή αντιπαράθεση με τη χρήση των οδοφραγμάτων, του λιθόστρωτου (σαν όπλου του προλεταριάτου), κάποιου οπλισμού που παρότι ήταν λίγος και παλιός, εν τούτοις το προλεταριάτο διέθετε και τέτοιον (βασικά επρόκειτο για τα ρεβόλβερ «μπουλντόγκ», απαρχαιωμένου τύπου), των εμπρησμών εργοστασίων, καθώς επίσης και αγροκτημάτων και επαύλεων που ανήκαν στους εργοστασιάρχες.

Συναντώντας τόσο μεγάλη αντίσταση, στις 11 Ιουνίου ο κυβερνήτης επέτρεψε και πάλι τις συνελεύσεις στον Τάλκα. Στις 13 Ιουνίου οι εργοστασιάρχες προχώρησαν στην πρόταση επιμέρους οικονομικών υποχωρήσεων: μισθολογική αύξηση 10%, 10ωρη εργάσιμη μέρα, συν ακόμη κάποια πράγματα, αλλά μικρότερης σημασίας.

Στις 16 Ιουνίου ο κυβερνήτης αναφέρει στον υπουργό Εσωτερικών: «Με βάση τις αναφορές πρακτόρων που έλαβα, οι αγκιτάτορες και καθοδηγητές των συγκεντρώσεων μη όντας σε θέση να διατηρήσουν την αλληλεγγύη του πλήθους με τα οικονομικά αιτήματα και μόνον, τις τελευταίες δυο μέρες έκαναν πολιτικές και αντικυβερνητικές ομιλίες που προς το παρόν συναντούν τη συμπάθεια της μάζας των απεργών. Θεωρώ αδύνατη τη διενέργεια συλλήψεων των αγκιτατόρων για όσο διάστημα το πλήθος είναι τόσο συσπειρωμένο».

Από αυτό το σημείωμα φαίνεται ότι στην πορεία ανάπτυξης της απεργίας αυξήθηκε τόσο η συσπείρωση των εργατών, όσο και η πολιτικοποίησή τους. Οι μάζες περνούσαν το πανεπιστήμιο της πάλης.

Ωστόσο οι δυνάμεις των απεργών είχαν εξαντληθεί και στις 27 Ιουνίου το Σοβιέτ των εξουσιοδοτημένων εκδίδει την απόφαση: «Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι 47 μέρες απεργίας εξάντλησαν τις δυνάμεις μας… αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στη δουλειά, με στόχο, αφού ενισχύσουμε τις δυνάμεις μας να ξεκινήσουμε εκ νέου την πάλη για τα δικαιώματά μας…».

Στις διάφορες φάμπρικες οι εργαζόμενοι επέστρεψαν στην εργασία τους σε διαφορετικές ημερομηνίες, αφού μερικοί εργοστασιάρχες δεν ήθελαν να προβούν ούτε καν σε αυτές τις τόσο άθλιες υποχωρήσεις που είχαν συμφωνηθεί. Επίσημη ημέρα λήξης της στάσης εργασίας θεωρείται η 23η Ιουλίου. (Η δουλειά ξεκίνησε ξανά σε όλες τις φάμπρικες εκτός από τις φάμπρικες του Φόκιν, του Π. Ντερμπένιεφ, του Μπακούλιν και τα δύο εργοστάσια του Γιαμάνοφ). Ακόμη και με βάση τα στοιχεία του ανώτατου εργοστασιακού επιθεωρητή του κυβερνείου του Βλαντίμιρ, η στάση εργασίας κατέλαβε 34 επιχειρήσεις, διήρκεσε 72 μέρες και έλαβαν μέρος σε αυτή, μόνο στο κέντρο της περιφέρειας, 29.068 εργάτες, μεταξύ των οποίων 11.277 γυναίκες και 2.482 ανήλικοι. Συνολικά δε σε όλο το κυβερνείο συμμετείχαν σε διάφορα στάδια της στάσης πάνω από 70 χιλιάδες εργάτες.

Ο μακρύς δύσκολος αγώνας δεν πέρασε δίχως ν’ αφήσει ίχνη. Ατσάλωσε τους εργάτες και τους προετοίμασε για τη μελλοντική ακόμη πιο πεισματώδη πάλη. Οπως έγραφε ο Φ. Σαμοΐλοφ «…υπήρχε η αίσθηση κάτι του νέου, του πρωτόγνωρου. Η προηγούμενη ταπεινωμένη στάση και οι τιποτένιοι τρόποι στην εξωτερική συμπεριφορά του μαζικού εργάτη εξαφανίστηκαν. Αυτό διακρινόταν ιδιαίτερα στη στάση των εργατών προς τους εκπροσώπους της διοίκησης της φάμπρικας…Το κύρος “θεού και τσάρου” των διοικητικών στελεχών, των διευθυντών… κλονίστηκε έντονα… Εξαφανίστηκε τελείως η δειλή δουλοπρέπεια απέναντι σ’ αυτά τα πρόσωπα, οι κάθε είδους βαθιές υποκλίσεις όταν εμφανίζονταν στις οποίες οι τελευταίοι παλιότερα δεν θεωρούσαν απαραίτητο ούτε καν να ανταποκρίνονται».

Οι μπολσεβίκοι πήραν υπόψη τους τα μαθήματα της πάλης των εργατών του Ιβάνοβο στη συνδιάσκεψη της κομματικής οργάνωσης που διεξάχθηκε στην Κοστρομά, το ίδιο εκείνο καλοκαίρι. Και τις μέρες της ένοπλης εξέγερσης του Δεκέμβρη στη Μόσχα οι μαχητικές ομάδες των κλωστοϋφαντουργών του Ιβάνοβο-Βοζνιεσένσκ, του Σούι, της Κόχμα, με επικεφαλής τον Μ. Φρούνζε έδωσαν βοήθεια στους εργάτες της Μόσχας συμμετέχοντας στις μάχες των οδοφραγμάτων.

ΟΙ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΣΟΒΙΕΤ6

Αν θέλουμε να μιλήσουμε για τη σημασία της εμπειρίας του Πρώτου Σοβιέτ και των Σοβιέτ γενικά σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα στη Ρωσία, πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξεκινήσουμε από το θλιβερό αλλά πραγματικό γεγονός ότι βασικά σήμερα η αντίσταση ανάγεται για την ώρα στις μαζώξεις στο δρόμο και στις καταθέσεις -σε τακτή βάση- αιτημάτων που απευθύνονται στον πρόεδρο ή την κυβέρνηση. Η οργανωμένη συλλογική πάλη στις φάμπρικες, τα εργοστάσια, άλλες επιχειρήσεις είναι για την ώρα πολύ λίγη (και αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για την πολιτική πάλη). Ακόμη περισσότερο που τα πιο αναπτυγμένα σε περιφέρειες και περιοχές «Σμακοφικά» (σ.μ. πήραν το όνομα τους από τον Σμάκοφ που ηγείται της Ομοσπονδίας) συνδικάτα (Ομοσπονδία Ανεξάρτητων Συνδικάτων Ρωσίας) όχι μόνο συγκρατούν εντός ορίων αυτή την πάλη, αλλά και συνήψαν πολιτικά συμβόλαια με το κόμμα εξουσίας, την «Ενιαία Ρωσία». Από τις πολιτικές δυνάμεις εκείνες που αυτοπροσδιορίζονται αριστερές ή κομμουνιστικές μόνο δυο-τρεις ασχολούνται με την οργάνωση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος. Κατά πρώτο λόγο πρόκειται για το ΚΕΚΡ-ΕΚΚ και το ταξικό συνδικάτο «Ζαστσίτα». Τις μέχρι στιγμής επιτυχίες τους μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε περιορισμένες.

Εκ των αντιπολιτευόμενων βουλευτών της Κρατικής Δούμας και αυτοί (σε σύγκριση με τους έξι μπολσεβίκους που ήταν στην τσαρική Δούμα, είναι σήμερα πολύ περισσότεροι – 47 μέλη της παράταξης του ΚΚΡΟ συν 40 από την παράταξη του «Ρόντινα») μόνο δυο-τρεις καταπιάνονται με την οργάνωση της εργατικής αντίστασης. Και όταν κάποιος αποφασίζει ν’ ασχοληθεί με την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, βασικά κινείται στο επίπεδο σύνταξης επιστολών, παραπόνων, εκκλήσεων προς το δικαστήριο ή τον εισαγγελέα με αιτήματα τήρησης της νομιμότητας. Με την οργάνωση της αυτοτελούς πάλης των ίδιων των εργατών, των ίδιων των πλατιών μαζών των εργαζομένων η σημερινή αντιπολίτευση στη Δούμα δεν ασχολείται.

Ετσι λοιπόν η εμπειρία του Πρώτου Σοβιέτ πρέπει εμάς, τους κομμουνιστές του 21ου αιώνα, να μας υπαγορεύει και να μας συμβουλεύει:

α) Προσέγγιση στη λύση του ζητήματος: τι θέλουμε να οικοδομήσουμε.

β) Προσέγγιση στη λύση του ζητήματος: πώς να το κάνουμε αυτό.

ΚΑΤΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ

Είναι χρήσιμο εδώ να θυμηθούμε ότι στο πιο γνωστό παράδειγμα ταξικών μαχών της νεότατης ιστορίας της Ρωσίας, στην αντιπαράθεση στο Βίμπορσκ, οι εργάτες του εργοστασιακού συγκροτήματος παραγωγής προϊόντων χαρτιού και κυτταρίνης δεν περιορίστηκαν στην απλή αντίσταση στα αφεντικά, στα μισθολογικά αιτήματα, στα αιτήματα διατήρησης των θέσεων εργασίας και στην εκπλήρωση των υποσχέσεων για επενδύσεις του σχεδίου ιδιωτικοποίησης.

Οι εργαζόμενοι του συγκροτήματος πέρασαν στην επίθεση και ανέλαβαν οι ίδιοι τη λειτουργία της διεύθυνσης της παραγωγής. Πέταξαν τους υποψήφιους ιδιοκτήτες του συγκροτήματος έξω απ’ τις πύλες, εξέλεξαν δικό τους διοικητικό όργανο με επικεφαλής το διευθυντή, ίδρυσαν μια λαϊκή επιχείρηση, ως ιδρυτής της οποίας λειτούργησε η συνδικαλιστική οργάνωση.

Οι εργάτες εισήγαγαν στην παραγωγή μια βασική μηχανή παραγωγής χάρτου, η οποία παρέμενε εκτός παραγωγής περισσότερο από δυο χρόνια, κατάφεραν να οργανώσουν τη χρηματοδότηση με μέσα κυκλοφορίας έναντι μελλοντικών παραδόσεων της παραγωγής, ακόμη και την πώληση του ετήσιου προϊόντος. Εκτός αυτού ξανάρχισε να λειτουργεί η τραπεζαρία του εργοστασίου, σταθεροποιήθηκε η λειτουργία του λεβητοστασίου που παράγει θέρμανση για το συνοικισμό των εργατών που έχει τη συμβολική ονομασία Σοβιέτσκι.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι τοπικές και οι κρατικές αρχές διέκριναν άριστα τον κίνδυνο που σήμαινε αυτού του είδους η οργάνωση των εργαζομένων. Σκέφτηκαν ότι αν σήμερα οι άνθρωποι άρχισαν να αγγίζουν το δικαίωμα να διοικούν το εργοστάσιό τους, αύριο θα θελήσουν να καθορίζουν οι ίδιοι τη ζωή του χωριού τους, της πόλης τους και όλης της χώρας. Θα σκεφτούν και για την επαναφορά στην κρατική ιδιοκτησία των εργοστασίων, των φαμπρικών, των ηλεκτροσταθμών, του συμπλέγματος καυσίμων και ενέργειας, των μεταφορών κ.ο.κ. Και αυτό πια σημαίνει, αλίμονο, ότι η Σοβιετική εξουσία επιστρέφει!

Ακριβώς γι’ αυτό, δηλαδή εξαιτίας του εξαιρετικού κινδύνου για το υπόδειγμα της εξουσίας, τα αφεντικά του συγκροτήματος φέρθηκαν με τόση σκληρότητα απέναντι στη λαϊκή επιχείρηση. Μεταφέρθηκαν εδώ δυνάμεις του αποσπάσματος «Ταϊφούν», που εξειδικεύεται στη μεταφορά ιδιαίτερα επικίνδυνων κρατουμένων και στην καταστολή εξεγέρσεων στις φυλακές. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Ρωσίας πυροβόλησαν ενάντια στους εργάτες εδώ στο εργοστασιακό συγκρότημα του Βίμπορσκ, στις 13 Οκτωβρίου 1999. Πυροβόλησαν ενάντια στις εστίες των Σοβιέτ που πήγαιναν να γεννηθούν, δηλαδή ενάντια στο πιο επικίνδυνο για το αστικό σύστημα προτσές της αυτοοργάνωσης της πάλης των εργαζομένων.

ΧΩΡΙΣ ΠΑΛΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΝΙΚΗ

Στον καιρό του ο Βλαντίμιρ Ιλίτς, ενώ δούλευε πάνω στο δεύτερο Πρόγραμμα του κόμματος, κάνοντας λόγο θεωρητικά για τη δυνατότητα προσωρινών ηττών και παλινδρομήσεων προς τα πίσω, έγραφε: «…Το Κόμμα μας δεν θα αρνηθεί να χρησιμοποιήσει και τον αστικό κοινοβουλευτισμό, αν η πορεία της πάλης μάς ρίξει για ορισμένο χρονικό διάστημα πίσω στην ιστορική εκείνη βαθμίδα που τώρα η επανάστασή μας την έχει ξεπεράσει. Ομως, σε κάθε περίπτωση και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, το Κόμμα θα παλέψει για τη Σοβιετική Δημοκρατία, που είναι ένας ανώτερος από άποψη δημοκρατισμού τύπος κράτους και μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, για την αποτίναξη του ζυγού των εκμεταλλευτών και την κατάπνιξη της αντίστασής τους»7.

Δίχως πάλη δεν μπορεί να υπάρξει νίκη. Αυτό είναι η βασική εμπειρία των Σοβιέτ της μαχητικής οργάνωσης του προλεταριάτου.

ΣHMEIΩΣEIΣ:

* Ο Β. Α. Τιούλκιν είναι Α΄ Γραμματέας της ΚΕ του ΚΕΚΡ – ΕΚΚ. Το άρθρο ήταν αφιερωμένο στα 100 χρόνια από την ίδρυση του πρώτου σοβιέτ και δημοσιεύτηκε στο «Μαρξισμός και σύγχρονη εποχή», Νο 1-2 (31-32), Κίεβο 2005, σελ. 3-7.

1. Β. Ι. Λένιν: Aπαντα τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 130.

2. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 315.

3. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 36, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 71-73, καθώς και σε άλλες εργασίες.

4. «25 Χρόνια ΠΚΚ (μπ.)». Συλλογή αναμνήσεων των παράνομων του Ιβάνοβο-Βοζνιεσένσκ. 1923.

5. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή, σελ. 315-316.

6. Σ.μ.: Στα ρωσικά εδώ γίνεται λογοπαίγνιο με τη λέξη «σοβιέτ» που σημαίνει «συμβούλιο». Ομως σημαίνει επίσης και «συμβουλή». Στα ελληνικά δηλαδή κατά λέξη ο τίτλος του κεφαλαίου θα αποδιδόταν ως «Οι συμβουλές του Πρώτου Συμβουλίου».

7. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 36, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 58.


συνήγορος του διαβόλου (τελευταίο)

Χρωστάω από καιρό ένα κλείσιμο στο θέμα που έχω ανοίξει, και που ενδεχομένως παρουσιάζει συμπτώματα «φλυαρίας» λόγω του γεγονότος  ότι δεν αποτελεί επεξεργασία κάποιου προϋπάρχοντος προσχεδίου, αλλά στην πραγματικότητα μια πρώτη παρουσίαση προβληματισμών γύρω από την θεματολογία με την οποία ασχολείται, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα πρώτο προσχέδιο το ίδιο. 

Μάλιστα, αν στα προηγούμενα μέρη ο όποιος βαθμός «φλυαρίας» μαζευόταν κάπως εντός των ορίων στα οποία εκτεινόταν το κάθε «μέρος», εδώ, στο τελευταίο, ίσως ούτε αυτό γίνεται, ή ενδεχομένως η μείωση (πιθανά) της  «φλυαρίας» αντισταθμίζεται αρνητικά από την έλλειψη μιας συγκροτημένης δομής «με αρχή, μέση και τέλος». 

Αν στα προηγούμενα μέρη η «φλυαρία» αποσκοπούσε να καλύψει έναν κύκλο πλευρών που το ξεπέρασμά τους θα βοηθούσε στην «επικέντρωση» του ζητήματος, τώρα που έφτασα σε αυτό το κέντρο συνειδητοποιώ ότι μόλις τώρα μπαίνω στο θέμα, οπότε ενώ το τελειώνω στην πραγματικότητα δεν διατυπώνω παρά εισαγωγικές σκέψεις για μια μελλοντική ανάπτυξη του εφόσον θεωρούνταν ότι τουλαχιστον αυτή η «εισαγωγή» (δηλαδή εδώ το κλείσιμο της σειράς από μέρος μου) έχει πραγματικό ενδιαφέρον και χρησιμότητα…

Τα προηγούμενα μέρη είναι:

συνήγορος του διαβόλου – εισαγωγή

συνήγορος του διαβόλου – πρώτο μέρος

συνήγορος του διαβόλου – δεύτερο μέρος

συνήγορος του διαβόλου – τρίτο μέρος (μια ανακεφαλαίωση)

*

Η «τελική» προσέγγιση του ζητήματος υπό τους όρους της (αφετηριακής) οικονομικής ανατροπής που συνίσταται («δογματικά» από την πλευρά μου) στη λύση της αντίθεσης (ουσιαστικά: της αντίθεσης/αντίφασης ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων και στην ατομική τους ιδιοποίηση [*]) «διαμέσω του ότι» (dadurch) ανοιχτά και χωρίς περιστροφές  περνάνε στην κατοχή της κοινωνίας οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις οι τόσο ωριμασμένες (αναπτυγμένες, μεγεθυμένες) ώστε μόνη διεύθυνση που επιδέχονται είναι η κοινωνική (Ένγκελς, ΑντιΝτύρινγκ & Η εξέλιξη του  σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη).

Στο πλαίσιο του θέματος μας, το ερώτημα (πάνω στη βάση των όσων έχουν προηγηθεί, που ελπίζω: αποτελούν μια βάση τοποθέτησης του ζητήματος) τώρα μπαίνει σε σχέση με τις παραγωγικές δυνάμεις τις όχι τόσο ωριμασμένες ώστε να επιδέχονται («μόνο» ή «καθόλου» ή «χωρίς περιστροφές») την κοινωνική διεύθυνση σαν μοναδική: Ποιες είναι αυτές; Με ποια έννοια επιδέχονται κι άλλη διεύθυνση εκτός από την άμεσα κοινωνική ή επιδέχονται διεύθυνση μόνο άλλη από την άμεσα κοινωνική; Ποια η σχέση, απέναντί τους, της κοινωνικής διεύθυνσης γενικά; Είναι, αντίστροφα, η άμεση κοινωνική διεύθυνση κατάλληλη γι’ αυτές και, ιδίως, υπό τη μορφή της «ανοιχτής και χωρίς περιστροφές» κατοχής τους από την κοινωνία; Ποιες μορφές κοινωνικής διεύθυνσης θα μπορούσαν να οριστούν σαν έμμεσες, «όχι ανοιχτές», «με περιστροφές»; Ή είναι σφαλερό το τελευταίο ερώτημα και το όλο ζήτημα πρέπει να τίθεται απλά σαν ζήτημα πρώτης, δεύτερης κλπ φάσης περάσματος στην ανοιχτή και χωρίς περιστροφές κατοχή της κοινωνίας; Τελειώνει το ζήτημα στη διάκριση μεταξύ κρατικής και συνεταιριστικής ιδιοκτησίας; Ποια η σχέση της δεύτερης (και ακόμα και της μη συνεταιριστικής) με το προσωπικό που «απασχολεί»; Μπορούν ολα αυτά να οδηγήσουν σε αντικειμενικά συμπεράσματα και απαντήσεις και ταυτόχρονα να τηρηθεί η αρχική, εισαγωγική υπόσχεση άρνησης του καθορισμού των τελευταίων από κάθε πολιτικό «ωφελιμισμό»; Πώς, ταυτόχρονα, θα ανταποκριθούν οι απαντήσεις στη ρήση ότι «ο κομμουνισμός δεν είναι μια κατάσταση των πραγμάτων που πρέπει να εδραιωθεί, ένα ιδανικό στο οποίο η πραγματικότητα θα πρέπει να προσαρμοστεί. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» και που «οι όροι της προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που υπάρχουν τώρα» (Μαρξ, Η Γερμανική Ιδεολογία);

Ως προς το πρώτο ερώτημα, το «ποιες είναι αυτές»: Από τη μια, η «κομματιασμένη» γη, και από την άλλη, ένα τμήμα της σκόρπιας μικροπαραγωγής ή και του σκόρπιου μικροεμπορίου. (Θα ήταν -είναι- παραπλανητικό, όμως, να εξετάζουμε το θέμα με τα δεδομένα τα γνωστά μας από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όπου από τη μια ένα μεγάλο μέρος της «μικρής» οικονομίας οφείλει την ύπαρξή του σε ανάγκες προερχόμενες από τις ειδικά καπιταλιστικές σχέσεις κι όχι από τις σχέσεις κάποιας «οικονομίας» γενικά. Και όπου, από την άλλη, κατά μεγάλο επίσης μέρος της οφείλεται στη μόνιμη ύπαρξη του βιομηχανικού υπερπληθυσμού που εξαναγκάζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού να κάνει «οτιδήποτε» για να συντηρηθεί).

Είναι διαφορετικοί οι αντικειμενικοί – υλικοί όροι προσέγγισης του ζητήματος σε σχέση με τη γη, από τη μια, και σε σχέση με την «αστική» μικροπαραγωγή, από την άλλη. Η γη (ο λόγος πρώτιστα για τη γεωργική γη και τη γεωργική παραγωγή), σαν υλική εδαφική ενότητα – αλλά και σαν παραγωγική ενότητα, σαν παραγωγικό αντικείμενο γενικά, έχει χαρακτηριστικά που διευκολύνουν (και μέσα σε ευρείας έκτασης όρια επιβάλλουν) την υπαγωγή της στην κοινωνική διεύθυνση περισότερο ή λιγότερο ανοιχτά, άμεσα, χωρίς περιστροφές. «Περισσότερο ή λιγότερο», που σημαίνει: είτε την άμεση υπαγωγή της ως μεγάλης ιδιοκτησίας στην κρατική ιδιοκτησία (σαν μορφή της κοινωνικής κατοχής της), είτε την παραγωγική συνεταιριστικοποίηση της μικροϊδιοκτησίας στη βάση των πλεονεκτημάτων που συνεπάγεται αυτή τόσο για την κοινωνία όσο και για τους μικροπαραγωγούς.

Το ζήτημα των παραπάνω μορφών δεν το καθορίζει άμεσα  η εδαφική-υλική ενότητα της γης, αλλά πρώτα οι σχέσεις ιδιοκτησίας και των παραγωγικών «μεγεθών» που έχουν αναπτυχθεί πάνω σε αυτή την ενότητα.  Όμως επίσης τίθεται, ως προς τον ίδιο καθορισμό μορφών, και ζήτημα ανάγκης (η όχι;) για τη διάκριση των «χρήσεων» για τις οποίες είναι πρώτα απ’ όλα κατάλληλη η άμεση κοινωνική διεύθυνση ή πρώτα απ’ όλα κατάλληλη η άμεση διεύθυνση του καλλιεργητή ενταγμένη στον γενικό, ενιαίο, κεντρικό κοινωνικό σχεδιασμό της παραγωγής. Επ’ αυτού λοιπόν οι ακόλουθες δυο «υπογραμμίσεις» – προβληματισμοί:

1) Η θέση του Μαρξ για τη γεωργκή παραγωγή (εδώ), ότι γι’ αυτήν είναι ακατάλληλη η ανάπτυξή της  στη βάση των καπιταλιστικών σχέσεων, ότι για την ορθολογική της ανάπτυξη χρειάζεται είτε το χέρι του άμεσου παραγωγού είτε ο σχεδιασμός της κοινωνικοποιημένης παραγωγής. Η υπογράμμιση και ο προβληματισμός έχει να κάνει με την αποτροπή, ενδεχομένως, μιας «διαχείρισης», στη βάση των κοινωνικοποιημένων σχέσεων, που θα μπορούσε να αναπαράγει μορφές «εκμετάλλευσης» της φύσης ανάλογες με μορφές που επιβάλλουν οι καπιταλιστικές σχέσεις. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν το «είτε… είτε…» πρέπει να «μεταφράζεται» σαν «αμφότερα»: η γη χρειάζεται τη διεύθυνση του χεριού του άμεσου παραγωγού και τη σχεδιασμένη διεύθυνση της κοινωνικοποιημένης παραγωγής.

(Άλλωστε, κατά την καπιταλιστική ανάπτυξη υπήρξαν τέτοιες και τόσες οι κρατικές παρεμβάσεις, στρατηγικοί σχεδιασμοί κλπ σε σχέση με τη γεωργία, και τέτοια η στρέβλωση εξαιτίας τους, ώστε ο κεντρικός κοινωνικός σχεδιασμός σε όλη του την κλιμάκωση -και στην πραγματικότητα το ζητημα συνίσταται σε αυτή την «κλιμάκωση», στο περιεχόμενό της και στις μορφές της- θα εμφανιζόταν -πέρα από τα όποια προβλήματα- λυτρωτικός… Όμως δεν μπορεί αυτός να λειτουργήσει χωρίς την παραγωγική συνένωση της γεωργικής γης με κρατική και με συνεταιριστική μορφή).

2) Η δεύτερη «υπογράμμιση – προβληματισμός» αφορά μεν ιδιαίτερα τη γεωργική γη αλλά και γενικότερα την «μικρή παραγωγή»:

Στον βαθμό που η ανεξάρτητη εργασία αποτελεί σχέση η οποία στο ατομικό επίπεδο του άμεσου παραγωγού δεν έχει -θεμελιακά, καθαυτή- επιφέρει σχέση αλλοτρίωσης ανάμεσα σ’ αυτόν και στους όρους της εργασίας του, η κατάργηση αυτής της αλλοτριωσης σε κοινωνικό επίπεδο (της αλλοτρίωσης της βασισμένης στη σχέση κεφαλαίου – μισθωτής εργασίας), δεν θα έπρεπε να περνά μέσα από την ανατροπή, κατάργηση, εξάλειψη της υπαρκτης μη-αλλοτριωτικής ατομικής σχέσης του άμεσου παραγωγού με τους όρους της εργασίας του. Δε θα ‘πρεπε η σχέση αυτή να καταργείται ατομικά προκειμένου να αποκατασταθεί κοινωνικά. Θα έπρεπε από την υπάρχουσα ατομική βάση να αναπύσσεται (εξελίσσεται, καλλιεργείται) ως το κοινωνικό επίπεδο – και η πρωταρχική σοσιαλιστική οικονομική ανατροπή μαζί με την πραγμάτωση των πολιτικών της προϋποθέσεων αποτελεί την κοινωνική βάση που παρέχει τη δυνατότητα αυτής της εξέλιξης.

Πρόκειται για ζήτημα που θα ξανασυναντήσουμε με άλλη μορφή κοντά στον επίλογο, στο πλαίσιο ορισμένων σκέψεων για την ελευθερία του ατόμου να είναι παραγωγικό μέσα στους αναπτυσόμενους όρους και σχέσεις της κοινωνικοποιημένης παραγωγής: Το ζήτημα δεν είναι «στενά» οικονομικό. Έχει να κάνει με τη φυσική βάση πάνω στην οποία θεμελιώνονται οι κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις οποιασδήποτε μορφής. Προς το παρόν, όμως, ας περιοριστούμε στην υπενθύμιση της εμπειρίας των εφαρμοσμένων οικονομικών σοσιαλιστικών σχέσεων, στο πλαίσιο των οποίων η κρατική και συνεταιριστική ιδιοκτησία της γεωργικής γης συνδυαζόταν με την παραχώρηση στους άμεσους παραγωγούς μιας έκτασης για ατομική-οικογενειακή καλλιέργεια επαρκούς για τις ανάγκες τους σε γεωργκά προϊόντα – επάρκεια αντικειμενικά αξεχώριστη κατά τη γνώμη μου από την ταυτόχρονη δυνατότητα εξασφάλισης ενός ορισμένου παραγωγικού πλεονάσματος.

*

Τα πράγματα στην πραγματικότητα ίσως ειναι πιο σύνθετα σε σχέση με την «αστική» μικροπαραγωγή (και γενικά: μικροοικονομία) και τον διασκορπισμό/διασπορά τόσο της υλικής βάσης της όσο και των λειτουργιών της. Εδώ θα έπρεπε, πρώτα απ’ όλα, να ενταχθεί σαν μέγεθος, ποιοτικό και ποσοτικό,   στον κοινωνικό κεντρικό σχεδιασμό (και σ’ όλες τις βαθμίδες της κλιμάκωσής του) το σύνολο αυτής της υλικής βάσης, και αυτών των λετουργιών.

Παρέκβαση: Όπως σε σχέση με τη γεωργική παραγωγή θα ήταν πιο πάνω απαραίτητη μια αναφορά στην εμπειρία του «εφαρμοσμένου» σοσιαλισμού -αλλά και μια κριτική σε θεωρήσεις και πλευρές θεωρήσεων αυτής της εμπειρίας- έτσι και ως προς την «αστική» μικροοικονομία προβάλλει η αντίστοιχη ανάγκη  σε σχέση με τη λεγόμενη «σκιώδη οικονομία» στις σοσιαλιστικές χώρες: Σαν εκτίμηση για το κατά πόσο στην πραγματικότητα η ύπαρξη και ανάπτυξή της οφείλεται σε αναπτυσσόμενες στρεβλώσεις των σοσιαλιστικών σχέσεων, στην «πολιτική» τάση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, κατά πόσο οφείλεται σε όρους ένταξης στην άμεσα κοινωνικοποιημένη παραγωγή οικονομικών λειτουργιών για τις οποίες δεν ήταν κατάλληλη η «ανοιχτή και χωρίς περιστροφές» κατοχή τους από την κοινωνία, και κατά πόσο σε μια σύμφυση των δυο πλευρών: εφόσον στη βάση της μιας πλευράς αναπτύσσεται η άλλη, και αντίστροφα… [**]

Συνέχεια για την «αστική μικροοικονομία»:  Είναι, ίσως, διαφορετικοί οι όροι της συνεταιριστικοποίησής της από τους αντίστοιχους της γεωργικής οικονομίας, κι από ένα όριο κι έπειτα δεν έχει, ίσως, και νόημα η «συνεταιριστικοποίηση». [***]

Εδώ μπαίνουν, καταρχήν,  τα θέματα: α) Της κοινωνικής σκοπιμότητας των τέτοιων οικονομικών λειτουργιών, η οποία είναι στη ρίζα της διαφορετική από τη σκοπιμότητά τους υπό την κυριαρχία των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. β) Της επιβολής όρων εργασίας, αμοιβής, εργασιακών σχέσεων που θα καθιστούν στην ουσία τους συνεργατικές τις ομαδικές μορφές  αυτών των λειτουργιών. Όρων συνεργατικότητας που θα υποτάσσουν την μικροϊδιοκτησία σε αυτούς και όχι το αντίθετο. Και γ) της επιβολής όρων, επίσης, που θα καθιστούν αναλογικό το επίπεδο ευημερίας των εργαζομένων σε αυτούς τους παραγωγικούς τομείς  με το γενικό επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας. (Στο σημείο αυτό, ως προς τη συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία του σοσιαλισμού, χωράνε επίσης σκέψεις για της σχέση ανάμεσα στα μεγέθη ατομικών αμοιβών – κοινωνικού πλεονάσματος στις διαφορετικές συνθήκες του πολεμικού κομμουνισμού, της ΝΕΠ, του προ-πολεμικού κομμουνισμού της δεκαετίας του ’30, της ανάπτυξης των σοσιαλιστικών σχέσεων, δηλαδή σκέψεις για τη μεταβολή της παραπάνω σχέσης υπό όρους δοσμένων κοινωνικών αναγκών, υπό όρους ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας κλπ).

*

Δεχόμενοι καταρχάς την ύπαρξη μιας τέτοιας παραγωγικής μορφής πρέπει να δούμε και τους όρους ένταξής της στις σοσιαλιστικές σχέσεις κατανομής – σχέσεις όπου ακόμα δεν έχουν πάψει να είναι και «χρηματικές».

Για την περιγραφή των σοσιαλιστικών σχέσεων κατανομής αποτελεί μια από τις κύριες θεωρητικές βάσεις η σχετική αναφορά του Μαρξ στην «Κριτική του προγράμματος της Γκοτα»: «…όσο για τη διανομή των μέσων κατανάλωσης στους ξεχωριστούς παραγωγούς, κυριαρχεί η ίδια αρχή όπως και στην ανταλλαγή ισοδύναμων εμπορευμάτων, ανταλλάσσεται ίση εργασία σε μία μορφή, με ίση εργασία σε άλλη μορφή». Και: «Εδώ ολοφάνερα κυριαρχεί η ίδια αρχή που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών. Το περιεχόμενο και η μορφή άλλαξαν, γιατί μέσα στις αλλαγμένες συνθήκες κανένας δε μπορεί να δόσει τίποτα άλλο εκτός από την εργασία του, και γιατί, από την άλλη μεριά, τίποτα δε μπορεί να περάσει στην ιδιοχτησία των ξεχωριστών προσώπων, εκτός από ατομικά μέσα κατανάλωσης».

Μιλώντας με «θεωρητικό κυνισμό», σε ό,τι αφορά την καταρχην παραδοχή αυτών των ατομικών και ομαδικών μορφών μικρής παραγωγής, οικονομίας και ιδιοκτησίας, η πρώτη από τις δυο παραπάνω προτάσεις του Μαρξ όπως παρατίθενται εδώ, «εξυπηρετεί», όσο κι αν θέτει την ανάγκη παραπέρα περιγραφών, προεκτάσεων,  επικαθορισμών κλπ. Όμως το θεωρητικά καθοριστικό ερώτημα αφορά τη δεύτερη πρόταση: Μπορεί αυτή και η αναφορά της στα μέσα παραγωγής  να ξεχωριστεί από την αρχική (παραπάνω) αναφορά του Ένγκελς στις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις τις τόσο αναπτυγμένες ώστε να επιδέχονται μόνο κοινωνική διεύθυνση; Μπορούν δηλαδή τα μέσα παραγωγής στην πρόταση του Μαρξ («τίποτα εκτός από ατομικά μέσα κατανάλωσης») να ξεχωριστούν, να νοηθούν διαφορετικά από εκείνες τις παραγωγικές δυνάμεις που η ύπαρξή τους θεμελιώνει υλικά το πέρασμα στον κομμουνισμό; Από την άλλη, μπορεί να γίνει πραγματικά λόγος για τέτοιου είδους «μικροοικονομία» εντός των κυρίαρχων σχέσεων της κοινωνικοποιημένης παραγωγής, που οι χρησιμοποιούμενες σε αυτήν παραγωγικές δυνάμεις να ξεπερνάνε τα όρια πέρα από τα οποία αρχίζουν οι παραγωγικές δυνάμεις οι ωριμασμένες τόσο ώστε να απαιτούν την άμεση κοινωνική κατοχή και διεύθυνση;

Τα ίδια ερωτήματα μπορούν να διατυπωθούν και με τον εξής τρόπο: Πόσο άμεσες είναι οι απαντήσεις που δίνει ο Μαρξ στα ζητήματα των «ενδιάμεσων» οικονομικών μορφών εφόσον αναγκαστικά η οικονομική του ανάλυση προϋποθέτει έναν γενικευμένο και «καθαρό» καπιταλισμό που θα δώσει την θέση του σε μια, κατά θεωρητική συνέπεια, γενικευμένη και «καθαρή» κοινωνικοποιημένη παραγωγή; Σε ποιο βαθμό αυτή η θεωρητική βάση επιδρά ή δεν επιδρά στην παραπάνω συγκεκριμένη προγραμματική διατύπωση   της «Κριτικής του προγράμματος της Γκότα»; Σε ποιο βαθμό παραπέρα ο Μαρξ θεωρεί πάνω στην ίδια αυτή θεωρητική βάση «λυμένο» το ζήτημα των «ενδιάμεσων» παραγωγικών – οικονομικών μορφών; Σε ποιο βαθμό, αντίθετα, δεν θα θεωρούσε σαν αυτονόητη την αντιμετώπισή τους ακριβώς ως «ενδιάμεσων»  -στο βαθμό που η νομοτέλεια της εξαφάνισής τους μέσα στις καπιταλιστικές σχέσεις εξακολουθεί να εκδηλώνεται σαν συνεχής κι αναπαραγόμενη τάση κι όχι σαν οριστική πραγματικότητα;  Σε ποιο βαθμό η δυνατότητα πρόβλεψης των μετέπειτα θεωρητικών και πρακτικών προβλημάτων από την ύπαρξη της «μικροϊδιοκτησίας» ως «ενδιάμεσης» παραγωγικής βαθμίδας, δεν θα συνιστούσε εξαναγκασμό για μια πιο εκτεταμένη ανάλυση της ενδεχόμενης θέσης και «τύχης» της εντός των αρχικών και αναπτυσσόμενων σχέσεων της κοινωνικοποιημένης παραγωγής; Τι ήταν αυτό που «στις τελευταίες εκλογές» θα έλεγε ο ίδιος ο Μαρξ «στους βιοτέχνες, στους μικροβιομήχανους κλπ» σαν πρακτική συνέπεια της επαναστατικοποίησής τους ενόψει «του επικείμενου περάσματός τους στο προλεταριάτο» και σε αντιδιαστολή προς την εσφαλμένη θέση  (σφάλμα διαπιστωμένο, μάλιστα, σε ένα προμονοπωλιακό ακόμα στάδιο του καπιταλισμού) ότι «απέναντι στην εργατική τάξη αποτελούν μονάχα μιαν αντιδραστική μάζα» (Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, τα έντονα στοιχεία δικά μου); Τέλος, πέρα από το έργο που μας άφησε ο Μαρξ, είναι δυνατό και αναγκαίο να ενταχθούν σε αυτό σύγχρονες θεωρητικές και πρακτικές επεξεργασίες γύρω από αυτό το ζήτημα εφοσον αποτελούν απαίτηση αντικειμενική και απαιτούν αντικειμενικές (αντικειμενικά ανταποκρινόμενες απαντήσεις), ή παρόμοιες επεξεργασίες θα συνιστούσαν, αντιθετα, αναθεώρηση του μαρξισμού στην ουσία του;

Είναι προφανές ότι σε ό,τι αφορά το θεωρητικό μέρος του ζητήματος εδώ τίθενται μόνο βασικές τοποθετήσεις και βασικά ερωτήματα: Η παραπέρα ανάπτυξη της βασικής τοποθέτησης απαιτεί την απάντηση των βασικών ερωτημάτων. Εφόσον θεωρούνταν ότι τα βασικά ερωτήματα που διατυπώνονται έχουν ήδη -από παλιά- απαντηθεί, τότε βέβαια δεν θα υπήρχε και ζήτημα οποιασδήποτε «βασικής τοποθέτησης» και παραπέρα ανάπτυξής της.

Εν πάση περιπτώσει σαν θέματα μιας παραπέρα ανάπτυξης προβάλλουν τα εξής:

-Οι «σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις» και οι «άλλες»: Στις πρώτες εντάσσονται αυτές στις οποίες βασίζεται η κοινωνική συνεργασία. Σε μια πιο πρώιμη περίοδο του καπιταλισμού θα ταυτίζονταν με τις «μηχανές». Σήμερα όπου οι μηχανές έχουν μπει και στην ατομική κατανάλωση, όπου επίσης οι μηχανές έχουν πάρει τη θέση αρκετών εργαλείων «ατομικής» χρήσης, όπου το πριόνι είναι ηλεκτρικό ή βενζινοκίνητο,όπου κάθε ιδιωτικό αυτοκίνητο (ανεξάρτητα από το ζήτημα των όρων που το καθιστούν ή όχι, σε ποιό βαθμό και με ποιές μορφές κοινωνικά αναγκαίο)  διαθέτει δύναμη δεκάδων ίππων μόνο και μόνο για την προσωπική μετακίνηση, και όπου γενικά μιλώντας η ανάπτυξη της τεχνικής και της παραγωγικότητας της εργασίας έχουν εντάξει τη «μηχανή» (όχι φυσικά «κάθε» μηχανή) στα είδη ατομικής κατανάλωσης που «περιέχονται» στο μισθό της εργασίας,  πώς θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί ο παραπάνω διαχωρισμός;

-Το ζήτημα της «χρησιμοποίησης ξένης εργασίας» στο πλαίσιο της μικρής παραγωγής (πάνω σε αυτό υπάρχουν ορισμένες σύντομες αναφορές και πιο πάνω).

-Το ζήτημα της συσσώρευσης (πάνω δηλαδή από το γενικό επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας) στην μικρή (ατομική ή ομαδική) παραγωγή.

-Το ζήτημα της μεγέθυνσης της μικρής παραγωγής: Οι όροι κάτω από τους οποίους αυτή η μεγέθυνση αντιστρατεύεται τις σχέσεις της κοινωνικοποιημένης παραγωγής, και οι όροι κάτω από τους οποίους μπορεί να αποτελεί στοιχείο διεύρυνσης και αναπαραγωγής της υλικής βάσης της.

-Όλα τα παραπάνω υπό την αρχκή προϋπόθεση ότι η μικρή παραγωγή είναι αναγκαία κάτω από τις σχέσεις της κοινωνικοποιημένης παραγωγής, και με την υπογράμμιση οτι όπου γίνεται λόγος για τη μικρή παραγωγή θα πρέπει να εννοούνται και αντίστοιχες μορφές ιδιοκτησίας εργαλείων παραγωγής: καταρχήν με την έννοια της υλικής διάστασης της ιδιοκτησίας, αυτήν της κατοχής, και άσχετα (καταρχήν) από τις νομικές μορφές της («κυριότητα» κλπ).

-Κεντρική θέση κατέχει και ο ρόλος του εργατικού κράτους  μέσα σε αυτή τη διαδικασία: Το κράτος, πέρα από τα άλλα, σαν υλική δύναμη συνένωσης των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, με αυτή την έννοια σαν κεντρική παραγωγική δύναμη. Και επομένως  κεντρικό ζήτημα η «παράγωγη» διαδικασία περιέλευσής του και αυτού του ίδιου, σαν κράτος της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου,  στην «ανοιχτή και χωρίς περιστροφές κατοχή της κοινωνίας», διαδικασία που ταυτίζεται με την «απονέκρωσή» του, την κατάργησή του «ως κράτους».

*

Πρόκειται για την σχηματοποίηση σχέσεων όπως παίρνουν μορφή βγαλμένες (και επίσης: καθώς βγαίνουν) από τους κόλπους της παλιάς, καπιταλιστικής κοινωνίας. Δεν πρόκειται για σχέσεις στατικές, αιώνιες, αλλά για σχέσεις που είτε αυθόρμητα είτε «βίαια» (με διορθωτικές παρεμβάσεις, και «εξωοικονομικές») ακολουθούν τη συνολική ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων:

Σαν μορφή αντίθεσης ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικό συμφέρον, είναι ταυτόχρονα σχέσεις ενταγμένες στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και στην υποδουλωτική υποταγή σε αυτόν (με την έννοια ότι μορφή αυτού του γενικού καταμερισμού είναι κι ο καταμερισμός των λειτουργιών της «μικρής» και της «μεγάλης» παραγωγής).  Και σαν η ίδια μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικό (που εμφανίζεται και με άλλες μορφές, λχ ανάμεσα σε εργασία ειδικευμένη και μη, επιστημονική και «πρακτική» κά), η λύση της, η εξάλειψή της δεν μπορεί παρά να είναι μέρος της ιστορικά παράλληλης διαδικασίας εξαφάνισης της υποδουλωτικής υποταγής στον καταμερισμό της εργασίας, εξάλειψης των αντιθέσεων ανάμεσα σε πνευματική και σωματική εργασία, ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, περάσματος από την αμοιβή κατά την εργασία στην αμοιβή κατά τις ανάγκες και  μαζί εξάλειψης των «χρηματικών» μορφών είτε στην άμεσα κοινωνικοποιημένη παραγωγή είτε στις «μικρές» ατομικές και ομαδικές μορφές της… Διαδικασία ενιαία, παράλληλη για κάθε πλευρά της, όπου το ενιαίο της υλοποιείται και ολοκληρώνεται στην ενοποίηση των αποτελεσμάτων της σε ένα: από την διαδικασία λύσης ή εξάλειψης μιας σειράς διαφορετικών αντιθέσεων στο ενιαίο αποτέλεσμα αυτού του προτσές: την μη-ύπαρξή τους, μια νέα μορφή ενότητας της κοινωνίας…

…Όπως η καπιταλιστική κρίση φέρνει στην επιφάνεια, ταυτόχρονα και σε μια ενότητα, χίλιες δυο διαφορετικές πληγές που ως τότε  επωάζονταν «ξεχωριστά», συγκαλυπτόμενες ως τότε περισσότερο ή λιγότερο κάτω από τους όρους της καπιταλιστικής ανάπτυξης: Ο παραλληλισμός αποσκοπεί να κάνει εναργέστερη την θεώρηση του «ταυτόχρονου» και του «ενιαίου» στην εκδήλωση των αποτελεσμάτων ενός πολύπλευρου και σχετικά μακρόχρονου ιστορικού προτσές…

*

Τελευταίο, αλλά από πολλές απόψεις πρώτο σε σημασία, που θα έπρεπε να αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο και το θέμα της ανάρτησης είναι μόνο ένα μέρος από τη γενική του σημασία, είναι το θέμα της παιδείας:

Της παιδείας ως -όσο και το κράτος- κεντρικής οργανικής δύναμης των σοσιαλιστικών/κομμουνιστικών σχέσεων, σε ενότητα με την υλική βάση της κοινωνικής παραγωγής. Παιδείας που δεν κατατεμαχίζει, δεν «καταμερίζει» την εργατική δύναμη και, εν τέλει, καταστρέφει την κάθε ξεχωριστή ατομική της πηγή, αλλά παιδείας που υπηρετεί την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατομικών της πηγών, την ολόπλευρη ανάπτυξη της κάθε προσωπικότητας γενικότερα. Όπου στην πράξη και όχι με ηθικά κηρύγματα διαπλάθεται η συνείδηση για την κοινωνική διάσταση κάθε ατομικής εργασίας και ατομικής παραγωγικής διάθεσης και πρωτοβουλίας, για την εργασία σαν ανάγκη της ζωής, ανεξάρτητα από την μικρή ή την μεγάλη μορφή παραγωγής όπου εκδηλώνεται κι από τη μορφή «κατοχής» των μέσων εργασίας που χρησιμοποιούνται.  Όπου πραγματώνεται η ουσία της θέσης (Λένιν, Η μεγάλη πρωτοβουλία) ότι: «ο κομμουνισμός αρχίζει εκεί που εμφανίζεται η γεμάτη αυτοθυσία φροντίδα των απλών εργατών που υπερνικάει τη βαριά δουλιά, φροντίδα για να ανεβάσουν την παραγωγικότητα της εργασίας, να περιφρουρήσουν το κάθε πούτι σιτάρι, κάρβουνο, σίδερο και άλλα προϊόντα που δεν προορίζονται προσωπικά για τους ίδιους που τα δουλεύουν, ούτε για τους «δικούς» τους, μα για τους «μακρινούς», δηλαδή για όλη την κοινωνία στο σύνολό της…» καθώς υπάρχουν οι πραγματικές υλικές προϋποθέσεις αυτής της αρχής, όπου επίσης ο «επαγγελματικός προσανατολισμός» γνωρίζει μια μόνο ειδίκευση: την «ειδίκευση του αγωνιστή και του ανθρώπου» (Μακαρένκο, Παιδαγωγικό ποίημα).

*

[*] Κάποιοι, ανομολόγητα, ενοχλούνται όχι από την αντίθεση/αντίφαση καθαυτή, αλλά από το γεγονός της ανάπτυξης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων έως τα «μεγέθη» που καθιστούν τον χαρακτήρα τους κοινωνικό και από τη λύση που επιβάλλει αυτή η ανάπτυξή τους κι αυτός τους ο χαρακτήρας. Κι αρνούνται όχι την αντίθεση αλλά τον κοινωνικό χαρακτήρα προκειμένου να παρακαμφθεί η λύση της αντίθεσης που παραμένει όσο κι αν αρνείται κανείς το ενοχλητικό αυτό «σκέλος» της.

[**]  Το θέμα γενικά μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: επιδέχεται την άμεση κοινωνική διεύθυνση (και μάλιστα ως «μοναδική») ο μικρο-διασκορπισμός μιας σειράς οικονομικών λειτουργιών; Κι αντίστροφα: «Επιδέχεται» η ίδια η άμεση κοινωνική διεύθυνση αυτόν τον μικροδιασκορπισμό ή αποτελεί γι’ αυτήν «διαλυτικό» παράγοντα;

[***] Στο θέμα που μας απασχολεί εδώ είναι φανερό πως η «συνεταιριστικοποίηση» χρησιμοποιείται με σημασία διαφορετική από την οριστική της σημασία, αυτήν της κοινωνίας των άμεσων ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών.


Σύντομο ανέκδοτο με τρεις λέξεις: Ελευθερία – ισότητα – αδελφοσύνη

komunism_XPWM

Ο τίτλος δεν υποδηλώνει καθόλου την πρόθεση να γελάσουμε. Το γέλιο θα άρμοζε στους κυνικούς υπερασπιστές των σχέσεων της καπιταλιστικής και κάθε προγενέστερης ιστορικής μορφής εκμετάλλευσης, εκείνους δηλαδή που από την ιδεολογική τους στράτευση στην ιστορικά αντιδραστική διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος έχουν αφαιρέσει το φύλλο συκής, το ελκυστικό περιτύλιγμα το οποίο, κάποτε, όταν ήταν επαναστατική, το ανέμιζε η αστική τάξη σαν μαχητική της σημαία.

Ο τίτλος δεν υποδηλώνει πρόθεση γέλιου, γιατί δεν είναι γραμμένος από σκοπιά αντίθεσης σ’ αυτό το τρίπτυχο, σε αυτές τις τρεις λέξεις και τις ιδέες που εκφράζουν. Τότε λοιπόν, τι «υποδηλώνει» ο τίτλος και από ποια σκοπιά είναι γραμμένος;

Πολύ απλά από τη σκοπιά του γεγονότος, ότι στη θέση αυτού του «ιδεαλιστικού» τριπτύχου, με το οποίο η κυρίαρχη ιδεολογία γαλουχεί κάθε γενιά ως-αν-να αποτελούσε αυτό και μια εγκαθιδρυμένη πραγματικότητα, επικρατεί το πραγματικό τρίπτυχο: Στη θέση της ελευθερίας η οικονομική, πολιτική, κοινωνική, ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου – στη θέση της ισότητας η ολοκληρωτική, κραυγαλέα κοινωνική, ταξική ανισότητα – στη θέση της αδελφοσύνης ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός ο αναπτυγμένος σε όλο το μήκος και το πλάτος της κοινωνικής έκτασης.

Η νομική κατάργηση των ταξικών διαχωρισμών, η νομική εξίσωση των ατόμων, που κρατά από τη γαλλική επανάσταση και υπηρέτησε την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, αποτέλεσε κοσμοϊστορική μεταβολή στο πεδίο των ιδεών, θα εξακολουθεί όμως να παραμένει περιορισμένη στο πεδίο των ιδεών, και οι ιδέες να παραμένουν σε αυξανόμενη διάσταση με την πραγματικότητα, για όσο ακόμα η ιδέα των «ίσων» ανθρώπων και η νομική της έκφραση εξακολουθεί να κυριαρχεί στην κοινωνική συνείδηση συγκαλύπτοντας την πραγματικότητα της καπιταλιστικής ταξικής κοινωνικής διαίρεσης και ανισότητας, όσο δηλαδή δεν τίθεται στο έδαφος της πραγματικότητας το ζήτημα των προϋποθέσεων που ήδη υπάρχουν και που πρέπει να εκπληρωθούν ώστε η ελευθερία – ισότητα – αδελφοσύνη να αποτελέσουν, αντί για τάξη ιδεών, τάξη πραγμάτων.

Ο λόγος βέβαια -και πάλι- για το σοσιαλισμό, για την εξάλειψη της αντίφασης ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων απ’ τη μια και την ατομική τους ιδιοποίηση απ’ την άλλη, για το πέρασμα στην κατοχή της κοινωνίας των παραγωγικών δυνάμεων που έχουν αναπτυχθεί τόσο ώστε η κοινωνική διεύθυνση είναι η μόνη μορφή διεύθυνσης που επιδέχονται (διαφορετικά, πολύ απλά, δεν διευθύνονται, κι αυτή τους η «αδυναμία» εκδηλώνεται και επιβάλλεται με τη μορφή των διαδοχικών καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων).

Δεν πρόκειται για νέα επανάσταση με παλιά συνθήματα. Δεν πρόκειται για τη σοσιαλιστική επανάσταση με τα συνθήματα της αστικής, με τα συνθήματα της ισότητας, της αδελφοσύνης και της ελευθερίας, τι πιο εύκολο για αυτές τις ιδέες από το να διακηρύσσονται; Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν πραγματοποιείται στο όνομα «ιδεών», πραγματοποιείται στο όνομα – και ούτε καν «στο όνομα», πραγματοποιείται για την εκπλήρωση και μέσα από την εκπλήρωση των πραγματικών προϋποθέσεων που υπάρχουν και που αυτή η εκπλήρωσή τους φέρνει σε αντιστοιχία τις κοινωνικές σχέσεις με τις δημιουργημένες υλικές παραγωγικές δυνάμεις και την παραπέρα ανάπτυξή τους. Το ζήτημα της δεν τίθεται από την άποψη του «φορμαλισμού» της επανάστασης αλλά, πρώτα απ’ όλα, από την άποψη των νομοτελειών της.

*

Πριν δυο χρόνια ένα τμήμα του λαού αναζητούσε στις πλατείες την φιλοσοφική λίθο της δημοκρατίας. Αν επρόκειτο για τη φιλοσοφική λίθο, αυτή έχει ήδη ανακαλυφθεί: ελευθερία – ισότητα – αδελφοσύνη, ποιες άλλες λέξεις μπορούν να εκφράσουν καλύτερα την δημοκρατική φιλοσοφική λίθο εφόσον πρόκειται για φιλοσοφική λίθο.

Στη χειρότερη περίπτωση αυτή η φιλοσοφική λίθος, αν και είχε ήδη ανακαλυφθεί, δεν ξαναανακαλύφθηκε. Στη θέση της ανακηρύχθηκε η δημοκρατική «αμεσότητα». Στην καλύτερη περίπτωση η φιλοσοφική λίθος συμπληρώθηκε με την «αμεσότητα»: ελευθερία – ισότητα – αδελφοσύνη – αμεσότητα…

…Το τρίπτυχο στην καλύτερη περίπτωση έγινε τετράπτυχο, η διάσταση όμως ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και τον πραγματικό κόσμο διατηρήθηκε. Στην πραγματικότητα το μόνο που διακηρύχθηκε ήταν η «άμεση», κι όχι «έμμεση», εξουσία του κεφαλαίου – ταξική ανισότητα – καπιταλιστικός ανταγωνισμός…

…Κι έτσι, τότε, χάθηκε μια ευκαιρία να αναζητηθούν, τουλάχιστον, και να ανακαλυφθούν οι όροι που πρέπει να εκπληρωθούν ώστε η δημοκρατία, εκτός από έμμεση ή εκτός από άμεση, να είναι και πραγματική.


Τα 10 άμεσα μέτρα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου (1847)

«…Όσο πολύ κι αν έχουν αλλάξει οι συνθήκες στα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, οι γενικές αρχές που εκτέθηκαν σ’ αυτό το «Μανιφέστο» διατηρούν σε γενικές γραμμές και σήμερα όλη τους την ορθότητα. Μερικά σημεία θα μπορούσαν εδώ κι εκεί να διορθωθούν. Η πρακτική εφαρμογή αυτών των αρχών, εξηγεί το ίδιο το «Μανιφέστο», θα εξαρτηθεί παντού και πάντα από τις υπάρχουσες συνθήκες και γι’ αυτό δεν αποδίδεται καθόλου ιδιαίτερη σημασία στα επαναστατικά μέτρα, που προτείνονται στο τέλος του ΙΙ μέρους. Αυτό το μέρος θα το παρουσιάζαμε σήμερα από πολλές απόψεις διαφορετικά. Μπρος στην τεράστια ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας στα τελευταία 25 χρόνια και στην κομματική οργάνωση της εργατικής τάξης που προοδεύει μαζί της, μπρος στην πρακτική πείρα, πρώτα της επανάστασης του Φλεβάρη, και πολύ περισσότερο ακόμα της Κομμούνας του Παρισιού, όπου για πρώτη φορά το προλεταριάτο κράτησε την πολιτική εξουσία δύο ολόκληρους μήνες, το πρόγραμμα αυτό πάλιωσε σε μερικά σημεία. Η Κομμούνα ιδίως, απέδειξε ότι «δεν μπορεί η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς» …»

(Από τον πρόλογο των Μαρξ – Ένγκελς στη γερμανική έκδοση του 1872 του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος, ΣΕ σελ. 8)

*

«…Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για ν’ αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου που είναι οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη, και να αυξήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τη μάζα των παραγωγικών δυνάμεων.

Αυτό, φυσικά, στην αρχή μπορεί να γίνει μονάχα με δεσποτικές επεμβάσεις στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και στις αστικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή με μέτρα που οικονομικά φαίνονται ανεπαρκή και αστήρικτα, αλλά που στην πορεία του κινήματος ξεπερνούν τον εαυτό τους και γίνονται αναπόφευκτα το μέσο για να ανατραπεί ολόκληρος ο τρόπος παραγωγής.

Αυτά τα μέτρα, φυσικά, θα είναι διαφορετικά ανάλογα με τις διάφορες χώρες.

Ωστόσο, για τις πιο προχωρημένες χώρες θα μπορούν να μπουν σε εφαρμογή, σχεδόν παντού, τα παρακάτω μέτρα:

1. Απαλλοτρίωση της γαιοκτησίας και χρησιμοποίηση της γαιοπροσόδου για να αντιμετωπιστούν οι κρατικές δαπάνες.

2. Γερή προοδευτική φορολογία.

3. Κατάργηση του κληρονομικού δικαίου.

4. Κατάσχεση της περιουσίας όλων των φυγάδων και των στασιαστών.

5. Συγκέντρωση της πίστης στα χέρια του κράτους, μέσω μιας εθνικής τράπεζας, που τα κεφάλαιά της θα ανήκουν στο κράτος και που θα έχει το αποκλειστικό μονοπώλιο.

6. Συγκέντρωση στα χέρια του κράτους όλων των μέσων μεταφοράς.

7. Αύξηση του αριθμού των εθνικών εργοστασίων και των εργαλείων παραγωγής. Εκχέρσωση και βελτίωση των γαιών, σύμφωνα μ’ ένα γενικό σχέδιο.

8. Ίση υποχρεωτική δουλειά για όλους. Οργάνωση βιομηχανικών στρατών, ιδιαίτερα για τη γεωργία.

9. Συνδυασμός της γεωργίας και της βιομηχανίας. Μέτρα που τείνουν στο να εξαφανίσουν βαθμιαία τη διαφορά ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο.

10. Δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση για όλα τα παιδιά. Κατάργηση της δουλειάς στο εργοστάσιο με τη σημερινή της μορφή. Συνδυασμός της εκπαίδευσης με την υλική παραγωγή κλπ. κλπ.

Όταν στην πορεία της εξέλιξης θα έχουν εξαφανιστεί οι ταξικές διαφορές, κι όταν θα έχει συγκεντρωθεί όλη η παραγωγή στα χέρια των οργανωμένων ατόμων, τότε η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα. Η πολιτική εξουσία στην ουσία της είναι οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης. Όταν το προλεταριάτο στην πάλη του ενάντια στην αστική τάξη συγκροτείται αναγκαστικά σε τάξη, όταν γίνεται με μια επανάσταση κυρίαρχη τάξη και σαν κυρίαρχη τάξη καταργεί βίαια τις παλιές σχέσεις παραγωγής, τότε μαζί μ’ αυτές τις σχέσεις παραγωγής καταργεί τους όρους ύπαρξης της ταξικής αντίθεσης, τις τάξεις γενικά και έτσι και την ίδια τη δικιά του κυριαρχία σαν τάξη.

Στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας με τις τάξεις και τις ταξικές της αντιθέσεις έρχεται μια ένωση, όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων…»

(Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος εκδ. ΣΕ, σελ. 50-51)

*

Αφορμή γι’ αυτή την ανάρτηση στάθηκε για μένα η ανάγκη διόρθωσης μιας φραστικής μου παραδρομής σε άλλη πρόσφατη ανάρτηση του μπλογκ με τίτλο «νέο ΕΑΜ;».

Η παραδρομή εκεί, βρίσκεται στη φράση «…Συγκεντρώνει όλες τις τραπεζικές υποθέσεις αποκλειστικά στην κεντρική τράπεζα, που εκδίδει το εθνικό νόμισμα της χώρας», στην οποία άλλωστε και «ηχεί» ως αντίφαση η «αποκλειστικότητα», από τη μια, και ο χαρακτηρισμός της ως «κεντρικής», από την άλλη. Πάντως όταν έγραφα τη φράση αυτή το νόημα που είχα στο μυαλό μου, και στο οποίο συνίσταται το ζήτημα, είναι το νόημα του «μέτρου 5» από τα παραπάνω που απαριθμούνται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο  σαν δυνατά να μπουν σε εφαρμογή άμεσα στις πιο προχωρημένες χώρες τον καιρό που γράφτηκε, και το οποίο δε νομίζω ότι έχει «παλιώσει» από τότε – μάλλον η σημασία του έχει βαθύνει και το περιεχόμενο του έχει διευρυνθεί σε τομείς πέρα κι από την απλή «πίστη»:  Συγκέντρωση της πίστης στα χέρια του κράτους, μέσω μιας εθνικής τράπεζας, που τα κεφάλαιά της θα ανήκουν στο κράτος και που θα έχει το αποκλειστικό μονοπώλιο. Έτσι σωστότερη διατύπωση είναι όχι «…Συγκεντρώνει όλες τις τραπεζικές υποθέσεις αποκλειστικά στην κεντρική», αλλά «στην κρατική τράπεζα, που εκδίδει το εθνικό νόμισμα της χώρας».

Φυσικά δεν θα προχωρούσα σε αυτήν εδώ την ανάρτηση μόνο και μόνο για να διορθώσω ένα δικό μου λάθος, αν το θέμα της δεν παρουσίαζε συνολικότερο ενδιαφέρον, αν δεν αποτελούσε έτσι κι αλλιώς «τροφή» για σκέψη, τόσο για την επικαιρότητά του όσο και για το «πάλιωμά» του, όσο επίσης και για το περιεχόμενο το οποίο πρέπει να προσδίδουμε στο «πάλιωμα» αυτό από την άποψη των όσων αναφέρει ο πρόλογος του 1872 αλλά και από την άποψη του επιπέδου της καπιταλιστικής ανάπτυξης σήμερα, μετά από 166 χρόνια, καθώς και από την άποψη της συσσωρευμένης συνολικής ιστορικής πείρας του κομμουνιστικού κινήματος από τότε ως σήμερα.


ακόμα ένα υπολειπόμενο: «όλη η εξουσία στα σοβιέτ»

Γιατί τον Ιούλιο του 1917 ο Λένιν «απέσυρε» το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ»;

Σύμφωνα με κάποιες απαντήσεις και ερμηνείες η επιλογή εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα «τακτικισμού», λόγου χάρη επειδή στα σοβιέτ την πλειοψηφία είχαν εσέροι και μενσεβίκοι. Όμως αυτό συνέβαινε και πριν, όσο δηλαδή ακόμα το σύνθημα ήταν στο άμεσο προσκήνιο, όσο ακόμα δεν είχε περάσει στο πίσω μέρος της «σκηνής».

Η απάντηση βρίσκεται στο ότι μέχρι τον Ιούλιο η αστική αντεπανάσταση δεν είχε ακόμα οργανωθεί, ακόμα «η εξουσία ήταν ασταθής. Τη μοιράζονταν η Προσωρινή κυβέρνηση και τα Σοβιέτ πάνω στη βάση μιας εθελοντικής συμφωνίας μεταξύ τους. Τα Σοβιέτ αποτελούσαν αντιπροσωπείες της μάζας των ελεύθερων, δηλαδή απαλλαγμένων από κάθε εξωτερικό καταναγκασμό, και ένοπλων εργατών και στρατιωτών. Τα όπλα βρίσκονταν στα χέρια του λαού, εξωτερική βία πάνω στο λαό δεν υπήρχε (…) καμιά σοβαρή δύναμη δεν θα μπορούσε τότε (από τις 27 του Φλεβάρη ως τις 4 του Ιούλη) να αντισταθεί και να εμποδίσει το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ». 

Αντίθετα, μετά τις 4 Ιουλίου, «η ασταθής κατάσταση της εξουσίας έπαψε να υπάρχει, η εξουσία στο αποφασιστικό μέρος της πέρασε στα χέρια της αντεπανάστασης», στα χέρια της αντεπαναστατικής αστικής τάξης που «χέρι-χέρι με τους μοναρχικούς και τις μαύρες εκατονταρχίες, πήρε μαζί της, αφού εν μέρει τους τρομοκράτησε, τους μικροαστούς εσέρους και μενσεβίκους και παρέδωσε την πραγματική κρατική εξουσία στα χέρια των Καβενιάκ, στα χέρια μιας στρατιωτικής σπείρας που τουφεκίζει στο μέτωπο όσους δεν υπακούουν σ’ αυτή και εξοντώνει τους μπολσεβίκους στην Πετρούπολη».

Συνοπτικά σε αυτή τη μεταβολή της κατάστασης βρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα. Και, βέβαια, δεν θα χρειαζόταν να γίνει θέμα για τον λόγο ότι από κάποιες ερμηνείες των ιστορικών γεγονότων ο Λένιν, έστω και άδικα, «χρεώθηκε» έναν «τακτικισμό» ισοδύναμο με τους «ελιγμούς» μιας παράταξης που αποσκοπεί μόνο και μόνο να πάρει το προεδρείο μιας συνέλευσης.

Αξίζει, όμως, να γίνει θέμα εφόσον η απάντηση του ερωτήματος έχει άμεση σχέση με ζητήματα ιδιαίτερης σοβαρότητας και πλατιού ενδιαφέροντος, ακόμα κι αν βέβαια δεν τα  εξαντλεί… Άμεση σχέση με ζητήματα όπως ο «ειρηνικός» και ο «μη ειρηνικός» δρόμος της επανάστασης, ο «αριθμός των κομμάτων στο σοσιαλισμό» (και κατ’ επέκταση η πολιτική μορφή της επαναστατικής εξουσίας). Άμεση σχέση επίσης με καθοριστικά ζητήματα χάραξης τακτικής, στα οποία δεν χωρούν προκαταβολικές «φόρμουλες» εφόσον οι κρίσιμοι αποφασιστικοί παράγοντες δυνατόν να μεταβάλλονται απότομα από τη μια ώρα στην άλλη (από τις 4 στις 5 Ιουλίου). Άμεση σχέση δηλαδή με ζητήματα στα οποία δε χωρά απάντηση «αφηρημένη», ξεκομμένη από συγκεκριμένους συσχετισμούς και διαδικασίες που καθορίζουν με τρόπο «αναγκαστικό» τη μια ή άλλη «επιλογή», τη μια ή άλλη εξέλιξη των πραγμάτων:

Μέχρι τις 4 Ιουλίου, λοιπόν, «τα όπλα βρίσκονταν στα χέρια του λαού, εξωτερική βία πάνω στο λαό δεν υπήρχε – να πού βρισκόταν η ουσία της υπόθεσης. Αυτό άνοιγε και εξασφάλιζε τον ειρηνικό δρόμο εξέλιξης όλης της επανάστασης προς τα μπρος. Το σύνθημα «Να περάσει όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» ήταν σύνθημα του πρώτου βήματος, του άμεσα πραγματοποιήσιμου βήματος στον ειρηνικό αυτό δρόμο εξέλιξης. Αυτό ήταν σύνθημα ειρηνικής εξέλιξης της επανάστασης, που από τις 27 του Φλεβάρη ως τις 4 του Ιούλη ήταν πραγματοποιήσιμη και φυσικά η πιο επιθυμητή, σήμερα όμως είναι εντελώς αδύνατη. (…) Ειρηνικής όχι μόνο με την έννοια ότι κανείς, καμιά τάξη, καμιά σοβαρή δύναμη δεν θα μπορούσε τότε (από τις 27 του Φλεβάρη ως τις 4 του Ιούλη) να αντισταθεί και να εμποδίσει το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ…» Αλλά και με την έννοια, ότι «η ειρηνική εξέλιξη θα ήταν τότε δυνατή, ακόμη και από την άποψη ότι η πάλη των τάξεων και των κομμάτων μέσα στα Σοβιέτ θα μπορούσε τότε να συνδυάζεται με τον πιο ειρηνικό και ανώδυνο τρόπο, με τον όρο ότι όλη η κρατική εξουσία θα είχε περάσει έγκαιρα σ’ αυτά. (…) Τα Σοβιέτ από την ταξική τους σύνθεση ήταν όργανα του κινήματος των εργατών και των αγροτών, έτοιμη μορφή της δικτατορίας τους. Αν είχαν όλη την εξουσία, η κύρια αδυναμία των μικροαστικών στρωμάτων, το κύριο αμάρτημά τους, η ευπιστία προς τους καπιταλιστές, θα ξεπερνιόταν στην πράξη, θα υποβαλλόταν σε κριτική με την πείρα που θα αποκόμιζαν από τα ίδια τους τα μέτρα. Η διαδοχή των τάξεων και των κομμάτων που βρίσκονται στην εξουσία θα μπορούσε να γίνει μέσα στα Σοβιέτ ειρηνικά πάνω στη βάση της αποκλειστικής και απόλυτης εξουσίας των Σοβιέτ. Η σύνδεση όλων των σοβιετικών κομμάτων με τις μάζες θα μπορούσε να παραμείνει γερή και σταθερή. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να μας διαφεύγει το γεγονός ότι μονάχα αυτή η στενότατη και ελεύθερα αναπτυσσόμενη σε πλάτος και σε βάθος σύνδεση των σοβιετικών κομμάτων με τις μάζες θα μπορούσε να βοηθήσει να ξεπεραστούν ειρηνικά οι αυταπάτες της μικροαστικής πολιτικής του συμβιβασμού με την αστική τάξη. Το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ αυτό καθαυτό δεν θα άλλαζε και ούτε θα μπορούσε να αλλάξει το συσχετισμό των τάξεων, δεν θα άλλαζε τίποτε από το μικροαστισμό της αγροτιάς. Θα έκανε όμως έγκαιρα ένα μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της απόσπασης των αγροτών από την αστική τάξη, της προσέγγισης και σε συνέχεια της συνένωσής τους με τους εργάτες…»

*

«…Το κράτος είναι πριν απ’ όλα σώματα ένοπλων ανθρώπων με υλικά εξαρτήματα, όπως λ.χ. οι φυλακές – έγραφε ο Φρίντριχ Ενγκελς».

Μέχρι τις 4 Ιουλίου η «πραγματική κρατική εξουσία» ήταν ασταθής, μέχρι τότε μπορούσε «έγκαιρα» να έχει περάσει στα σοβιέτ και με αυτό τον τρόπο τα μικροαστικά στρώματα και κόμματα να αποσπαστούν από την αστική τάξη, να προσεγγίσουν τους εργάτες, να συνενωθούν με αυτούς και το κόμμα τους, να συνδυάζεται η   πάλη των τάξεων και των κομμάτων μέσα στα Σοβιέτ με τον πιο ειρηνικό και ανώδυνο τρόπο, με τον όρο ότι όλη η κρατική εξουσία θα είχε περάσει έγκαιρα σ’ αυτά, να γίνει  μέσα στα Σοβιέτ ειρηνικά πάνω στη βάση της αποκλειστικής και απόλυτης εξουσίας τους η διαδοχή των τάξεων και των κομμάτων που βρίσκονται στην εξουσία.

Μετά τις 4 Ιουλίου η «πραγματική κρατική εξουσία» είχε περάσει στα χέρια της αστικής αντεπανάστασης που μαζί με τους μοναρχικούς προσεταιρίστηκε (και εν μέρει τρομοκράτησε) τα μικροαστικά κόμματα των εσέρων και μενσεβίκων… Πια «τίποτε, καμιά δύναμη, εκτός από το επαναστατικό προλεταριάτο, δεν μπορεί να ανατρέψει την αστική αντεπανάσταση. Το επαναστατικό ακριβώς προλεταριάτο, ύστερα από την πείρα του Ιούλη 1917, πρέπει να πάρει το ίδιο την κρατική εξουσία στα χέρια του – χωρίς αυτό η επανάσταση δεν μπορεί να νικήσει».

*

Η ανθρωπότητα έθετε απέναντί της ένα ζήτημα ώριμο για τη λύση του…

(τα αποσπάσματα με πλάγια στοιχεία εντος εισαγωγικών είναι από το άρθρο του Λένιν «Σχετικά με τα συνθήματα» – Ιούλιος 1917)


προσυνεδριακά υπολειπόμενα: τι «απέδειξε» η Χιλή, τι «αποδείχνουν» οι ήττες;

Όλες στην πραγματικότητα οι νικηφόρες επαναστάσεις του 20ου αιώνα ήταν «αστικοδημοκρατικές με τάση γρήγορης μετεξέλιξής τους σε σοσιαλιστικές», και με κινητήριες δυνάμεις την εργατική τάξη και τη φτωχή αγροτιά.

Ξεκινώντας από τη ρωσική επανάσταση του 1917, αυτή ήταν η πορεία που ακολούθησε η επανάσταση από το Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη, από την ανατροπή του τσαρισμού ως την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας. Αυτή ήταν (παρ’ όλη τη διαφορά των συγκεκριμένων συνθηκών) η πορεία που ακολούθησε η κουβανική επανάσταση, όμοια ήταν η πορεία της βιετναμέζικης επανάστασης, αυτός ήταν και ο χαρακτήρας του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Ελλάδα την περίοδο 1941-1944. Επομένως, η ήττα του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τον προπολεμικό κομματικό – προγραμματικό καθορισμό ως προς «το χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης». Η ερμηνεία της ήττας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί σε συνδυασμό στοιχείων, όπως: Η έλλειψη βαθύτερης κατανόησης του κόμματος απέναντι στο ίδιο το πρόγραμμά του, η σχετική στενότητα περιθωρίων εξαιτίας των συνθηκών του αντιφασιστικού πολέμου, η έλλειψη κατανόησης της διαφοράς ανάμεσα στον λαϊκό αντιφασιστικό πόλεμο και τον «συμμαχικό» ιμπεριαλιστικό πόλεμο,   η έλλειψη κατανόησης για το ότι η αντιφασιστική πάλη δεν μπορούσε παρά να ολοκληρωθεί σαν πάλη αντιιμπεριαλιστική συνολικά αλλιώς θα έμενε στη μέση του δρόμου, η απόσπαση των αντιλήψεων της ηγεσίας από τις διαθέσεις και δυνατότητες της βάσης – απόσπαση καταγραμμένη στα πρόσωπα των ανταρτών που παραδίνουν τα όπλα τους…

Όλα τα παραπάνω στις συγκεκριμένες συνθήκες συνέτειναν στην παραβίαση της νομοτέλειας που καθορίζει ότι η ένοπλη λαϊκή επαναστατική πάλη, εφόσον αρχίζει, είτε τραβιέται ως το τέλος της είτε οδηγείται στην ήττα, στη νίκη της αντίδρασης και της αντεπανάστασης. Αυτή την απόδειξη προσφέρει η εμπειρία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, κι όχι φυσικά κάποια «απόδειξη» καταδίκης της ένοπλης πάλης, όπως δεν αποτελεί «απόδειξη» καταδίκης της ένοπλης πάλης και η ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο 1946-1949 και συνολικά η ενιαία πείρα του ένοπλου λαϊκού αγώνα της δεκαετίας του 1940.

*

Μοναδική ίσως επαναστατική απόπειρα του 20ου αιώνα η οποία δεν είχε μπροστά της «αστικοδημοκρατικά καθήκοντα» αλλά αντίθετα ξεκινούσε πάνω σε αστικοδημοκρατική βάση σαν εφαλτήριο, ήταν η απόπειρα της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή του 1970.

Και ήταν απόπειρα επαναστατική γιατί όντας στηριγμένη στο εργατικό – λαϊκό κίνημα, έμπρακτα, με κυβερνητικές αποφάσεις, προώθησε την οικονομική ανατροπή που αποτελεί οικονομική ουσία του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, προχώρησε έμπρακτα σε μέτρα με αντιιμπεριαλιστικό – αντιμονοπωλιακό – σοσιαλιστικό περιεχόμενο.

Η ίδια αυτή απόπειρα ηττήθηκε, υπέστη μια άγρια ήττα. Τι «αποδεικνύει» όμως η ήττα της;

Αν δεχτούμε ότι μόνη «διασφάλιση» από τον δεξιό οπορτουνισμό είναι ο «αριστερός» (και πραγματικά αν το ζητούμενο είναι αυτή η «διασφάλιση» τότε είμαστε «αναγκασμένοι» να το δεχτούμε), τότε η απάντηση βρίσκεται «εύκολα» στην «απόδειξη» ότι τα κοινοβουλευτικά μέσα είναι ανίκανα να συμβάλουν σε οποιαδήποτε προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας, ότι κάθε τέτοια επιδίωξη αποτελεί αυταπάτη που στο τέλος πληρώνεται ακριβά.

Όμως το ακριβό αντίτιμο που πλήρωσε ο λαός της Χιλής δεν υπήρξε δική του  αποκλειστικότητα. Υπήρξε και παραμένει γενικός νόμος κάθε επανάστασης που νικιέται. Υπήρξε και παραμένει γενική απειλή ενάντια στο λαό, σε κάθε περίπτωση που η ταξική πάλη οξύνεται σε βαθμο έμπρακτης αμφισβήτησης των βάσεων του καπιταλιστικού συστήματος (ή ακόμα και σε βαθμό που μπορεί να οδηγήσει σε έμπρακτη αμφισβήτησή τους). Και η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας δεν αποτελούσε παρά έκφραση μιας τέτοιας όξυνσης της ταξικής πάλης.

Η Λαϊκή Ενότητα της Χιλής δεν «απέδειξε» τη ματαιότητα της αξιοποίησης των αστικοδημοκρατκών διαδικασιών για τους τελικούς σκοπούς της εργατικής – λαϊκής ταξικής πάλης. Απέδειξε αντίθετα τη δυνατότητα συμβολής τους για την άνοδο της πάλης ως το ανώτατο επίπεδό της. Απέδειξε τις συνέπειες της έλλειψης προσανατολισμού, προετοιμασίας, ετοιμότητας για σύγκρουση με την αντίδραση και την αντεπανάσταση, απέδειξε τις συνέπειες της παραβίασης μιας βασικής γενικής νομοτέλειας της ταξικής πάλης.

Η αυταπάτη που πληρώθηκε από το λαό της Χιλής δεν είναι ειδικά «εκλογική». Η γενική επαναστατική νομοτέλεια που παραβιάστηκε δεν αφορά ειδικά την αξιοποίηση των εκλογών και του κοινοβουλευτισμού. Η αυταπάτη που πληρώθηκε είναι αυταπάτη σε σχέση με την αστική εξουσία και τη νομοτελειακή ανάγκη της αντιμετώπισης της κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.  Και η πρακτική συνέπεια αυτής της απόδειξης δεν συνιστά και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συνιστά «επιλογή δρόμου», «κοινοβουλευτικού» ή «επαναστατικού», «ειρηνικού» ή «βίαιου».

Τον «δρόμο» δεν τον επιλέγουμε, ο δρόμος είναι δοσμένος, κι αυτός είναι σε κάθε περίπτωση ο δρόμος που οδηγεί στην οριστική σύγκρουση με την εκμεταλλευτική εξουσία, με τις δυνάμεις της αντίδρασης, με την αντεπαναστατκή βία. Όμως δεν μπορούμε να επιλέξουμε ούτε τις διαδρομές που αναγκαστικά οδηγούν ως εκεί. Τόσο η άρνηση των «ειρηνικών» και «νόμιμων» μορφών για χάρη της «σιγουριάς» που «εξασφαλίζουν» οι «επαναστατικές» μορφές πάλης, όσο και η άρνηση των μορφών της επαναστατικής εξέγερσης στο όνομα της «νομιμότητας» και του «ειρηνικού περάσματος», η άρνηση με άλλα λόγια κάθε μορφής που αντιστοιχεί σε ένα δοσμένο βαθμό ωριμότητας και που βρίσκεται εκ των πραγμάτων στο άμεσο προσκήνιο, οδηγεί και ισοδυναμεί με εγκατάλειψη της πάλης στο συγκεκριμένο σημείο της ανάπτυξής της, με άρνηση ανεβάσματος της πάλης και των αναγκών της σε ανώτερο επίπεδο, και αναγκαστικά και στη μια και την άλλη περίπτωση με υποχώρηση της λαϊκής πάλης και επικράτηση της αντίδρασης σε βαθμό ανάλογο με το βαθμό κρισιμότητας των εκδηλώσεων του «αριστερού» ή του δεξιού «υποκειμενισμού» στις εκάστοτε συγκεκριμένες συνθήκες.

*

Για τις «ανάγκες» της πρόσφατης «επικαιρικής» ιδεολογικής αντιπαράθεσης η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας της Χιλής μπήκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, στο ίδιο τσουβάλι με την «αριστερή κυβέρνηση» του ΣΥΡΙΖΑ, με την κυβέρνηση του ΑΚΕΛ στην Κύπρο, ακόμα και με την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του 1944…

Όμως, η «αριστερή κυβέρνηση» του ΣΥΡΙΖΑ, πρόταση μάλιστα αναφερόμενη στο ΕΑΜ και αυτοαναγορευόμενη σε «νέο ΕΑΜ», δεν ήταν παρά πρόταση που οδηγούσε απευθείας σε μια σύγχρονη «συνθήκη του Λιβάνου» και μάλιστα στη βάση της «συνέπειάς» της με τους στόχους που έθετε, και όχι (όπως στην περίπτωση του πραγματικού ΕΑΜ) στη βάση της ασυνέπειάς του απέναντι στους στόχους του και την ίδια του τη δράση… Η κυβέρνηση της «εθνικής ενοτητας» του 1944 αποτελούσε δραματική υποχώρηση από το δοσμένο επίπεδο της ταξικής-λαϊκής πάλης, συνιστούσε αυτοκατάργηση των βάσεων της λαϊκής εξουσίας  που είχε κατακτήσει (και θεσμοθετήσει) το λαϊκό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα με τον αγώνα του… Η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ πάλι, αν και «αριστερή», ούτε στιγμή δεν αμφισβήτησε και ούτε καν διακήρυξε ότι αμφισβητεί την κυριαρχία των μονοπωλίων σε οποιαδήποτε μορφή της. Αντίθετα ταύτισε τις διακηρύξεις της και την πολιτική της με την υπηρέτηση του κυπριακού «ευρωμονόδρομου». Ήταν κυβέρνηση που αποσκοπούσε να διατηρησει την ταξική πάλη σε «στασιμότητα» και που αναγκαστικά η επιδιωξή της αυτή δεν θα οδηγούσε παρά στην λαϊκή υποχώρηση: η ιστορία είναι κίνηση, ιστορική «στασιμότητα» δεν υπάρχει.

Αντίθετα με όλες τις παραπάνω «κυβερνήσεις» και κάθε παραλλαγή τους, η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας ήταν κυβέρνηση ανόδου της ταξικής πάλης  ως το σημείο όπου αναγκαία θα έπρεπε να τεθεί και που τέθηκε το ζήτημα της επικράτησης ειτε της αντεπανάστασης είτε της επανάστασης, ζήτημα που υπόκειται στις ίδιες πάντοτε γενικές νομοτελειες ανεξάρτητα από τις μορφές και τους τρόπους με τους οποίους θα τεθεί. Και οι οποίες (μορφές και τρόποι) δεν αποτελούν σε τελική ανάλυση ζήτημα υποκειμενικής επιλογής αλλά αντικειμενικές καταστάσεις συνυφασμένες με τις συγκεκριμένες σε κάθε δεδομένη στιγμή συνθήκες ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Αντικειμενικές καταστάσεις οι οποίες απαιτούν ανταπόκριση, γιατί σε κάθε δεδομένη στιγμή δεν υπάρχουν άλλες, υπάρχουν αυτές και μόνο αυτές.

Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας ήταν κυβέρνηση επαναστατική και το λάθος της βρίσκεται στο ότι δε στάθηκε ικανή να αναγνωρίσει στον ίδιο της τον εαυτό αυτόν της το χαρακτήρα, να τον διακηρύξει και να υπηρετήσει όλες τις συνέπειες αυτού του χαρακτήρα και της αναγνώρισής του. Τον ίδιο χαρακτήρα έχει και τις ίδιες συνέπειες οφείλει να υπηρετεί κάθε δύναμη που η κοινοβουλευτική της παρουσία -ανεξάρτητα από το εκάστοτε ποσοτικό της μέγεθος- είναι απερίφραστα και μέχρι τέλους ενταγμένη στην πάλη  για την ανατροπή των πολιτικο-οικονομικών βάθρων της κυριαρχίας των μονοπωλίων, για την ιδιοποίηση από τους εργαζόμενους του πλούτου που παράγουν και των μέσων της παραγωγής του (που αποτελούν μέρος του).

Τον ίδιο χαρακτήρα και τις ίδιες συνέπειες, ως το τέλος τους, οφείλει ρητά να έχει και να υπηρετεί και η λαϊκή ψήφος σε κάθε τέτοια δύναμη, σαν βόλι, σαν «όπλο» ενταγμένο στη συνολική λαϊκή πάλη σε κάθε ορισμένη στιγμή της ανάπτυξής της. «Αυταπάτες» δεν είναι μόνο οι «κοινοβουλευτικές» και καμία διασφάλιση, σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει απέναντι σε κάθε είδους αυταπάτες εκτός από τη διάψευσή τους στην πράξη. Στο ρόλο της πρωτοπορίας ανήκει, ανάμεσα σε κάθε τι άλλο, η ολόπλευρη προετοιμασία και η πρακτική δραστηριότητα τότε για το ξεπέρασμα κάθε «αυταπάτης» σε επαναστατική κατεύθυνση κι όχι στην κατεύθυνση της αντιδραστικής οπισθοδρομησης.